Γράφει η Μαρία Αϊβαζίδου.
«Πας στη δουλειά το πρωί, και το αφεντικό σου σε ταπεινώνει μπροστά σ’ όλους τους συνεργάτες σου. Κι εσύ δε λες τίποτα, την έχεις τόσο ανάγκη αυτή τη δουλειά.
Μιλάς με τη μάνα σου στο τηλέφωνο, και αρχίζει πάλι να σου λέει για τα λάθη σου, και πως ποτέ δεν την άκουσες, κι αν την άκουγες όλα τώρα θα ‘ταν μια χαρά. Κι εσύ της απαντάς ένα βιαστικό «έχεις δίκιο» για να την κλείσεις όσο γίνεται πιο γρήγορα.
Γυρνάς στο σπίτι, κι ο άντρας σου αρχίζει και γκρινιάζει γιατί πάλι δεν έχει να φάει κάτι της προκοπής, και ψάχνει τόση ώρα και τις κάλτσες του και δεν τις βρίσκει. Κι εσύ τον ακούς, αλλά είσαι τόσο κουρασμένη για να απαντήσεις και να τσακωθείς.
Και μετά εμφανίζεται το παιδί. Το μικρό σου το παιδί, που δε σ’ έχει δει καθόλου όλη μέρα. Κι αρχίζει να χοροπηδά πάνω σου, και θέλει να παίξετε, και θέλει να σου δείξει και να σου πει όλα αυτά που έκανε, και από τη χαρά και την έντασή του πέφτει και γλιστράει, παίρνει κι ένα τραπεζάκι παρέα, και πάρ’ το κάτω και το βάζο της νονάς.
Και ξαφνικά το παιδί σου μεταμορφώνεται στο διευθυντή σου. Κι ακούει όλα αυτά που δεν είχες τα κότσια να του ξεστομίσεις το πρωί, που ποιος νομίζει ότι είναι που μπορεί να φέρεται έτσι χωρίς να υπολογίζει τον άλλον.
Ξαφνικά το παιδί σου γίνεται και η μάνα σου, κι ακούει όλα αυτά που θες τόσα χρόνια να της πεις, που σε έχει ζαλίσει με τα κηρύγματά της και δεν αντέχεις άλλο να την ακούς.
Και γίνεται κι ο άντρας σου, αυτός ο άντρας που άλλαξε τόσο πολύ τον τελευταίο καιρό κι είναι ανυπόφορος, κι απίστευτα κουραστικός, που δεν μπορείς ούτε να τον βλέπεις.
Το παιδί σου, ο σάκος του μποξ. Για όλα αυτά που δεν έχεις τολμήσει να πεις, για όλα αυτά που δεν μπορείς να αλλάξεις. Γιατί το παιδί είναι αδύναμο, είναι εύκολο να αναμετρηθείς με το παιδί, αλλά δύσκολο με τους ενήλικες και τα προβλήματά σου.
Και το παιδί σου, μαθαίνει να κουβαλά με υπομονή όλα σου τα βάρη, όλα σου τα ξεσπάσματα, είναι πάντα εκεί, έτοιμο να σε ξαλαφρώσει.
Γιατί σ’ αγαπάει πολύ. Και δίνει για σένα, ολάκερη την παιδική του ηλικία.
Την επόμενη φορά που θα φωνάξεις στο παιδί, σκέψου σε ποιον φωνάζεις πραγματικά. Και θυμήσου ότι μπορεί να είναι ένα παιδί, αλλά έχει δικαιώματα στη ζωή.
Έχει δικαίωμα να ζήσει χωρίς φωνές, με αξιοπρέπεια, με αγάπη άνευ όρων, με αναγνώριση της μοναδικής του αξίας και με πολλές αγκαλιές.
Έχει τα ίδια δικαιώματα μ’ εσένα!»