Το ποίημα γραμμένο στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής εμφανίζει ένα σκόπιμα υπερτονισμένο ηρωικό περιεχόμενο, που δίνει την άμεση εντύπωση ενός επαναστατικού κειμένου. Εντούτοις, παρά την εύκολα δημιουργούμενη αίσθηση πως αποσκοπεί μόνο στο να στηρίξει το δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό στον αγώνα του κατά των κατακτητών, το ποίημα εμπεριέχει κι ένα ουσιαστικότερο κάλεσμα που δεν περιορίζεται στη δεδομένη ιστορική συγκυρία. Ο Εγγονόπουλος αντικρίζει τον κόσμο, χωρίς τα στεγανά του εθνικού προσδιορισμού, και ζητά την ύπαρξη μιας γενιάς ανθρώπων ελεύθερων από κάθε «κατοχή».
Με την εμπειρία της συμμετοχής στις πολεμικές συρράξεις νωπή στην ψυχή του, ο ποιητής αποκτά μια καθαρότερη ματιά απέναντι στο ασφυκτικό πλαίσιο που είχε τεθεί στους ανθρώπους της εποχής του. Άνθρωποι χωρισμένοι με σύνορα εθνικά, άνθρωποι δέσμιοι ενός ανεπιτυχούς οικονομικού συστήματος, που πίσω και πάνω απ’ όλα ήταν η κυρίαρχη αιτία της πολεμικής σύγκρουσης, άνθρωποι που δίχως έλεγχο στη ζωή τους ωθούνταν σ’ έναν φρικτό αλληλοσκοτωμό. Ο ήρωας που οραματίζεται ο ποιητής είναι εκείνος που θα αντισταθεί όχι μόνο στην τρέχουσα στρατιωτική κατοχή, αλλά και σε καθετί άλλο που ελέγχει και υπονομεύει τη ζωή του.
Πέρα πάντως από τη δεσπόζουσα μορφή του Μπολιβάρ, στο ποίημα εξυμνείται και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, το ελληνικό ανάλογο του ανεξάρτητου και ηρωικού πνεύματος, ενώ πρόδηλη είναι και η παρουσία του ίδιου του ποιητή.
Σιμόν Μπολιβάρ
Ο ήρωας του ποιήματος, ο Σιμόν Μπολιβάρ, γεννημένος στη Βενεζουέλα το 1783, πρωτοστάτησε από το 1808 και για δύο δεκαετίες στην προσπάθεια των χωρών της Νοτίου Αμερικής να αποδεσμευτούν από τον έλεγχο της Ισπανίας. Η Βενεζουέλα, η Βολιβία, που ονομάστηκε έτσι προς τιμή του ήρωα, η Κολομβία, το Περού, ο Ισημερινός και ο Παναμάς πέτυχαν την απελευθέρωσή τους άμεσα ή έμμεσα χάρη στις ηγετικές ικανότητες και την πείσμωνα προσπάθεια του Σιμόν Μπολιβάρ.
Το 1821 με πρωτοβουλία του Μπολιβάρ δημιουργήθηκε η Μεγάλη Κολομβία, μια ομοσπονδία εθνοτήτων που απέβλεπε σε μια σταθερότερη ένωση, όπως αυτή είχε επιτευχθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Τη Μεγάλη Κολομβία συνιστούσαν εθνότητες που σήμερα ανήκουν στα κράτη της Κολομβίας, του Παναμά, του Ισημερινού και της Βενεζουέλας. Παρά τις συνεχείς προσπάθειες όμως του Μπολιβάρ και παρά τη μεγάλη του επιθυμία για ευόδωση του εγχειρήματος, που τον οδήγησε ακόμη και στο σημείο να ανακηρύξει τον εαυτό του δικτάτορα της ομοσπονδίας το 1828, πολύ γρήγορα έγινε σαφές πως το μεγαλόπνοο σχέδιό του δεν επρόκειτο να πετύχει. Έτσι, δύο χρόνια μετά, ο Μπολιβάρ αποφάσισε να εγκαταλείψει τη θέση του και να καταφύγει στην Ευρώπη. Πέθανε όμως από φυματίωση προτού προλάβει να πραγματοποιήσει το ταξίδι της φυγής του (17 Δεκεμβρίου 1830).
Αξίζει να προσεχθεί πως ο Σιμόν Μπολιβάρ δεν αγωνίστηκε μόνο για την απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας του, όπως και το γεγονός ότι η σκέψη του δεν ήταν δέσμια της έννοιας του έθνους και των τοπικών συνόρων. Ο Μπολιβάρ οραματιζόταν μια ισχυρή ένωση των εθνοτήτων της Νοτίου Αμερικής, αποσκοπώντας στα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για τα επιμέρους κρατίδια που θα αποτελούσαν τη Μεγάλη Κολομβία. Η υπερεθνική αυτή θέαση των πραγμάτων συγκινεί τον Εγγονόπουλο, ο οποίος έβλεπε τις εθνικιστικές τάσεις ως ένα ακόμη σύμπτωμα της μικρόνοιας των ανθρώπων.
Μπολιβάρ,
ένα ελληνικό ποίημα
ένα ελληνικό ποίημα
Ο ποιητής χαρακτηρίζει το ποίημά του ελληνικό, παρά το γεγονός ότι το τιτλοφορεί και το βασίζει στο πρόσωπο ενός ξένου ήρωα, καθώς το περιεχόμενό του αποβλέπει στο να εμπνεύσει και να ενθαρρύνει τους Έλληνες πολίτες. Το ποίημα, βέβαια, αποκτά πανεθνικές διαστάσεις, αν λάβουμε υπόψη μας πως πρόθεση του Έλληνα ποιητή είναι να δει πέρα από τα στενά εθνικά όρια και να υμνήσει την αρετή της ανδρείας, την αρετή του ελεύθερου πνεύματος, ανεξάρτητα από την ειδικότερη εθνική ταυτότητα του προσώπου που κατορθώνει να φτάσει στο ιδανικό της ανδρείας αυτής.
ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ
ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ
Ο ποιητής προτάσσει ένα σύντομο απόσπασμα του Πλουτάρχου από το έργο Βίοι Παράλληλοι και ειδικότερα από τη βιογραφία του μυθικού βασιλιά της Αθήνας, Θησέα (Βίοι Παράλληλοι Θησεύς και Ρωμύλος). Η πλήρης περίοδος του εν λόγω χωρίου έχει ως εξής:
«Xρόνοις δ᾽ ὕστερον Ἀθηναίους ἄλλα τε παρέστησεν ὡς ἥρωα τιμᾶν Θησέα, καὶ τῶν ἐν Μαραθῶνι πρὸς Μήδους μαχομένωνἔδοξαν οὐκ ὀλίγοι φάσμα Θησέως ἐν ὅπλοις καθορᾶν πρὸ αὐτῶν ἐπὶ τοὺς βαρβάρους φερόμενον.»
[Μετά από χρόνια κι άλλα παρακίνησαν τους Αθηναίους να τιμούν το Θησέα ως ήρωα, και το ότι αρκετοί από εκείνους που μάχονταν στο Μαραθώνα ενάντια στους Μήδους νόμιζαν πως είδαν μπροστά τους το φάσμα του Θησέα, ενόπλου, να στρέφεται κατά των εχθρών.]
Η επιλογή του συγκεκριμένου αποσπάσματος σχετίζεται με τη σκέψη του ποιητή πως ένα πρόσωπο μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο και ως καίρια πηγή έμπνευσης για τους άλλους ανθρώπους. Η εμφάνιση του φάσματος του Θησέα -αναλογικά, η ιδέα και μόνο του δυνατού ήρωα- ενισχύει το σθένος των Ελλήνων απέναντι στον ισχυρό εχθρό. Αντιστοίχως, το παράδειγμα του Μπολιβάρ θα μπορέσει ενδεχομένως να εμπνεύσει τους τώρα δοκιμαζόμενους Έλληνες στην προσπάθειά τους να υπομείνουν την ξενική κατοχή, αλλά και στη μετέπειτα αναζήτηση της νέας ταυτότητάς τους.
Le cuer d’un home vaut tout l’or d’un païs [Η καρδιά ενός άντρα αξίζει όλο το χρυσάφι μιας χώρας]
Ο στίχος παρμένος από το έργο Le Roman de Tristan et Iseut (Το μυθιστόρημα του Τριστάνου και της Ιζόλδης) του JosephBedier, αποδίδει ακριβώς την αξία που μπορεί να έχει η θέληση, το ψυχικό σθένος κι η αποφασιστικότητα ενός και μόνο ανθρώπου. Στίχος που ταιριάζει ιδιαίτερα στο παράδειγμα του Μπολιβάρ που προβάλλεται στο ποίημα του Εγγονόπουλου.
Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους,
για τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα,
τα γενναία, τα δυνατά,
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και
γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,
Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο
πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,
Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες,
οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη
νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: προς τ’ άστρα.
Ο ποιητής επιθυμεί να υμνήσει τους γενναίους και ελεύθερους ανθρώπους∙ εκείνους που με τη δύναμη της ψυχής τους κατορθώνουν να αντισταθούν σε κάθε λογής περιορισμούς. Η πολύτιμη και δυσεπίτευκτη έννοια της ελευθερίας θα πρέπει να νοηθεί εδώ ως μια ευρύτατη κατάσταση αποδέσμευσης από κάθε είδους δεσμά τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά.
