Οδυσσέας Ελύτης «Το Άξιον εστί» (Β΄ Λυκείου)
Τα πάθη, Άσμα η΄
Το Άσμα αυτό ακολουθεί μετά το Ανάγνωσμα Τέταρτο «Το οικόπεδο με τις Τσουκνίδες», που αναφέρεται στην Κατοχή και τα μπλόκα που έκαναν οι Γερμανοί στις συνοικίες της Αθήνας. Στις επιχειρήσεις τους αυτές χρησιμοποιούσαν πρωσοπιδοφόρους, που υποδείκνυαν τους αγωνιστές. Το άσμα έχει συντεθεί με βάση το γνωστό εγκώμιο «Αι γενεαί πάσαι». Το κάθε δίστιχό του έχει το ίδιο μέτρο και τον ίδιο αριθμό συλλαβών με το παραπάνω εγκώμιο. Για την κατανόηση του ποιήματος θα σας βοηθήσει πολύ το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Τάσου Λιγνάδη Το Άξιον εστί του Ελύτη: «Περιεχόμενο του άσματος είναι η σκοτεινή νύχτα της δουλείας, η μαύρη περίοδος της Κατοχής. Στο φοβερό χειμώνα του 41-42 ο ποιητής, γεμάτος δάκρυα, βλέπει τις ερημωμένες κοιλάδες και σκέπτεται ότι ως και τα δέντρα θα ατιμασθούν, εφόσον θα γίνουν αγχόνες. Καμία πνοή χαράς. Στις ερημωμένες πολιτείες, που έχουν γίνει πύλες του Άδη, αναπέμπει τη διαμαρτυρία του. Παντού ο θάνατος, σύννεφο της γης που σκοτεινιάζει τον ήλιο. Οι μαυροφορεμένες γυναίκες, αντί νερό τραβούν μέσ’ από τα πηγάδια τα πτώματα των αδικοσκοτωμένων.
Η αγανάκτηση τον καίει πιο πολύ από φωτιά, όταν βλέπει τα καμιόνια του στρατού της Κατοχής να φορτώνουν τον επιούσιο άρτο, το λιγοστό σιτάρι, για να το πάνε στη Γερμανία. Μέσα στις έρημες πολιτείες μόνη ζωντανή παρουσία οι επιγραφές στους τοίχους. Σκοτάδι παντού, στη φύση, στην πολιτεία, στην ψυχή του ανθρώπου. Καμιά πόρτα δεν ανοίγει να δώσει κάποιο φως στοργής. Η ιστορική πείρα (μνήμη) τον κάνει να σκέπτεται ότι έρχονται ημέρες μαύρες για τον τόπο. Κάθε υπόλειμμα ζωής είναι τόσο φρικιαστικό, ώστε δηλητηριάζει ακόμα και τις ψυχές των τεράτων».
ΓΥΡΙΣΑ τα μάτια * δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι
Και κοιτώντας έξω * καταχιονισμένα
τα δέντρα των κοιλάδων
Αδελφοί μου, είπα * ως κι αυτά μια μέρα
κι αυτά θα τ’ ατιμάσουν
Προσωπιδοφόροι * μες στον άλλο αιώνα
τις θηλιές ετοιμάζουν
Δάγκωσα τη μέρα * και δεν έσταξε ούτε
σταγόνα πράσινο αίμα
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκεν, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!
Ω πικρές γυναίκες * με το μαύρο ρούχο
παρθένες και μητέρες
Που σιμά στη βρύση * δίνατε να πιούνε
στ’ αηδόνια των αγγέλων
Έλαχε να δώσει * και σε σας ο Χάρος
τη φούχτα του γεμάτη
Μεσ’ απ’ τα πηγάδια * τις κραυγές τραβάτε
αδικοσκοτωμένων
Τόσο δεν αγγίζουν * η φωτιά με το άχτι
που πένεται ο λαός μου
Του Θεού το στάρι * στα ψηλά καμιόνια
το φόρτωσαν και πάει
Μες την έρμη κι άδεια * πολιτεία μένει
το χέρι που μονάχα
Με μπογιά θα γράψει * στους μεγάλους τοίχους
ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Φύσηξεν η νύχτα * σβήσανε τα σπίτια
κι είναι αργά στην ψυχή μου
Δεν ακούει κανένας * όπου κι αν χτυπήσω
η μνήμη με σκοτώνει
Αδελφοί μου, λέει * μαύρες ώρες φτάνουν
ο καιρός θα δείξει
Των ανθρώπων έχουν * οι χαρές μιάνει
τα σπλάχνα των τεράτων
Γύρισα τα μάτια * δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκεν, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!
