Κωνσταντίνος Καβάφης «Άννα Κομνηνή»
Στον πρόλογο της Aλεξιάδος της θρηνεί,
για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.
Εις ίλιγγον είν’ η ψυχή της. «Και
ρείθροις δακρύων», μας λέγει, «περιτέγγω
τους οφθαλμούς..... Φευ των κυμάτων» της ζωής της,
«φευ των επαναστάσεων». Την καίει η οδύνη
«μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής».
Όμως η αλήθεια μοιάζει που μια λύπη μόνην
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα·
έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μην τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά,
που δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της,
την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα την πήρε
σχεδόν μέσ’ απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.
για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.
Εις ίλιγγον είν’ η ψυχή της. «Και
ρείθροις δακρύων», μας λέγει, «περιτέγγω
τους οφθαλμούς..... Φευ των κυμάτων» της ζωής της,
«φευ των επαναστάσεων». Την καίει η οδύνη
«μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής».
Όμως η αλήθεια μοιάζει που μια λύπη μόνην
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα·
έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μην τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά,
που δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της,
την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα την πήρε
σχεδόν μέσ’ απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.
Η Άννα Κομνηνή (1083-1148 μ.Χ.) ήταν κόρη του Αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (περίοδος διακυβέρνησης 1081-1118 μ.Χ.) και της Ειρήνης Δούκαινας.
Η Άννα Κομνηνή σε μικρή ηλικία αρραβωνιάστηκε με τον Κωνσταντίνο Δούκα, τον οποίο ο πατέρας της Αλέξιος είχε ανακηρύξει συναυτοκράτορα μέχρι τη στιγμή που ο Αλέξιος απέκτησε γιο και διάδοχο, τον Ιωάννη Β΄. Ο γάμος του Κωνσταντίνου με την Άννα δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, καθώς ο Κωνσταντίνος πέθανε. Αργότερα, ο Αλέξιος θα παντρέψει την Άννα με τον Νικηφόρο Βρυέννιο, στον οποίο θα δώσει τον τίτλο του Καίσαρα.
Η μεγαλύτερη επιθυμίας της Άννας ήταν να κατακτήσει το θρόνο της αυτοκρατορίας και για το λόγο αυτό, όταν ο πατέρας της πέθανε (1118), προσπάθησε σε συνεργασία με τη μητέρα της Ειρήνη να οργανώσει συνομωσία εις βάρος του αδερφού της και νόμιμου διαδόχου Ιωάννη Β΄ Κομνηνού. Η Άννα θέλησε να προωθήσει στο θρόνο το σύζυγό της Νικηφόρο, αλλά ο ίδιος, μένοντας πιστός στον Ιωάννη, δε δέχτηκε να συμμετάσχει στα σχέδια της φιλόδοξης συζύγου του.
Η αποτυχία της συνομωσίας θα οδηγήσει την Άννα μαζί με τη μητέρα της σε απομόνωση, στην Ιερά μονή της Κεχαριτωμένης στην Κωνσταντινούπολη, όπου η Άννα θα αξιοποιήσει τις γνώσεις της για να συγγράψει την ιστορία του πατέρα της. Η «Αλεξιάδα», το ιστορικό αυτό έργο της Άννας Κομνηνή, αποτελεί μια σημαντική πηγή πληροφοριών για τα χρόνια της διακυβέρνησης του Αλέξιου Α΄ και συνάμα ένα εξαιρετικό λογοτέχνημα, μιας και η Άννα είχε βαθιά καλλιέργεια και, όπως φαίνεται, σημαντικές συγγραφικές ικανότητες.