Η ελευθερία που συγκινεί τον ποιητή είναι αυτή που ωθεί το άτομο να δει την αλήθεια της ζωής χωρίς να δεσμεύεται από εσωτερικούς ανασταλτικούς παράγοντες, όπως είναι ο φόβος ή η έλλειψη πίστης στη δύναμη της ατομικής και πολύ περισσότερο της συλλογικής προσπάθειας, η μικροπρέπεια ή η έλλειψη διορατικότητας. Είναι συνάμα η ελευθερία που φέρνει το άτομο πέρα από τις συλλογικές δεσμεύσεις της ανθρώπινης υπόστασης, όπως είναι ο κακώς εννοούμενος εθνικισμός, και του επιτρέπει να αντιληφθεί πότε η υπέρβαση της στενά εθνικής ταυτότητας θα μπορούσε να προσφέρει πολλαπλά οφέλη.
Οι άνθρωποι, λοιπόν, που κατορθώνουν να ζήσουν με πλήρη γενναιότητα, χωρίς να καταβάλλονται από τις συνήθεις ελλείψεις της ανθρώπινης φύσης∙ οι άνθρωποι που αποζητούν τη δικαίωση και την εξύψωση του συνανθρώπου και όχι αναγκαία του ομοεθνή∙ οι άνθρωποι που αντιλαμβάνονται πως δε χωριζόμαστε πια σε έθνη αλλά σε οικονομικά ισχυρούς και σε οικονομικά ασθενείς, σε κρατούντες και σε καθοδηγούμενους, και στρέφουν τους αγώνες τους όχι υπέρ του κράτους και τους έθνους, αλλά υπέρ του ανθρώπου, αξίζουν κάθε πιθανή έκφραση θαυμασμού.
Για τους ξεχωριστούς αυτούς ανθρώπους, τους ελεύθερους σε κάθε επίπεδο, αξίζουν τα πιο ελεύθερα λόγια -όσο κι αν αυτά δε γίνουν απ’ όλους κατανοητά-, αξίζουν τα πιο μεγάλα και τα πιο δυνατά λόγια, αλλά κι η σιωπή. Μπροστά σε αυτούς τους ανθρώπους υποτάσσεται κάθε στοιχείο κι όλα όσα συμβαίνουν ή υπάρχουν θα πρέπει να τους αφιερώνονται, γιατί η ζωή εν τέλει βρίσκει την πλήρη δικαίωσή της μόνο υπό το φως της δικής τους παρουσίας.
Γι’ αυτούς τα δάκρυα και τα δοξαστικά στεφάνια ελιάς, γι’ αυτούς οι φάροι, αλλά και τα φανάρια πάνω στα καράβια, που με την κίνηση της θάλασσας γράφουν στο σκοτάδι ιστορίες γαλήνης ή έντασης. Γι’ αυτούς κάθε αντικείμενο που βρίσκεται στα λιμάνια∙ με τα λιμάνια να αποτελούν το σημείο εκκίνησης -κυριολεκτικά και μεταφορικά- κάθε ταξιδιού είτε αυτό γίνεται στο πλαίσιο μιας πολεμικής επιχείρησης είτε αφορά ένα ταξίδι προς νέους δρόμους του ανθρώπινου είναι. Οι άνθρωποι αυτοί πρωτοπορούν και πρωτοστατούν τόσο στους εσωτερικούς αγώνες απελευθέρωσης όσο και στις μάχες τις πραγματικές. Μοιάζουν, όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο ποιητής, με ολόφωτο τραμ που ξεκινά άδειο -οι γενναίοι και ελεύθεροι άνθρωποι ανοίγουν πάντοτε μόνοι το δρόμο για τους άλλους- με προορισμό τ’ αστέρια.
Τη στιγμή που ο άνθρωπος αποδεσμεύεται από τις αντιλήψεις που του έχουν περάσει ή επιχειρούν να του περάσουν για το πώς είναι ή πρέπει να είναι ο κόσμος, είναι σε θέση να επιφέρει τόσο σημαντικές αλλαγές στον κόσμο, για χάρη των συνανθρώπων του και κυρίως των κατοπινών, ώστε βαδίζει πια στην αποθέωση, χωρίς κανένα περιορισμό στα εν δυνάμει επιτεύγματά του.
Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε
η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο
συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του
Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.
Έτσι, σ’ ένα κόσμο όπου οι περισσότεροι ζουν δέσμιοι έσωθεν κι έξωθεν περιορισμών, ο ποιητής αναγνωρίζει και τιμά τους λίγους εκείνους ανθρώπους που με το παράδειγμά τους επιχειρούν την αφύπνιση και των υπολοίπων. Κι είναι έτοιμος γι’ αυτούς να πει τα λόγια τα ωραία, τα λόγια τα δοξαστικά που του υπαγορεύτηκαν από την Έμπνευση, κατά το πρότυπο εδώ των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων ποιητών.
Ο ποιητής αφήνεται στο κάλεσμα της Έμπνευσης που καταλαμβάνει τη σκέψη του και λαμβάνει η ίδια τον έλεγχο των λόγων του, προκειμένου ο έπαινος των γενναίων να είναι ισάξιος της προσφοράς τους, αλλά και της εσωτερικής εκείνης δύναμης που τους τράβηξε πολύ πάνω απ’ το μέσο όρο και τους οδήγησε σε πορείες πρωτόφαντες.
Οι άνθρωποι που αξίζουν αυτόν τον έπαινο είναι ο Μπολιβάρ και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, καθώς ο καθένας με τον τρόπο του κατέκτησαν την ελευθερία εκείνη που τους επέτρεψε να δουν πίσω και πέρα από το προφανές.
Ο Μπολιβάρ επιζητά και κατορθώνει την απελευθέρωση της Νοτίου Αμερικής από τον έλεγχο των Ισπανών, και πολύ περισσότερο διαβλέπει την ισχύ που θα μπορούσαν να έχουν οι χώρες αυτές αν προχωρούσαν σε μια ένωση, αφήνοντας στην άκρη επιμέρους τοπικιστικές διαφορές. Αντιστοίχως, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, πολέμησε με γενναιότητα για την εκδίωξη των Τούρκων από την Ελλάδα, κατάλαβε όμως έγκαιρα πως οι θυσίες των Ελλήνων εξυπηρετούσαν κυρίως το παρασιτικό σινάφι των πολιτικών της χώρας, οι οποίοι αμέτοχοι από το πεδίο της μάχης απολάμβαναν ποικιλοτρόπως τα οφέλη της εξουσίας στο υπό διαμόρφωση ελληνικό κράτος.
Οδυσσέας Ανδρούτσος
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε κατά το 1790 πιθανότατα στην Ιθάκη, είχε αρβανίτικη καταγωγή απ’ τη μεριά του πατέρα του, του Ανδρέα Βερούση, και δολοφονήθηκε με άγριο τρόπο από Έλληνες τον Ιούνιο του 1825.
Η αρβανίτικη καταγωγή του κι οι φιλικές σχέσεις του πατέρα του με τον επίσης αρβανίτη Αλή Πασά, προσέφεραν στον Ανδρούτσο την ευκαιρία μιας ουσιαστικής καλλιέργειας, μιας άρτιας στρατιωτικής εκπαίδευσης, καθώς και μιας σημαντικής χρηματικής περιουσίας, η οποία χρησιμοποιήθηκε κατόπιν για να χρηματοδοτήσει τις πολεμικές προσπάθειές του.
Ο Ανδρούτσος εξαιρετικά ευφυής και αντισυμβατικός, διακρίθηκε γρήγορα για τις ηγετικές του ικανότητεςκαι με μια σειρά εντυπωσιακών χτυπημάτων ενάντια στους Τούρκους έλαβε την αναγνώριση και το σεβασμό των Ελλήνων συμπατριωτών του. Ο Ανδρούτσος εντούτοις δεν είχε αυταπάτες σχετικά με τη στάση πολλών Ελλήνων που κατείχαν σημαντικές θέσεις τόσο στην κυβέρνηση όσο και στον κλήρο. Κι η στάση του απέναντί τους ήταν αμείλικτη, καθώς θεωρούσε απεχθή την τάση τους να εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία με μόνο γνώμονα το ίδιον κέρδος. Ήρθε ανοιχτά σε σύγκρουση μαζί τους και βρέθηκε να διώκεται συνδυαστικά από κυβερνώντες και κληρικούς, οι οποίοι έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν εξαιρετικά επικίνδυνο αντίπαλο.
Το ιδανικό του Οδυσσέα Ανδρούτσου για το οποίο αγωνίστηκε και τελικά θανατώθηκε δεν ήταν απλώς μια ελεύθερη από τους Τούρκους Ελλάδα, αλλά μια Ελλάδα ελεύθερη από κάθε πιθανό εκμεταλλευτή των πολιτών, οποιασδήποτε εθνικότητας κι αν ήταν αυτός. Για τον Ανδρούτσο οι καιροσκόποι πολιτικοί και οι υποκριτές ιερείς αποτελούσαν έναν εξίσου σημαντικό με τους Τούρκους εχθρό, που θα έπρεπε να εκδιωχθεί εγκαίρως από το νεοϊδρυθέν ελληνικό κράτος.
Την επαχθή τακτική των Ελλήνων πολιτικών που εν καιρώ αντιλήφθηκαν όλοι οι Έλληνες πολίτες, την αντιλήφθηκε από νωρίς ο Ανδρούτσος, ο οποίος γνώρισε έτσι μια πρωτόφαντη προσπάθεια σπίλωσης του ονόματός του κι ένα μαρτυρικό θάνατο.
