Μανόλης Αναγνωστάκης «Επιτύμβιον»
Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή Ο Στόχος (1970), που περιέχει ποιήματα γραμμένα στην περίοδο της δικτατορίας (1967-1974).
Πέθανες – κι έγινες και συ: ο καλός.
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.
Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
Κοιμού εν ειρήνη δε θα ‘ρθω την ησυχία σου να ταράξω.
(Εγώ μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).
Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Δε θα ‘σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης με πικρή ειρωνεία στηλιτεύει την υποκρισία που διακρίνει πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι φροντίζουν να δίνουν προς τα έξω μια εικόνα αξιοπρέπειας και ενδιαφέροντος για το συλλογικό συμφέρον, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά οπορτουνιστές που αποζητούν μονάχα την προσωπική τους καταξίωση. Άνθρωποι σαν το Λαυρέντη του ποιήματος –η ταυτότητα του οποίου δεν έχει κάποια ουσιαστική σημασία, καθώς ο Λαυρέντης λειτουργεί περισσότερο ως σύμβολο, ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ενός γενικότερου ανθρώπινου τύπου- βρίσκονται σε όλους τους τομείς της κοινωνικής πράξης και αποτελούν φανέρωμα της πτώσης που χαρακτηρίζει πλέον την ελληνική, και όχι μόνο, πολιτεία.
Ακόμη και στους κόλπους της αριστερής παράταξης, που γεννήθηκε ως αντίδραση απέναντι στην ηθική και πολιτική σήψη των προηγούμενων γενιών και διεκδίκησε την ανανέωση και την αναδιαμόρφωση της κοινωνίας, με ζητούμενο πάντα την κοινωνική δικαιοσύνη και την ισότιμη αντιμετώπιση όλων των πολιτών, υπήρξαν αρκετοί άνθρωποι που δε δίστασαν να εκμεταλλευτούν τον όποιο σεβασμό απέκτησαν απ’ τους συμπολίτες τους προκειμένου να εξυπηρετήσουν τελικά ίδια συμφέροντα. Άνθρωποι που ενεπλάκησαν στα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της χώρας ορμώμενοι από μια συγκροτημένη και μαχητική ιδεολογία∙ άνθρωποι που ξεκίνησαν την πορεία τους παλεύοντας για τα υψηλά ιδανικά της αριστεράς, κατέληξαν τελικά να εκμεταλλεύονται με το χειρότερο τρόπο την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Το δέλεαρ της οικονομικής διασφάλισης και της κοινωνικής ανάδειξης υπήρξε τόσο ισχυρό, ώστε οδήγησε -και οδηγεί- αρκετούς ανθρώπους στην υιοθέτηση μιας απαράδεκτα υποκριτικής στάσης, όπου πίσω από κάθε υποτιθέμενα κοινωνικό αγώνα δεν υπήρξε -και δεν υπάρχει- τίποτε περισσότερο από την προσωπική φιλοδοξία και απληστία.
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης και ο πατριώτης, δεν είναι παρά το προσωπείο που θέλει να δει η κοινωνία∙ το μόνο προσωπείο που αποδέχεται η κοινωνία, προκειμένου να αναγνωρίσει και να επιδαψιλεύσει τιμές και προνόμια στους πολίτες της. Κι αυτό ακριβώς παρουσιάζουν και υπερτονίζουν εκείνοι που με τρόπους επιδέξιους εργάζονται κυρίως για το ατομικό τους κέρδος.
Άλλωστε, η ειρωνεία του ποιητή δε στρέφεται μόνο κατά του Λαυρέντη, του υποκριτή και δόλιου Λαυρέντη, αλλά και κατά της κοινωνίας, η οποία μπροστά στην ανάγκη της να τιμήσει και να προβάλει ιδεατά και επιθυμητά πρότυπα συμπεριφοράς, εθελοτυφλεί απέναντι στις -πασιφανείς κάποτε- ενδείξεις πως ο τιμώμενος πολίτης δεν υπήρξε επί της ουσίας παρά ένας ακόμη «κάλπικος παράς», ένα «κάθαρμα». Έτσι, η πολιτεία εξαπατάται οικειοθελώς, μην τολμώντας να αποκαλύψει την έκταση της ηθικής και συνειδησιακής παρακμής των μελών της∙ εξαπατάται γιατί θέλει να πιστεύει πως αποκρύπτοντας τη μικρότητα και την κενότητα των «διακεκριμένων» και «αξιοσέβαστων» πολιτών της, κατορθώνει να θέσει αξιόλογα πρότυπα για τους υπόλοιπους πολίτες.
