Κώστας Καρυωτάκης «Κάθαρσις»
Ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ έγραψε πολύ λίγα πεζά· ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση. Τα περισσότερα από τα πεζά του, που πιθανώς γράφτηκαν τους τελευταίους έξι μήνες της ζωής του, δημοσιεύτηκαν ύστερα από το θάνατό του. Το Κάθαρσι, αν με τη φράση «Το ψωμί της εξορίας με τρέφει» εννοεί τη ζωή του στην επαρχία, προφανώς αναφέρεται στην Πρέβεζα. Για να το κατανοήσουμε καλύτερα, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα εξής: α) Κατά το 1927-28 είχε αναπτύξει συνδικαλιστική δράση (ήταν γραμματέας της Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών), που δείχνει κάποια ευρύτερα ενδιαφέροντα κι αποκαλύπτει μια άλλη πλευρά της ζωής του. β) Στις 14 Φεβρουαρίου 1928 μετατίθεται στην Πάτρα και στις 18 Ιουνίου 1928 στην Πρέβεζα, όπου πολύ σύντομα αυτοκτονεί.
Το πεζό, έστω κι αν δεχτούμε ότι γράφτηκε στην Πρέβεζα, αναφέρεται σε εμπειρία του ποιητή από τη ζωή του στην Αθήνα. Διαρθρώνεται σε δύο βασικά θεματικές ενότητες: 1. Βέβαια... φθάσω. 2. Κανάγιες... η νύχτα... Στην πρώτη ο αφηγητής, με εμφανή την ειρωνική διάθεση, υποκρίνεται τον υποτακτικό των τεσσάρων αντιπροσωπευτικών τύπων, των κυρίων Άλφα, Βήτα, Γάμμα και Δέλτα. Στη δεύτερη, ξεσπάει απότομα με οργή. Τα φαντάσματά του όμως τον κυνηγούν κι εκεί. Το κείμενο διακρίνεται για τον εξομολογητικό του χαρακτήρα και το πάθος, στοιχεία που προσιδιάζουν στην ποίηση.
Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ* —παφ, παφ, παφ, παφ—, «έχετε λίγη σκόνη» να ειπώ, «κύριε Άλφα».
Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα ‘χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα...».
Έπρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχτώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’ αρθρώσω: «Δούλος σας, κύριε μου».
Αλλά πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή, δε θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ...».
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!*
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.
Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστρες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ’ ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημιά. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα...
σεβιότ: μάλλινο σκοτσέζικο ύφασμα.
κανάγιας: πρόστυχος άνθρωπος, κάθαρμα.
Ο Καρυωτάκης, υπάλληλος του Υπουργείου Πρόνοιας, βρέθηκε στην Πρέβεζα λαμβάνοντας μια ακόμη δυσμενή μετάθεση λόγω των συγκρούσεών του με τον τότε Υπουργό Πρόνοιας, Μιχαήλ Κύρκο, υπεύθυνο για τη διαχείριση των χρημάτων που προορίζονταν για την αποκατάσταση των προσφύγων. Ο ποιητής, ευσυνείδητος υπάλληλος, αλλά και ενεργός συνδικαλιστής, γνώριζε τις παρατυπίες και τη σκανδαλώδη δράση των στελεχών του υπουργείου, και δε δίσταζε να υποβάλει σχετικές αναφορές διαμαρτυρόμενος για όσα συνέβαιναν στο υπουργείο. Η στάση του αυτή και η άρνησή του να αποδεχτεί τις παρανομίες των άλλων υπαλλήλων και στελεχών, τον κατέστησαν ανεπιθύμητο στα μάτια του Υπουργού, ο οποίος όχι μόνο δεν του απέδωσε τις προαγωγές που αντιστοιχούσαν στα προσόντα του, αλλά και τον μετέθετε διαρκώς, με σκοπό να εκμηδενίσει τη διάθεση του ποιητή για περαιτέρω αντίδραση απέναντι στις σκανδαλώδεις ενέργειες του ίδιου του υπουργού, αλλά και των συνεργατών του.
Ο Καρυωτάκης, όπως αυτό καταγράφεται στο ποίημά του «Κάθαρσις», γνώριζε πολύ καλά τι θα έπρεπε να κάνει και πώς θα έπρεπε να φερθεί προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη των στελεχών του υπουργείου, ώστε να καταφέρει να μπει κι ο ίδιος στις κλειστές ομάδες, που καταχρόνταν μεγάλα οικονομικά ποσά. Η πορεία που περιγράφει ο ποιητής αποδίδει την ηθική κατάπτωση και τη διαφθορά που επικρατούσε και επικρατεί σε υπουργεία και τμήματα του κρατικού μηχανισμού.
Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ —παφ, παφ, παφ, παφ—, «έχετε λίγη σκόνη» να ειπώ, «κύριε Άλφα».