Η συσχέτιση του Οδυσσέα Ανδρούτσου με τον ιδανικό Μπολιβάρ, δεν είναι μια ιδέα που εμφανίζεται για πρώτη φορά στο ποίημα αυτό του Εγγονόπουλου, κατά το παρελθόν κι άλλοι άνθρωποι αντιλήφθηκαν τα κοινά στοιχεία που συνέδεαν τις δύο εξέχουσες αυτές προσωπικότητες. Ο Άγγλος Edward Trelawny που συνόδευσε τον Λόρδο Βύρωνα το 1823 στην Ελλάδα, για να πολεμήσει στο πλευρό των Ελλήνων αγωνιστών, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, κι είχε συνειδητοποιήσει πως οι επιδιώξεις και οι ιδέες του για το μέλλον της χώρας, τον έφερναν ακριβώς στους δρόμους σκέψης και αντίληψης του Μπολιβάρ. Χαρακτηριστικά ως προς αυτό διαβάζουμε στον τρίτο τόμο του βιβλίου του Κυριάκου Σιμόπουλου "Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21", τα ακόλουθα: Ο Trelawny αφοσιώθηκε στον Ανδρούτσο μέχρι λατρείας. Πίστευε πως μόνο αυτός θα σώσει την Ελλάδα. Ήταν ο Μπολιβάρ των Ελλήνων, ένας νέος Ουάσιγκτον. "Είναι δοξασμένος, άξιος, ευγενικός." Θαυμασμός απέραντος και απόλυτη εμπιστοσύνη. "Θα ανέβω ή θα πέσω μαζί του. Έχω ενώσει την τύχη μου με την τύχη αυτού του ανθρώπου" (Letters, σ.89). Ο Trelawny ήταν ατρόμητος και σκληροτράχηλος. Κέρδισε τον σεβασμό των αγωνιστών και ο Οδυσσέας τον διόρισε καπετάνιο επικεφαλής ενός μικρού τμήματος."
Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας
τον άλλο για κατάλληλο καιρό,
Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα,
ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.
Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις
πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,
κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες, κι οι δυο τους,
μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι,
γενναίοι και δυνατοί.
Ο Εγγονόπουλος θέλει να υμνήσει τον Ανδρούτσο, θέλει να μιλήσει για την αξία του ανθρώπου αυτού που τα έβαλε με το πολιτικό κατεστημένο, τη διαφθορά και την υποκριτική λατρεία του «έθνους»∙ θέλει να μιλήσει για τη διαστρέβλωση του όρου πατριώτης, που τόσο επικερδώς χρησιμοποιούν οι πολιτικοί μας, αλλά γνωρίζει πως τα λόγια του θα παρερμηνευθούν. Την ώρα που γράφεται αυτό το ποίημα, την ώρα που ο ελληνικός λαός δοκιμάζεται από τη γερμανική Κατοχή, ο ποιητής γνωρίζει πως δύσκολα θα γίνει αντιληπτή η προειδοποίησή του για το ποιος θα κερδίσει κι απ’ αυτή τη νέα δοκιμασία των Ελλήνων.
Το έθνος, που θα έπρεπε να αποτελεί μια ιερή αξία, γίνεται στα χέρια των πολιτικών και των δυνατών εν γένει, ένα μέσο χειραγώγησης και κάποτε φανατισμού των πολιτών, οι οποίοι αδυνατούν να διακρίνουν πως για τους ιθύνοντες όλο αυτό δεν είναι παρά ένα κενό γράμμα, που το χρησιμοποιούν μόνο για να πλουτίζουν και ν’ απολαμβάνουν τα οφέλη της δύναμης που τους χαρίζει η θέση τους.
Έτσι, αν έθνος ή πατρίδα ή σύνολο σημαίνει μια ομάδα ανθρώπων που μάχονται και θυσιάζονται για να κερδίζουν οι πλούσιοι και οι εκάστοτε κυβερνώντες, τότε τίποτε από αυτά δεν αξίζει πραγματικά. Ο ποιητής διαπιστώνει με λύπη πως οι Έλληνες έχουν πέσει θύματα και οδηγούνται σε μια καταστροφική για το ένδοξο έθνος τους πορεία, εξαιτίας της απληστίας των πολιτικών τους. Κι ο έπαινος που συνθέτει για τον Ανδρούτσο και τον Μπολιβάρ, δεν απευθύνεται τόσο στους αγώνες που έκαναν ο καθένας για την πατρίδα του, όσο για τη δύναμη που είχαν να δουν πέρα από τα στεγανά του έθνους και να αποζητήσουν το καλύτερο δυνατό για τους συμπολίτες τους, έστω κι αν αυτό σήμαινε συνεργασία με άλλα έθνη, έστω κι αν αυτό σήμαινε μια απευθείας σύγκρουση με τους πολιτικούς άρχοντες που στο όνομα του έθνους επιχειρούσαν να κρύψουν την άνευ ορίων κενοδοξία και φιλαργυρία τους.
Ο ποιητής, όμως, αφήνει για μια μελλοντική στιγμή τη σύνθεση του ωραιότερου ποιήματός του, του ωραιότερου ποιήματος που ίσως γραφτεί ποτέ, του ποιήματος εκείνου που θα μιλήσει ανοιχτά για τον Έλληνα ήρωα που πέθανε για ό,τι πραγματικά είχε αξία, για τη δημιουργία δηλαδή μιας ελληνικής κοινωνίας απαλλαγμένης από τους μικροπρεπείς, άπληστους και ανίκανους να ωφελήσουν την Ελλάδα πολιτικούς.
Επί της ουσίας, βέβαια, ο έπαινος του Μπολιβάρ που θα ακολουθήσει δεν είναι παρά ένας χωρίς προηγούμενο ύμνος για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ο Εγγονόπουλος γνωρίζοντας πως η ιστορική συγκυρία δεν ήταν κατάλληλη για να στραφεί ανοιχτά κατά τις υποκρισίας των κυβερνώντων και να δοξάσει το όνομα του Ανδρούτσου, κρύβει τον έπαινό του για τον Έλληνα ήρωα πίσω από τις λέξεις που αφιερώνει στον Μπολιβάρ.
Η διακειμενική αναφορά στο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου» (Ή τέλος, δυνατόν και στα πολιτικά / να επέστρεφεν —αξιεπαίνως ενθυμούμενος / τες οικογενειακές του παραδόσεις, /το χρέος προς την πατρίδα, κι άλλα ηχηρά παρόμοια.), τονίζει ακόμη περισσότερο την πρόθεση του ποιητή να στραφεί κατά των πολιτικών της χώρας που με τη δράση τους έχουν κατ’ επανάληψη καταδικάσει τους πολίτες στην ανέχεια και τη διάψευση της ελπίδας τους να δουν την πραγματική άνθιση του ελληνικού έθνους.
Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα
δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δε μπόρεσε να καταλάβη
τι λέω, κανείς;
Βέβαια την ίδια τύχη νάχουνε κι αυτά που λέω τώρα
για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο;
Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα
αντιληπτές μορφές της σημασίας τ’ Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,
Παρόμοια σύμβολα.
Αλλ’ ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις,
κι υπερβολές, κι απελπισίες.
Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προωρισμένη μόνο για τους αιώνες.
(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια, λίγα,
πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο,
Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης να κυλάη
άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα,
Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες
νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,
Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους,
αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.
Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα
εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,
Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,
Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.)
Η στροφή αυτή είναι από τις σημαντικότερες του ποιήματος καθώς υποδηλώνει εξαρχής τις εύλογες επιφυλάξεις του ποιητή για το πώς θα εκληφθεί ο λόγος του από τους συγκαιρινούς του. Ο ποιητής γνωρίζει πως μέσα στη φωτιά της Κατοχής οι πιθανοί αναγνώστες του θα θεωρήσουν πως το ποίημα αυτό δεν είναι παρά ένα κάλεσμα για αντίσταση κατά του προφανούς εχθρού, των Γερμανών. Γνωρίζει πως δύσκολα θα διακρίνουν την αλήθεια του λόγου του και της επιθυμίας του για έναν κόσμο που θα υπηρετεί την αξία του ανθρώπου πέρα από εθνικούς προσδιορισμούς.
Ο ποιητής, όπως πριν από αυτόν ο Ανδρούτσος, δεν προσδοκά την απελευθέρωση της Ελλάδας μόνο και μόνο για να έρθουν οι επίδοξοι κρατούντες και να δρέψουν τα οφέλη απ’ το θάνατο των Ελλήνων πολιτών. Ο ποιητής προσδοκά την ημέρα που η χώρα θα βρει την πραγματική λευτεριά της, κινούμενη προς τη δικαίωση του απλού ανθρώπου και όχι προς τον πλουτισμό των άπληστων καιροσκόπων. Μα ξέρει πως δεν μπορεί να μιλήσει κατά του έθνους –του έθνους, όπως το εννοούν οι κυβερνώντες, ως ένα σύνολο δηλαδή πολιτών που υπομένουν τα πάνδεινα στο όνομα της πατρίδας κατά τη δική τους αγαθή προαίρεση, ενώ στην πραγματικότητα υποφέρουν και πεθαίνουν για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ισχυρών. Ξέρει πως όχι μόνο δε θα κατορθώσει να αφυπνίσει τους συμπολίτες του, αλλά θα δεχτεί και την οργή τους, όπως κάποτε τη δέχτηκε και ο Ανδρούτσος. Έτσι, εκφράζοντας την απελπισία του για το γεγονός ότι κανείς ποτέ δεν τον κατάλαβε ή δε θέλησε να τον καταλάβει, δίνει στο συνειδητοποιημένο αναγνώστη το ερέθισμα να δει πιο προσεκτικά το ποιον υμνεί και γιατί.
Ο Εγγονόπουλος, λοιπόν, βέβαιος για την αδυναμία των ανθρώπων της εποχής του να διακρίνουν το μήνυμα του ποιήματός του, προβλέπει πως τα λόγια του θα μείνουν για πολλά χρόνια δυσερμήνευτα, αν όχι ακατάληπτα. Εντούτοις βρίσκει παρηγοριά στη σκέψη πως ακόμη κι αν δεν γίνει αντιληπτός στη δική του εποχή, κάποτε στο μέλλον το κοντινό ή το απώτατο οι άνθρωποι που για χρόνια θα μάχονται με το κρυφό νόημα της ύπαρξής του και θα παλεύουν εναγώνια με τις λέξεις του, ίσως κατανοήσουν τι πράγματι θέλησε να πει.
