Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Πραγματολογία & Κειμενογλωσσολογία
Σύμφωνα με τις Οδηγίες για τη διδασκαλία του μαθήματος: Νεοελληνική Γλώσσα & Λογοτεχνία της Γ΄ Λυκείου (16-9-2019) τα κριτήρια με τα οποία αποτιμάται η πληρότητα των απαντήσεων των μαθητών και των μαθητριών είναι: α) η ποιότητα (αλήθεια και ακρίβεια των δεδομένων), β) η ποσότητα (η επάρκεια των στοιχείων), γ) η συνάφεια του περιεχομένου με τον επικοινωνιακό στόχο και δ) η σαφήνεια σε επίπεδο έκφρασης και διατύπωσης του περιεχομένου.
Στη συνέχεια παρατίθεται το κεφάλαιο της Πραγματολογίας από τη Γραμματική της Νέας Ελληνικής Γλώσσας και επικουρικά το εισαγωγικό μέρος του κεφαλαίου της Κειμενογλωσσολογίας, προκειμένου να διευκολυνθεί η εξοικείωση των μαθητών με σημαντικούς για την κατανόηση και προσέγγιση κειμένων όρους.
Η ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
Η Πραγματολογία αποτελεί ένα επίπεδο ανάλυσης της γλώσσας το οποίο εξετάζει τη σχέση του εκφωνήματος με την περίσταση στην οποία χρησιμοποιείται. Ενώ δηλαδή σε όλα τα άλλα επίπεδα ανάλυσης, από τη Φωνητική έως και το Λεξιλόγιο, εξετάζεται το παραγόμενο γλωσσικό προϊόν, ανεξάρτητα από τον παραγωγό του και τις συνθήκες μέσα στις οποίες παράγεται, στην Πραγματολογία αυτό που ενδιαφέρει είναι τα νοήματα και οι σημασίες που παίρνουν τα εκφωνήματα ανάλογα με τον χρόνο, τον χώρο, την κοινωνική θέση, τον ρόλο των ομιλητών, τον στόχο που επιδιώκεται και τα γλωσσικά και άλλα εξωγλωσσικά συμφραζόμενα.
Στην Πραγματολογία, λοιπόν, η γλώσσα εξετάζεται ως πράξη που επιτελείται από κάποιον ομιλητή και επηρεάζει τους συνομιλητές. Άλλωστε, η Πραγματολογία ως επίπεδο ανάλυσης της γλώσσας γεννήθηκε ουσιαστικά από την ανάπτυξη της θεωρίας των λεκτικών πράξεων που διατυπώθηκε από τους φιλοσόφους John Austin, Paul Grice και John Searle κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970. Βασική θέση της θεωρίας αυτής είναι ότι, κάθε φορά που λέμε ή γράφουμε κάτι στο πλαίσιο της επικοινωνίας, πράττουμε κάτι, π.χ. εκφωνώντας τη φράση Ξεκίνα για το σχολείο ζητώ από τον συνομιλητή μου να πάει στο σχολείο, να κάνει δηλαδή μια πράξη. Αντίθετα, αν η φράση Ξεκίνα για το σχολείο ήταν μια φράση που έπρεπε να τη μάθω απέξω ή να την εκφωνήσω για να μάθω, για παράδειγμα, πώς σχηματίζεται η προστακτική στο β΄ πρόσωπο του ρήματος ξεκινώ, δε θα αποτελούσε η εκφώνησή της λεκτική πράξη.
