Τέλλος Άγρας «Αμάξι στη βροχή»
Η ποίηση του Τέλλου Άγρα κινήθηκε συχνά ανάμεσα στα μικρά, φθαρτά πράγματα της καθημερινής ζωής, που παίρνουν, όπως και στο ποίημά μας, την προέκταση συμβόλων.
Ώρα, προσμένει μοναχή
η άμαξα, κάτω απ’ τη βροχή,
και δεν τη μέλει·
κι είναι σα να την τυραννά
πιότερο η ξένη γειτονιά
που δεν τη θέλει.
Τ’ αλογατάκια της, σιμά,
κάτω απ’ τον ίδιο μουσαμά
κάνουν καρτέρι·
στον τόπο αυτόν, το θλιβερό,
πράμα δε μένει από καιρό,
να το ‘χουν ταίρι.
Γρίλιες δεν είναι, μήτε αυλές
περικοκλάδες βαθουλές·
δεν έμειν’ ένα
απ’ τα φανάρια στη σειρά
με τα δυο μπρούτζινα φτερά,
τα σταυρωμένα.
Τ’ ανώφλια επέσαν κι οι αγκωνές
κι οι ανεμοπέραστες, στενές,
οι γαλαρίες·
κι έφυγαν έντρομες, πολλές,
κι οι θύμησες, σαν τις καλές,
σεμνές κυρίες.
Άδεια βιτόρια και φτωχή,
πάρε μου εμένα την ψυχή,
πάρε με εμένα
για ταξιδιώτη σου: κι ευθύς
πάμε, όθε κίνησες να ‘ρθείς:
στα Περασμένα.
αγκωνή: αγκωνάρι, γωνία.
γαλαρία: (λέξη ιταλική) α) μακριά στοά σπιτιού, κυρίως μεγάρου β) στεγασμένος εξώστης που είχε συνήθως ολόγυρα τζάμια και χρησίμευε ως διάδρομος.
βιτόρια: τύπος ιππήλατης άμαξας.
Ώρα, προσμένει μοναχή
η άμαξα, κάτω απ’ τη βροχή,
και δεν τη μέλει·
κι είναι σα να την τυραννά
πιότερο η ξένη γειτονιά
που δεν τη θέλει.
Η εικόνα που λειτουργεί ως το αρχικό ερέθισμα για τη σύνθεση του ποιήματος είναι αυτή μιας ιππήλατης άμαξας κάτω απ’ τη βροχή. Η προσωποποιημένη άμαξα παρουσιάζεται να περιμένει για ώρα μόνη της μες στη βροχή τον ερχομό κάποιου επιβάτη, χωρίς εντούτοις να είναι αυτή η πολύωρη αναμονή που την απασχολεί. Εκείνο που κυρίως βασανίζει την μοναχική άμαξα είναι η ξένη -η εκσυγχρονισμένη- γειτονιά που μοιάζει να μη θέλει την διατήρηση στοιχείων του παρελθόντος, όπως ακριβώς είναι οι ιππήλατες άμαξες.
Μέσα από τη μελαγχολική εικόνα της μοναχικής άμαξας που υπομένει τη βροχή, ο ποιητής αποδίδει, βέβαια, περισσότερο δικά του συναισθήματα και προσωπικούς του προβληματισμούς. Αναγνωρίζει, δηλαδή, στην άμαξα, που συμβολίζει μια περασμένη εποχή, τον ίδιο του τον εαυτό και τη δική του δυσκολία να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα του καιρού του και στις ποικίλες αλλαγές που έχουν επέλθει. Η αγωνιώδης αίσθηση της άμαξας πως βρίσκεται σε μια «ξένη» γειτονιά που δεν επιθυμεί πια την παρουσία της, αντανακλά επί της ουσίας την αγωνία του ποιητή πως βρίσκεται σ’ έναν σημαντικά αλλαγμένο κόσμο, στον οποίο ο ίδιος δεν έχει θέση.
Η παρομοίωση (4ος – 5ος στίχος) «κι είναι σα να την τυραννά / πιότερο η ξένη γειτονιά», μας αποκαλύπτει, επομένως, το πώς ο αισθάνεται ο ποιητής και τι είναι αυτό που κυρίως τον απασχολεί. Η μελαγχολική του διάθεση, που ενισχύεται από το βροχερό σκηνικό, πηγάζει από την αίσθησή του πως βρίσκεται σ’ έναν κόσμο ξένο για εκείνον.