Προβλέπει επίσης τη διαχρονική του φήμη, καθώς το όνομά του θα το βροντοφωνάζουν τα θεόρατα κύματα, οι άγριοι βράχοι κι άνεμοι που θα διατρέχουν το ψηλό βουνό της Ύδρας. Η αναφορά του ποιητή στο ίδιο του το έργο και στην αργοπορημένη αναγνώριση της προσφοράς του, έρχεται να τονίσει την αίσθησή του πως θα χρειαστεί καιρός μέχρι να είναι οι άνθρωποι έτοιμοι να κατανοήσουν όσα τόσο νωρίς πρεσβεύει ο ίδιος. Όπως άλλοτε δυσκολεύτηκαν να αποδεχτούν την υπερρεαλιστική του γραφή, έτσι και τώρα δύσκολα θα αντιληφθούν την προσπάθειά του να αιτηθεί μια δικαιότερη πολιτεία, με τους πολίτες απαλλαγμένους από την παρασιτική παρουσία του σαθρού πολιτικού συστήματος.
Όπως, δηλαδή, δεν είναι εύκολο να γίνει αντιληπτή η παρουσία και το έργο του Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ, το ίδιο πιστεύει ο ποιητής πως θα συμβεί και με το δικό του έργο, ιδίως από τη στιγμή που επιλέγει εν καιρώ μεγάλης δοκιμασίας για την Ελλάδα να μιλήσει για τον ήρωα που δε δίστασε να αναμετρηθεί με τους κυβερνώντες. Ο παραλληλισμός του ίδιου του ποιητή με τους ήρωές του επιτρέπει το ομαλότερο πέρασμα της αυτοαναφορικότητας στο ποίημα. Ο Εγγονόπουλος παίρνει το ρίσκο να αμφισβητήσει ιερές έννοιες, κι αυτό τον καθιστά, αν όχι κοινωνό της ίδιας γενναιότητας που ενέπνευσε τον Ανδρούτσο και τον Μπολιβάρ, τουλάχιστον ικανό ερμηνευτή της πνευματικής τους κληρονομιάς. Σε κάθε περίπτωση διαπλέκει δικαιωματικά τον εαυτό του στον έπαινο που συνθέτει προς τιμή των ηρώων.
Ας επανέλθουμε όμως στον Σίμωνα Μπολιβάρ.
Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα
ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου,
μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου,
και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες
στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες,
όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια
ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης
σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων,
ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.
Ο ποιητής έχοντας αναφερθεί στον Οδυσσέα Ανδρούτσο κι έχοντας δώσει έτσι το κλειδί για την κατανόηση του ποιήματος, ξεκινά την εξύμνηση του Μπολιβάρ, που δεν είναι παρά η εξύμνηση του Ανδρούτσου και στο πρόσωπο αυτού κάθε ανθρώπου που τολμά να σκεφτεί και να δράσει χωρίς περιορισμούς, ιδίως όταν αυτοί οι περιορισμοί τίθενται για να υπηρετούν τα συμφέροντα άλλων.
Ο Μπολιβάρ κατέχει όλες τις αρετές που συνθέτουν τη μεγαλοσύνη των ανθρώπων. Είναι δυνατός και γενναίος, μα κι ευγενικός και καλόψυχος σαν τα λουλούδια της πατρογονικής του ηπείρου. Σκορπά γύρω του το καλό, μα και το κακό, έννοιες αλληλένδετες μεταξύ τους, αφού δεν μπορεί να νοηθεί άνθρωπος ή πράξη αμιγώς καλή. Αποκτά γοργά τις διαστάσεις συμβόλου και γιγαντώνεται στη σκέψη του ποιητή, που τον παρουσιάζει να περπατά στα βουνά κάνοντας τ’ άστρα να τρέμουν στο αντίκρισμά του.
Πολύ περισσότερο όμως ο ποιητής αναγνωρίζει πως ο Μπολιβάρ λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός μεταξύ όλων των εθνών και κυρίως τον συνδέει με τις περιοχές της ελληνικής γης, αφού στο πρόσωπο αυτού υμνείται παράλληλα κι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Έτσι, ο γυμνός ήρωας που βάφεται κατά το συνήθειο των πολεμιστών Ινδιάνων μοιάζει με ερημοκλήσι της Αττικής, με εκκλησία στις ελληνικές γειτονιές της Κωνσταντινούπολης, αλλά και με ανάκτορο της Μακεδονίας.
Η παρουσία του Μπολιβάρ, η ελεύθερη φύση του και η ευλογία του παραδείγματός του διατρέχουν όλον τον ελληνισμό. Σαφής εδώ η επιθυμία του ποιητή να υπάρξει μια γόνιμη πρόσληψη της σκέψης του Μπολιβάρ και κατ’ επέκταση του Ανδρούτσου απ’ όλους τους Έλληνες.
«σ’ έβαφαν… Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο»: Σε πολλά μέρη της Ρωμιοσύνης συνηθίζεται να βάφουν, για τις μεγάλες γιορτές, το έξω μέρος της εκκλησίας ή τον περίβολο μ’ ασβέστη και με λουλάκι.
[«στις γειτονιές των Ταταούλων» (ονομαστική: τα Ταταύλα»): Πολυάνθρωπη συνοικία της Κωνσταντινουπόλεως, οικισθείσα το πρώτον από τους Μανιάτες τεχνίτες του οθωμανικού αυτοκρατορικού ναυστάθμου, στη Βυζαντινή θέση «ταTabula». Στον Έλληνα επισκέπτη προκαλούσε ανάλογης ποιότητος συγκίνηση με το Rio dei Greci της Βενετίας και τοGrieshengasse της Βιέννης, αλλά πολύ μεγαλύτερης εντάσεως. Είτανε, με τον σφριγώντα πληθυσμό της, ένα ζωντανό απομεινάρι τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, γεμάτη από τη λεπτή γοητεία της Ορθοδοξίας, την διάχυτη κομψότητα κι’ υπερηφάνεια του Ελληνισμού. Η λαϊκή νεολαία της διατηρούσε αιματηρούς λογαριασμούς με τον δυνάστη. Οι Τούρκοι κατώρθωσαν και την εξολόθρεψαν ριζικά, από τα θεμέλια, την περίοδο του Μεσοπολέμου. Την ερημική τοποθεσία όπου εγείροντι ποτέ τα Ταταύλα ονομάσανε «Κουρτουλούς», που σημαίνει στη γλώσσα τους, απολύτρωσις, απαλλαγή. Το πλοίο με το οποίο οι Τούρκοι κομίζανε, κατόπιν εντολής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, τρόφιμα στον λιμώττοντα πληθυσμό της κατεχόμενης Ελλάδος, το ονόμαζαν επίσης «Κουρτουλούς».]
[«σε πόλη της Μακεδονίας ερημική»: Δεν πρόκειται, βέβαια, για τις πόλεις που κατενεμήθηκαν στους Σλαύους, και έχουν σήμερα απόλυτα εξαφανισθή. Πρόκειται γι’ αυτές που παραμείνανε Ελληνικές. Τι αντίθεση ανάμεσα στη σημερινή επαρχιακή τους γαλήνη, και το ταραχώδες τους παρελθόν! Δηλαδή από την εποχή της ακμής τους, με τα εμπόριά τους και τα σχολεία τους, επί Τουρκοκρατίας, μέχρι την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα, με τις υπεράνθρωπες θυσίες τους, για να γλυτώσουνε από την κακεντρέχεια, ή την ακατανοησία, των Μεγάλων, και την απληστία των γειτόνων. Κι’ όλα αυτά πάντα μέσα στον ίδιο διάκοσμο: τα παλιά ανάκτορα, τις πλούσιες εκκλησίες, τις λεύκες, τα ποτάμια, τις λίμνες, τα νερά.]
Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,
και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς,
και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.
Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι,
κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει
η μέρα, κι οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τα κοράκια,
Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά
το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ― ύστερα από μια νύχτα
δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
Έτσ’ η ζωή.
Κι έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με
τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια
(η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες! Αυτός
ο Μπολιβάρ!
Ο Μπολιβάρ υπάρχει ακόμη κι εμφανίζεται σ’ όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας. Όταν οι κυνηγοί σκοτώνουν τους άγριους αετούς και τους καρφώνουν πάνω απ’ τις πόρτες των σπιτιών τους, ο Μπολιβάρ είναι ταυτόχρονα και ο αετός και το σφυρί και το καρφί. Ό,τι συνέβη κι ό,τι συμβαίνει κι ό,τι θα συμβεί γίνονται όλα υπό τη σκιά του Μπολιβάρ, γίνονται όλα χάρη και προς τιμή των ηρωικών ανθρώπων, που με τη σκέψη τους προσέφεραν την ελευθερία της δράσης.
Μέσα στην πίκρα της ζωής, μέσα στο σκοτάδι που καλύπτει τα πάντα και φέρνει τον πόνο σ’ αντικείμενα και σ’ ανθρώπους, ο Μπολιβάρ είναι ο ήλιος που φωτίζει και φέρνει τη χαρά και την αισιόδοξη διάθεση. Ο Μπολιβάρ είναι συνάμα η γενναιότητα που έχουν ανάγκη οι άνθρωποι για ν’ αντέξουν, είναι η ελευθερία που χρειάζονται στην ψυχή και στη σκέψη τους για να διεκδικήσουν τη ζωή που τους ανήκει, είναι η δύναμη που χρειάζονται για να υλοποιήσουν τη δύσκολη πράξη του αγώνα.
