Μια φορά και έναν καιρό, πριν από πολλά χρόνια ζούσε ένας πολύ γκρινιάρης αυτοκράτορας που όλη τη μέρα ασχολούνταν με το ντύσιμό του. Τόσο πολύ του άρεσε να ντύνεται με ωραία ρούχα, που έδινε όλα τα χρήματα του βασιλείου του για να αγοράζει καινούρια και να είναι ντυμένος στην εντέλεια.
Αυτός ο αυτοκράτορας δεν νοιαζόταν για τίποτε. Δεν φρόντιζε να έχουν να φάνε οι πολίτες του, ούτε οι στρατιώτες του. Δεν νοιαζόταν καθόλου για το θέατρο, και δεν του άρεσε να πηγαίνει βόλτα στο δάσος, παρά μόνο να επιδεικνύει τα καινούρια του ρούχα. Είχε μάλιστα μια καινούρια ενδυμασία για κάθε ώρα της ημέρας. Και όπως λένε για άλλους βασιλιάδες όταν έχουν δουλειά στην αίθουσα των συσκέψεων, για αυτόν τον αυτοκράτορα έλεγαν συνέχεια: «Ο αυτοκράτορας βρίσκεται στο βεστιάριο!». Και κάθε μέρα ζητούσε από τους ράφτες του να του ράβουν καινούρια ρούχα για να εντυπωσιάζει τους πολίτες. Ώσπου μια μέρα, οι ράφτες του δεν μπορούσαν να σκεφτούν νέα σχέδια. Τότε ο αυτοκράτορας θύμωσε πολύ και άρχισε να φωνάζει
– Είστε τρελοί; Δε μπορώ να φοράω κάθε μέρα τα ίδια ρούχα!
Μετά, έκανε διάγγελμα σε όλο το βασίλειο υποσχόμενος πως θα έδινε πολλά πλούτη σε όποιον του έφτιαχνε τα πιο πρωτότυπα ρούχα. Όλοι οι ράφτες έβαλαν τα δυνατά τους για να ράψουν ωραία ρούχα, αλλά ο γκρινιάρης αυτοκράτορας τους έδιωχνε, γιατί τα έβρισκε πολύ συνηθισμένα!
Στην μεγάλη πόλη του βασιλείου, υπήρχε πάντοτε πολύ κίνηση και κάθε μέρα έρχονταν πολλοί ξένοι και έμποροι. Κάποια μέρα ήρθαν και δύο απατεώνες, που άκουσαν για την υπόσχεση του αυτοκράτορα, και αμέσως παρουσιάστηκαν μπροστά του λέγοντας ότι είναι διάσημοι ράφτες. Του είπαν πως είχαν ταξιδέψει από την Περσία για να ικανοποιήσουν την επιθυμία του για ρούχα. Έλεγαν ότι φτιάχνουν ρούχα από ένα πολύ σπάνιο ύφασμα, που είναι το ομορφότερο του κόσμου! Τόσο όμορφο που λίγοι άνθρωποι μπορούν να φανταστούν τα σχέδια και τα χρώματα του. Γι'αυτό το λόγο, του είπαν, τα ρούχα από αυτό το ύφασμα μπορούν να τα δούν μόνο έξυπνοι άνθρωποι. Δηλαδή είναι αόρατα για οποιονδήποτε δεν ήταν ικανός για το αξίωμά του ή ήταν τελείως χαζός.
Όταν το άκουσε αυτό ο αυτοκράτορας ενθουσιάστηκε.
«Ωραία ρούχα θα είναι αυτά», σκέφτηκε. «Αν τα αποκτούσα, θα μπορούσα να καταλάβω ποιοι από τους υπουργούς μου δεν είναι άξιοι και να ξεχωρίζω τους έξυπνους από τους χαζούς! Αυτό το υλικό θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί αμέσως τώρα για τα καινούρια μου ρούχα!»