Τ’ αλογατάκια της, σιμά,
κάτω απ’ τον ίδιο μουσαμά
κάνουν καρτέρι·
στον τόπο αυτόν, το θλιβερό,
πράμα δε μένει από καιρό,
να το ‘χουν ταίρι.
Πλάι στην άμαξα, κάτω απ’ τον ίδιο προστατευτικό μουσαμά, στέκουν και περιμένουν τα αλογάκια της άμαξας, που, όπως κι αυτή, δεν έχουν καμία ουσιαστική απασχόληση μέχρι να φανεί κάποιος πελάτης που θα θελήσει να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες τους. Στέκουν και περιμένουν, χωρίς τα ίδια να έχουν συναίσθηση πόσο αταίριαστα είναι με τα υπόλοιπα στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου. Σ’ αυτόν το θλιβερό, όπως τον χαρακτηρίζει ο ποιητής, τόπο, δεν έχει απομείνει εδώ και καιρό τίποτε που να ταιριάζει σε αυτά∙ τίποτε που να ανήκει στην ίδια εποχή με αυτά.
Τα αλογάκια της άμαξας είναι απομεινάρια ενός αλλοτινού καιρού και δεν έχουν πια ουσιαστική χρησιμότητα, όπως είχαν κάποτε. Από τη στιγμή που οι πολίτες χρησιμοποιούσαν για τις μεταφορές τους τα αυτοκίνητα, το τραμ ή το τρένο, δεν υπήρχε πια η ανάγκη να καταφεύγουν στις ιππήλατες άμαξες, με αποτέλεσμα τα αλογάκια αυτά να θυμίζουν μια παλιά εποχή και να χρησιμοποιούνται ελάχιστα. Μόνο νοσταλγοί του παλιού καιρού ή όσοι ήθελαν να δουν την πόλη ως τουρίστες, πηγαίνοντας βόλτα μ’ ένα μεταφορικό μέσο του παρελθόντος επέλεγαν πια την άμαξα.
Ο ποιητής αναγνωρίζει στα αλογατάκια της άμαξας τον εαυτό του, αφού κι εκείνος αισθάνεται παράταιρος και αποξενωμένος απ’ τον τελείως αλλαγμένο κόσμο της εποχής του, που διόλου δεν θυμίζει πια το ωραίο και φιλόξενο περιβάλλον των χρόνων του παρελθόντος∙ των χρόνων της νεανικής του ηλικίας.
Γρίλιες δεν είναι, μήτε αυλές
περικοκλάδες βαθουλές·
δεν έμειν’ ένα
απ’ τα φανάρια στη σειρά
με τα δυο μπρούτζινα φτερά,
τα σταυρωμένα.
Ο ποιητής έχοντας χαρακτηρίσει τον τόπο που αντικρίζει γύρω του θλιβερό κι έχοντας επισημάνει πως δεν έχει απομείνει τίποτε πια από την εποχή που τα αλογάκια της άμαξας αποτελούσαν αρμονικό κομμάτι του αστικού χώρου, έρχεται σε αυτή τη στροφή να υποδείξει κάποιες από τις σχετικές αλλαγές. Πλέον στα παράθυρα των σπιτιών δεν υπάρχουν οι γραφικές και όμορφες ξύλινες γρίλιες, ενώ μαζί τους έχουν χαθεί κι οι παραδοσιακές αυλές των σπιτιών με τις πυκνές περικοκλάδες, που δημιουργούσαν μια φιλόξενη και αισθητικώς φροντισμένη εικόνα. Στην πολυάνθρωπη πόλη τα παραδοσιακά σπίτια έχουν αντικατασταθεί από πολυώροφα κτήρια, στα οποία δεν υπάρχει χώρος για εσωτερικές αυλές και όμορφους κήπους.
