Τέλλος Άγρας «Οι αγνοημένες»
Οι αγνοημένες
[.....]
Σκούφιες πλεχτές, κοντές κοτσίδες,
σαλάκι τρεις φορές στριφτό
―φτωχές μαθήτρες, κορασίδες…
Απρόσεχτες, παραπατάνε.
Στις λάσπες, με ξεφωνητό,
τα τρύπια τσόκαρα βουτάνε.
Η Μοίρα δεν τους έχει κλώσει
ουδέ μετάξι στα μαλλιά,
ουδέ χρυσό στη μέση κρόσσι,
μα άχαρες, πολυφορεμένες
ποδιές, που κρέμεται η θηλειά,
κι’ ούτε ως τα γόνατα φτασμένες.
Κρυώνουν, κι’ άλλες τους ακόμα
πεινάνε· μα άλλες ―πιο καλά―
μασσούν μαστίχα, άκρη στο στόμα.
Κι’ αν δεν κατέχουν τι είναι η Γνώση,
στα μάτια τους τα βαθουλά
τι πρώιμα που έχουν μεγαλώσει!
Στο σπίτι, πάντα η φτώχεια, η λύπη·
χάνεται η σάκκα, το χαρτί,
το «παιδί» κλαίει, η μητέρα λείπει·
κι’ αυτές, στην τύχη απορριγμένες,
ζουν, συντροφιά ξεχωριστή,
μια, αμόνοιαστες, μια, αγαπημένες.
Αδέξιες, κι’ όμως περγελάνε·
σκληρές, καταφρονετικές,
βγάζουν τη γλώσσα, αντιμιλάνε,
παρήκοες στην ορμήνεια, τρέχουν
άστατες, άσκεφτες ψυχές
που νόμο ή φταίξιμο δεν έχουν.
Ανοιχτομμάτες, καυχησιάρες.
Θαυμάζουν ―τούτο τες αρκεί.
Λαίμαργες, μα ποτές ζηλιάρες.
Μόνο, η φωνή τους, σαν ξεσπάζη
στην τάξη, μες στην Ωδική,
καίει ―σαν τρυγόνι, που σπαράζει.
(Καθημερινές, 1930)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α.1. Το ποίημα, κατά τη γνώμη σας, εντάσσεται στην παραδοσιακή ποίηση ή στη
μοντέρνα ποίηση;
Το ποίημα εντάσσεται στην παραδοσιακή ποίηση.
α.2. Να βρείτε τέσσερα (4) μορφικά χαρακτηριστικά του ποιήματος που επαληθεύουν την απάντησή σας στο α.1.
1. Το ποίημα είναι χωρισμένο σε τρίστιχες στροφές.
2. Στο ποίημα υπάρχει ομοιοκαταληξία, η οποία μιας και πρόκειται για τερτσίνες, για τρίστιχες δηλαδή στροφές δεν περιορίζεται στα όρια της κάθε στροφής, όπου ομοιοκαταληκτούν ο πρώτος με τον τρίτο στίχο, αλλά περιλαμβάνει και τους δεύτερους στίχους κάθε δύο στροφικών ενοτήτων.
3. Οι στίχοι ακολουθούν σταθερή μορφή ως προς τον αριθμό των συλλαβών. Ο πρώτος και ο τρίτος κάθε τερτσίνας έχουν εννέα συλλαβές κι ο δεύτερος οκτώ.
Σκού / φιες / πλε / χτές, / κον / τές / κο / τσί / δες, (9)
σα / λά / κι / τρεις / φο / ρές / στρι / φτό (8)
―φτω / χές / μα / θή / τρες, / κο / ρα / σί / δες… (9)
4. Στο ποίημα ακολουθείται το ιαμβικό μέτρο, δηλαδή οι στίχοι χωρίζονται σε ζεύγη συλλαβών εκ των οποίων η πρώτη είναι άτονη και τονίζεται η δεύτερη:
σα / λά / κι / τρεις / φο / ρές / στρι / φτό
β.1. Να εντοπίσετε στο ποίημα μία (1) οπτική εικόνα που αποδίδει την εμφάνιση των «αγνοημένων» και μία (1) ακουστική που σχετίζεται με την απόδοσή τους στο μάθημα της Μουσικής.
Οπτική εικόνα:
μα άχαρες, πολυφορεμένες
ποδιές, που κρέμεται η θηλειά,
κι’ ούτε ως τα γόνατα φτασμένες
Ακουστική εικόνα:
Μόνο, η φωνή τους, σαν ξεσπάζη
στην τάξη, μες στην Ωδική,
καίει ―σαν τρυγόνι, που σπαράζει
β.2. Ο ποιητής χρησιμοποιεί στο ποίημα αρκετά επίθετα που σχετίζονται είτε με την εμφάνιση είτε με τη συμπεριφορά των κοριτσιών. Να βρείτε και να καταγράψετε δέκα (10) από αυτά τα επίθετα.
