Διονύσιος Σολωμός, Εθνικός Ύμνος (Ύμνος εις την Ελευθερίαν)
Σε γνωρίζω από την κόψη
Του σπαθιού την τρομερή,
Σε γνωρίζω από την όψη
Που με βία μετράει τη γη.
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Ο ύμνος απευθύνεται στη θεϊκή προσωποποιημένη Ελευθερία, η οποία, παρά τη μακραίωνη απουσία της, είναι οικεία στον ποιητή. Την αναγνωρίζει απ’ την πρώτη στιγμή. Την αναγνωρίζει απ’ το κοφτερό της σπαθί, που σκορπίζει ολόγυρα τον τρόμο και το θάνατο στους εχθρούς∙ την αναγνωρίζει κι απ’ το βλέμμα της, απ’ τη ματιά της που με βιασύνη αναμετράει τη γη, την όποια ήρθε για ν’ απαλλάξει απ’ τα δεσμά της δουλείας.
Το ποίημα συντίθεται ενόσω διαρκεί η επανάσταση, και προτού το ζήτημα της απελευθέρωσης των Ελλήνων περάσει στα χέρια της διπλωματίας. Αιματηρές μάχες, πολύνεκρες πολιορκίες και βίαιη εκδίωξη των δυναστών συνιστούν τα αναγκαία χαρακτηριστικά της περιόδου εκείνης, που έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα των υπόδουλων Ελλήνων. Ο ποιητής κινούμενος απ’ τον επαναστατικό ενθουσιασμό της εποχής του τονίζει επίσης και την ταχύτητα με την οποία το απελευθερωτικό κίνημα σαρώνει τη για αιώνες εδραιωμένη κυριαρχία των Τούρκων. Η θεϊκή Ελευθερία δρα με τρόπο βίαιο και γοργό προκειμένου να επιστρέψει εκ νέου στην πολύπαθη χώρα.
Η ανάδυση, μάλιστα, της Ελευθερίας βασίζεται στους ιερούς νεκρούς των Ελλήνων. Στους ανθρώπους εκείνους που θυσιάστηκαν για χάρη της πατρίδας τους, αλλά και στους προγόνους των Ελλήνων, οι οποίοι ύμνησαν και τίμησαν με το παράδειγμά τους την αξία της ελευθερίας. Οι επαναστατημένοι Έλληνες αντλούν δύναμη και έμπνευση απ’ τους προγόνους εκείνους που θεωρούσαν πάντοτε την ελευθερία ως αδιαμφισβήτητη προϋπόθεση για την ύπαρξή τους.
Με το παράδειγμα των προγόνων και με τη θυσία των συμπατριωτών να δίνουν κουράγιο και δύναμη στους μαχόμενους Έλληνες, η Ελευθερία επανέρχεται γεμάτη γενναιότητα, όπως και πρώτα, όπως και τότε που οι Έλληνες δεν μπορούσαν να ζουν παρά μόνο αν ήταν ελεύθεροι.
Η επιφώνηση του τελευταίου στίχου συνδέει την έλευση της Ελευθερίας με τη χαρά και την αγαλλίαση που προκαλεί στους Έλληνες η αίσθηση πως σύντομα θα κατορθώσουν να ζήσουν και πάλι ελεύθεροι.
Η λέξη βία προφέρεται ως μονοσύλλαβη (βια), καθώς για μετρικούς λόγους έχουμε συνίζηση, και σημαίνει βιασύνη (βια όχι βί-α). [Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γιώργου Μπαμπινιώτη]
Αντίστοιχη ερμηνεία της λέξης δίνεται και στο Ελληνικό Λεξικό των Τεγόπουλου - Φυτράκη.
Στο ποίημα ακολουθείται πλεχτή ομοιοκαταληξία, ο 1ος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον 3ο και ο 2ος ομοιοκαταληκτεί με τον 4ο. Το μέτρο είναι τροχαϊκό, βασίζεται δηλαδή στην εναλλαγή μιας τονισμένης με μια άτονη συλλαβή.