Κάθε μέριμνα για την καλαισθησία του αστικού τοπίου έχει χαθεί στον διαρκώς εκσυγχρονιζόμενο αυτό τόπο, όπου κύριο ζητούμενο είναι το πρακτικό και το αξιοποιήσιμο. Έτσι, μαζί με τις αυλές και τις περικοκλάδες, χάθηκαν και τα παλιά εκείνα φανάρια που φώτιζαν τους δρόμους και τα οποία ήταν διακοσμημένα με δυο σταυρωμένα μπρούτζινα φτερά. Τώρα οι λάμπες του δρόμου δεν έχουν καμία διακοσμητική αξία, μόνο μια πρακτική χρησιμότητα.
Τ’ ανώφλια επέσαν κι οι αγκωνές
κι οι ανεμοπέραστες, στενές,
οι γαλαρίες·
κι έφυγαν έντρομες, πολλές,
κι οι θύμησες, σαν τις καλές,
σεμνές κυρίες.
Οι αλλαγές του σύγχρονου τοπίου δεν σταματούν όμως εκεί, καθώς πέρα από τις γρίλιες και τις αυλές, δεν υπάρχουν πια μήτε τα διακοσμητικά ξύλινα ή μαρμάρινα επιστεγάσματα στις πόρτες των σπιτιών -ανώφλια-, όπως και οι κομψές αγκωνές∙ οι με άρτιο τρόπο κοσμημένες γωνίες στο πάνω μέρος των κτηρίων και των σπιτιών. Ενώ, έχουν χαθεί κι οι στενές εκείνες στοές -γαλαρίες- απ’ τις οποίες περνούσε ο άνεμος κι οι οποίες προσέδιδαν μια ιδιαίτερη ομορφιά στα παλιά σπίτια. Μαζί με όλα αυτά τα κοσμητικά στοιχεία έχουν φύγει έντρομες πολλές -προσωποποιημένες εδώ- αναμνήσεις από τη γοητεία του παρελθόντος, που με πολλή επιμέλεια φρόντιζε για την αισθητική εικόνα του αστικού τοπίου. Έχουν φύγει έντρομες οι μνήμες του παρελθόντος, όπως ακριβώς έχουν φύγει κι οι σεμνές και καλές κυρίες του παρελθόντος, που με τη φροντισμένη τους εμφάνιση συμπλήρωναν αρμονικά το χώρο και δημιουργούσαν μια εξαίρετη εικόνα χάριτος και κομψότητας.
Ο ποιητής με θλίψη διαπιστώνει την αλλοίωση του αστικού περιβάλλοντος απ’ το οποίο απουσιάζουν πια όλα εκείνα τα στοιχεία που διασφάλιζαν την ομορφιά και τη γοητεία του. Ό,τι κάποτε ήταν γεμάτο κομψότητα και θελκτική αρμονία, μοιάζει τώρα ξένο, ψυχρό και αφιλόξενο. Η αισθητικώς άρτια πόλη που γνώρισε και αγάπησε ο ποιητής δεν υπάρχει πια.
Άδεια βιτόρια και φτωχή,
πάρε μου εμένα την ψυχή,
πάρε με εμένα
για ταξιδιώτη σου: κι ευθύς
πάμε, όθε κίνησες να ‘ρθείς:
στα Περασμένα.
Απογοητευμένος, λοιπόν, ο ποιητής από το τόσο γρήγορα αλλαγμένο περιβάλλον που αντικρίζει γύρω του και παρακινημένος από την αίσθηση πως πια δεν ανήκει σ’ αυτή την ψυχρή εποχή, στρέφεται προς την άδεια άμαξα και της ζητά να πάρει μαζί της την ψυχή του∙ της ζητά να πάρει ως ταξιδιώτη της εκείνον και να τον μεταφέρει εκεί απ’ όπου η ίδια ξεκίνησε, από το εξιδανικευμένο παρελθόν. Η επίκληση του ποιητή προς την άμαξα -σχήμα αποστροφής- φανερώνει πως η συναισθηματική του κατάσταση δεν διακρίνεται από μια παροδική μελαγχολική διάθεση, αλλά από μια γνήσια αίσθηση αποξένωσης από το περιβάλλον και την εποχή του. Ο ποιητής πραγματικά δεν μπορεί να προσαρμοστεί στα δεδομένα του καιρού του και επιθυμεί να επιστρέψει στα Περασμένα, σε μια εποχή όπου ένιωθε πιο ευτυχής και πιο σίγουρος για τη θέση του στον κόσμο.
