Γιώργος Σαραντάρης «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει...»
Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,
τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.
Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μάς έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.
Ο Γιώργος Σαραντάρης θέλοντας να τονίσει τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο των ποιητών προσεγγίζει το θέμα του μέσω ενός αρνητικού ορισμού, παρουσιάζοντας έτσι, όχι ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ποιητή, αλλά τι σημαίνει να μην είναι κάποιος ποιητής. Με την προσέγγιση αυτή η ιδιαίτερη προσφορά των ποιητών δίνεται με μεγαλύτερη έμφαση, καθώς ο αναγνώστης σε κάθε αρνητική διατύπωση αναζητά νοητά το αντίθετό της, για να σχηματίσει στη σκέψη του τον πλήρη ορισμό του ποιητή.
Όπως γίνεται αντιληπτό απ’ τις σκέψεις που καταγράφει ο Σαραντάρης οι ποιητές δε νοούνται πλέον ως πνευματικοί άνθρωποι που απέχουν από τα ζητήματα της καθημερινότητας, ασχολούμενοι αποκλειστικά με το ποιητικό τους έργο. Οι ποιητές κατέχουν πια πρωταρχικό ρόλο στους αγώνες της κοινωνίας, πρωτοστατούν στον αγώνα της ζωής και μέσα από το έργο τους καθοδηγούν και τους άλλους ανθρώπους, προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να κατανοήσουν καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω τους.
Οι ποιητές, ως ευαίσθητοι δέκτες των μηνυμάτων της πραγματικότητας, αντιλαμβάνονται γοργά τις επερχόμενες εξελίξεις και φροντίζουν μέσω του έργου τους για την αφύπνιση των συνανθρώπων τους. Οι ποιητές δε στέκουν ως αμέτοχοι παρατηρητές, αλλά με αυξημένη αίσθηση καθήκοντος, καταγγέλλουν τα κακώς κείμενα και δίνουν μιαν αδιάκοπη μάχη ενάντια σ’ εκείνους που επιχειρούν την εκμετάλλευση και την υπονόμευση των πολιτών.
Ο πρόωρα χαμένος ποιητής, που το έργο του είχε εκτιμηθεί ιδιαίτερα από τον Οδυσσέα Ελύτη, αντικρίζει την ποιητική ιδιότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται στις συνθήκες της νέας εποχής. Το 1938, άλλωστε, που δημοσιεύεται το ποίημα, η Ελλάδα βρίσκεται υπό καθεστώς δικτατορίας, ενώ ο ερχομός του νέου μεγάλου πολέμου είναι πια ορατός. Ο Σαραντάρης, επομένως, επιθυμεί να καταστήσει σαφές πως στις δύσκολες αυτές στιγμές οι ποιητές θα βρίσκονται, όχι αποσυρμένοι στα γραφεία τους, αλλά στην πρώτη γραμμή, υπερασπιζόμενοι τα δίκαια των ανθρώπων.
Αν η άποψη που επικρατούσε τότε ήθελε τους ποιητές να ασχολούνται μόνο με τις ποιητικές τους δημιουργίες, αποσκοπώντας στην προσωπική τους προβολή, ο Σαραντάρης έρχεται να δώσει μια διαφορετική εικόνα για τους θεράποντες της ποιητικής τέχνης. Με μια μαχητική διάθεση, που σύντομα θα φανεί στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, αλλά και γενικότερα στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ο Σαραντάρης παρουσιάζει την αγωνιστική πτυχή της υπόστασης των ποιητών.
Στο συγκεκριμένο ποίημα, βέβαια, η έμφαση δίνεται στη δυνατότητα των ποιητών -με την έννοια ποιητής να διευρύνεται σε βαθμό που να συμπεριλαμβάνει όλους εκείνους που είναι σε θέση να κατανοούν τη μαγεία και την ομορφιά της ζωής- να μετέχουν στη βίωση της ζωής, στην απόλαυση του θείου αυτού δώρου.
«Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,»
Το να μην είναι κάποιος ποιητής σημαίνει πως δεν έχει το κουράγιο και το ψυχικό σθένος να δώσει τους καίριους και δύσκολους αγώνες της ζωής∙ σημαίνει πως εγκαταλείπει την προσπάθεια κι επιλέγει την ευκολία της απομόνωσης. Το δικαίωμα όμως στις ευλογίες και στην ευδαιμονία της ζωής δε χαρίζεται στους ανθρώπους, αλλά αποκτιέται μέσα από συνεχή προσπάθεια. Έτσι, εκείνος που επιθυμεί να μετέχει στην ομορφιά της ζωής, οφείλει ν’ αντιμετωπίσει με κάθε γενναιότητα και τις δυσκολίες της ζωής.