- Απρόσεχτες
- άχαρες
- βαθουλά
- Αδέξιες
- σκληρές
- καταφρονετικές
- άστατες
- άσκεφτες
- Ανοιχτομμάτες
- καυχησιάρες
β.3. Πιστεύετε ότι ο ποιητής / ομιλητής συμπονά αυτά τα κορίτσια; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με δύο (2) αναφορές στο ποίημα.
Είναι προφανές πως ο ποιητής αισθάνεται βαθιά συμπόνια για τα κορίτσια αυτά που είναι αγνοημένα από τη Μοίρα και την καλοτυχία, κι είναι αναγκασμένα να ζουν μέσα στη φτώχεια και την εγκατάλειψη. Ο τρόπος, άλλωστε, με τον οποίο παρουσιάζει την εμφάνισή τους (άχαρες, πολυφορεμένες ποδιές), τις σκληρές συνθήκες που αντιμετωπίζουν (Στο σπίτι, πάντα η φτώχεια, η λύπη), αλλά και τη συμπεριφορά τους (άστατες, άσκεφτες ψυχές) έρχεται να φωτίσει την αδικία που βιώνουν αυτές οι κοπέλες, και φυσικά να τονίσει πως δεν έχουν εκείνες την ευθύνη για το γεγονός ότι η συμπεριφορά τους είναι κάποτε δυσάρεστη ή ανάρμοστη. Πώς θα μπορούσαν να αποκτήσουν παιδεία και καλλιέργεια, όταν δεν έχουν καν φαγητό για να φάνε;
Ο ποιητής είναι σαφής ως προς τις συνθήκες που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι κοπέλες αυτές. Όταν γυρίζουν στο σπίτι, αντί να έχουν τη δυνατότητα να μελετήσουν και να αποκτήσουν γνώσεις, το μόνο που βρίσκουν είναι η φτώχεια και η λύπη. Η μητέρα απουσιάζει από το σπίτι, το μωρό κλαίει κι εκείνες είναι αναγκασμένες να σταθούν στο πόδι της μητέρας και να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού.
Αν και όλο το ποίημα είναι γεμάτο με αναφορές που δείχνουν τη σκληρή ζωή αυτών των κοριτσιών και τις δυσκολίες που βιώνουν, μπορούμε να διακρίνουμε δύο σημεία του ποιήματος που καθιστούν εμφανή τη συμπόνια του ποιητή. Στο πρώτο από αυτά με ένα θαυμαστικό (που έχουν μεγαλώσει!) παρουσιάζει εμφατικά το πόσο πρώιμα έχουν αναγκαστεί να μεγαλώσουν αυτά τα κορίτσια, που μπορεί να μην έχουν μάθει τι είναι η γνώση, αλλά ξέρουν καλά τι είναι η ζωή και πόσο ανελέητα μπορεί να τυραννήσει έναν άνθρωπο. Η ταλαιπωρία κι οι στερήσεις είναι, δίχως άλλο, εμφανείς στα βαθουλωμένα από την πείνα κι από την κούραση μάτια τους.
«Κι’ αν δεν κατέχουν τι είναι η Γνώση,
στα μάτια τους τα βαθουλά
τι πρώιμα που έχουν μεγαλώσει!»
Πολύ περισσότερο, μάλιστα, διακρίνουμε τη συμπάθεια και τη συμπόνια του ποιητή, όταν αναφέρεται στο τραγούδι αυτών των κοριτσιών∙ στο τραγούδι τους που τόσο εύλογα εκφράζει όλη την οδύνη της ψυχής τους, αφού η φωνή τους ακούγεται σαν τρυγόνι που σπαράζει. Ακόμη κι αν δεν γνωρίζουν πώς να εκφράσουν τη θλίψη ή την αγανάκτησή τους για τις άθλιες συνθήκες της ζωής τους∙ ακόμη κι αν δεν έχουν τα κατάλληλα λόγια για να μιλήσουν για την αδικία που βιώνουν, η φωνή τους εκφράζει με τον πιο σπαρακτικό τρόπο τον πόνο που κρύβουν μέσα τους.
Μόνο, η φωνή τους, σαν ξεσπάζη
στην τάξη, μες στην Ωδική,
καίει ―σαν τρυγόνι, που σπαράζει.