«Επιτύμβιον»
Ο τίτλος του ποιήματος, με τον τύπο της λέξης να παραπέμπει στην αρχαία ελληνική γλώσσα, αλλά και στην καθαρεύουσα, λειτουργεί ως ένα ειρωνικό σχόλιο απέναντι στην επισημότητα και τη σοβαρότητα με την οποία η πολιτεία τιμά έναν από τους «καλούς» πολίτες της.
Ο ποιητής, παράλληλα, με τη χρήση σύντομων προτάσεων και τα άφθονα σημεία στίξης κατευθύνει τον αναγνώστη σε μια αργή ανάγνωση του ποιήματος, δημιουργώντας την αίσθηση πως πρόκειται για ένα επιτύμβιο επίγραμμα.
«Πέθανες – κι έγινες και συ: ο καλός.
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.»
Με την πρώτη κιόλας λέξη του ποιήματος, με το ανέκκλητο και το τελεσίδικο του θανάτου, ο ποιητής προδιαθέτει τον αναγνώστη για το μάταιο οποιασδήποτε πιθανής αποκάλυψης εις βάρος του νεκρού. Ο θάνατος επιβάλλει, άλλωστε, ένα στοιχειώδη σεβασμό -έστω κι αν δεν έχει κερδηθεί με άξιο τρόπο πάντοτε- απέναντι στο νεκρό που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό και την τιμή του.
Ο θάνατος, λοιπόν, φέρνει τέλος στις όποιες ενστάσεις για τη δράση και την προσωπικότητα του νεκρού και εξαναγκάζει τους άλλους ανθρώπους να του αναγνωρίσουν, όσα και ό,τι είχε πετύχει όσο ζούσε. Έτσι, ο νεκρός γίνεται πια, και αναγνωρίζεται από την πολιτεία ως ένας λαμπρός άνθρωπος, ένας αξιοσέβαστος οικογενειάρχης κι ένας καλός πατριώτης. Αρετές, αν μη τι άλλο, αρεστές στην κοινωνία και διαρκώς επιζητούμενες για όλα τα μέλη της.
Η απαρίθμηση των στοιχείων που δείχνουν το μέγεθος της τιμής που αποδόθηκε στο νεκρό έρχεται να τονίσει με τρόπο ειρωνικά πομπώδη την αξία που θεώρησε η πολιτεία πως είχαν οι «υπέροχες» υπηρεσίες που προσέφερε στο κοινωνικό σύνολο. Τιμές, μάλιστα, που φανερώνουν πως ο νεκρός υπήρξε ένας πραγματικά καταξιωμένος πολίτης και προκαλούν προς στιγμή την εντύπωση πως ίσως να επρόκειτο για ένα πραγματικά αξιόλογο άνθρωπο.
Ωστόσο, οι αμέσως επόμενοι στίχοι, με τρόπο καβαφικό αποκαλύπτουν πως όλα αυτά δεν είναι παρά μια πλάνη.
«Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
Κοιμού εν ειρήνη δε θα ‘ρθω την ησυχία σου να ταράξω.
(Εγώ μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).
Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.»
Δε θα ‘σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.
Ο Αναγνωστάκης αξιοποιεί εδώ τη δραματική (καταστασιακή) ειρωνεία, που τόσο συχνά χρησιμοποιεί ο Καβάφης στην ποίησή του, ανατρέποντας την αρχική εικόνα που είχε δημιουργήσει για τον τιμώμενο νεκρό. Το επίσημο ύφος της πρώτης στροφής εγκαταλείπεται και με εκφράσεις λαϊκές, αλλά καίρια καυστικές, ο ποιητής αποκαλύπτει πως ο νεκρός δεν ήταν παρά ένα κάθαρμα, ένας κάλπικος παράς που πέρασε τη ζωή του στο ψέμα και την υποκρισία. Όλα όσα η πολιτεία εξέλαβε ως «υπέροχες υπηρεσίες» δεν ήταν παρά τα προπετάσματα καπνού, η αναγκαία κάλυψη, ώστε ο Λαυρέντης να μπορεί με ασφάλεια να εξυπηρετεί τα προσωπικά του συμφέροντα.