Η αναφορά στα ελληνικά νησιά, η επαναλαμβανόμενη αναφορά στους ελληνικούς τόπους είναι ο τρόπος του ποιητή για να κρατά διαρκώς στη σκέψη του αναγνώστη πως ο σύνδεσμος του Μπολιβάρ με την Ελλάδα και τους πολίτες της είναι αδιάσπαστος. Ο Μπολιβάρ με τον ηρωισμό του είναι το παράδειγμα που θα πρέπει να έχουν οι Έλληνες στη σκέψη τους, αν θέλουν να φέρουν στην πατρίδα τους την ευημερία που επιθυμούν.
[«η Νάξο, η Χίος»: Αναφέρεται στη χαρούμενη και φωτεινή όψη που έχουν οι πολιτείες των νησιών του Αιγαίου, σε αντίθεση με το μουντό, το σκοτεινό των πολιτειών του Βορρά.]
Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος
στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της
Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας,
της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας,
της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας,
Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην
πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω ― έτσι είτανε, λεν, ο
Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.
Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική
ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει
την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.
Ο ποιητής ξαπλωμένος στην κορφή του ψηλότερου βουνού της Ύδρας, του Έρε (λέξη που στα αρβανίτικα σημαίνει αέρας), φωνάζει το όνομα του Μπολιβάρ, μεταδίδοντας έτσι το μήνυμα της υπέροχης ύπαρξής του σ’ όλους τους τόπους που μπορεί κανείς να δει απ’ το όμορφο νησί, που κατέχει μέρος της καταγωγής του ίδιου του Εγγονόπουλου.
Από τα νησιά του Σαρωνικού μέχρι τη Θήβα και την Πελοπόννησο, μέχρι την Αίγυπτο και μέχρι τις χώρες της Νοτίου Αμερικής, σ’ όλες τις άκρες της γης που υπάρχει ελληνισμός και σ’ όλες τις χώρες που δέχτηκαν την ευεργεσία της γενναιότητας του Μπολιβάρ, φτάνει η θέα από την κορφή του Έρε. Το παράδειγμα του Μπολιβάρ και κατ’ επέκταση το παράδειγμα του Ανδρούτσου πρέπει να φτάσει παντού και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Τα δεσμά των ανθρώπων πρέπει να σπάσουν κι αυτό θα συμβεί μόνο όταν αποδεχτούν κι υιοθετήσουν την ελευθερία που είχε το πνεύμα του Μπολιβάρ.
Ο ποιητής χαράζει το όνομα του ήρωα στην κορφή του βουνού για να το προσκυνούν αργότερα οι άνθρωποι, όπως άλλωστε κάνει και συνθέτοντας αυτό το ποίημα, που λειτουργεί ως διαρκής υπόμνηση της αξίας που έχει η δύναμη της διεκδίκησης.
Προτού γεννηθεί ο Μπολιβάρ και με τη δράση του προσφέρει την ελευθερία στα έθνη της Νότιας Αμερικής, όλες αυτές οι χώρες βρίσκονταν στα σκοτάδια της υποταγής. Το πέρασμα του Μπολιβάρ απ’ τη ζωή, το πάθος με το οποίο διεκδίκησε την απελευθέρωση απ’ τους Ισπανούς και η οξυδέρκεια της σκέψης του, στάθηκαν ικανοί παράγοντες για να φέρουν την ελευθερία σε πολλές χώρες και σε χιλιάδες συνανθρώπους του. Έτσι, ο ήρωας έχει πια γίνει ένα με τον τόπο που απελευθέρωσε, τον τόπο που έχει πια ταυτιστεί με την ύπαρξή του και εκπηγάζει απ’ το ίδιο του το σώμα.
Παρόλο που η υλοποίηση κάθε αγώνα αποτελεί μια συλλογική προσπάθεια και απαιτεί τη θυσία πολλών ανθρώπων, εντούτοις ο ποιητής εκθειάζει την ατομική προσφορά του ήρωα, καθώς ήταν εκείνος που με το προσωπικό παράδειγμα και με την άκαμπτη επιμονή του ενέπνευσε το επαναστατικό κίνημα που σάρωσε την ισπανική κυριαρχία στη Νότια Αμερική. Αντιστοίχως, με τους στίχους του ο ποιητής και με την εξύμνηση του Μπολιβάρ και του Ανδρούτσου επιδιώκει την αφύπνιση έστω ενός ανθρώπου, που θα θελήσει πραγματικά να αναμορφώσει την ελληνική πολιτεία, θέτοντας ένα τέρμα στην ανεξέλεγκτη κυριαρχία των πολιτικών φατριών και στην ανερυθρίαστη εκμετάλλευση των πολιτών από τους κρατούντες. Ένας πολίτης να αντιληφθεί το σκάρτο παιχνίδι των πολιτικών, όπως πολύ πρώιμα το κατάλαβε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ίσως δοθεί το έναυσμα για μια ριζική αναμόρφωση του τρόπου που διοικείται ετούτος ο βασανισμένος τόπος.
Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας
μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε
στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν
τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.
Το ηρωικό παράδειγμα του Μπολιβάρ ενθουσιάζει τον ποιητή, ο οποίος με γνήσιο θαυμασμό αναλογίζεται πώς ο ένας αυτός άνθρωπος κατόρθωσε να ξεσηκώσει και να αλλάξει τα πάντα, όχι μόνο σε μια χώρα, αλλά σε μια τεράστια περιοχή, επηρεάζοντας τις ζωές χιλιάδων και κατόπιν εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ο ποιητής επεκτείνει βέβαια την επίδραση του ηρωικού Μπολιβάρ μέχρι την Ελλάδα και του αποδίδει τον ενδοξότερο έπαινο: «Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας». Έλληνας, υπό την έννοια του ελεύθερου εκείνου πνεύματος που χαρακτήριζε τους αρχαίους Έλληνες και ιδίως τους Αθηναίους στην ακμή τους. Με όλα εκείνα τα στοιχεία που τόσο παραστατικά απέδωσε ο Περικλής στον Επιτάφιο λόγο του∙ την ψυχική γενναιότητα μπροστά σε κινδύνους διεξοδικά μελετημένους, την αγάπη στο καλαίσθητο, την ενασχόληση με την τέχνη και τη φιλοσοφία και πάνω απ’ όλα την πλήρη ελευθερία στη διαμόρφωση των συλλογισμών τους. Έλληνας, λοιπόν, όχι με την έννοια της καταγωγής, αλλά καλύτερα Ελληνικός με την έννοια που αποδίδει στον όρο ο Καβάφης στο «Επιτύμβιον Aντιόχου, βασιλέωςKομμαγηνής»:
Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός—
ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν·
εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.
[«είσαι ωραίος σαν Έλληνας»: Σαν θυμηθή τον σωκράτειον ορισμό, πως, να είσαι Έλληνας δεν είναι ζήτημα καταγωγής αλλά αγωγής, τότε καταλαβαίνει κανείς σε τι ύψη καλλονής έχει τη δυνατότητα να φθάση ποτέ ένας Έλλην.]
Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί,
σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε,
κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;
Ο έπαινος του ήρωα και η σύνδεσή του με την Ελλάδα και τους Έλληνες συνεχίζεται από τον ποιητή, που περνά τώρα σε μια ιστορικά θελκτική συσχέτισή του Μπολιβάρ με τη βυζαντινή παράδοση των Ελλήνων και το θρυλικό ύστατο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Η τόσο αγαπητή στον ελληνικό λαό προφητεία της επιστροφής του «μαρμαρωμένου» βασιλιά, βρίσκει στα λόγια του ποιητή μια έμμεση επαλήθευση, με τον Μπολιβάρ αλλά και κάθε ηρωικό άνθρωπο ν’ αποτελεί ένα ακόμη φανέρωμα του μέχρι την τελευταία στιγμή ηρωικού αυτοκράτορα.
[«στο Μουχλιό»: Πολλοί λησμονούν πως το Φανάρι υπήρξε, επί μακράν σειράν ετών, η Κιβωτός του νεωτέρου Ελληνισμού. Το Μουχλιό είναι μια περιοχή του Φαναριού, που πήρε το όνομά της από ένα εκεί ευρισκόμενο παρεκκλήσιο «των Μογγόλων», το «Μογγολιό», κατά παραφθορά «Μουχλιό». Είναι αλήθεια κι’ ότι όλη η γειτονιά, στις όχθες του Κεράτιου Κόλπου, έχει πάρα πολλή υγρασία.]
Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι αιώνιες.
Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα
λεωφορεία με τους πληγωμένους.
Ο Εγγονόπουλος, καθώς προχωρά ο έπαινος του ήρωά του, επιχειρεί μια σύνδεση ανάμεσα στην προσωπική του εμπειρία από τις μάχες στο αλβανικό μέτωπο και των ένδοξων μαχών του Μπολιβάρ. Ο ποιητής δηλώνει πως ήταν παρών στις μεγάλες μάχες του Μπολιβάρ, στη μάχη της Μπογιακά που επισφράγισε την απελευθέρωση της Κολομβίας, και στη μάχη του Αγιακούτσο που διασφάλισε την απελευθέρωση του Περού. Ο ποιητής ήταν μαζί με τον Μπολιβάρ, όπως κι ο ήρωας ήταν μαζί του, όταν ο ελληνικός στρατός έδινε τη μάχη για να λάβει υπό τον έλεγχό του το Λεσκοβίκι της Βόρειας Ηπείρου, το οποίο σήμερα υπάγεται στο Αλβανικό κράτος.
Μην ταραχθή κανείς. Κάτω εκεί, νά, η λίμνη.
Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές.