Αν κρίνουμε, άλλωστε, από τα επίθετα που αποδίδει στην άμαξα, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το πώς αισθάνεται. Ο χαρακτηρισμός «άδεια» που απευθύνεται ως προσφώνηση στην βιτόρια -στην άμαξα-, αποκαλύπτει περισσότερο το συναισθηματικό κενό του ίδιου του ποιητή, που βιώνει μια αίσθηση απουσίας σκοπού και προσανατολισμού στη ζωή του. Αντιστοίχως και το επίθετο «φτωχή» που επισημαίνει το πόσο έρημη και αποκομμένη από το περιβάλλον της είναι η άμαξα, αποδίδει κυρίως το αίσθημα του ποιητή για τον εαυτό του και τη ζωή του. Αταίριαστος με τον σύγχρονο κόσμο και χωρίς ικανά συναισθηματικά ερείσματα, ο ποιητής νιώθει μόνος, αποξενωμένος, δίχως κάποιο συγκεκριμένο στόχο που να προσδίδει νόημα στη ζωή του.
Η άμαξα που με την παρουσία της έφερε στη μνήμη του ποιητή εικόνες από το παρελθόν, από τα ειδυλλιακά εκείνα «Περασμένα», τρέπεται αίφνης στο μέσο διαφυγής του ποιητή. Στο μέσο εκείνο που θα του προσφέρει την επιδιωκόμενη λύτρωση και θα τον επιστρέψει στη μόνη εποχή που ο ίδιος ένιωθε ευτυχισμένος και πίστευε πως μπορούσε να υπάρξει αρμονικά δεμένος με το γύρω χώρο και τους άλλους ανθρώπους.
Η τάση φυγής του ποιητή κι η νοσταλγική -έστω κι αν είναι ανέφικτη- επιθυμία επιστροφής στην ξεχωριστή και πιο θερμή περίοδο του εξιδανικευμένου παρελθόντος, φανερώνει τον ψυχικό του κάματο και την αδυναμία προσαρμογής στην πραγματικότητα της συγκαιρινής του ζωής. Πρόκειται, δηλαδή, για στοιχεία που χαρακτηρίζουν γενικότερα τους ποιητές της πρώτης δεκαετίας του μεσοπολέμου, τους λεγόμενους νεοσυμβολιστές, που γίνονται εκφραστές τραυματικών συναισθημάτων και ψυχικών καταστάσεων.
Ερωτήσεις
1. Να ερμηνεύσετε το ποίημα, αφού επισημάνετε:
α) το χώρο μέσα στον οποίο τοποθετείται η άμαξα (στροφ. 1-2).
Η άμαξα τοποθετείται στο πολλαπλώς αλλαγμένο αστικό τοπίο, το οποίο έχει σε τέτοιο βαθμό εκσυγχρονιστεί, ώστε εκείνη μοιάζει εντελώς περιττή και παρωχημένη. Με την αναφορά, άλλωστε, πως είναι μοναχή της και πως περιμένει κάτω απ’ τη βροχή, μέσα σε μια «ξένη» γειτονιά, που δεν τη θέλει, γίνεται φανερό πως η άμαξα δεν έχει πλέον θέση στον σύγχρονο αυτό χώρο.
β) Τις αλλαγές που έχουν γίνει σ’ αυτό το χώρο (στροφ. 3-4).
Πλέον στα παράθυρα των σπιτιών δεν υπάρχουν οι γραφικές και όμορφες ξύλινες γρίλιες, ενώ μαζί τους έχουν χαθεί κι οι παραδοσιακές αυλές των σπιτιών με τις πυκνές περικοκλάδες, που δημιουργούσαν μια φιλόξενη και αισθητικώς φροντισμένη εικόνα. Στην πολυάνθρωπη πόλη τα παραδοσιακά σπίτια έχουν αντικατασταθεί από πολυώροφα κτήρια, στα οποία δεν υπάρχει χώρος για εσωτερικές αυλές και όμορφους κήπους.