Ας προσεχθεί πως η επιλογή του ονόματος Λαυρέντης, το οποίο παραπέμπει σε λαϊκούς ανθρώπους είναι σκόπιμη, καθώς ο ποιητής θέλει να υπενθυμίσει το ταπεινό ξεκίνημα πολλών ανθρώπων, ιδίως από το χώρο της αριστεράς, οι οποίοι στην πορεία ξέχασαν τα ιδανικά και την πρότερη κατάστασή τους και κυνήγησαν με επονείδιστο πάθος το χρήμα και την προσωπική επιτυχία.
Ο ποιητής είναι ο μόνος που γνωρίζει την αλήθεια για το Λαυρέντη -στοιχείο που υποδεικνύει μια στενή σχέση με τον εκλιπόντα- κι είναι ο μόνος που θα μπορούσε να ανατρέψει την εικόνα που είχε δώσει στους άλλους ανθρώπους ο νεκρός. Εντούτοις, ο ποιητής δεν έχει καμία πρόθεση να ξεπέσει σε μια τόσο ανώφελη μικροπρέπεια αποκαλύπτοντας όσα γνωρίζει για τον με τιμές ενταφιασμένο φίλο του.
Στους παρενθετικούς, άλλωστε, στίχους ο Αναγνωστάκης επισημαίνει στο νεκρό πως σκοπεύει να σιωπήσει και να κρατήσει για τον εαυτό του όλα όσα γνωρίζει κι όλα όσα έχει αντιληφθεί σε σχέση με την αλήθεια των προσώπων, ίσως μάλιστα και της ίδιας της παράταξης που με προσωπικό κόστος υπηρέτησε στη ζωή του. Η σιωπή του ποιητή, που προφανώς θα του προσφέρει μια πολύτιμη γαλήνη, είναι πολύ σημαντική για να τη διακινδυνεύσει με μόνο όφελος να πει την αλήθεια για το «θλιβερό σαρκίο» του Λαυρέντη. Το άκρως υποτιμητικό σχόλιο αυτό του ποιητή για τον υποκριτή, καιροσκόπο και ανάξιο Λαυρέντη, έρχεται να τονίσει πως όσα σκοπεύει να αποσιωπήσει είναι πολύ πιο ουσιώδη και άρα πολύ πιο «επικίνδυνα» από την απληστία και τα ψεύδη του Λαυρέντη.
Αν ο Λαυρέντης υπήρξε ένας απατεώνας που ξεγέλασε τους γύρω του, αλλά και όλη την πολιτεία, με την υποτιθέμενα αξιόλογη δράση του, αυτό για τον ποιητή συνιστά μια αμελητέα ποσότητα σε σχέση με την γενικότερη αθλιότητα και τη διαφθορά που γνώρισε ο ίδιος στους χώρους που κινήθηκε. Ο Λαυρέντης είναι ένας από τους πολλούς -και σίγουρα δε θα είναι ο τελευταίος- που εκμεταλλεύτηκε καταστάσεις και ξεγέλασε τους συμπολίτες του. Δεν αξίζει ωστόσο να διακινδυνεύσει ο ποιητής την ακεραιότητά του και να γίνει τόσο μικροπρεπής, ώστε να επιχειρήσει εκ των υστέρων το ξεσκέπασμα της αθλιότητας ενός νεκρού ανθρώπου.