Υπομονευτήκαν οι δρόμοι: έργο και δόξα του Χορμοβίτη,
του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.
Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί!
Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια,
καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα,
τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,
Τα τόπια δεξιά. Βρας!
Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!
Ο ποιητής αποδίδει το κλίμα λίγο προτού ξεκινήσει η επίθεση, με την προετοιμασία των Ελλήνων να γίνεται σύμφωνα με το παράδειγμα του μεγάλου λαγουμιτζή του Κώστα Χορμοβίτη, που κατά τα χρόνια της Επανάστασης και σε σημαντικές μάχες των Ελλήνων με τους Τούρκους, έφτιαχνε υπόνομους, λαγούμια, τα οποία ανατινάσσονταν και προκαλούσαν πολλαπλές απώλειες στους εχθρούς.
Τα μάκτρα, με τα οποία ζητεί ο ποιητής να καθαρίσουν τα κανόνια, ήταν κοντάρια με βρεγμένα σφουγγάρια στην άκρη τους που χρησίμευαν για να σβηστούν τα υπολείμματα της προηγούμενης βολής, ώστε η νέα γόμωση (το γέμισμα του κανονιού) να γίνεται με ασφάλεια, χωρίς τον κίνδυνο αιφνίδιας πυροδότησης.
Οι Έλληνες ετοιμάζουν τα κανόνια τους και σύντομα δίνεται το παράγγελμα για να σκοτώσουν (vras), για να ξεκινήσει η νικηφόρα αντεπίθεσή τους. Αντεπίθεση που συνοδεύεται για τον ποιητή από την ηρωική μορφή του Μπολιβάρ, του ανθρώπου που εμπνέει και καθοδηγεί κάθε προσπάθεια που αποσκοπεί στην απόκτηση ή διατήρηση της ανεξαρτησίας των ανθρώπων.
Ας σημειωθεί πως η λέξη φωτιά στα αλβανικά, όπως και στα αρβανίτικα, είναι zjarr(m) [ζιαρμ], ενώ το «Βρας» σημαίνει σκοτώνω.
[«Βρας!»: Αρβανίτικα, «Πυρ!» Το βροντοφώνησε ο Αλή Πασάς στον εξολοθρεμό του Γαρδικιού, που δεν μας αφορά ποσώς, παρά τον Βαλαωρίτη, γιατί είτανε υπόθεσις ενδο-οικογενειακή. Οι Γαρδικιώτες είσανε Μουσουλμάνοι. Το βροντοφώνησαν κι’ οι ναυμάχοι του 21 κι’ ο αείμνηστος κι’ ένδοξος ναύαρχος Κουντουριώτης στη ναυμαχία της Έλλης. Αυτό το γνωρίζω κι’ από τον μακαρίτη εξάδελφό μου Αθανάσιο Πινότση, Υδραίο.]
Κάθε κουμπαράς, π’ εξεσφενδονιζόταν κι άναφτε,
Είταν κι ένα τριαντάφυλλο για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού,
Σκληρός, ατάραχος ως στέκονταν μέσα στον κορνιαχτό
και την αντάρα,
Με το βλέμμ’ ατενίζοντας προς τ’ αψηλά, το μέτωπο στα νέφη,
Κι είταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους, του δίκιου
δρόμος, λυτρώσεως πύλη.
Κάθε χειροβομβίδα που έριχναν κι έσκαγε μπροστά στον εχθρό, ήταν σαν ένα φλόγινο τριαντάφυλλο προς τιμή του Μπολιβάρ, ο οποίος στεκόταν μέσα στη σκόνη και την ταραχή της μάχης επιβλέποντας τον αγώνα των Ελλήνων και του ποιητή. Με τη χαρακτηριστική σκληρότητα του πολεμιστή, αποτελούσε πηγή φόβου για όσους τον αντίκριζαν, μα ήταν ο δρόμος της δικαιοσύνης και η πύλη για να περάσει κανείς στη λύτρωση, στην ελευθερία.
Ο ποιητής, λοιπόν, στη δική του συμμετοχή στον πόλεμο είχε ως στήριγμα και ως εμπνευστή τον Μπολιβάρ∙ πρότυπο ιδανικό για τους αγώνες εν γένει των ανθρώπων, κι ιδίως για τους αγώνες εκείνους που τους φέρνουν όχι απλά στην ελευθερία, αλλά και την κατάσταση εκείνη που θα σημάνει τα μεγαλύτερα οφέλη για τους πολίτες.
Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλευτήκαν, Μπολιβάρ,
Πόσα «ντολάπια» και δε σού ’στησαν να πέσης, να χαθής,
Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι,
ένας Φιλιππουπολίτης.
Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν,
όρθιος, στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο,
Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες
πάνω απ’ την κεφαλή σου.
Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν
τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι,
και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,
Κι οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε
στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν,
σύννεφο το χώμα και λιθάρια.
Κι οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν.
(Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα,
μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου,
Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου
να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου
τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,
Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω
το περίφημο εκείνο «Χαίρε παροδίτα».)
Τη συσχέτιση του Μπολιβάρ με τους αγώνες στο αλβανικό μέτωπο, διαδέχεται η συσχέτισή του με τα θλιβερά γεγονότα του απαγχονισμού του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ το 1821. Ο ποιητής αξιοποιώντας τις συνεχείς προσπάθειες που γίνονταν για την υπονόμευση του Μπολιβάρ και το θάρρος που έδειχνε πάντοτε ο ήρωας -χαρακτηριστική εδώ η παρουσίαση του ήρωα να στέκει ατράνταχτος σαν πύργος πάνω στο ψηλότερο βουνό της Αμερικής-, υπενθυμίζει εμμέσως στον αναγνώστη το θάρρος που επέδειξε ο Γρηγόριος ο Ε΄ μπροστά στο θανάσιμο κίνδυνο που αντιμετώπιζε και την άρνησή του να φύγει από την Κωνσταντινούπολη.
Ο Φιλιππουπολίτης, το σκουλήκι, όπως τον αποκαλεί με απέχθεια ο ποιητής, είναι πιθανότατα ο βραχύβιος Πατριάρχης Ευγένιος Β΄, Βούλγαρος από τη Φιλιππούπολη, ο οποίος τη στιγμή που κανένας άλλος δε δεχόταν την πρόσκληση του Σουλτάνου να διαδεχτούν το Γρηγόριο Ε΄ και να επιτρέψουν έτσι τη δολοφονία του, ήταν ο μόνος που συμφώνησε και χειροτονήθηκε μάλιστα λίγες στιγμές πριν τον απαγχονισμό του Γρηγορίου.
Ενδεικτική για τη σύνδεση του Μπολιβάρ με τα γεγονότα του απαγχονισμού του Γρηγορίου η αναφορά στο αγίασμα των Βλαχερνών, που θυμίζουν πως ο ποιητής τιμά και περνά στην ποίησή του στοιχεία της Πολίτικης καταγωγής του.
Το τιμητικό άγαλμα που θέλει να φτιάξει ο ποιητής για τον ήρωά του, θα είναι φτιαγμένο από μάρμαρο της Μικράς Ασίας, και με όλη του την τέχνη θα αποδώσει την αγέρωχη στάση του, φιλοτεχνώντας έναν Κούρο να στέκει στα βουνά της Σικίνου, δίχως να ξεχάσει την επιγραφή «Χαίρε, οδοιπόρε».
[«Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα»: Παλαιά πόλις της Μικράς Ασίας (Καρία). Παρήγε μάρμαρο που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι γλύπτες. Το προτίμησα από το πεντελικό, γιατί αυτό το «εκ πεντελικού μαρμάρου» με τι ανοσιουργήματα δεν έχει, πολλές φορές, συνδεθή!]
[«μ’ αγίασμα των Βλαχερνών»: Βλαχέρνες. Περιώνυμος βυζαντινή μονή, κοντά στα ομώνυμα ανάκτορα, με υπόγειο «αγίασμα», όπου αναβλύζει θαυματουργό νερό.]
Κι εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθή ότι ο Μπολιβάρ
δεν εφοβήθηκε, δε «σκιάχτηκε» που λεν, ποτέ,
Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά, ούτε στης
προδοσίας, της αναπόφευκτης, τις πικρές μαυρίλες.
Λένε πως γνώριζε από πριν, με μιαν ακρίβεια
αφάνταστη, τη μέρα, την ώρα, το δευτερόλεφτο ακόμη:
τη στιγμή,
Της Μάχης της μεγάλης που είτανε γι’ αυτόνα μόνο,
Κι όπου θε νάτανε αυτός ο ίδιος στρατός κι εχθρός,
ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος
κι εξιλαστήριο θύμα.
(Και ως του Κύριλλου Λουκάρεως το πνεύμα το υπέροχο
μέσα του στέκονταν,
Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος, των Ιησουιτώνε και του
ελεεινού Φιλιππουπολίτη τις απαίσιες πλεχτάνες!)
Μέσα στις αρετές του Μπολιβάρ είναι φυσικά το θάρρος του, που του επέτρεψε να μη φοβηθεί ποτέ, ούτε στις μάχες, ούτε στις προδοσίες που υπέστη, ούτε την κρίσιμη ώρα του θανάτου του. Ο Μπολιβάρ εμφανίζεται να γνωρίζει με απόλυτη ακρίβεια την ώρα της ύστατης μάχης του∙ αναφορά που μας επαναφέρει εκ νέου στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, ο οποίος όχι μόνο παρέμεινε άφοβος απέναντι στην επικείμενη εκτέλεσή του, αλλά σχολίαζε κιόλας πως ο θάνατός του θα μπορούσε να ωφελήσει περισσότερο τους Έλληνες απ’ ό,τι αν παρέμενε ζωντανός. Έτσι, τη στιγμή της ήττας του ο Πατριάρχης στέκει νικητής, την ίδια στιγμή γίνεται θύμα και ήρωας.