Αλέξιος Α΄ Κομνηνός: Ο πατέρας της Άννας, Αλέξιος Α΄, από τη στιγμή που ανέλαβε την αυτοκρατορία (1081) είχε να αντιμετωπίσει πολλαπλούς κινδύνους, καθώς η αυτοκρατορία απειλούνταν από τους Νορμανδούς, από τους Σελτζούκους Τούρκους, αλλά και από τους Πετσενέγους. Με έντονη διπλωματική δραστηριότητα και με συνεχείς πολεμικούς αγώνες ο Αλέξιος κατόρθωσε να προφυλάξει την αυτοκρατορία, αντιμετωπίζοντας νικηφόρα τους αντιπάλους του. Στα χρόνια του, μάλιστα, πραγματοποιήθηκε και η Α΄ Σταυροφορία, η οποία σκοπό είχε να συνδράμει τον Αλέξιο στην προσπάθειά του να κατανικήσει τους εχθρούς του, όταν όμως οι Σταυροφόροι κατέφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ο Αλέξιος είχε ήδη αντιμετωπίσει τους εξωτερικούς κινδύνους, γι’ αυτό και ο αυτοκράτορας, διατηρώντας συνετή στάση, αξιοποίησε τους Σταυροφόρους στέλνοντάς τους στη Μικρά Ασία να ανακαταλάβουν για λογαριασμό του εδάφη που είχαν κατακτηθεί από τους Τούρκους. Οι Σταυροφόροι με σκληρές μάχες θα επιτύχουν μέχρι και την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, απελευθερώνοντας έτσι τους Αγίους Τόπους. Εντούτοις, ενώ αρχικά παραχωρούσαν στον Αλέξιο τα εδάφη που κατακτούσαν, την Αντιόχεια και την Ιερουσαλήμ θα τις κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους, δημιουργώντας έτσι έναν επιπλέον κίνδυνο για τον αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος, βέβαια, εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες των Σταυροφόρων θα κατορθώσει να εξουδετερώσει και αυτόν τον κίνδυνο, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τη δύναμη της αυτοκρατορίας.
Το ποίημα του Καβάφη
Στον πρόλογο της Aλεξιάδος της θρηνεί,
για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.
για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.
Στον πρόλογο της Αλεξιάδας η Άννα Κομνηνή παρουσιάζει συνοπτικά τη δικής της ιστορία, αλλά και του συζύγου της, Νικηφόρου Βρυέννιου, ο οποίος ήταν εξαιρετικά μορφωμένος και ικανότατος στρατηγός. Η Άννα μιλά με θαυμασμό για την ευγένεια του συζύγου της, για την ασυνήθιστη ομορφιά του, αλλά και για το συγγραφικό του έργο, δηλώνοντας πόσο μεγάλη απώλεια υπήρξε ο θάνατός του τόσο για την ίδια όσο και για την αυτοκρατορία που έχασε έναν τόσο σημαντικό πολίτη.
Εις ίλιγγον είν’ η ψυχή της. «Και
ρείθροις δακρύων», μας λέγει, «περιτέγγω
τους οφθαλμούς..... Φευ των κυμάτων» της ζωής της,
«φευ των επαναστάσεων». Την καίει η οδύνη
«μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής».
ρείθροις δακρύων», μας λέγει, «περιτέγγω
τους οφθαλμούς..... Φευ των κυμάτων» της ζωής της,
«φευ των επαναστάσεων». Την καίει η οδύνη
«μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής».
Στη δεύτερη στροφή του ποιήματος ο Καβάφης παρουσιάζει τον πόνο της Άννας Κομνηνή για το χαμό του άντρα της, παραθέτοντας μάλιστα αυτούσιες φράσεις από τον πρόλογο της Αλεξιάδας.
Σε κατάσταση ιλίγγου βρίσκεται η ψυχή της και ποτάμια δακρύων κυλούν από τα μάτια της. Αλίμονο στις διακυμάνσεις που είχε η ζωή της και αλίμονο στις επαναστάσεις που τη σημάδεψαν. Ο πόνος που αισθάνεται για το χαμό του άντρα της την καίει μέχρι τα οστά της, μέχρι το μεδούλι των οστών της, και σχίζει την ψυχή της στα δύο.