Η θεωρία των λεκτικών πράξεων έστρεψε το ενδιαφέρον της Γλωσσολογίας από την εξέταση και την περιγραφή του συστήματος της γλώσσας στην εξέταση και περιγραφή εκφωνημάτων στο πλαίσιο της επικοινωνίας, όπου κάθε εκφώνημα αποκτά σημασία ανάλογα με τους παράγοντες που συμμετέχουν σε αυτήν, δηλαδή τις συνθήκες επικοινωνίας (πομπός, δέκτης, κανάλι, θέμα, σκοπός κτλ.). Στο πλαίσιο της επικοινωνίας, λοιπόν, προφορικής ή γραπτής, ο άνθρωπος, όταν παράγει λόγο, ταυτόχρονα επιτελεί και μια πράξη, η οποία μπορεί να είναι μια δήλωση, μια παράκληση, μια απειλή κ.ο.κ. Βασική μονάδα, λοιπόν, της Πραγματολογίας είναι η λεκτική πράξη, η οποία, σύμφωνα με τη θεωρία που ανέπτυξε ο Austin, περιέχει τρεις διαφορετικές πράξεις:
α) Την πράξη της εκφώνησης, η οποία, αναφέρεται στην εκφώνηση μιας φράσης μέσω του συνδυασμού ήχων ή γραφημάτων και λέξεων. Πρόκειται δηλαδή για την απλή εκφορά λέξεων και προτάσεων.
β) Την προσλεκτική πράξη, η οποία αναφέρεται στην πράξη που επιτελεί ο ομιλητής. Σ’ αυτήν συνδέονται σε ένα εκφώνημα το πρόσωπο στο οποίο γίνεται αναφορά με το ρήμα που πραγματώνει την πρόθεση του αναφερόμενου. Μπορεί να έχει τη μορφή μιας παράκλησης, μιας ερώτησης, μιας ανακοίνωσης, μιας προσφοράς κ.ο.κ. Πρόκειται στην ουσία για την πράξη με την οποία ο ομιλητής προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα καταλάβει ο ακροατής την πρόθεσή του.
γ) Την πράξη επιτέλεσης, η οποία αναφέρεται στο αποτέλεσμα που επιδιώκει ο ομιλητής να έχει ένα εκφώνημα στον αποδέκτη.
Παράδειγμα
Αν δε μου δώσεις το βιβλίο, δε θα σου ξαναμιλήσω. (1)
Μου δίνεις, σε παρακαλώ, το βιβλίο; (2)
Είπες ότι θα μου δώσεις το βιβλίο. (3)
Θα μου δώσεις το βιβλίο; (4)
Δώσε μου αμέσως το βιβλίο. (5)
Υποθέτουμε ότι οι πέντε παραπάνω φράσεις εκφωνούνται από το ίδιο άτομο (π.χ. έναν/μια μαθητή/-τρια) και έχουν τον ίδιο αποδέκτη (π.χ. έναν/μια συμμαθητή/-τριά του/της). Και οι πέντε φράσεις περιέχουν τον ίδιο συνδυασμό αντικειμένου αναφοράς (βιβλίο) και ρήματος (δίνω). Καθεμιά όμως από αυτές τις φράσεις διαφέρει και ως προς την πράξη εκφώνησης και ως προς την προσλεκτική πράξη. Η (1) εκφράζει απειλή, η (2) παράκληση, η (3) αποτελεί μια ανακοίνωση, η (4) είναι ερώτηση και η (5) εκφράζει προσταγή.
Η παραπάνω θεωρία των λεκτικών πράξεων οδήγησε τους θεωρητικούς στην προσπάθεια ταξινόμησής τους. Σύμφωνα λοιπόν με την κατάταξη του Searle οι κατηγορίες των λεκτικών πράξεων είναι οι εξής:
α) Δηλωτικές, με τις οποίες δηλώνεται από τον ομιλητή η αλήθεια του περιεχομένου του εκφωνήματός του, π.χ. Η κ. Παπαδοπούλου βρίσκεται στο γραφείο της.
β) Κατευθυντικές, με τις οποίες ο ομιλητής επιχειρεί να πείσει ή να κατευθύνει τον ακροατή, π.χ. Άνοιξέ μου, σε παρακαλώ, την πόρτα.