ο πυρήνας: της γης. Ως εκεί φτάνει το πένθος.
μίτος: το νήμα (που έδωσε η Αριάδνη στο Θησέα, για να ξαναβγεί από το λαβύρινθο).
ο μίτος του θανάτου: το νήμα που οδηγεί στο θάνατο.
πένεται: εδώ: πεινάει, λιμοκτονεί.
στρ. 1. μες στον άλλον αιώνα: στη σκοτεινή περίοδο που θα ακολουθήσει.
στρ. 2. σταγόνα πράσινο αίμα: η μεταφορά από τη βλάστηση. Ο ποιητής εννοεί ότι η ίδια η μέρα έχει νεκρωθεί.
στις πύλες: των πόλεων
στρ. 4. τόσο δεν αγγίζουν η φωτιά με το άχτι: δεν παραβάλλονται. Η αγανάκτηση (το άχτι) για την πείνα του λαού είναι πιο μεγάλη κι από τη φωτιά.
Για να κατανοήσετε καλύτερα το 8ο Άσμα, διαβάστε το Ανάγνωσμα Τέταρτο:
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΜΕ ΤΙΣ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ
ΜΙΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΗΛΙΑΓΕΣ μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ’ αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισια ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους. Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.
Τότε, από τ’ άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας νά ‘ρχεται Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε όποιον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στο Λευτέρη. Αλλά εκείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά – μακριά μέσα στο μέλλον του – που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας, έκανε ν’ ανασηκώσει το μαύρο του πανί, νάν του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.
Πάνω σε κείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολουθούσε με τα τρία σειρήτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε: ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε, λέει, ν’ αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρεις φορές του κατάφερε το μαστίγιο. Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός από τη λίγη πέραση που ‘χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος μη γνωρίζοντας τι πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί.
Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, κέρωσαν. Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ’ τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ’ ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων.
Ανάλυση η΄ Άσματος:
ΓΥΡΙΣΑ τα μάτια * δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι
Και κοιτώντας έξω * καταχιονισμένα
τα δέντρα των κοιλάδων
Αδελφοί μου, είπα * ως κι αυτά μια μέρα
κι αυτά θα τ’ ατιμάσουν
Προσωπιδοφόροι * μες στον άλλο αιώνα
τις θηλιές ετοιμάζουν
Ο ποιητής, με δάκρυα στα μάτια, κοιτάζει απ’ το παράθυρο τα καταχιονισμένα δέντρα (ο χειμώνας του 1941-42 υπήρξε δριμύτατος) στις κοιλάδες (πληθυντικός για να τονιστεί η κυριαρχία του ίδιου σκηνικού σε όλη τη χώρα), και προλέγει στους Έλληνες, που τους νιώθει όλους σαν αδέλφια του, πως ακόμη και τα δέντρα θα ατιμαστούν από τους κατακτητές. Άνθρωποι με προσωπίδες (καταδότες) ετοιμάζονται να προδώσουν τους αγωνιστές -τις θηλιές ετοιμάζουν- και τα αγνά δέντρα του ελληνικού τοπίου θα χρησιμοποιηθούν, από τους Γερμανούς, ως αγχόνες για να κρεμάσουν εκεί όσους τολμούν να αντιστέκονται στη θέλησή τους.