Με την καθαρότητα του πνεύματος που διέκρινε έναν άλλον ένδοξο προκάτοχό του, τον Κύριλλο Λούκαρι, ο Γρηγόριος ο Ε΄, έστω και μέσω του θανάτου του, κατορθώνει να υπερισχύσει των αντιπάλων του και να σταθεί φωτεινό παράδειγμα για τους ορθόδοξους χριστιανούς.
Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ! που
σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,
πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.
Ο ποιητής τονίζει πως ο θάνατος του Μπολιβάρ δε σήμανε καθόλου το τέλος της επίδρασης που ασκεί στους γύρω του, ενώ μάλιστα δε διστάζει να υπονοήσει πως θα μπορούσε ακόμη και να αμφισβητηθεί ο χαμός του, όπως έγινε και με τον Απολλώνιο τον Τυανέα, τον αρχαίο φιλόσοφο, για τον οποίο λεγόταν πως έκανε θαύματα και πως στο τέλος αναλήφθηκε στους ουρανούς. Σαφής εδώ η διακειμενική αναφορά στο ποίημα του Καβάφη Εἴγε ἐτελεύτα.
Ο Μπολιβάρ λοιπόν έδυσε σαν ήλιος μέσα σε δόξα απρόσιτη για τους περισσότερους πίσω από τα ευγενικά βουνά της Αττικής γης και της Πελοποννήσου. Συνεχής η προσπάθεια του ποιητή να κρατά τον ήρωά του σ’ επαφή με τον ελληνικό χώρο και με τους Έλληνες, για τους οποίους ο Μπολιβάρ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κατάλληλο πρότυπο και εμπνευστής.
επίκλησις
Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου ― που τόσο άδικα τον σφάξαν ―
και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ
ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου
ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.
Ο ποιητής προχωρά στη σύνδεση, στην πνευματική σύνδεση του Μπολιβάρ με γνωστούς Έλληνες επαναστάτες, το Ρήγα Φεραίο, τον Αντώνη Οικονόμου, ο οποίος φρόντισε το 1821 ενάντια στις προθέσεις των Υδραίων προκρίτων, που δεν ήθελαν να χάσουν τα κατοχυρωμένα προνόμιά τους, να κηρύξει την επανάσταση στο νησί, μόνο και μόνο για να σφαγιαστεί λίγο καιρό μετά από τους εξαγριωμένους ευνοούμενους του εχθρού, και τον Πασβαντζόγλου της Βοσνίας, τον οποίο καλεί ο Ρήγας Φεραίος στο Θούριό του να ξεκινήσει μαζί του την επανάσταση κατά της Τουρκίας.
Συνάμα, συνδέει τον Μπολιβάρ με τον άτεγκτα δίκαιο Μαξιμιλιανό Ροβεσπιέρο της Γαλλίας, καθώς και μ’ έναν άλλο μεγάλο Αμερικανό, πιθανότατα, τον ποιητή Isidore Ducasse, που γεννήθηκε το 1846 στο Μοντεβίδεο, τον οποίο αναφέρει και ο Ανδρέας Εμπειρίκος στο εξαιρετικό ποίημά του «Οι μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι Άγιοι».
Τον συνδέει, βέβαια, και με τον εαυτό του, καθώς αποδέχεται πως ο ίδιος είναι γιος του μεγάλου επαναστάτη. Ο Εγγονόπουλος εδώ αναγνωρίζει πως έχει επηρεαστεί σε απόλυτο βαθμό από το παράδειγμα του Μπολιβάρκαι έχει υιοθετήσει την επαναστατική του διάθεση, αλλά και το διεθνισμό του, μιας κι ο ποιητής, όπως προκύπτει από τους ήρωες που επιλέγει να υμνήσει, δε θα δίσταζε να υποστηρίξει συμφέρουσες για το λαό συμπράξεις με γειτονικά έθνη, έστω κι αν αυτό δεν εξυπηρετούσε τις προθέσεις των κρατούντων.
[«Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ»: Ο μέγας δημοκρατικός ηγέτης της Γαλλίας. Τελείως διαφορετικός στην πραγματικότητα απ’ ό,τι μου το διδάξανε στα μαθητικά θρανία. Όχι μόνο δεν είτανε ο αιμοσταγής τύραννος που μου έλεγαν, αλλ’ αντίθετα ένας αγνός ιδεολόγος, ένας ενάρετος πολιτικός άνδρας μεγάλου αναστήματος, που δεν τα κατάφερε μέχρι τέλους, να εξουδετερώση τις καταχθόνιες σκευωρίες των εχθρών του νόμου και της ηθικής.]
ΧΟΡΟΣ
στροφή
(entrée des guitares)
στροφή
(entrée des guitares)
Αν η νύχτα, αργή να περάση,
Παρηγόρια μάς στέλνει τις παλιές τις σελήνες,
Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια
Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν,
Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.
Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων
Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα,
Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία
Θα σκεπάση μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.
Κι αν η νύχτα της δουλείας και της ατελούς ελευθερίας αργεί να περάσει, στέλνει ωστόσο ως παρηγοριά στους ανθρώπους φεγγάρια, μνήμες, παλιότερων εποχών, όπου η κατάσταση της πολιτείας ήταν διαφορετική. Κι αν ακόμη στη σκέψη των πολιτών επιζούν, ως αρνητικό αντίβαρο, τα φαντάσματα περασμένων εποχών, τότε που οι άνθρωποι ήταν δούλοι και υποτελείς, έχει σημάνει η ώρα της νίκης, έχει έρθει η ώρα του θριάμβου για το δύσκολο αγώνα.
Μια νίκη που θα αντληθεί και θα βασιστεί στο παράδειγμα και στην αυτοθυσία των ελεύθερων και των γενναίων της παλιότερης γενιάς. Έτσι, οι άνθρωποι καλούνται να βάλουν ξανά τρίκορφα καπέλα στους άδειους σκελετούς των στρατηγών∙ καπέλα που ‘χαν βαφτεί κατακόκκινα στο αίμα. Και το κόκκινο αυτό χρώμα, με την ένταση που είχε προτού τελεστεί η αυτοθυσία των στρατηγών, θα υπερκαλύψει με τη λάμψη του τη θαμπωμένη σημαία, την απουσία θάρρους δηλαδή και την απογοήτευση που έχει κάμψει τους τωρινούς ανθρώπους.
Η προοπτική, όμως, αυτή∙ η προοπτική της πυροδότησης των συγκαιρινών του ποιητή με θάρρος και δύναμη που θα ληφθεί απ’ τους γενναίους που πέρασαν κι έπεσαν μαχόμενοι, ενέχει ήδη το στίγμα της αμφιβολίας. Το θάμπος της σημαίας ηχεί δυσοίωνα και υποδηλώνει πως όσα κάποτε δονούσαν τις ψυχές των αγωνιστών, δεν είναι πλέον παρόντα ή έστω ικανώς ισχυρά στις ψυχές των ανθρώπων. Έτσι, η αρνητική τροπή που λαμβάνει το τραγούδι του χορού αμέσως μετά δεν προκαλεί έκπληξη. Το όραμα της ελευθερίας έχει αποκτήσει ήδη το πρώτο του ρήγμα.
αντιστροφή
(the love of liberty brought us here)
(the love of liberty brought us here)
τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες
κι ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ώς εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι:
Libertad
Ο ποιητής, παρά την ιδιαίτερη αξία που δίνει στην έννοια της ελευθερίας, ιδίως στην πλατύτερη και πληρέστερη διάστασή της, γνωρίζει εντούτοις πως η κατάκτησή της είναι ανέφικτη. Το παράδειγμα των ηρώων που επέλεξε να υμνήσει και το γεγονός πως το έργο τους δεν έλαβε ποτέ την επιθυμητή πραγμάτωσή του, αποτελεί ενδεικτικό ως προς αυτό στοιχείο. Γνωρίζει έτσι πως όταν το μήνυμα της ελευθερίας διαδοθεί από τα βάθη της γης μέχρι το παραμικρό σημείο που δέχεται το φως του ήλιου κι ακόμη παραπέρα μέχρι τα βάθη της θάλασσας, αυτό δε θα είναι παρά το πιο φρικτό παραμύθι που ειπώθηκε ποτέ.
Το να επιχειρήσουν οι πολίτες να φτάσουν στο ιδανικό αυτό της ελευθερίας θα σημάνει γι’ αυτούς μια δέσμευση που θα στοιχειώσει τη ζωή τους, μια δέσμευση που θα τους προκαλέσει το μέγιστο εκείνο πόνο που γεύεται ο άνθρωπος μπροστά στο μη επιτεύξιμο ποθούμενο. Η ελευθερία αυτή μοιάζει περισσότερο με μια ιδεατή κατάσταση που μπορεί ίσως να αποδοθεί με λέξεις και μπορεί να θέλξει και να διεγείρει την ανθρώπινη σκέψη, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να επιτευχθεί και να υλοποιηθεί.
[Η «αντιστροφή» είναι, ουσιαστικά, η λεπτομερής περιγραφή του θυρεού της Λιβερίας.]
επωδός
(χορός ελευθεροτεκτόνων)
Φύγετε μακρυά μας αρές, μη ζυγώσετε πια, corazón,
Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια,
corazón,
Όπου απόγκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες,
corazón,
Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά, κι ολόλευκα δόντια,
corazón,
Ας στηθεί ο φαλλός, και γιορτή ας αρχίση, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς,
corazón,
Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα,
corazón,
Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς,
corazón.