γ) Δεσμευτικές, με τις οποίες ο ομιλητής δεσμεύεται να πραγματοποιήσει αυτό που λέει, π.χ. Θα σου δώσω αύριο τα κλειδιά του σπιτιού.
δ) Εκφραστικές, με τις οποίες ο ομιλητής εκφράζει την ψυχική του κατάσταση απέναντι στο περιεχόμενο του εκφωνήματος, π.χ. Χαίρομαι πολύ για την επιτυχία σου.
ε) Διακηρυκτικές, με τις οποίες ο ομιλητής επιτελεί άμεσα μια πράξη, π.χ. Σε αναγορεύω διδάκτορα Φιλοσοφίας.
Η ταξινόμηση αυτή δεν είναι και ούτε μπορεί να είναι απόλυτη, αφού μπορεί ένα εκφώνημα να ανήκει στη μια ή στην άλλη κατηγορία, π.χ. η φράση Χαίρομαι πολύ για την επιτυχία σου μπορεί να είναι είτε εκφραστική είτε δηλωτική λεκτική πράξη. Εξαρτάται από τη συνθήκη επικοινωνίας και από τα συμφραζόμενα.
Η συσχέτιση μιας πράξης εκφώνησης με την προσλεκτική πράξη και την πράξη επιτέλεσης από τον παραγωγό ενός εκφωνήματος αποτελεί διαδικασία η οποία διέπεται από ορισμένες αρχές που ισχύουν για κάθε είδος αλληλεπίδρασης στον γραπτό και στον προφορικό λόγο. Η κυριότερη από αυτές τις αρχές, που διατύπωσε ο φιλόσοφος Grice, είναι η αρχή της συνεργασίας, η οποία αφορά την επιθυμία των επικοινωνούντων να συνεργαστούν και μέσω της οποίας εξελίσσεται ο διάλογος μεταξύ των συνομιλητών. Η αρχή της συνεργασίας αποτελείται, σύμφωνα πάντα με τον Grice, από τα εξής τέσσερα αξιώματα, τα οποία είναι κανόνες που ρυθμίζουν την επικοινωνία:
α) Το αξίωμα της ποιότητας, το οποίο αφορά την επιθυμία μετάδοσης της αλήθειας από τους επικοινωνούντες.
β) Το αξίωμα της ποσότητας, το οποίο αφορά την ποσότητα των στοιχείων που μεταδίδονται από τους επικοινωνούντες, η οποία θα πρέπει να είναι επαρκής.
γ) Το αξίωμα της συνάφειας, το οποίο αφορά τη συνάφεια του υπό συζήτηση θέματος με τον σκοπό της επικοινωνίας, τα οποία θα πρέπει να συνδέονται μεταξύ τους στενά.
δ) Το αξίωμα του τρόπου, το οποίο αφορά τη σαφήνεια του λόγου και τη συνάφεια που πρέπει να έχουν μεταξύ τους τα νοήματα που μεταδίδουν οι επικοινωνούντες
Οι αρχές αυτές συχνά παραβιάζονται από τους επικοινωνούντες με σκοπό να δηλωθούν κάποια υπονοήματα.
Με την έννοια που δόθηκε και δίνεται στην Πραγματολογία, αυτή σχετίζεται και με τη Σημασιολογία, αφού εξετάζει σημασίες, αλλά και με τον κλάδο που εξετάζει τη διάρθρωση των εκφωνημάτων σε κείμενα, δηλαδή την Κειμενογλωσσολογία ή Κειμενολογία. Γι’ αυτό, στο παρόν κεφάλαιο θα γίνει λόγος για στοιχεία που έχουν σχέση με το κείμενο, τη διάρθρωσή του, τα είδη του, την υφή και την ποικιλότητά του, στοιχεία δηλαδή που σχετίζονται με τη χρήση της γλώσσας σε πραγματικές επικοινωνιακές συνθήκες.
Η ΚΕΙΜΕΝΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ
Το κείμενο και η έννοιά του
Είναι γνωστό ότι η επικοινωνία μεταξύ των ατόμων γίνεται με διάφορα συστήματα σημείων (χειρονομίες, διάφορα σήματα, εικόνες κτλ.). Το πιο σημαντικό από αυτά τα συστήματα είναι η γλώσσα, μέσω της οποίας μπορούν να αποδοθούν λεπτές αποχρώσεις της πραγματικότητας. Όταν λέμε ότι η επικοινωνία διεξάγεται μέσω της γλώσσας, δεν εννοoύμε ότι γίνεται μέσω φθόγγων ή γραμμάτων ή μεμονωμένων λέξεων, αλλά με συνδυασμό αυτών των μονάδων, οι οποίες κατά την επικοινωνία συγκροτούν αυτό που ονομάζουμε κείμενο. Για να χαρακτηριστεί μια γλωσσική ενότητα κείμενο, είναι απαραίτητες κάποιες προϋποθέσεις:
α) Να έχει καθορισμένα όρια, αναγνωρίσιμα από τους συμμετέχοντες στην επικοινωνία, π.χ. μια διάλεξη για ένα συγκεκριμένο θέμα έχει μια αρχή και ένα τέλος που τα αναγνωρίζουν όλοι οι συμμετέχοντες. Πριν και μετά από τη διάλεξη αυτήν ο ομιλητής μπορεί να παράγει λόγο, αλλά ο λόγος αυτός συγκροτεί άλλα κείμενα.
β) Να έχει εσωτερική συνοχή, να αναφέρεται δηλαδή σε κάποια εξωγλωσσική πραγματικότητα, η οποία μπορεί να αποτελέσει μια ολότητα, π.χ. σε μια τηλεφωνική επικοινωνία, αν το ένα άτομο μιλά για τον καιρό, χωρίς να δίνει σημασία στο τι λέει ο άλλος, και αν ο άλλος μιλά για τις εξετάσεις που έχει την επόμενη ημέρα, η επικοινωνία αυτή δεν έχει συνοχή και δεν αποτελεί μια ολότητα, άρα δεν είναι ενιαίο κείμενο. Αντίθετα, αν και τα δύο άτομα αναφέρονται στην ίδια εξωγλωσσική πραγματικότητα, για παράδειγμα στον καιρό ή στις εξετάσεις, αυτή η τηλεφωνική επικοινωνία έχει συνοχή, αποτελεί μια ολότητα και χαρακτηρίζεται κείμενο.
γ) Να συνδέεται με την πράξη της επικοινωνίας, πράγμα που σημαίνει ότι θα είναι αναγνωρίσιμες από τους συμμετέχοντες στην επικοινωνία οι προθέσεις του παραγωγού του λόγου και οι καταστάσεις για τις οποίες γίνεται λόγος, π.χ. η εκφώνηση της παροιμίας «Κάλλιο αργά παρά ποτέ» αποτελεί κείμενο, αν ειπωθεί από έναν ομιλητή με πρόθεση να συνοψίσει και να συμβολοποιήσει κάποιες καταστάσεις που παρουσιάζονται ή που περιέγραψε ο ίδιος ή κάποιος συνομιλητής του. Αλλιώς η ξερή εκφώνηση, χωρίς πρόθεση και χωρίς αναφορά σε κάποια κατάσταση, δεν την καθιστά κείμενο.
δ) Να έχει νόημα, να είναι δηλαδή τα νοήματα που περιέχει η γλωσσική ενότητα αναγνωρίσιμα όχι μόνο από σημασιολογική άποψη, αλλά και από την άποψη των νοημάτων που αναδύονται από τους παράγοντες που συμμετέχουν στην επικοινωνιακή συνθήκη στην οποία εντάσσεται το κείμενο, π.χ. η λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ως τίτλος εφημερίδας έχει μια σημασία, αλλά ταυτόχρονα αναδύεται από τους επικοινωνιακούς παράγοντες (θέση τίτλου, έντυπο κτλ.) ένα ιδιαίτερο νόημα που την απομακρύνει από την κυριολεκτική σημασία της λέξης και δίνει το νόημά της.