Μέσα σ’ ένα δικτατορικό καθεστώς και μ’ έναν νέο πόλεμο να πλησιάζει καθίσταται ολοένα και πιο σαφές πως αν οι άνθρωποι, αν οι ποιητές της ζωής, θέλουν να έχουν τη δυνατότητα να χαρούν και ν’ απολαύσουν, θα πρέπει συνάμα να είναι έτοιμοι και να παλέψουν, ν’ αγωνιστούν.
«παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,»
Είναι σίγουρα εύκολο να αποθαρρυνθεί κάποιος αν αναλογιστεί τις ποικίλες απαιτήσεις που έχει η ζωή, αν αναλογιστεί πόσος καθημερινός κόπος απαιτείται προκειμένου να του προσφέρεται η δυνατότητα να γευτεί τις χαρές της ζωής. Εντούτοις, το να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να αποδεχτεί πως δεν έχει τη δύναμη να παλέψει για όσα του αναλογούν, αυτό σημαίνει πως είναι πρόθυμος να παραχωρήσει τη χαρά της ζωής σ’ εκείνους που δεν είναι σε θέση να την εκτιμήσουν όσο πραγματικά της αξίζει.
Τη χαρά της ζωής, την έκταση της ευδαιμονίας που κρύβει η ζωή, μπορούν να την εκτιμήσουν μόνο εκείνοι που έχουν αγωνιστεί για κάθε μικρή γεύση της, μόνο εκείνοι που έχουν εργαστεί σκληρά για να διασφαλίσουν το δικαίωμα σε αυτή. Αντιθέτως, εκείνοι που λαμβάνουν άκοπα μερίδιο στις χαρές της ζωής, δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν πόσο πολύτιμο είναι το δώρο που λαμβάνουν, κι ως εκ τούτου δεν μπορούν να υμνήσουν και να τιμήσουν την ομορφιά της ζωής, όπως μπορεί ένας ποιητής, όπως μπορεί εκείνος που έχει δώσει όλους τους δίκαιους αγώνες.
«τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.»
Η εγκατάλειψη του αγώνα της ζωής, η δειλία μπροστά στο συνεχή αγώνα που απαιτεί η ζωή, σημαίνει παράλληλα και εγκατάλειψη του έρωτα. Το να μην έχει κάποιος το κουράγιο να παλέψει για τα της καθημερινότητας, σημαίνει πως δεν έχει το κουράγιο να διεκδικήσει και τον έρωτα, σημαίνει πως στερεί τον εαυτό του και συνάμα τις αγαπημένες γυναίκες απ’ το υπέροχο δώρο του έρωτα.
Είναι σα να εγκαταλείπει κάποιος νέες κι όμορφες γυναίκες στα αδιάφορα φιλιά του ανέμου και στο άδοξο γήρας, αφού θα έχουν χάσει τη νιότη και τη φρεσκάδα του κορμιού τους, χωρίς να έχουν γευτεί την ευδαιμονία του έρωτα, χωρίς να έχει βρεθεί εκείνος που θα αποθεώσει την ομορφιά του κορμιού τους.
«Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μάς έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.»
Το να μην είναι κάποιος ποιητής σημαίνει πως αντικρίζει τη ζωή με φόβο, σημαίνει πως ό,τι συνιστά την ιδιαίτερη κατάσταση της ζωής, το δυναμικό δηλαδή εκείνο συνδυασμό απολαύσεων και δυσκολιών, τον φοβίζουν και τον ωθούν στην αποχή και στην αδράνεια.
Όμως το να μην είναι κάποιος πρόθυμος να σταθεί με δυναμισμό απέναντι στη ζωή, το να βλέπει τα δρώμενα της ζωής σαν κάτι ξένο, σαν κάτι που δεν τον αφορά, είναι η μεγαλύτερη δυστυχία, καθώς το μόνο που του απομένει είναι η απάνθρωπα ψυχοφθόρα αναμονή του τέλους. Αν ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος να διεκδικήσει την ομορφιά της ζωής, αν δεν είναι έτοιμος να αγωνιστεί για τις στιγμές της χαράς, τότε απομένει στερημένος από καθετί όμορφο και τελείως απροστάτευτος μπροστά στο φόβο του θανάτου.
Οι άνθρωποι, άλλωστε, δεν έχουν άλλο τρόπο ν’ αντικρίσουν τη βεβαιότητα του θανάτου τους, πέρα απ’ την επίγνωση πως όσο είχαν την ευκαιρία απόλαυσαν τη ζωή τους και την έζησαν στην πληρότητά της. Έτσι, το να ζει κάποιος -ή καλύτερα να επιβιώνει- χωρίς να απολαμβάνει τις ομορφιές της ζωής, χωρίς έστω να προσπαθεί γι’ αυτό, είναι σα να βρίσκεται σε μια διαρκή εναγώνια αναμονή του τέλους.