Έτσι έδωσε χρήματα στους δύο απατεώνες για να αρχίσουν την δουλειά τους χωρίς άλλες καθυστερήσεις.
Οι υποτιθέμενοι ράφτες έστησαν δύο μεγάλους αργαλειούς και προσποιούνταν ότι εργάζονταν νυχθημερόν.
Στην πραγματικότητα βέβαια δεν έραβαν απολύτως τίποτα. Παρόλα αυτά ζητούσαν από τον αυτοκράτορα και έπαιρναν το καλύτερο μετάξι και το λαμπρότερο χρυσάφι, δήθεν για να στολίσουν τα ρούχα του. Αυτά τα πλούτη τα έκρυβαν αμέσως σε ένα μυστικό μέρος, ενώ συνέχιζαν να δουλεύουν στους άδειους αργαλειούς τους ως αργά το βράδυ.
«Θα πάω να δω πόσο έχουν προχωρήσει αυτοί οι ράφτες με τα νέα μου ρούχα!» είπε ο αυτοκράτορας, αλλά τότε θυμήθηκε ότι όποιος είναι χαζός ή ακατάλληλος για το αξίωμά του δεν μπορούσε να δει το απίθανο υλικό τους!
Δεν πίστευε βέβαια ότι ο ίδιος θα είχε τέτοιο πρόβλημα, γιατί νόμιζε ότι ήταν πολύ ικανός αυτοκράτορας. Για καλό και για κακό, όμως, σκέφτηκε να στείλει κάποιον άλλο για να δει τι γίνεται. Όλοι οι άνθρωποι στην πόλη ήξεραν για το πόσο μεγάλη ήταν η δύναμη του υλικού και όλοι ήταν περίεργοι να δουν πόσο χαζοί ή ανάξιοι ήταν οι γείτονές τους.
«Θα στείλω τον τίμιο γέρο-υπουργό μου στους ράφτες» σκέφτηκε ο αυτοκράτορας. «Αυτός θα μπορέσει να αξιολογήσει καλύτερα από τον καθένα πως προχωράνε οι ράφτες με τα καινούρια μου ρούχα, γιατί και έξυπνος είναι και το αξίωμα του το γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο!»
Έτσι πήγε ο καλός γερο-υπουργός στην αίθουσα όπου ήταν οι δύο απατεώνες ράφτες και έκαναν ότι δούλευαν στους άδειους αργαλειούς.
«Ο θεός να με φυλάει! Δεν βλέπω τίποτα, κανένα ύφασμα!» είπε μέσα του ο γέρος γουρλώνοντας τα μάτια του. Όμως δεν αποκάλυψε σε κανέναν την σκέψη του.
Οι δύο απατεώνες τον παρακάλεσαν να πλησιάσει στον αργαλειό για να τους πει αν του άρεσε το σχέδιο στο ύφασμα. Μάλιστα, του έδειχναν τον άδειο αργαλειό και έλεγαν και ξανάλεγαν πόσο όμορφα ήταν τα χρώματα!
Ο καημένος ο γερο-υπουργός, συνέχισε να ανοίγει τα μάτια του όσο μπορούσε, αλλά δεν έβλεπε κάτι πάνω στον αργαλειό γιατί στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τίποτε να δει!
«Κύριε ελέησε με» σκέφτηκε πάλι ο υπουργός. «Μήπως είμαι χαζός; Μια ζωή πίστευα ότι είμαι έξυπνος. Προς Θεού κανείς δεν πρέπει να το μάθει! Μήπως είμαι ακατάλληλος κι εγώ για το αξίωμα μου; Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να πω ότι δεν μπορώ να δω το ύφασμα!»
«Δεν έχετε να πείτε τίποτα;» τον ρώτησε γελώντας ο ένας από τους απατεώνες.