Με βάση αυτές τις προϋποθέσεις ορίζουμε το κείμενο ως μια γλωσσική ενότητα που έχει καθορισμένα όρια, εσωτερική συνοχή και φέρνει τόσο στοιχεία από τις προθέσεις του δημιουργού όσο και νοήματα που συνδέονται με εξωγλωσσικές καταστάσεις και επικοινωνιακές συνθήκες.
Παρατηρώ και… καταλαβαίνω…
1. ΦΩΤΙΑ
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη φωτιά. Η λέξη αυτή, είτε στον προφορικό είτε στον γραπτό λόγο, αποτελεί απλώς έναν συνδυασμό γραμμάτων (φθόγγων) με κάποια αρχή και τέλος και με μια εσωτερική συνοχή, αλλά δεν αναφέρεται σε καμιά αναγνωρίσιμη από τον ακροατή ή αναγνώστη κατάσταση, ούτε γίνονται γνωστές οι προθέσεις του παραγωγού αυτής της λέξης ούτε οι επικοινωνιακές συνθήκες κάτω από τις οποίες έχει παραχθεί. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η λέξη φωτιά δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση κείμενο. Αν όμως η λέξη φωτιά εκφωνηθεί με δυνατή και αγωνιώδη φωνή από ένα άτομο προς άλλα άτομα σε χώρο που υπάρχουν οι προϋποθέσεις να ανάψει φωτιά (κτίριο, δάσος κτλ.), τότε αποτελεί κείμενο, γιατί συγκροτεί μια γλωσσική ενότητα που έχει όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις να γίνει αντιληπτή ως κείμενο (όρια, εσωτερική συνοχή, προθετικότητα, επικοινωνιακές συνθήκες).
2. Παρατηρήστε την παρακάτω πινακίδα:
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ
Η ΕΙΣΟΔΟΣ
ΣΤΟΥΣ ΜΗ ΕΧΟΝΤΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑ
Η ΕΙΣΟΔΟΣ
ΣΤΟΥΣ ΜΗ ΕΧΟΝΤΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑ
Οι σημασίες που μπορεί θεωρητικά να έχει είναι πολλές:
α) Απαγορεύεται η είσοδος σε όσους είναι άνεργοι.
β) Απαγορεύεται η είσοδος σε όσους δεν εργάζονται αυτή τη στιγμή κτλ.
Αν η πινακίδα αυτή αναρτηθεί έξω από ένα εργοτάξιο, χώρο έξω από τον οποίο συνήθως τη βλέπουμε, παίρνει το εξής νόημα: «Απαγορεύεται να μπαίνουν στον χώρο του εργοταξίου όσοι δε δουλεύουν σε αυτό και δεν έχουν σχέση με αυτό». Το νόημα αυτό το δίνει η ύπαρξη της περίστασης επικοινωνίας μαζί με τις άλλες προϋποθέσεις που την κάνουν κείμενο (όρια, εσωτερική συνοχή, προθετικότητα, επικοινωνιακές συνθήκες).
3. Το ίδιο μπορεί να παρατηρήσει κανείς στο παρακάτω εκφώνημα:
ΤΖΑΜΙΑ ΔΙΠΛΑ
Η φράση αυτή, γραμμένη με κεφαλαία, μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους:
α) τζάμια δίπλα,
β) τζάμια διπλά.
Τη λύση θα τη δώσει η επικοινωνιακή συνθήκη. Η πινακίδα αυτή, γραμμένη έξω από ένα κατάστημα που πουλάει τζάμια, θα διαβαστεί «Τζάμια διπλά». Αν όμως βρίσκεται στο διπλανό κατάστημα που πουλάει πιθανόν καθρέφτες ή είδη οικιακής χρήσης, θα διαβαστεί «Τζάμια δίπλα».