Κάθε μέριμνα για την καλαισθησία του αστικού τοπίου έχει χαθεί στον διαρκώς εκσυγχρονιζόμενο αυτό τόπο, όπου κύριο ζητούμενο είναι το πρακτικό και το αξιοποιήσιμο. Έτσι, μαζί με τις αυλές και τις περικοκλάδες, χάθηκαν και τα παλιά εκείνα φανάρια που φώτιζαν τους δρόμους και τα οποία ήταν διακοσμημένα με δυο σταυρωμένα μπρούτζινα φτερά. Τώρα οι λάμπες του δρόμου δεν έχουν καμία διακοσμητική αξία, μόνο μια πρακτική χρησιμότητα.
Δεν υπάρχουν πια μήτε τα διακοσμητικά ξύλινα ή μαρμάρινα επιστεγάσματα στις πόρτες των σπιτιών -ανώφλια-, όπως και οι κομψές αγκωνές∙ οι με άρτιο τρόπο κοσμημένες γωνίες στο πάνω μέρος των κτηρίων και των σπιτιών. Ενώ, έχουν χαθεί κι οι στενές εκείνες στοές -γαλαρίες- απ’ τις οποίες περνούσε ο άνεμος κι οι οποίες προσέδιδαν μια ιδιαίτερη ομορφιά στα παλιά σπίτια. Μαζί με όλα αυτά τα κοσμητικά στοιχεία έχουν φύγει έντρομες πολλές -προσωποποιημένες εδώ- αναμνήσεις από τη γοητεία του παρελθόντος, που με πολλή επιμέλεια φρόντιζε για την αισθητική εικόνα του αστικού τοπίου. Έχουν φύγει έντρομες οι μνήμες του παρελθόντος, όπως ακριβώς έχουν φύγει κι οι σεμνές και καλές κυρίες του παρελθόντος, που με τη φροντισμένη τους εμφάνιση συμπλήρωναν αρμονικά το χώρο και δημιουργούσαν μια εξαίρετη εικόνα χάριτος και κομψότητας.
γ) Το νόημα της επίκλησης του ποιητή (στροφ. 5).
Η επίκληση του ποιητή προς την άμαξα -σχήμα αποστροφής- φανερώνει πως η συναισθηματική του κατάσταση δεν διακρίνεται από μια παροδική μελαγχολική διάθεση, αλλά από μια γνήσια αίσθηση αποξένωσης από το περιβάλλον και την εποχή του. Ο ποιητής πραγματικά δεν μπορεί να προσαρμοστεί στα δεδομένα του καιρού του και επιθυμεί να επιστρέψει στα Περασμένα, σε μια εποχή όπου ένιωθε πιο ευτυχής και πιο σίγουρος για τη θέση του στον κόσμο.
2. Με βάση την παραπάνω ερμηνεία, να επιβεβαιώσετε την άποψη που διατυπώνεται στο εισαγωγικό σημείωμα.
Η ποιητική τέχνη είναι σε θέση και τα πιο απλά πράγματα να τα μετατρέψει και να τα κάνει να λειτουργήσουν ως σύμβολα. Μια παλιά λ.χ. άμαξα με άλογα μπορεί να γίνει σύμβολο που να εκφράζει το χρώμα, την ατμόσφαιρα, την ιδιαιτερότητα και το διαφορετικό τρόπο ζωής αλλοτινών και περασμένων εποχών. Ο ποιητής, μέσα από αυτό το απλοϊκό σύμβολο, μπορεί να εκφράσει τη νοσταλγία του για το ξεχωριστό χρώμα άλλων εποχών, την αποστροφή του για τη δική του εποχή ή ακόμη και ένα είδος ρομαντικής-λυρικής ουτοπίας που δηλώνεται ως τάση φυγής και, τελικά, ανέφικτης επιστροφής στο παρελθόν.
3. Το ποίημα ακολουθεί τις βασικές αρχές του συμβολισμού;
Ο συμβολισμός. Εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα στη Γαλλία ως αντίδραση στη ρομαντική ποίηση και στη νατουραλιστική πεζογραφία. Οι αρχές του μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
1) Το εννοιολογικό περιεχόμενο του ποιήματος πρέπει να περιοριστεί στο ελάχιστο.