Που / με / βία / με / τράει / τη / γη
Σχόλια του Διονύσιου Σολωμού:
Όταν επρωτοδιαβάσθηκε το ποίημα, κάποιοι είπαν: Κρίμα! υψηλά νοήματα και στίχοι σφαλμένοι! Για να δεχθώ την πρώτην, ακαρτερώ να δικαιολογήσουν την δεύτερη παρατήρηση. Μα τον Δία που εσάστισα! Αύριο θέλει έρθη και κανένας να μου δείξη τ’ αλφαβητάρι με το κονδύλι στο χέρι∙ αλλά εγώ του το παίρνω και απιθώνω την άκρην του εις τα μεγάλα ονόματα του Δάντη και του Πετράρχη, του Αριόστου και του Τάσσου, και εις τα ονόματα όσων στιχουργώντας τους ακολούθησαν, και του λέγω: Λάβε την καλοσύνην, Διδάσκαλε, να γύρης τ’ αυτιά σου εδώ πάνου, και μέτρα. Κάθε συλλαβή είναι ένα πόδι, και για μας και για αυτούς, όποιος και αν είναι ο στίχος∙ όμως εσύ δεν ηξεύρεις να τα μετράς. Το φωνήεν, με το οποίον τελειώνει η λέξη, χάνεται εις το φωνήεν, με το οποίον η ακόλουθη αρχινά∙ όμως το προφέρω επειδή έτσι με συμβουλεύει η τέχνη της αληθινής αρμονίας. Το ια (βία), το εει (ρέει), το αϊ (Μάι) και τα εξής, όταν δεν είναι εις το τέλος του στίχου, δεν κάνουν παρά μία συλλαβή. Το τιμή είναι ομοιοτέλευτο με το πολλοί, το κακός με το τυφλός, το εχθές με το πολλές. Τούτοι οι κανόνες έχουν κάποιες εξαίρεσες, τες οποίες όποιος έχει καλά θρεμμένη με τους Κλασικούς την ψυχήν του βάνει εις έργον, χωρίς τόσο να συλλογίζεται, εις την ίδιαν στιγμήν εις την οποίαν μορφώνει την ύλη. Πίστευσέ μου, Διδάσκαλε, η αρμονία του στίχου δεν είναι πράγμα όλο μηχανικό, αλλά είναι ξεχείλισμα ψυχής∙ μ’ όλον τούτο, αν φθάσης να μου αποδείξης ότι σφάλλω τους στίχους, θέλει γράψω των Ιταλών και των Ισπανών, να τους δώσω την είδησιν, ότι τους έσφαλαν έως τώρα και αυτοί, και μη φοβάσαι να σου πάρω για την εφεύρεσιν το βραβείον, γιατί θέλει σε μελετήσω. ...
Σχόλια του Ιάκωβου Πολυλά:
Και πραγματικώς η πρόοδός του εις τη γλώσσα φαίνεται απίστευτη, αν σκεφθή τινάς ότι τότε (τον Μάιον 1823) έγραψε, εις το διάστημα, ως λέγεται ενός μηνός, τον Ύμνον εις την Ελευθερία. Και τωόντι, αν είναι αληθινόν ότι ο καθαρός Ελληνισμός στέκεται εις τη ζωντανή φωνή, εις το σεμνό κάλλος της μορφής και εις το ξάστερο βάθος του λόγου, βέβαια τούτο το ποίημα έβγαινε ως ο πρώτος γνήσιος καρπός της ελληνικής φαντασίας, ύστερ’ από είκοσι αιώνες του μαρασμού της. Αυτό ο αυγερινός του ελληνικού ουρανού έλαμψε ήδη εις δύο γενεές ανθρώπων με φως αθάμπωτο και παρηγορητικό, από το οποίον κατεβαίνει εις κάθε γενναία ψυχή το θάρρος εις τα μέλλοντα καλά και όμορφα του Ελληνισμού. Εις τον Ύμνον ο Σολωμός έδειχνε ότι ήδη ήταν ικανός να ρυθμίζη το ύφος του κατά τα διαφορετικά ποιητικά αντικείμενα. Επικρατεί με αμίμητην απλότητα, ο ελεγειακός χαρακτήρας εις το προοίμιον (στρ. 3-14), όπου ο ποιητής ενθυμίζει το περασμένο∙ και κανονικώς το έκαμε, διότι δίχως την αρχαίαν λαμπρότητα, δίχως την υπομονή μες στα πολύχρονα παθήματα, δεν εννοείται η ακαταμάχητη ορμή του αυτόνομου ελληνικού πνεύματος, όπου παρουσιάζεται εις τη φαντασία του ποιητή βγαλμένο από τα ιερά κόκκαλα των προγόνων, με την ακονισμένη ρομφαία και με το μάτι οπού με βία μετράει τη γη, ως να εθαρρούσε ότι γλήγορα θα την κάμη δική του. ...