Οι Προσωπιδοφόροι είναι εκείνοι οι Έλληνες -οι Γερμανοί δεν είχαν λόγο να κρύβουν το πρόσωπό τους, ενώ οι Έλληνες καταδότες προσπαθούσαν να προφυλάξουν την ταυτότητά τους-, που θα εκμεταλλευτούν τη νέα κατάσταση, θα συνεργαστούν με τους κατακτητές και θα προδώσουν τους αδελφούς τους, μόνο και μόνο για αποκομίσουν οικονομικά οφέλη και φυσικά να μη χρειαστεί να υποφέρουν μαζί με τους συμπατριώτες τους.
Η λέξη γράφεται με κεφαλαίο για να δοθεί με έμφαση η κατηγορία αυτών των ανθρώπων που μπροστά στο δικό τους συμφέρον δεν αναγνωρίζουν ούτε πατρίδα, ούτε φιλικούς και εθνικούς δεσμούς.
Η προφητική διατύπωση του ποιητή «μες στον άλλον αιώνα», έρχεται να υπενθυμίσει πως τα γεγονότα εκείνα είναι ακόμη η αρχή της συμφοράς και ότι τα πράγματα θα χειροτερέψουν πολύ περισσότερο, καθώς οι άνθρωποι θα λυγίζουν μπροστά στις κακουχίες και θ’ αρχίσουν να στρέφονται ο ένας κατά του άλλου, προκειμένου να επιβιώσουν.
Η φράση αυτή, πάντως, διατήρησε ακέραια την προφητική της διάσταση, υπό την έννοια πως έκτοτε υπήρξαν πολλές φορές που Έλληνες πρόδωσαν την πατρίδα τους, εξυπηρετώντας ξένα συμφέροντα και αποκομίζοντας ίδιον όφελος.
Δάγκωσα τη μέρα * και δεν έσταξε ούτε
σταγόνα πράσινο αίμα
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκεν, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!
Ο ποιητής, χρησιμοποιώντας μια υπερρεαλιστική εικόνα, λέει πως δάγκωσε την ημέρα και δεν έσταξε ούτε μια σταγόνα πράσινο αίμα, θέλοντας να εκφράσει έτσι την απόλυτη απουσία ζωτικότητας, αλλά και ελπίδας. Η χώρα αντιμέτωπη με το θάνατο, την πείνα, το φόβο και τη δυστυχία, νεκρώνει και οι πολίτες δεν έχουν πια την παραμικρή ελπίδα.
Ο Ελύτης προτιμά να αναφερθεί σε πράσινο αίμα, που παραπέμπει στην ελπίδα, αλλά και στους χυμούς των φυτών, που συμβολίζουν τη ζωή και την άνοιξη, αποφεύγοντας μια αναφορά σε κόκκινο αίμα που θα ηχούσε επώδυνη και εξαιρετικά οικεία στους ανθρώπους που είχαν αντικρίσει πολλαπλές δολοφονίες.
Αμέσως μετά ο ποιητής φωνάζει στις πύλες -μπορούμε να εννοήσουμε εδώ τις πύλες της πόλεως ή ακόμη και τις πύλες του Άδη, μιας και ο θάνατος κυριαρχεί και χαρακτηρίζει εκείνη την εποχή- και η φωνή του παίρνει τη θλίψη των φονιάδων. Η σκέψη αυτή του ποιητή, που εντοπίζεται και στο Τέταρτο Ανάγνωσμα «και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, κέρωσαν», υποδηλώνει πως ακόμη και οι φαινομενικά άσπλαχνοι και συναισθηματικά απρόσιτοι Γερμανοί στρατιώτες, τρομάζουν, θλίβονται και συγκλονίζονται μπροστά στο θάνατο. Ο θάνατος, άλλωστε, είναι η μόνη έννοια (κατάσταση) που προκαλεί τρόμο και ταπεινώνει όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, καθώς όλοι αντιλαμβάνονται πως στο σημείο αυτό επέρχεται η πλήρης εξίσωσή τους. Κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει από το θάνατο και κανείς δεν μπορεί να τον αντικρίσει, χωρίς να συλλογιστεί πως πλησιάζει κι η δική του σειρά.