Η αρχή της κλιμακωτής ανόδου γίνεται με τον Άλφα, χαμηλά ο ίδιος στην ιεραρχία, ωστόσο χρήσιμος για την προώθηση του επίδοξου υπαλλήλου. Η εύνοια του Άλφα κερδίζεται σχετικώς εύκολα, αφού αυτός αρκείται στην κολακεία και στη δουλικότητα που εκφράζει απέναντί του ο νεότερος υπάλληλος.
Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα ‘χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα...».
Ο Άλφα, ωστόσο, δεν μπορεί παρά να του προσφέρει την πρώτη μόνο ώθηση. Έτσι, προκειμένου να συνεχίσει την ανοδική του πορεία θα έπρεπε να προσεταιρισθεί τον Βήτα, ο οποίος αρέσκεται στις διαβολές, καθώς η δική του θέση ισχυροποιείται μέσα από τις πληροφορίες που λαμβάνει για τη δράση των άλλων. Ο Βήτα είναι ο τύπος του ανθρώπου που εκτιμά την παρασκηνιακή δράση, και πριμοδοτεί εκείνους που είναι πρόθυμοι να λειτουργήσουν ως «σπιούνοι». Τρέφεται από τα αρνητικά σχόλια και στοιχεία που μαθαίνει για τους άλλους, τα οποία και ξέρει να χρησιμοποιεί, όταν η στιγμή είναι κατάλληλη.
Έπρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχτώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’ αρθρώσω: «Δούλος σας, κύριε μου».
Η άνοδος όμως του φιλόδοξου υπαλλήλου απαιτεί πέρα από την κολακεία και τις συνωμοτικές εκμυστηρεύσεις εις βάρος άλλων, να βασιστεί και στην απόλυτη δουλοπρέπεια. Σε αντίθεση με τους δύο προηγούμενους η εύνοια του Γάμμα αποκτιέται με μια στάση που θα δείχνει συνεπή δουλικότητα και αφοσίωση. Η δική του εμπιστοσύνη, που είναι εξαιρετικά σημαντική για να μπορέσει ο υπάλληλος να εισαχθεί στον κύκλο του Δέλτα, κερδίζεται μόνο με μια σταθερή έκφραση υποταγής στις διαθέσεις του. Ο υπάλληλος θα πρέπει να δείχνει διαρκώς στον Γάμμα πως το μόνο που αποζητά είναι τη δική του εύνοια. Έτσι θα έπρεπε να περιμένει ακόμη και την παραμικρή θετική ένδειξη από μέρους του, ακόμη και την παραμικρή εύθυμη ματιά του, και να την υποδεχτεί με το καλύτερο χαμόγελό του, με το μεγαλύτερο σεβασμό και με τρόπο που να υποδηλώνει πως έχει επίγνωση πως του προσφέρεται κάτι το πολύτιμο, με τον τρόπο δηλαδή που ένας ιππότης θα τύλιγε με το μανδύα του ένα βασιλικό βρέφος.
Αλλά πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή, δε θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ...».
Το πιο σημαντικό, βέβαια, στην ανοδική πορεία του υπαλλήλου είναι η είσοδος και η παραμονή του στη σπείρα του Δέλτα, εκεί όπου συντελείται η ληστεία, εκεί όπου οι «προμήθειες», τα «δώρα» και οι εκδουλεύσεις προσφέρουν στα στελέχη κάθε υπουργείου άφθονα χρήματα. Εδώ οι παράνομες οικονομικές συναλλαγές δεν αφορούν μόνο τοπικούς και εγχώριους κύκλους∙ η ληστεία γίνεται υπό διεθνείς οιωνούς και περνά τα περιορισμένα ελληνικά σύνορα.
Ο υπάλληλος, επομένως, που θέλει να λάβει μερίδιο από το διακινούμενο χρήμα οφείλει να παίξει το παιχνίδι σωστά και με μεγάλη προσοχή. Έτσι, στην αρχή η εκεί παρουσία του θα έπρεπε να περνά απαρατήρητη, κι η κάθε του επαφή με τα ήδη δικτυωμένα στελέχη θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται από λεπτότητα. Θα έπρεπε να αποφύγει οποιοδήποτε ενδεχόμενο να τους δυσαρεστήσει ή να δημιουργήσει αρνητικές εντυπώσεις. Κι έτσι, απαρατήρητος και αέρινος, θα είχε το χρόνο να μάθει τους συνθηματικούς τρόπους, με τους οποίους έκλειναν τις συμφωνίες, και θα είχε την ευκαιρία σταδιακά να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα, και χωρίς να έχει δημιουργήσει καμία τέτοια υπόνοια στους άλλους, ο ποιητής θα ακολουθούσε αυτή την πορεία, όχι για να κλέψει κι αυτός χρήματα, αλλά για να τους ξεσκεπάσει και να επιδιώξει έτσι τη ζητούμενη και αναγκαία κάθαρση. Μόλις, λοιπόν, θα είχε μάθει όλα τα μυστικά και θα γνώριζε επακριβώς πώς γίνονταν οι παράνομες συναλλαγές του υπουργείου, θα έγραφε στον Εισαγγελέα μιαν επιστολή που θα αποκάλυπτε τα πάντα, αφήνοντας έτσι τη δικαιοσύνη να τιμωρήσει τα διεφθαρμένα στελέχη του υπουργείου.