«Μα βέβαια είναι πολύ χαριτωμένο, πολύ όμορφο» απάντησε γρήγορα ο γερο-υπουργός κοιτώντας μέσα από τα γυαλιά του. «Ωραίο σχέδιο και όμορφα χρώματα! Ναι, ναι, θα πάω αμέσως να πω στον αυτοκράτορα πόσο πολύ μου αρέσει!»
«Μπράβο, πολύ χαιρόμαστε που σας αρέσει!» απάντησαν οι απατεώνες ράφτες και βάλθηκαν πάλι να του εξηγούν τα υποτιθέμενα σχέδια στο ύφασμα και να του απαριθμούν τα χρώματα, που υποτίθεται ότι είχαν τα ρούχα που ετοίμαζαν για τον αυτοκράτορα...
Μην μπορώντας να κάνει αλλιώς, ο γερο-υπουργός έδινε προσοχή στην περιγραφή των απατεώνων, ώστε να πει ακριβώς τα ίδια όταν θα επέστρεφε στον αυτοκράτορα. Έτσι και έγινε!
Τον επόμενο καιρό, οι απατεώνες αποθρασύνθηκαν τελείως. Απαιτούσαν συνεχώς περισσότερα χρήματα, περισσότερο μετάξι και περισσότερο χρυσάφι. Και όλα τα πλούτη τα κρατούσαν για τον εαυτό τους, ενώ συνέχιζαν να προσποιούνται ότι δουλεύουν στους άδειους αργαλειούς.
Μετά από λίγο, ο ανυπόμονος αυτοκράτορας έστειλε και άλλον έμπιστο του, έναν αξιωματικό της φρουράς, για να δει πότε θα είναι έτοιμα τα καινούρια ρούχα του. Ο αξιωματικός όμως έπαθε ό,τι και ο γερο-υπουργός. Κοίτουσε και ξανακοιτούσε αλλά αφού δεν υπήρχε τίποτε στον αργαλειο δεν μπορούσε να δει και τίποτε...
«Δεν είναι καταπληκτικό το υλικό μας; Δεν βγαίνει τέλειο το ύφασμα;» ρωτούσαν οι απατεώνες δείχνοντας και εξηγώντας του τα φανταχτερά σχέδια και τα χρώματα στο ύφασμα, το οποίο όμως δεν υπήρχε.
«Χαζός δεν είμαι» σκέφτηκε ο αξιωματικός. «Από ότι φαίνεται όμως δεν είμαι ικανός για το αξίωμα που έχω! Περίεργο βέβαια, γιατί νόμιζα ότι κάνω καλά τη δουλειά μου, αλλά κανείς δεν πρέπει να το καταλάβει!»
Έτσι, άρχισε και αυτός να επαινεί το δήθεν υλικό και τα υφάσματα για τα όμορφα χρώματα και τα υπέροχα σχέδια, παρόλο που δεν έβλεπε τίποτα.
«Ναι είναι όλα υπέροχα, δεν θα το πιστεύετε!» είπε στον αυτοκράτορα όταν επέστρεψε στο παλάτι.
Όλοι οι άνθρωποι στην πόλη μιλούσαν πια για το καταπληκτικό υλικό των απατεώνων. Τότε ο αυτοκράτορας άρχισε να ανυπομονεί. Ήθελε να δει και ο ίδιος αυτά τα τόσο όμορφα ρούχα όσο ήταν ακόμη στον αργαλειό. Πήρε λοιπόν μαζί του όλους τους αυλικούς και πήγε στους δύο πονηρούς απατεώνες. Μεταξύ των αυλικών ήταν και οι δύο απεσταλμένοι που είχαν ήδη επισκεφτεί την αίθουσα με τους αργαλειούς. Οι απατεώνες έκαναν ότι έπλεκαν με όλες τους τις δυνάμεις, αλλά οι αργαλειοί ήταν άδειοι, χωρίς νήματα και κλωστές.