Κι ενώ, ακόμη και οι φονιάδες θλίβονταν μπροστά στο άθλιο θέαμα του καταστροφικού τους έργου, ο πυρήνας στο κέντρο της γης όλο και σκοτεινιάζει. Η φρίκη, ο πόνος και το πένθος που έχει καλύψει όλη την Ελλάδα, διαπερνά τη γη και φτάνει ως τον πυρήνα της. Τίποτε δε μένει ασυγκίνητο μπροστά στο θέαμα των χιλιάδων νεκρών, που πεθαίνουν όχι μόνο από εχθρικά πυρά, αλλά και από την πλήρη έλλειψη τροφής.
Ο θάνατος κυριαρχεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμη και η αχτίδα του ήλιου, που άλλοτε αποτελούσε πηγή ζωής και ευδαιμονίας, τώρα γίνεται ο μίτος, το νήμα που οδηγεί τους ανθρώπους σ’ αυτόν. Ο ερχομός της καινούριας μέρας, έπαψε να είναι η αρχή μιας καινούριας ελπίδας, έπαψε να ξυπνά την αισιοδοξία στους ανθρώπους. Τώρα πια, το μόνο που έχει να τους προσφέρει είναι νέες συμφορές και ακόμη περισσότερους θανάτους.
Ω πικρές γυναίκες * με το μαύρο ρούχο
παρθένες και μητέρες
Που σιμά στη βρύση * δίνατε να πιούνε
στ’ αηδόνια των αγγέλων
Έλαχε να δώσει * και σε σας ο Χάρος
τη φούχτα του γεμάτη
Μεσ’ απ’ τα πηγάδια * τις κραυγές τραβάτε
αδικοσκοτωμένων
Τραγικές φιγούρες της νέας φρικτής εποχής οι γυναίκες, ανύπαντρες ή παντρεμένες, μητέρες ή όχι, που μένουν πίσω να πενθούν τους χαμένους άντρες και να θρηνούν τα παιδιά τους. Κι ενώ παλιότερα πήγαιναν στη βρύση για να δώσουν νερό στα αηδόνια των αγγέλων (εξαιρετική απόδοση των εύθυμων φωνών και γέλιων που συνοδεύουν τα μικρά παιδιά), τώρα έρχονται αντιμέτωπες με τη γενναιοδωρία του Χάρου, που τους προσφέρει μια γεμάτη χούφτα απ’ το μακάβριο έργο του. Οι γυναίκες πια πηγαίνουν στα πηγάδια κι αντί να τραβήξουν πάνω νερό, τραβούν, με φρίκη, τα αποσυντιθέμενα κορμιά των εκτελεσμένων, που πετούσαν στα πηγάδια οι κατακτητές.
Τόσο δεν αγγίζουν * η φωτιά με το άχτι
που πένεται ο λαός μου
Του Θεού το στάρι * στα ψηλά καμιόνια
το φόρτωσαν και πάει
Μες την έρμη κι άδεια * πολιτεία μένει
το χέρι που μονάχα
Με μπογιά θα γράψει * στους μεγάλους τοίχους
ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Ούτε η οργή και η δύναμη της φωτιάς δεν μπορεί να συγκριθεί με την αγανάκτηση και την οργή που αισθάνεται ο ποιητής βλέποντας τους συνανθρώπους του να πεθαίνουν κατά εκατοντάδες απ’ την πείνα. Η πόλη των Αθηνών χτυπιέται περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή απ’ το λιμό και οι νεκροί μαζεύονται με τα κάρα απ’ τους δρόμους και τα πεζοδρόμια.
Οι Γερμανοί κατακτητές φροντίζουν να πάρουν τα αποθέματα σιταριού της χώρας, και να τα φορτώσουν σε καμιόνια για να τα στείλουν στα στρατεύματά τους. Ο ελληνικός λαός θυσιάζεται με το φρικτότερο τρόπο, προκειμένου να τραφούν οι Γερμανοί στρατιώτες και να συνεχίσουν το φονικό τους έργο.