Ό,τι ενδιαφέρει τον ποιητή στο συγκεκριμένο ποίημα είναι να μεταδώσει κυρίως την αίσθησή του πως ο κόσμος γύρω του έχει αλλάξει δραστικά, χάνοντας τη γοητεία των περασμένων χρόνων, και την επιθυμία του να επιστρέψει στο εξιδανικευμένο παρελθόν. Το περιεχόμενο, άρα, είναι εξαιρετικά περιορισμένο, αφού έμφαση δίνεται στην απόδοση της νοσταλγικής του διάθεσης και στη δήλωση εκείνων των στοιχείων του παρελθόντος που δεν συναντά πια κανείς στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον.
2) Βασικά στοιχεία του ποιήματος είναι η μουσικότητα και η υποβλητικότητα. Αυτό σημαίνει πως ο ποιητής προσπαθεί να υποβάλει τις ψυχικές του διαθέσεις δίνοντας στο ποίημά του έναν τόνο μουσικό, που εξαρτάται από την ακουστική ποιότητα των λέξεων και την κατάλληλη τοποθέτησή τους.
Η υποβλητικότητα του ποιήματος υπηρετείται από τις μελαγχολικές εικόνες που καταγράφονται σε αυτό, όπως είναι αυτή της άμαξας που προσμένει μοναχή κάτω απ’ τη βροχή. Ενώ, ενισχύεται από τη συχνή χρήση λέξεων που αποδίδουν ένα αίσθημα μοναξιάς και αποξένωσης: μοναχή, ξένη, επέσαν, έφυγαν, άδεια, φτωχή κ.ά., καθώς κι από τη δραματική επίκληση του ποιητή στο κλείσιμο του ποιήματος που ζητά με αγωνία από την άδεια άμαξα να πάρει μαζί της την ψυχή του.
Η μουσικότητα του ποιήματος επιτυγχάνεται με τη χρήση του μέτρου -ιαμβικό-, της ομοιοκαταληξίας -ζευγαροπλεχτή-, αλλά και της αρμονικής εναλλαγής σύντομων στίχων -οχτασύλλαβων και πεντασύλλαβων.
3) Υπάρχει συσχέτιση αντικειμένων και ψυχικών καταστάσεων· τα αντικείμενα δηλαδή εκφράζουν τις ψυχικές καταστάσεις, γίνονται σύμβολά τους.
Η μοναχή άμαξα με τα άλογά της γίνεται σύμβολο της περασμένης ειδυλλιακής εποχής που τόσο νοσταλγεί ο ποιητής και, υπό μία έννοια, φανερώνει το πώς αντιλαμβάνεται ο ποιητής τον ίδιο του τον εαυτό∙ ως παράταιρο απομεινάρι μιας χαμένης εποχής.
Η βροχή προσδίδει στο ποίημα τη μελαγχολική εκείνη διάθεση του ποιητή και συμβολίζει έτσι τη βαρυθυμία του και τη διάθεση φυγής που τον χαρακτηρίζει.
Τα διάφορα κοσμητικά στοιχεία που έχουν «πέσει» κι έχουν χαθεί, συμβολίζουν το αίσθημα παρακμής που διακρίνει τον σύγχρονο κόσμο.
Οι συμβολιστές, επίσης, εισάγουν το χαμηλόφωνο και ιδιαίτερα μουσικό τόνο στην ποίησή τους και γίνονται εκφραστές κυρίως τραυματικών συναισθημάτων και ψυχικών καταστάσεων. Παρατηρούμε, άλλωστε, στο ποίημα του Άγρα την αναφορά σε απλά καθημερινά πράγματα και σε μια προσωπική του συναισθηματική διάθεση, χωρίς την πρόθεση διατύπωσης υψηλών νοημάτων ή την καταγραφή ηρωικών καταστάσεων. Πρόκειται για ένα ποίημα χαμηλών τόνων που αποδίδει με λιτότητα τη νοσταλγική διάθεση του δημιουργού του.
4. Εκφράζει το ποίημα μια διάθεση μελαγχολίας και παρακμής; Να υποστηρίξετε την άποψή σας.