Επαρκής επικοινωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων υπάρχει μόνον, όταν οι συμμετέχοντες σε αυτήν είναι σε θέση να αντιληφθούν όλες τις παραπάνω παραμέτρους που συνθέτουν αυτό που ορίσαμε ως κείμενο. Το κείμενο λοιπόν αποτελεί τη βασική μονάδα επικοινωνίας και γι’ αυτό η παρουσία του στη ζωή του ανθρώπου είναι ουσιώδης και σημαντική. Ο λόγος αυτός οδήγησε στα νεότερα χρόνια πολλούς επιστήμονες από διαφορετικές επιστημονικές περιοχές να ασχοληθούν θεωρητικά και πρακτικά με αυτό και την ανάλυσή του. Στον χώρο της Γλωσσολογίας ο κλάδος που ασχολείται με το κείμενο και την ανάλυσή του είναι η Κειμενογλωσσολογία.
Η Κειμενογλωσσολογία φαίνεται να συγκροτείται ως ιδιαίτερη επιστημονική περιοχή το τελευταίο τέταρτο του 20ού αι.
Τα πρώτα ίχνη της Κειμενογλωσσολογίας βρίσκονται στη Ρητορική των Αρχαίων Ελλήνων, που στόχευε στην ανάδειξη των λεκτικών στοιχείων και των μηχανισμών με τα οποία διαμορφώνονται τα κείμενα πειθούς. Θεωρητικός της Ρητορικής στην ελληνική αρχαιότητα του 4ου αι. π.Χ. είναι ο Αριστοτέλης.
Από τα τέλη του 19ου αι., και ιδίως μέσα στον 20ό αι., η έννοια του κειμένου θεωρητικοποιείται αρκετά και διαμορφώνονται ορισμένες τάσεις και σχολές. Ορισμένες από αυτές τις τάσεις θεωρούν το κείμενο ένα στατικό προϊόν, μέσα στο οποίο αποτυπώνονται τα δεδομένα και οι προσωπικές καταστάσεις ενός ατόμου, του συγγραφέα, και τα στοιχεία του κοινωνικού και ιδεολογικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο παράγεται. Άλλες τάσεις πάλι θεωρούν το κείμενο ένα δυναμικό προϊόν, που δίνει τη δυνατότητα επικοινωνίας ανάμεσα στον πομπό και τον δέκτη.
Στα νεότερα χρόνια το κείμενο θεωρείται γενικά ένα πολυεπίπεδο νοηματικά προϊόν και έχει αποκτήσει τη σημασία που αναλύθηκε προηγουμένως (σσ. 172-173).
Κειμενικά είδη
Στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφέραμε ότι η γλώσσα αποκτά νόημα μόνο μέσα στο κείμενο. Τα κείμενα παρουσιάζονται πάντοτε μέσα σε κοινωνικές συνθήκες και κατασκευάζονται πάντοτε για κάποιους σκοπούς: να πληροφορήσουν, να διασκεδάσουν, να διαφημίσουν κτλ. Οι κοινωνικές συνθήκες κάτω από τις οποίες παράγονται τα κείμενα ασκούν μεγάλη επίδραση σε αυτά, τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενό τους. Αυτό σημαίνει ότι κάθε κείμενο φέρνει μαζί του ορισμένα από τα χαρακτηριστικά των συνθηκών και ιδίως των περιστάσεων που προκάλεσαν την παραγωγή του. Πολλές από αυτές τις συνθήκες και τις περιστάσεις είναι εντελώς τελετουργικές, με αυστηρή σειρά στους λόγους και στις πράξεις, όπως για παράδειγμα είναι η βάπτιση, η συνεδρίαση της Βουλής, ένας αθλητικός αγώνας κτλ. Άλλες πάλι είναι λιγότερο τελετουργικές, όπως οι συζητήσεις ανθρώπων που δε γνωρίζονται καλά, μια γραπτή ανακοίνωση κτλ.