Η Κομνηνή γράφει στον πρόλογο της Αλεξιάδας ότι παρά το γεγονός ότι ήταν πορφυρογέννητη κόρη ενός αυτοκράτορα, η ζωή της δεν υπήρξε εύκολη και όσοι νομίζουν ότι η καλή και ευγενική της γενιά σήμαινε κι ευτυχία, κάνουν λάθος. Υπέφερε πολλά και η ζωή της είχε πολλές εναλλαγές κι ενώ η ίδια θεωρούσε ότι είχε ήδη πονέσει αρκετά, αποδείχτηκε πως όλα όσα είχε ζήσει μέχρι τότε δεν ήταν παρά το προοίμιο για τον μεγαλύτερο πόνο που έμελλε να βιώσει, τον θάνατο του συζύγου της.
Η Κομνηνή αποδίδει στον Νικηφόρο εξαιρετικές αρετές, τόσο για το χαρακτήρα του και την εξωτερική του ομορφιά, όσο και για τις στρατηγικές και συγγραφικές του ικανότητες και παρουσιάζει τον εαυτό της βυθισμένο στο θρήνο για την απώλεια του υπέροχου αυτού συζύγου.
Όμως η αλήθεια μοιάζει που μια λύπη μόνην
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα·
έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μην τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά,
που δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της,
την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα την πήρε
σχεδόν μέσ’ απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα·
έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μην τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά,
που δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της,
την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα την πήρε
σχεδόν μέσ’ απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.
Κι ενώ η Κομνηνή στον πρόλογο του βιβλίου της μοιάζει να μην μπορεί να ξεπεράσει το χαμό του άντρα της, ο Καβάφης στην τρίτη στροφή του ποιήματος έρχεται να μας αποκαλύψει πως άλλος είναι ο πραγματικός καημός της. Η Κομνηνή δεν πονά που έχασε τον άντρα της, αλλά που παρά τις προσπάθειές της δεν κατόρθωσε να κατακτήσει το θρόνο της αυτοκρατορίας και η εξουσία πέρασε στον αδερφό της, τον αυθάδη, όπως τον χαρακτηρίζει εκ μέρους της Κομνηνή ο ποιητής, Ιωάννη Β΄.
Παρά το γεγονός ότι ο Νικηφόρος Βρυέννιος υπήρξε πράγματι χαρισματικός, η Κομνηνή δεν εκτίμησε στο βαθμό που έπρεπε τις αρετές του κι αυτό γιατί ο Νικηφόρος δεν θέλησε να τη βοηθήσει να πραγματοποιήσει τα σχέδιά της. Ο θρήνος, επομένως, που περιγράφεται στον πρόλογο της Αλεξιάδας, αποδίδει επί της ουσίας τα συναισθήματα που θα έπρεπε να έχει η Κομνηνή και όχι τα συναισθήματα που εν τέλει είχε.
Ο πόνος της Κομνηνή έχει να κάνει με την ανατροπή που επήλθε στα σχέδιά της και με το γεγονός ότι ενώ θα μπορούσε να πάρει την εξουσία, δεν το κατόρθωσε. Ο Καβάφης, επομένως, παρά τις διαβεβαιώσεις της Άννας Κομνηνή για το πώς αισθάνεται, αναζητά βαθύτερα την απογοήτευσή της και δε διστάζει να αποκαλύψει τα αληθινά συναισθήματά της. Ο ποιητής, βέβαια, δεν είναι επικριτικός απέναντι στην ξεχωριστή αυτή γυναίκα, και μάλιστα πίσω από το χαρακτηρισμό «η αγέρωχη αυτή Γραικιά», μπορούμε να διακρίνουμε το θαυμασμό του για τη δυναμική αυτή Ελληνίδα.