Ο χορός ζητά απ’ τα αναθέματα και τις κατάρες, απ’ τις εναντιώσεις και τις διαψεύσεις ν’ απομακρυνθούν απ’ τη ζωή και απ’ την ψυχή των ανθρώπων. Το αίτημα του χορού / ποιητή είναι να ξεκινήσει η παγκόσμια γιορτή, που θα καλύψει τοπικά όλο τον κόσμο, όπου υπάρχουν βράχια, ηφαίστεια και φώκιες κι όπου ακόμη οι άνθρωποι είναι σκουρόχρωμοι με λευκά δόντια, και πολύ περισσότερο απ’ το πρώτο έναυσμα της ζωής, απ’ την κοιτίδα, μέχρι τα αστέρια, μέχρι τον άνθρωπο στην πληρότητά του. Κι η γιορτή αυτή θα πρέπει να είναι πρωτόγονη, βίαιη, ποτισμένη με το αίμα των ανθρώπων∙ μια γιορτή που θα φέρει στην επιφάνεια την πρώτη, την ακέραια μορφή της ανθρώπινης ψυχής.
Αν δεν μπορούν οι άνθρωποι της εποχής αυτής να παλέψουν με το δαίμονα της υποταγής, αν δεν μπορούν να ξεκινήσουν την επανάσταση εκείνη που θα αναδημιουργήσει τον κόσμο τους, ας βρουν μέσα τους όλα εκείνα που συνιστούν τον πυρήνα της υπόστασης του αμόλυντου, του ανυπόταχτου, του πρώτου ανθρώπου. Ας βρουν την οργή, τον πόθο, τον ανδρισμό -σύμβολο δύναμης και επιστροφής στις πρωταρχικές και ασυγκράτητες ορμές ο φαλλός∙ ας βρουν μέσα τους τη δύναμη εκείνη που ωθούσε το χέρι των προγόνων να πολεμούν, να φονεύουν και να δοξάζονται. Ας επιδοθούν λοιπόν σε μια οργιώδη γιορτή που θα ξυπνήσει μέσα τους τις μνήμες μιας ύπαρξης αλλοτινής κι ας σπείρουν έτσι το σπόρο της καινούριας γενιάς∙ μιας γενιάς που θα κρατά απευθείας απ’ το αίμα των γενναίων και των ελεύθερων, χωρίς το μίασμα εκείνων που λύγισαν το κεφάλι, χωρίς το λιγόστεμα του ψυχικού σθένους που έφερε η υποταγή.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου.
Οι υποτιθέμενοι ανδριάντες του Μπολιβάρ, που καταλήγουν να ενοχλούν τους Έλληνες κατοίκους και εν τέλει κατεδαφίζονται, δεν είναι παρά η πρόβλεψη του ποιητή πως το επαναστατικό πρότυπο του ήρωα και η υπόμνηση των πόσων μπορούν να πετύχουν οι άνθρωποι, αν αγωνιστούν, όχι μόνο δε θα φτάσει σε πρόθυμους δέκτες, αλλά θα τους γίνει με τον καιρό πηγή όχλησης. Ο ποιητής, αν και αισθάνεται βαθιά μέσα του την αξία του αγώνα και της διεκδίκησης, την αξία της γενναιότητας και της ελευθερίας, αντιλαμβάνεται κιόλας πως δύσκολα μπορεί κάθε άνθρωπος να ζήσει με τέτοια πρότυπα στη σκέψη του. Συνηθίζεται άλλωστε από πολλούς ανθρώπους να εθελοτυφλούν μπροστά στις ελλείψεις και στα κακώς κείμενα της ζωής τους, παρά να επιχειρούν μιαν ανατροπή, για τα αποτελέσματα της οποίας δεν μπορούν να είναι ποτέ σίγουροι.
ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ
(Εδώ ακούγονται μακρυνές μουσικές που παίζουν, μ’ άφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικά λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά προτίμησιν σε ρυθμό sardane).
στρατηγέ
τι ζητούσες στη Λάρισα
συ
ένας
Υδραίος;
Το κλείσιμο του ποιήματος, με την αινιγματική ερώτηση προς τον υποτιθέμενο Υδραίο στρατηγό, αποτελεί ένα ακόμη φανέρωμα της παρουσίας του ίδιου του ποιητή στο έργο του. Ο ποιητής αναρωτιέται σχετικά με την ίδια του την πρόθεση να εμπλακεί σ’ ένα θέμα δύσκολα διαχειρίσιμο, όπως είναι η διεκδίκηση μιας ελευθερίας πληρέστερης και ουσιαστικότερης απ’ τη συνήθως εννοούμενη εθνική ανεξαρτησία. Οι αναφορές στον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Μπολιβάρ, και κατ’ επέκταση η στήριξη που εκφράζει ο ποιητής στα πεπραγμένα τους, ενέχουν τον κίνδυνο, αν εννοηθούν πλήρως, να φέρουν τον ποιητή αντιμέτωπο με την άρχουσα τάξη.
Θυμίζουμε τη διάθεση του Ανδρούτσου να εναντιωθεί στους διεφθαρμένους πολιτικούς και κληρικούς της χώρας, το σχέδιο του Μπολιβάρ για συνένωση διαφόρων εθνοτήτων, στοιχείο άλλωστε που είχε το αντίστοιχό του στη δράση του Αρβανίτη Ανδρούτσου και στη διάθεσή του να συνεργαστεί ακόμη και με Τούρκους προκειμένου να χτυπήσει όσο πιο αποτελεσματικά μπορούσε το δημιουργούμενο πολιτικό απόστημα της χώρας.
[«General Engonopoulos – le grand-pere du poete – anivez-vous donc abandonne votre natale Hydra pour sauter avec la poudriere de Larissa?» (Robert Levesque: «Domaine Grec»]
Ο Εγγονόπουλος παράλληλα με το θαυμασμό του για τη μεγαλειώδη προσπάθεια του Μπολιβάρ και για το λαμπρό παράδειγμα της δράσης του Ανδρούτσου, εκφράζει και την πικρία του για το ανέφικτο της πραγματικής ελευθερίας των ανθρώπων «το φριχτό παραμύθι: Libertad». Σκέψη που προκύπτει απ’ την επίγνωση του πραγματικού και αναπόδραστου κυρίαρχου των πολιτών∙ της παντοδυναμίας των χρημάτων και του πόθου της κερδοσκοπίας. Η απελευθέρωση των αγωνιζόμενων κρατών έλαβε την πραγμάτωσή της μόνο ως προς την εκδίωξη των δυνάμεων κατοχής, καθώς στη συνέχεια τέθηκαν σ’ αυτά νέα δεσμά, λιγότερο εμφανή, μα κατά πολύ ισχυρότερα. Μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την ανησυχία του ποιητή μέσα από το κείμενο του Κυριάκου Σιμόπουλου, που έχει αντληθεί από τον τρίτο τόμο του βιβλίου του "Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21":
“Το 1823 συνέπεσε με το μεγάλο οικονομικό άλμα στην Αγγλία. Το εμπόριο με τη Νότια Αμερική είχε δημιουργήσει απέραντες δυνατότητες κερδοσκοπίας, εύκολου και γρήγορου πλουτισμού. Η κυβέρνηση ενθάρρυνε τις τράπεζες να ριχτούν στη μάχη των επενδύσεων για εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου των νεοελευθερωμένων νοτιοαμερικανικών χωρών.
Οι προοπτικές όμως που διανοίγονταν για την ανάπτυξη των υπερπόντιων αγορών επέβαλαν και μια τολμηρή αναπροσαρμογή της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής. Όχι πια καταπολέμηση των απελευθερωτικών κινημάτων στην Ευρώπη και την Αμερική αλλά διείσδυση, έλεγχος, κατάκτηση από μέσα. Αυτή η πολιτική προσέφερε πρωτοφανείς ευκαιρίες για το αγγλικό εμπόριο, για τη βιομηχανία και το τραπεζικό κεφάλαιο.
Τη νέα πολιτική θα εφαρμόσει ο υπουργός Εξωτερικών George Canning. Κεντρική σκέψη του: «Οι λαοί που θα ελευθερωθούν και θα συγκροτηθούν σε νέα κράτη έχουν ανάγκη από βιομηχανία, εμπορικό στόλο και οικονομικά μέσα για την ανάπτυξή τους. Για να τα αποχτήσουν όλα αυτά θα απευθύνονται στην Αγγλία, τον απελευθερωτή και προστάτη τους.»
Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής αναγνωρίζονται οι επαναστατικές κυβερνήσεις της Αμερικής η μία μετά την άλλη και ιδρύονται παντού προξενεία: στο Μεξικό, στην Κολομβία, στο Περού, στη Χιλή.
Κατά την περίοδο του ελληνικού Αγώνα η Αγγλία ξεχείλιζε από χρήμα. Αυτός ο πληθωρισμός κεφαλαίων προκάλεσε παροξυσμό κερδομανίας. Επιδίωξη όλων: ο πολλαπλασιασμός των αποθησαυρισμένων λιρών με κάθε μέσο, ακόμα και με αβέβαιες τοποθετήσεις. Οργίαζε το τραπεζικό παιχνίδι. Μεγαλοτραπεζίτες, τοκογλύφοι, αεριτζήδες, πλούσιοι και φτωχοί τυχοδιώκτες, πονηροί ή εύπιστοι άνθρωποι κατέχονταν από απληστία. Από τη βουλιμία να πλουτίσουν με κάθε τρόπο και γρήγορα. Μοναδική έγνοια τους: πώς η μια γκινέα θα γίνουν δέκα γκινέες.
Δάνεια προσφέρονταν με τη μεγαλύτερη ευκολία αλλά με όρους πάντα ληστρικούς. Τέλη 1824 είχαν χορηγηθεί 48 περίπου εκατομμύρια σε ξένες κυβερνήσεις.”