Τα κειμενικά είδη, λοιπόν, ή «τα είδη λόγου», είναι συμβατικές μορφές κειμένων που περιέχουν ορισμένα κειμενικά χαρακτηριστικά ως προς τη δομή, τη μορφή και το περιεχόμενο. Τα χαρακτηριστικά αυτά αντικατοπτρίζουν τις κοινωνικές περιστάσεις μέσα στις οποίες παράγονται τα κείμενα. Έτσι, μια συνέντευξη ανήκει σε ένα κειμενικό είδος με ορισμένα χαρακτηριστικά, τα οποία αντιπροσωπεύουν την κοινωνική περίσταση της συνέντευξης, τη συζήτηση δηλαδή δύο ανθρώπων, κατά την οποία ο ένας ρωτά και ο άλλος απαντά, με σκοπό αυτή η συζήτηση (συνέντευξη) να δημοσιοποιηθεί σε τρίτα πρόσωπα. Μια διαφήμιση ανήκει σε ένα κειμενικό είδος που έχει ορισμένα κειμενικά χαρακτηριστικά και στη δομή και στη μορφή και στο περιεχόμενο (σύντομο κείμενο, περιεκτικό, ελκυστικό κτλ.), που αντικατοπτρίζουν την κοινωνική περίσταση της διαφήμισης.
Με την έννοια που δόθηκε προηγουμένως στα κειμενικά είδη, γίνεται αντιληπτό ότι αυτά είναι πάρα πολλά σε αριθμό. Γι’ αυτό έχουν γίνει προσπάθειες να κατηγοριοποιηθούν με βάση ορισμένα κριτήρια (δομικά, περιεχομένου, γλωσσικά κ.ά.), να ομαδοποιηθούν σε μεγάλες κατηγορίες και να ταξινομηθούν. Σήμερα υφίστανται στη βιβλιογραφία ορισμένες προτάσεις κατηγοριοποίησης και ταξινόμησης, οι οποίες, χωρίς να συμφωνούν μεταξύ τους, υποδεικνύουν πολύ γενικές κατηγορίες ομοειδών κειμένων, που ονομάζονται «γένη». Μία από αυτές τις προτάσεις διακρίνει τρεις μεγάλες γενικές κατηγορίες κειμένων: τα περιγραφικά (περιγραφή) και τα αφηγηματικά (αφήγηση), τα οποία εντάσσονται στον αναφορικό λόγο, και τα επιχειρηματολογικά (επιχειρηματολογία), τα οποία εντάσσονται στον κατευθυντικό λόγο.
Περιγραφικά κείμενα: αναπαριστούν γλωσσικά πρόσωπα, χώρους, αντικείμενα και καταστάσεις της εμπειρίας του ομιλητή-συντάκτη και διακρίνονται σε αντικειμενικά και υποκειμενικά. Στα πρώτα χρησιμοποιείται συνήθως γ΄ πρόσωπο, παθητική σύνταξη και απουσιάζει ο μεταφορικός λόγος. Στα δεύτερα χρησιμοποιούνται κυρίως το α΄ πρόσωπο και αρκετές μεταφορές. Τα συχνότερα μορφοσυντακτικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποιούνται στα περιγραφικά κείμενα είναι τα επίθετα, τα επιρρήματα, ο ενεστώτας και τα βοηθητικά ρήματα. Τα περιγραφικά κείμενα χαρακτηρίζονται συνήθως από σαφήνεια, ακρίβεια και παραστατικότητα.