Ο Καβάφης δεν επιχειρεί να κρίνει την Κομνηνή για τη φιλοδοξία της, ενδιαφέρεται περισσότερο να τονίσει τη δυναμικότητά της και να εκφράσει έτσι το θαυμασμό του για μια γνήσια Ελληνίδα, που ήταν πρόθυμη ακόμη και τον αδερφό της να υποσκελίσει προκειμένου να βρεθεί η ίδια στο θρόνο. Άλλωστε, η Κομνηνή -παρόλο που δεν έγινε αυτοκράτειρα- συνθέτοντας την «Αλεξιάδα», κατόρθωσε να κερδίσει μια σημαντική θέση στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων και να διαφυλάξει την υστεροφημία της στις επόμενες γενιές. Όπως γράφει η ίδια στον πρόλογο του έργου της, ο χρόνος που περνά βυθίζει στην αφάνεια κάθε τι σημαντικό, και η Κομνηνή θέλησε να διασώσει όχι μόνο τη μνήμη του πατέρα της Αλέξιου Α΄, αλλά και τη δική της.
Βασικό στοιχείο του ποιήματος είναι η ειρωνεία που διατρέχει του στίχους του, καθώς ο Καβάφης φροντίζει αρχικά να παρουσιάσει τα συναισθήματα της Κομνηνή, όπως τα καταγράφει η ίδια στον πρόλογο της Αλεξιάδας, κι αμέσως μετά να μας αποκαλύψει τις πραγματικές της σκέψεις -όπως αυτές προκύπτουν από τις πράξεις της για την διεκδίκηση του θρόνου-, υπονομεύοντας έτσι την ειλικρίνεια της Κομνηνή. Η εναλλαγή αυτή ανάμεσα στο πώς παρουσιάζει τα πράγματα η Κομνηνή και στο πώς είναι στην πραγματικότητα, δημιουργεί έντονη δραματική ειρωνεία.
Η Κομνηνή προτίμησε να αποκρύψει τη μεγάλη της απογοήτευση για το γεγονός ότι απέτυχε να πάρει την εξουσία στα χέρια της, και μάλιστα εξαιτίας της απροθυμίας του συζύγου της να τη βοηθήσει -του ίδιου εκείνου συζύγου που με τόση ένταση θρηνεί. Ο Καβάφης, όμως, θεωρεί ότι η αλήθεια των γεγονότων δεν μπορεί πια να αμαυρώσει την εικόνα της Κομνηνή, η οποία αν μπορεί να κατηγορηθεί για κάτι είναι ο πόθος της για την εξουσία και το θάρρος της να διεκδικήσει αυτό που ήθελε, παρόλο που ήταν γυναίκα. Αυτό, δηλαδή, που η Κομνηνή θέλει να αποκρύψει, αποτελεί, κατά τη γνώμη του ποιητή, πηγή μεγαλείου για την αγέρωχη αυτή Ελληνίδα που δεν δίστασε να αψηφήσει τη φύση της και να στοχεύσει στην κορυφή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ο Καβάφης, μάλιστα, αποκαλεί τον Ιωάννη «προπετή», αυθάδη, χρησιμοποιώντας λεκτική ειρωνεία, η οποία εντοπίζεται κυρίως στη διπλή ανάγνωση της λέξης. Από την οπτική των αναγνωστών η λέξη αυτή είναι ειρωνεία εις βάρος της Άννας Κομνηνή, υπό την έννοια ότι ο Ιωάννης ήταν ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου, οπότε εκείνη που φέρθηκε με αυθάδεια ήταν η Κομνηνή που δε φάνηκε να λογαριάζει την ιεραρχία της αυτοκρατορίας. Από την οπτική όμως της Κομνηνή ο χαρακτηρισμός αυτός δεν απέχει πολύ από το πώς έβλεπε τον αδερφό της, καθώς η ίδια ως το πρώτο παιδί του Αλέξιου είχε χρηστεί συμβασίλισσα και θα διαδεχόταν τον πατέρα της στο θρόνο, γεγονός που άλλαξε με τη γέννηση του αδερφού της. Η Κομνηνή, παρά την αλλαγή στη σειρά διαδοχής, δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί τον εαυτό της ως πρώτο διάδοχο του θρόνου, κάτι που θα ήταν πραγματικότητα, αν δεν υπήρχε αυτή η διάκριση εις βάρος των γυναικών.