Σχόλια του Λίνου Πολίτη:
Το Μάιο του 1823, σ’ ένα μήνα μέσα και σε μια συνεχή διάθεση λυρικού ενθουσιασμού, θα γράψει τις 158 στροφές του Ύμνου εις την Ελευθερία. Ένα ποίημα πηγαίο, ορμητικό, νεανικό, πολύ πιο ψηλά από τη μέση στάθμη των νεανικών ποιημάτων, ποίημα της επιτυχίας, που καθιερώνει αμέσως τον εικοσιπεντάχρονο ποιητή. Η Ελευθερία, μορφή ποιητική και όχι ψεύτικη, αλληγορική, που ταυτίζεται με την Ελλάδα, αστράφτει από την πρώτη στιγμή γνώριμη στα μάτια του ποιητή: Σε γνωρίζω από την κόψη / του σπαθιού την τρομερή, / σε γνωρίζω... Αφού δώσει στο προοίμιο τα περασμένα βάσανα της σκλαβιάς και τη δύναμη τώρα της Ελευθερίας, περιγράφει ένα ένα τα κατορθώματά της, δηλ. τα κυριότερα γεγονότα του Αγώνα ως την εποχή που γράφει. Η άλωση της Τριπολιτσάς, πρωτεύουσας του Μοριά, η πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων, παίρνει έκταση επική και δραματική, η καταστροφή της μεγάλης στρατιάς του Δράμαλη κοντά στην Κόρινθο, σαν αργή κίνηση μουσικής συμφωνίας, δίνεται με μια διάθεση ειδυλλιακή, ενώ το δραστικό περιγραφικό ύφος του πρώτου μέρους ξαναγυρίζει στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου τα Χριστούγεννα του 1822 και στην καταστροφή των Τούρκων στον Αχελώο, που επακολούθησε. Ύστερα ο τόνος πέφτει, ιδίως όταν ο ποιητής δίνει συμβουλές στους αγωνιστές (ας είναι και με το στόμα της Ελευθερίας) ή απευθύνει έκκληση στους ξένους μονάρχες για την ελευθερία των Ελλήνων.
Ο Ύμνος είχε μεγάλη απήχηση, μεταφράστηκε στις περισσότερες ξένες γλώσσες και η λυρική του φωνή ενίσχυσε το κίνημα του φιλελληνισμού. ...
Ελλάδα:
Τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδος αποτελούν οι δύο πρώτες στροφές του ποιήματος “Ύμνος εις την Ελευθερίαν”. Γράφτηκε το Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο από τον ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύτηκε στο Μεσολόγγι και τον ίδιο χρόνο ο Φωριέλ το συμπεριέλαβε στη συλλογή των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Το 1828, ο Νικόλαος Μάντζαρος, κερκυραίος μουσικός και φίλος του Σολωμού, μελοποίησε το ποίημα, με βάση λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία, αλλά όχι ως εμβατήριο. Έκτοτε ο “Ύμνος εις την Ελευθερίαν” ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές.
Το 1844 το ποίημα μελοποιήθηκε για δεύτερη φορά από τον Μάντζαρο και υποβλήθηκε στον βασιλέα Όθωνα με την ελπίδα να γίνει δεκτό ως εθνικός ύμνος. Παρά την τιμητική επιβράβευση του Ν. Μάντζαρου με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρα και του Δ. Σολωμού με Χρυσό Σταυρό του ίδιου Τάγματος, το έργο διαδόθηκε μεν ως “θούριος” αλλά δεν εγκρίθηκε ως ύμνος.
Το 1861 ο Υπουργός των Στρατιωτικών ζήτησε από τον Μάντζαρο να συνθέσει εμβατήριο πάνω στον “Ύμνο εις την Ελευθερίαν”. Ο μουσικός μετέβαλε τον ρυθμό του ύμνου του Σολωμού σε ρυθμό εμβατηρίου και το 1864, μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, ο “Ύμνος εις την Ελευθερίαν” καθιερώθηκε ως εθνικός ύμνος. Ο εθνικός ύμνος, μαζί με τη μουσική του, τυπώθηκε για πρώτη φορά σε 27 κομμάτια, το 1873, στο Λονδίνο.
Το ποίημα “Ύμνος εις την Ελευθερία” αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές από αυτές οι 24 πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως Εθνικός Ύμνος, το 1865. Από αυτές οι δυο πρώτες είναι εκείνες που ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσης αποδίδονται τιμές χαιρετισμού.
Κύπρος:
Η καθιέρωση Εθνικού Ύμνου της Κυπριακής Δημοκρατίας έγινε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 18 Νοεμβρίου 1966. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, υιοθετήθηκε ως Εθνικός Ύμνος της Κύπρου η μουσική του Εθνικού Ύμνου της Ελλάδας.