Η επιλογή του Αναγνωστάκη να μη μιλήσει για το πραγματικό ποιόν του Λαυρέντη, πέρα από άλλες πιθανές προεκτάσεις, δείχνει και το προσωπικό ήθος του ποιητή, ο οποίος κρίνει σωστά πως είναι ανούσιο να καταφύγει στην προσφιλή τακτική των κενών ανθρώπων, που θεωρούν πως μιλώντας και αποκαλύπτοντας πράγματα για τους άλλους ενισχύουν οι ίδιοι την αξία τους. Ο Αναγνωστάκης σέβεται τον εαυτό του και απορρίπτει οποιαδήποτε σκέψη να εκθέσει το νεκρό∙ μια επιλογή που τελικά θα στοίχιζε περισσότερο στον ποιητή, στην αξιοπρέπειά του και στον αυτοσεβασμό του, απ’ ό,τι ενδεχομένως θα ωφελούσε την πεισματικά εθελοτυφλούσα κοινωνία.
Ο ποιητής, άλλωστε, καταφεύγει στην επίκριση του Λαυρέντη, όχι γιατί θέλει να μιλήσει για το συγκεκριμένο πρόσωπο -είναι προφανές άλλωστε πως το όνομα Λαυρέντης δεν είναι το πραγματικό όνομα του νεκρού-, αλλά γιατί θέλει να παρουσιάσει και να στηλιτεύσει μια πραγματικά επιζήμια για την κοινωνία κατάσταση. Στόχος του ποιητή είναι η τάση των ανθρώπων να επιζητούν την προσωπική τους διασφάλιση εις βάρος του συλλογικού συμφέροντος. Μια τάση που λαμβάνει τραγικές διαστάσεις αν ληφθεί υπόψη πως χαρακτηρίζει ακόμη και ανθρώπους της αριστεράς που όντας νεότεροι αγωνίστηκαν με πάθος για την κοινωνία και φάνηκε πως βάζουν το κοινό όφελος πάνω απ’ το ατομικό, πάνω απ’ τον εαυτό τους.
Ο ποιητής βλέπει με αγανάκτηση ανθρώπους της γενιάς του να παραμερίζουν τα ιδανικά του παρελθόντος, να εγκαταλείπουν την πίστη στο συλλογικό αγώνα, να αδιαφορούν για την αξία της από κοινού προσπάθειας, και να επιδιώκουν μόνο την προσωπική τους ανάδειξη. Άνθρωποι που κάποτε διέγνωσαν τη δύναμη που θα μπορούσε να έχει μια συλλογική αντίδραση των πολιτών απέναντι στα κακώς κείμενα της πολιτείας, έγιναν τελικά μέρος του προβλήματος, μόνο και μόνο για να κερδίσουν χρήματα, ισχύ και καταξίωση.
Προφανές, βέβαια, πως η επίσημη πολιτεία, η πολιτεία που αποδίδει τις τιμές δεν επιθυμεί πολίτες με αγωνιστική διάθεση, ούτε πολίτες που θα αδιαφορήσουν για τα «στέφανα» και τα «ψηφίσματα», διεκδικώντας όχι πια την ατομική καταξίωση, αλλά το συλλογικό ανέβασμα της κοινωνίας με μια ουσιαστική αντίδραση απέναντι σε ό,τι και σε όποιους υπονομεύουν σταθερά την ανθρώπινη αξία. Η επίσημη πολιτεία επιθυμεί και επιβραβεύει τους «καλούς», τους «λαμπρούς» ανθρώπους, τους «οικογενειάρχες» και τους «πατριώτες», έστω κι αν όλα αυτά βρίθουν υποκρισίας και ψεύδους, έστω κι αν όλα αυτά γίνονται μόνο για την εικόνα και δεν αποτελούν ουσιαστικές ποιότητες.
Η επανάληψη όλων αυτών των χαρακτηριστικών που προσφέρουν τιμή σε κάθε άνθρωπο, κάνει αισθητή την ειρωνική διάθεση του ποιητή, ο οποίος δεν μπορεί παρά να αντικρίζει με απέχθεια την υποκρισία του ατομισμού, τη στιγμή μάλιστα που γνωρίζει πόσα θα μπορούσαν αν πετύχουν οι πολίτες, πόσα θα μπορούσαν να κερδίσουν, αν ξεκινούσαν και πάλι από κοινού τους αγώνες για την αναγέννηση της κοινωνίας.