Αφηγηματικά κείμενα: αναπαριστούν γλωσσικά εξιστορήσεις με μιαν ορισμένη σειρά πραγματικών ή φανταστικών συμβάντων, πράξεων και ενεργειών, που συνέβησαν ή κατασκευάστηκαν από τα συμμετέχοντα στην αφήγηση πρόσωπα. Διακρίνονται σε μυθοπλαστικά, που ανήκουν στη λογοτεχνία και έχουν περιεχόμενο μη πραγματικό, σε ιστορικά, όπου εξιστορούνται γεγονότα του παρελθόντος, και ρεαλιστικά, όπου εξιστορούνται γεγονότα σύγχρονα με τον χρόνο του αφηγητή. Εξελίσσονται πάνω σε δομικά σχήματα συμβάντων, τα οποία συνδέονται συνήθως μεταξύ τους χρονικά. Κυριαρχεί ο αόριστος χρόνος και το συνοπτικό ποιόν ενέργειας, ενώ πολύ συχνά χρησιμοποιούνται χρονικά επιρρήματα. Τα αφηγηματικά κείμενα περιέχουν συνδετικές λέξεις και φράσεις που δείχνουν τη χρονική σειρά των γεγονότων.
Επιχειρηματολογικά κείμενα: περιέχουν γλωσσικά στοιχεία με τα οποία ο ομιλητής-συντάκτης επιχειρεί να επηρεάσει τον αποδέκτη του κειμένου, με σκοπό την αλλαγή της άποψης και της στάσης του. Εξελίσσονται πάνω σε δομικά σχήματα συμβάντων και καταστάσεων, που οδηγούν σε μια έκβαση την οποία ο ομιλητής (ή ο συγγραφέας) προαποφάσισε. Από τα πιο συνηθισμένα γλωσσικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται είναι τα σχήματα λόγου (ρητορικές ερωτήσεις, επαναλήψεις, ελλείψεις κ.ά.), σύνδεσμοι και επιρρήματα που εξασφαλίζουν τη στενή σύνδεση των νοημάτων (και, αλλά, βέβαια, φυσικά, λοιπόν κ.ά.) και εκφράσεις που δηλώνουν το πιθανό (μπορεί, υποθέτω, κατά τη γνώμη μου κ.ά.) και το αναγκαίο (πρέπει, χρειάζεται κ.ά.).
Μια ανάλογη αλλά πιο γενική κατηγοριοποίηση των κειμένων είναι αυτή που τα διακρίνει σε προφορικά και σε γραπτά.
Τα προφορικά κείμενα διέπονται από τα χαρακτηριστικά του προφορικού λόγου, ο οποίος είναι οικείος, απροσχεδίαστος, αυθόρμητος, άμεσος και εφήμερος. Γι’ αυτό τα προφορικά κείμενα περιέχουν γλωσσικά στοιχεία που αποτελούν απόρροια αυτών των χαρακτηριστικών, όπως η παρατακτική σύνταξη, η ενεργητική σύνταξη, οι ελλείψεις, οι επανεκκινήσεις, οι επαναλήψεις, συχνά οι ασυνταξίες κ.ά.
Τα γραπτά κείμενα διέπονται από τα χαρακτηριστικά του γραπτού λόγου, ο οποίος είναι προσχεδιασμένος, έμμεσος και έχει διάρκεια. Απόρροια αυτών των χαρακτηριστικών είναι τα γλωσσικά στοιχεία των γραπτών κειμένων, που είναι συνήθως η υποτακτική σύνταξη, ο μεγάλος αριθμός ονοματικών φράσεων, η παθητική σύνταξη κ.ά.
Ανάμεσα σε αυτές τις κατηγορίες κειμένων, οι οποίες, όπως περιγράφηκαν, αποτελούν τα δύο άκρα ενός συνεχούς, βρίσκονται προφορικά κείμενα, άλλα με περισσότερα και άλλα με λιγότερα στοιχεία των γραπτών κειμένων, και γραπτά με περισσότερα ή λιγότερα στοιχεία των προφορικών.