Στο ποίημα είναι διάχυτη η διάθεση μελαγχολίας του ποιητή, όπως προκύπτει από την εικόνα της μοναχής άμαξας μέσα στη βροχή, αλλά και από τα επίθετα που χρησιμοποιεί ο ποιητής προκειμένου να χαρακτηρίσει τον περιβάλλοντα χώρο, καθώς και την άμαξα: θλιβερός, άδεια, φτωχή. Ενώ, η επίκλησή του στην τελευταία στροφή, όπου ζητά επιτακτικά από την άμαξα να τον πάρει και να τον πάει στα Περασμένα, καθιστά εμφανή την απροθυμία του να παραμείνει σ’ αυτόν τον «θλιβερό» τόπο που δεν έχει να του προσφέρει καμία δυνατότητα ευτυχίας.
Αντιστοίχως, οι στροφές που αναφέρονται στις ποικίλες αλλαγές που έχουν επέλθει στο αστικό τοπίο, κι ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής αποδίδει την απώλεια των καλαίσθητων στοιχείων του παρελθόντος -δεν έμειν’ ένα, επέσαν, έφυγαν έντρομες- υποδηλώνει την αίσθησή του πως ο χώρος γύρω του βρίσκεται σε μια πορεία παρακμής. Ακριβώς στις αλλαγές που άλλοι θα έβλεπαν πρόοδο, ο ποιητής αναγνωρίζει σημεία παρακμής, καθώς διαπιστώνει πως θυσιάζεται η αισθητική μέριμνα για την όψη της πόλης του και μια γενικότερη αδιαφορία για όλα εκείνα τα στοιχεία που κάποτε της προσέδιδαν γοητεία και την καθιστούσαν ξεχωριστή.
Στίχος & Ομοιοκαταληξία
Το ποίημα συντίθεται σε εξάστιχες στροφές με σταθερή εναλλαγή οκτασύλλαβων και πεντασύλλαβων στίχων, ιαμβικού μέτρου. Ενώ η ομοιοκαταληξία είναι ζευγαροπλεχτή.
[8] Άδεια βιτόρια και φτωχή, [α]
[8] πάρε μου εμένα την ψυχή, [α]
[5] πάρε με εμένα [β]
[8] για ταξιδιώτη σου: κι ευθύς [γ]
[8] πάμε, όθε κίνησες να ‘ρθείς: [γ]
[5] στα Περασμένα. [β]
Ο ίαμβος βασίζεται σε σχήματα δύο συλλαβών, όπου υπάρχει εναλλαγή μιας άτονης συλλαβής με μια τονισμένη, χωρίς ο μετρικός τονισμός να συμπίπτει κατ’ ανάγκη με τον γραμματικό.
Ά / δεια / βι / τό / ρια / και / φτω / χή
Τέλλος Άγρας (1899-1944)
Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου. Γεννήθηκε στην Καλαμπάκα και ύστερα από μεταθέσεις του πατέρα του, που ήταν εκπαιδευτικός, κατέληξε στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο. Σπούδασε Νομικά κι εργάστηκε από το 1927 στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Εκτός από τις μεταφράσεις, που κατά καιρούς δημοσίευσε, καλλιέργησε με επιτυχία την ποίηση και την κριτική. Στην ποίησή του, που μπορεί να θεωρηθεί ως η πιο σημαντική μετά την ποίηση του Καρυωτάκη, ζωντανεύει η ζωή της Αθήνας του μεσοπολέμου, κοιταγμένη μέσα από τα ευαίσθητα μάτια ενός ποιητή. Εκτός από την ποίησή του, σημαντική θέση στα ελληνικά γράμματα κατέχει και το κριτικό του έργο, που είναι μεγάλο σε έκταση και ποικιλία και περιλαμβάνει κριτικά μελετήματα, δοκίμια, αισθητικές αναλύσεις κειμένων, άρθρα στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, βιβλιοκρισίες, προλόγους σε βιβλία, συνεντεύξεις κτλ. Το κριτικό του έργο ήταν διάσπαρτο σε διάφορα περιοδικά κι εφημερίδες και από το 1981 άρχισε να συγκεντρώνεται σε τόμους. Το έργο του: α) Ποίηση: Τα βουκολικά και τα εγκώμια (1934), Καθημερινές (1940), Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας (1965). β) Κριτική: Κριτικά τόμ. Α΄, Β΄ και Γ' (1981).