Το μόνο που απομένει στην πολιτεία που νεκρώνεται από την απάνθρωπη πείνα, η μόνη μορφή αντίστασης που παραμένει και δίνει μια ελάχιστη σπίθα ελπίδας στους Έλληνες, είναι το χέρι εκείνων που γράφουν συνθήματα στους τοίχους. Τα πολύτιμα αυτά συνθήματα, γράφονταν συνήθως τις νύχτες με μεγάλη δυσκολία, καθώς οι Γερμανοί είχαν επιβάλει ρητή απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τη δύση του ήλιου. «ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» είναι τα αιτήματα των ανθρώπων που λιμοκτονούν και υποφέρουν κάτω απ’ την ανελέητη γερμανική εξουσία.
Φύσηξεν η νύχτα * σβήσανε τα σπίτια
κι είναι αργά στην ψυχή μου
Δεν ακούει κανένας * όπου κι αν χτυπήσω
η μνήμη με σκοτώνει
Αδελφοί μου, λέει * μαύρες ώρες φτάνουν
ο καιρός θα δείξει
Των ανθρώπων έχουν * οι χαρές μιάνει
τα σπλάχνα των τεράτων
Καθώς η νύχτα πλησιάζει, τα σπίτια σβήνουν, σχολιάζει ο ποιητής, δίνοντας μια εικόνα που παρουσιάζει την απαγόρευση που είχαν θέσει οι κατακτητές για το φωτισμό των σπιτιών. Μόλις νύχτωνε οι Έλληνες όφειλαν να παραμείνουν μέσα στα σπίτια τους και να σβήνουν τα φώτα, χρησιμοποιώντας κατ’ ανάγκη κεριά για να κινούνται μέσα στα ίδια τους τα σπίτια. Έτσι, ο στίχος φύσηξεν η νύχτα / σβήσανε τα σπίτια, μας παραπέμπει στο φύσημα που σβήνει τα κεριά.
Ο ερχομός της νύχτας χρησιμοποιείται απ’ τον ποιητή και ως συμβολισμός για το σκοτείνιασμα της ψυχής του. Ο πόνος και η απόγνωση που γεννιούνται στην ψυχή του, τον κυριεύουν πλέον, ενώ παράλληλα αισθάνεται πως δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να μοιραστεί μαζί του τις επώδυνες αυτές σκέψεις. Όπου κι αν χτυπήσει -εννοεί σ’ όποια πόρτα κι αν χτυπήσει- η μνήμη τον σκοτώνει, καθώς κάθε σπίτι, κάθε φίλος και συμπολίτης του έχει υποστεί κάποια τραγική απώλεια. Έτσι, ο ποιητής βιώνει μιαν αποπνικτική μοναξιά και συνάμα γνωρίζει πως όσα ήδη έζησε (η μνήμη) προμηνύουν ακόμη χειρότερες καταστάσεις. Γι’ αυτό όταν δίνει το λόγο στη μνήμη, ό,τι ακούγεται είναι μια σκοτεινή πρόβλεψη για ακόμη πιο δύσκολες ώρες, για ακόμη πιο επώδυνες εμπειρίες.
Το καταληκτικό δίστιχο, άλλωστε, είναι ενδεικτικό ως προς αυτό: «οι χαρές των ανθρώπων», -ένας τραγικός ευφημισμός για τους θανάτους και την εξαθλίωση των Ελλήνων- έχουν μιάνει τα σπλάχνα των τεράτων. Όλοι αυτοί οι θάνατοι έχουν μολύνει πια τις ψυχές των Γερμανών φονιάδων και τους έχουν κάνει εντελώς απάνθρωπους. Όσα έκαναν μέχρι τώρα λειτουργούν ως μέσο απευαισθητοποίησης και τους προετοιμάζουν για ακόμη σκληρότερες συμπεριφορές, για ακόμη φονικότερες διαθέσεις, καθώς πλέον όχι μόνο δε νιώθουν ενοχές για τη φονική τους δράση, αλλά αποκτούν μια χαιρέκακη και σαδιστική ψυχολογία απέναντι στους εξαθλιωμένους Έλληνες.