«Δεν είναι καταπληκτικό, μεγαλειότατε αυτοκράτορα μας;» ρώτησαν τότε οι δύο απεσταλμένοι που είχαν ξαναπάει στην αίθουσα. «Θα ήθελε μήπως η μεγαλειότητα σας να να δει από κοντά αυτά τα υπέροχα σχέδια με τα φανταχτερά χρώματα;» του έλεγαν και έδειχναν πάνω στον άδειο αργαλειό καθώς πίστευαν ότι ο αυτοκράτορας θα μπορούσε να δει το υλικό.
«Αμάν!» σκέφτηκε ο αυτοκράτορας «δεν βλέπω τίποτα! Μήπως είμαι χαζός; Μήπως δεν είμαι κατάλληλος για αυτοκράτορας; Αυτό είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να μου συμβεί!»
«Πραγματικά είναι πολύ όμορφα όλα» απάντησε γρήγορα-γρήγορα. «Είναι της απόλυτής μου αρεσκείας!» είπε και έγνεψε συγκαταβατικά κοιτάζοντας τον άδειο αργαλειό καθώς δεν ήθελε να πει ότι δεν βλέπει τίποτα.
Και όλη του η ακολουθία όμως κοιτούσε και ξανακοιτούσε αλλά κανείς δεν μπορούσε να δει τίποτα.
Τελικά από το φόβο τους, όλοι έλεγαν τα ίδια με τον αυτοκράτορα: «Πραγματικά είναι πολύ όμορφα τα ρούχα σας μεγαλειότατε» και συμβούλευαν τον αυτοκράτορα να φορέσει για πρώτη φορά αυτά τα πανέμορφα ρούχα στη μεγάλη γιορτή που θα γινόταν σε λίγες μέρες.
«Είναι καταπληκτικό, πανέμορφο, εξαίσιο, απίθανο, υπέροχο!» έλεγε ο ένας στον άλλο και όλοι έδειχναν να χαίρονται για τα ανύπαρκτα ρούχα του αυτοκράτορά τους.
Ο αυτοκράτορας συμφώνησε να φορέσει τα ρούχα στη γιορτή. Έδωσε σε κάθε απατεώνα από έναν σταυρό του Ιππότη και τους απένειμε τον τίτλο του επίσημου ράφτη της αυλής.
Όλη την νύχτα πριν την μεγάλη γιορτή, οι απατεώνες ήταν ξύπνιοι και είχαν και δεκαέξι κεριά αναμμένα για να δείχνουν ότι δουλεύουν πυρετωδώς.
Ο κόσμος έβλεπε πόσο πολύ εργάζονταν αυτοί οι δύο για να έχουν στην εντέλεια τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα για την επόμενη μέρα.
Οι απατεώνες ράφτες έκαναν πως έπαιρναν τα υφάσματα από τους αργαλειούς, τα έκοβαν στον αέρα με μεγάλα ψαλίδια και τα έραβαν με βελόνες που δεν είχαν κλωστή. Στο τέλος, είπαν δήθεν κουρασμένοι: «Ορίστε, τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα είναι έτοιμα!»
Τη μέρα της γιορτής, ο ίδιος ο αυτοκράτορας πήγε μαζί με τους αυλικούς του για να παραλάβουν τα ενδύματα.
Οι δύο απατεώνες σήκωσαν το ένα χέρι τους στον αέρα σα να κρατούσαν κάτι και είπαν:
«Δείτε αυτό είναι το όμορφο παντελόνι, αυτό το πουκάμισο και αυτό το πανωφόρι! Και τι ωραία μπέρτα! Είναι τόσο ελαφριά τα ρούχα, σαν τον ιστό της αράχνης, που θα πίστευε κανείς ότι δεν φοράει τίποτε στο σώμα του, αλλά αυτή είναι και η ομορφιά του!»
«Ναι, ναι!» απάντησαν όλοι οι υπάλληλοι, φοβισμένοι σαν ποντίκια που δεν έβλεπαν όμως κανένα ρούχο αφού δεν υπήρχε τίποτα.