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Ο ποιητής καταγγέλλει με το κείμενό του αυτό τη δουλοπρέπεια, την ηθική εξαχρείωση και τη διαφθορά που επικρατεί στο χώρο του υπουργείου, όπου όλοι κινούμενοι από την προσμονή του κέρδους αποποιούνται κάθε αξιοπρέπεια και φέρονται ως ανδράποδα. Η περιφρόνηση του Καρυωτάκη απέναντι σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους και σ’ αυτές τις συμπεριφορές, πιστοποιήθηκε άλλωστε από τη στάση που κράτησε και η οποία του κόστισε συνεχείς μεταθέσεις και στασιμότητα στην ιεραρχία του υπουργείου.
Ο ποιητής αγανακτεί με την εμμονική προσήλωση των άλλων στο χρήμα, αγανακτεί με την αναξιοπρέπεια και τη μικροπρέπεια που τους διακρίνει, κι αυτά του τα συναισθήματα αρνείται να τα καταπνίξει. Εμφανής ως προς αυτό η καταθλιπτική φύση του ποιητή που δεν του επιτρέπει να αποστασιοποιηθεί από τις δυσάρεστες πτυχές της πραγματικότητας.
Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.
Με την προσφώνηση κανάγιες, καθάρματα, το κλίμα του ποιήματος αλλάζει. Ο ποιητής έχοντας παρουσιάσει την ηθική εξαθλίωση στην οποία έπρεπε να περιέλθει προκειμένου να επιβιώσει στον αδηφάγο και άπληστο χώρο του υπουργείου, δίνει τώρα τη δική του απάντηση. Από το να χάσει την αξιοπρέπειά του και να γίνει κλέφτης και απατεώνας, όπως είναι εκείνοι, προτιμά την εξορία, προτιμά τις δυσμενείς μεταθέσεις. Άλλωστε, το ψωμί της εξορίας τον τρέφει, ισχυροποιεί μέσα του τις ηθικές αρχές και την ακεραιότητά του∙ ισχυροποιεί μέσα του την απέχθεια που έχει για τα διεφθαρμένα καθάρματα του κρατικού μηχανισμού.
Σε αντίθεση με τα πολυτελή γραφεία των «ευκατάστατων» υπαλλήλων του υπουργείου, αυτός ζει σε μια κάμαρα, τα τζάμια της οποίας τα χτυπούν κοράκια. Ο ποιητής ζει φτωχικά, ζει με συντροφιά τα προμηνύματα του θανάτου, μα ζει και κοντά στους απλούς πολίτες∙ βιώνει και αντιλαμβάνεται την οργή των χωρικών που ολοένα και δυναμώνει, μέχρι να γίνει η λαίλαπα που θα σαρώσει όλους τους εξαχρειωμένους ανθρώπους της κυβέρνησης.
Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστρες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ’ ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημιά. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα...
Ο ποιητής κυριευμένος από την αγανάκτησή του για όλο αυτό το πλαίσιο διαφθοράς που διατηρείται ανέπαφο, χωρίς κανείς να τολμά να το αντιμετωπίσει, αισθάνεται την ανάγκη να τραπεί σε φυγή, να ξεφύγει από τις ίδιες του τις σκέψεις. Ανεβαίνει στο ενετικό φρούριο της πόλης, περνά διαδοχικά τις πόρτες και τα τείχη του, αναζητώντας ένα χώρο κρυφό, ένα χώρο που θα του προσφέρει μιαν αίσθηση ασφάλειας.
Η διαδρομή αυτή στο φρούριο, το πολύωρο περπάτημα, οι φωνές και το σπάσιμο των ξερών χόρτων, δεν είναι παρά μια πράξη εκτόνωσης, που φανερώνει την ένταση με την οποία ο ποιητής βιώνει την αδικία που έχει γίνει εις βάρος του, αλλά και τη συνεχή αδικία που συντελείται εις βάρος των απλών πολιτών. Ο ποιητής βρίσκεται σε μια εξαιρετικά επώδυνη συναισθηματική φόρτιση, που τον οδηγεί ως το σημείο να αισθάνεται πως οι διεφθαρμένοι άνθρωποι του υπουργείου, εκείνοι που τον «εξόρισαν», συνεχίζουν να παρακολουθούν τις πράξεις του, συνεχίζουν να τον καταδιώκουν.