Κωνσταντίνος Καβάφης «Εν απογνώσει»
Τον έχασ’ εντελώς. Και τώρα πια ζητεί
στα χείλη καθενός καινούριου εραστή
τα χείλη τα δικά του· στην ένωσι με κάθε
καινούριον εραστή ζητεί να πλανηθεί
πως είναι ο ίδιος νέος, πως δίδεται σ’ εκείνον.
Τον έχασ’ εντελώς, σαν να μη υπήρχε καν.
Γιατί ήθελε —είπ’ εκείνος— ήθελε να σωθεί
απ’ την στιγματισμένη, την νοσηρά ηδονή·
απ’ την στιγματισμένη, του αίσχους ηδονή.
Ήταν καιρός ακόμη— ως είπε— να σωθεί.
Τον έχασ’ εντελώς, σαν να μη υπήρχε καν.
Από την φαντασίαν, από τες παραισθήσεις
στα χείλη άλλων νέων τα χείλη του ζητεί·
γυρεύει να αισθανθεί ξανά τον έρωτά του.
Στο «Εν απογνώσει» ο Κωνσταντίνος Καβάφης καταγράφει την οδύνη που βιώνει ένας νέος από τη στιγμή που τον εγκατέλειψε ο αγαπημένος του, μη αντέχοντας να ζει έναν έρωτα κατακριτέο από την κοινωνία. Μια σχέση που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να συνεχιστεί, διακόπτεται απότομα ακριβώς επειδή η κοινωνία αρνείται να αποδεχτεί την ομόφυλη έκφανση του έρωτα.
Τον έχασ’ εντελώς. Και τώρα πια ζητεί
στα χείλη καθενός καινούριου εραστή
τα χείλη τα δικά του∙ στην ένωσι με κάθε
καινούριον εραστή ζητεί να πλανηθεί
πως είναι ο ίδιος νέος, πως δίδεται σ’ εκείνον.
Ο ποιητής παρουσιάζει με ενάργεια την απόγνωση που αισθάνεται ο νεαρός ήρωας, καταγράφοντας τις πλείστες προσπάθειές του να αναβιώσει την ερωτική ένταση και το πάθος που ζούσε κοντά στον αγαπημένο του προσφεύγοντας σε άλλους εραστές.
Η εισαγωγική φράση «Τον έχασ’ εντελώς» που δηλώνει το οριστικό τέλος της σχέσης αυτής, επαναλαμβάνεται σε κάθε νέα στροφή του ποιήματος, για να φανερώσει πως κάθε σκέψη και κάθε πράξη του νεαρού ήρωα υπαγορεύεται από την οδυνηρή πραγματικότητα της απώλειας του αγαπημένου του. Ό,τι κι αν κάνει, όσο κι αν προσπαθήσει ο νέος, γνωρίζει πως δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να έχει κοντά του εκείνον που τόσο αγάπησε.
Μέσα στην απόγνωση που του προκαλεί η σκέψη ότι ο αγαπημένος του τον εγκατέλειψε, ο νεαρός αναζητεί στα χείλη κάθε καινούριου εραστή τα λατρεμένα χείλη εκείνου. Δίνεται ξανά και ξανά σε άλλους εραστές, θέλοντας να ξεγελάσει τον εαυτό του και να πιστέψει, έστω και για μια στιγμή, πως δίνεται στον νέο που αγαπά τόσο βαθιά.
Το αίσθημα της απελπισίας και η επίγνωση πως δεν θα μπορέσει να βιώσει ποτέ ξανά έναν τόσο απόλυτο έρωτα τον εξωθεί σε μια ανεξέλεγκτη αναζήτηση ενός υποκατάστατου, για να καταπραΰνει την ένταση του πόνου που αισθάνεται. Ωστόσο, κάθε ανάλογη προσπάθεια δεν είναι παρά καταδικασμένη να εντείνει την έλλειψη που νιώθει, αφού κανένας άλλος δεν μπορεί να του προσφέρει την ίδια εκείνη συναισθηματική ένταση που του προσέφερε η παρουσία του αγαπημένου του.
Τον έχασ’ εντελώς, σαν να μη υπήρχε καν.
Γιατί ήθελε —είπ’ εκείνος— ήθελε να σωθεί
απ’ την στιγματισμένη, την νοσηρά ηδονή∙
απ’ την στιγματισμένη, του αίσχους ηδονή.
Ήταν καιρός ακόμη— ως είπε— να σωθεί.
Ο αγαπημένος του χάθηκε τελείως από τη ζωή του, σαν να μην υπήρξε καν. Η απόφασή του να ξεκόψει από εκείνον και να ακολουθήσει μια ζωή σύμφωνη με τα κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα είναι απόλυτη και αμετάκλητη. Όπως του είπε, όταν τον ενημέρωσε για τη σχετική του απόφαση, ήθελε πια να σωθεί από τη στιγματισμένη και νοσηρή ηδονή∙ ήθελε να σωθεί από τη στιγματισμένη ηδονή του αίσχους.
Οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο νεαρός για να τονίσει πόσο απεχθάνεται πια την ομόφυλη ηδονή, εκφράζουν το πόσο πολύ έχει πιεστεί από την εχθρική και καταδικαστική στάση της κοινωνίας απέναντι στους ομοφυλόφιλους. Ο νεαρός δεν θέλει πια να ζει στο περιθώριο της κοινωνίας και να φοβάται πως ανά πάσα στιγμή μπορεί να αποκαλυφθούν οι προτιμήσεις του και να εκτεθεί στα μάτια της συντηρητικής κοινωνίας. Ο νεαρός δεν θέλει πια να γίνεται αντιληπτός από τους άλλους σαν «ψυχικά άρρωστος», «έκφυλος» και «ανήθικος»∙ δεν θέλει πια να επιδίδεται σε μια ηδονή που για τους άλλους είναι ταυτισμένη με κάτι το αισχρό και το άρρωστο.
Μέσα από τα λόγια του, λοιπόν, φανερώνονται όλες εκείνες οι προκαταλήψεις της κοινωνίας απέναντι στους ομοφυλόφιλους, και όλες εκείνες οι προσβλητικές φράσεις που χρησιμοποιούνται για να τους στιγματίσουν. Μια δίχως κοινωνικό ανάλογο εκφοβιστική προσέγγιση που αποσκοπεί στο να εξουθενώσει ψυχικά τους ομοφυλόφιλους και να τους καταστήσει ξεκάθαρο πως δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο.
Ο νεαρός δεν θέλει να βιώνει αυτού του είδους την περιθωριοποίηση∙ θέλει, με κάθε τίμημα, να γίνει αποδεκτός από τους άλλους, και πιστεύει πως υπάρχει ακόμη καιρός για να σωθεί από αυτόν τον στιγματισμό. Θεωρεί πως αν εγκαταλείψει αμέσως τον ερωμένο του, θα έχει τη δυνατότητα να αποκαταστήσει το όνομά του και να ζήσει μια «φυσιολογική» ζωή.
Τον έχασ’ εντελώς, σαν να μη υπήρχε καν.
Από την φαντασίαν, από τες παραισθήσεις
στα χείλη άλλων νέων τα χείλη του ζητεί∙
γυρεύει να αισθανθεί ξανά τον έρωτά του.
Αποτέλεσμα αυτής της εξαναγκασμένης αποφασιστικότητας είναι να προκληθεί ανείπωτος πόνος στον νεαρό αγαπημένο του, αφού κάνοντας πράξη την απόφασή του, χάθηκε τελείως από τη ζωή εκείνου, σαν να μην υπήρξε καν. Στίχος που επαναλαμβάνεται για να τονιστεί πως δεν επρόκειτο για μια παροδική κατάσταση, αλλά για μια μόνιμη επιλογή να εγκαταλείψει την ομόφυλη πτυχή της ζωής του.
Έτσι, ο εγκαταλελειμμένος νέος δεν μπορεί πια να βρει καμία παρηγοριά, αφού γνωρίζει πως δεν πρόκειται να τον έχει πια ποτέ ξανά κοντά του. Ό,τι του απομένει είναι οι απέλπιδες προσπάθειες να αισθανθεί ξανά τον έρωτά του στα χείλη άλλων νέων∙ να φανταστεί πως στα δικά τους χείλη βρίσκει τα χείλη εκείνου∙ να ζήσει την εφήμερη παραίσθηση πως στο ερωτικό σώμα κάποιου άλλου νέου αγγίζει και κρατά το σώμα του αγαπημένου του.
«Βγαλμένος από τη Φαναριώτικη αριστοκρατία, σπρωγμένος από ένα ερωτικό πάθος που τον αναγκάζει να συγχρωτίζεται με λαϊκούς τύπους, αποκτά στο τέλος έναν τόνο λαϊκού (όχι δημοτικού) τραγουδιού, σαν ορισμένους στίχους των ταγκό.»
(Σεφέρης και Μαρώ, Αλληλογραφία, Α΄, 1989)
Ο ίδιος ο Καβάφης σημειώνει τα ακόλουθα σε σχέση με το ποίημα «Εν απογνώσει»: «Αυτός για να φθάσει στο σημείον “να μη υπάρχει καν”, είναι μισός homosexual [= ομοφυλόφιλος] μόνο. (Και, τέλος, η έλξις της γυναίκας είναι σύνηθες φαινόμενο στον κόσμο.) “Του αίσχους” δεν το λέγω εγώ∙ το λέγει, στην έξαψί του, αυτός. Άμα πει “σωθεί”, μπορεί να πει “του αίσχους”. Έπειτα, είναι εις νευρική κατάστασι. Θέλει να ξεκάμει. Θέλει να λυτρωθεί. Γυρεύει και arguments [= επιχειρήματα] για τον εαυτό του. Η δριμύτης των λόγων του, εξηγεί την απόγνωση του άλλου. Έπειτα, λέγει “του αίσχους” στην έννοια των πολλών. […] Τι σκληρό -όπως συχνά συμβαίνει- όταν ο εραστής πει: Όχι, γυναίκα θέλω τώρα. Και τι συχνά συμβαίνει. Ή, όταν είναι ένα δειλό παιδί, που έχει κ’ ένα penchant [= κλίση] στες γυναίκες∙ που βλέπει που κυριεύεται εντελώς από το άλλο, το οποίο έχει να το κρύβει με αγωνία, σαν ντροπή απ’ τον κόσμο∙ και γι’ αυτό πια το ονομάζει “του αίσχους” στην exasperation [= έξαψή] του».