«Θα ήθελε η μεγαλειότητα σας να βγάλει τα ρούχα της;», ρώτησαν οι απατεώνες. «Τότε θα μπορέσουμε να σας φορέσουμε τα καινούρια εδώ μπροστά στον καθρέφτη!»
Έτσι ο αυτοκράτορας έβγαλε τα ρούχα του, και οι απατεώνες έκαναν ότι του έβαζαν το ένα μετά το άλλο τα ρούχα που υποτίθεται ότι είχαν ράψει.
Ο αυτοκράτορας γυρνούσε μπροστά στον καθρέφτη και έβλεπε τον εαυτό του.
«Τι όμορφα ρούχα και πόσο ωραία που είναι πάνω σας» έλεγαν όλοι οι παρατρεχάμενοι με μια φωνή, «και τι ωραία σχέδια, μία εξαιρετική φορεσιά για τη μεγαλειότητά σας!»
«Έξω σας περιμένει η ακολουθία που θα σας συνοδέψει στην γιορτή» ανακοίνωσε ο τελετάρχης του βασιλείου.
«Κοιτάξτε είμαι σχεδόν έτοιμος» είπε ο αυτοκράτορας. «Δεν μου πάει μια χαρά;» ρώτησε κοιτάζοντας για μια ακόμη φορά τον καθρέφτη καθώς προσποιούνταν ότι παρατηρούσε τα ρούχα του, παρότι ήταν γυμνός!
Οι αυλικοί που είχαν την αρμοδιότητα σηκώνουν την μακριά μπέρτα του αυτοκράτορα, έπιασαν με τα χέρια το πάτωμα και προσποιήθηκαν ότι σήκωσαν και κουβαλούσαν την μπέρτα του. Δεν τολμούσαν ούτε καν να αφήσουν να εννοηθεί ότι δεν έβλεπαν τίποτε.
Έτσι προχωρούσε ο αυτοκράτορας με την ακολουθία του μέσα στο πλήθος.
Από πάνω του ένας βελούδινος ουρανός που τον κουβαλούσαν τέσσερα άτομα και ξοπίσω του οι βαστάζοι που υποτίθεται ότι σήκωναν την μπέρτα.
Όλοι οι άνθρωποι που βρισκόταν στον δρόμο, ή κοιτούσαν από τα παράθυρα έλεγαν:
«Πόσο όμορφα ρούχα φοράει ο αυτοκράτορας. Τι φανταχτερή μπέρτα. Πόσο όμορφα που συνδυάζονται μεταξύ τους!»
Κανείς δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι δεν έβλεπε τίποτα, καθώς τότε θα σήμαινε ότι ήταν ανίκανος ή εντελώς χαζός!
Έτσι για πρώτη φορά τα ρούχα του αυτοκράτορα άρεσαν σε όλους, παρότι ήταν ψέματα!
«Μα δεν φοράει απολύτως τίποτα!» είπε τελικά ένα μικρό παιδί.
«Δώστε βάση στη φωνή της αθωότητας!» είπε ο πατέρας του, και από στόμα σε στόμα διαδόθηκαν τα λόγια του παιδιού!
«Μα δεν φοράει απολύτως τίποτα!», έλεγε ο ένας στον άλλο. «Ο αυτοκράτορας δεν φοράει τίποτα, είναι γυμνός!» φώναζε τελικά όλος ο λαός.
Τα άκουγε ο αυτοκράτορας και του φάνηκε ότι ο λαός είχε δίκιο, αλλά σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να το υπομείνει και να προσποιηθεί ότι δεν συνέβαινε τίποτε.
Έτσι συνέχισε το δρόμο του ήρεμος και οι αυλικοί συνέχισαν να σηκώνουν την ανύπαρκτη μπέρτα...
Περισσότερα παραμύθια εδώ.