Του Νίκου Τσούλια
Απαξιώνοντας τον εκπαιδευτικό απαξιώνεται το σχολείο και κατά συνέπεια η ίδια η εκπαίδευση και η διαπαιδαγώγηση των μαθητών. Αναρωτιέμαι. Είναι δυνατόν να μην «βλέπουμε» ότι τελικά η απαξίωση του εκπαιδευτικού ζημιώνει όλους μας;
Αλλά υπάρχει ο σεβασμός ως έννοια στη ζωή μας; Θέλουμε το σεβασμό στις σχέσεις μας; Και εδώ ξεχνάμε κάτι πολύ απλό. Όταν μια κοινωνία δεν θέλει να διαπαιδαγωγηθεί – και ο σεβασμός είναι στην κορυφή της αγωγής -, σημαίνει ότι δεν πιστεύει στον εαυτό της!!
Διαπιστώνουμε τα ακραία συμπτώματα προσβολής μαθητών εναντίον των εκπαιδευτικών τους και απορούμε – αν φυσικά απορούμε. Ξεχνάμε το υπόστρωμα, την κρατούσα ατμόσφαιρα για τα «μύρια κακά» που φορτώνουμε στους εκπαιδευτικούς και ενιστάμεθα (;) πρόσκαιρα βέβαια για τα άσχημα κρούσματα των παιδιών μας εναντίον αυτών που έπρεπε να σέβονται.
Η ερμηνεία είναι πολύ απλή. Είμαστε μια κοινωνία που δεν χαρακτηρίζεται από το αξιακό φορτίο της ανθρωπιστικής εκπαίδευσης. Θέλουμε μια εκπαίδευση για να εισάγει τα παιδιά μας στην «καλύτερη» δυνατή σχολή δηλαδή για το πιο εμπορικό πτυχίο στην αγορά εργασίας. Το παρακμιακό αμερικάνικο ερώτημα «πόσα λεφτά βγάζεις;» είναι ο καθρέφτης των αξιολογήσεών μας. Δεν θέλουμε καμιά αγωγή – άλλωστε ούτε στις οικογένειές μας διαπαιδαγωγούμε τα παιδιά μας.
Στενά χρησιμοθηρική είναι η σχέση μας με την εκπαίδευση, γι’ αυτό και τα φροντιστήρια είναι κρατούσα εικόνα, γι’ αυτό θέλουμε τα λύκεια να μοιάζουν με τα φροντιστήρια. Δεν θέλουμε παιδεία και μόρφωση ούτε κριτική σκέψη και πνευματική καλλιέργεια. Υπηρετούμε τον ανταγωνισμό ως υπέρτατη αξία της κοινωνικής και της επαγγελματικής ζωής μας. Δεν υπάρχουν στην κοσμοθεωρία μας και πιο πολύ στον τρόπο ζωής μας οι έννοιες του κοινού καλού, του δημόσιου συμφέροντος, του χρηστού πολίτη, της αρετής.
Υπάρχει βέβαια μια σχετική διαφοροποίηση κοινωνιολογικής προσέγγισης στο πώς βλέπουν οι πολίτες τον εκπαιδευτικό. Τα αγροτικά, τα εργατικά και τα μικροαστικά κοινωνικά στρώματα διατηρούν γενικά μια μορφή σεβασμού προς τον εκπαιδευτικό. Τα «άνω» μεσοαστικά στρώματα και κυρίως οι νεόπλουτοι νιώθουν μια υπεροχή έναντι των «φτωχών» εκπαιδευτικών, που είναι η υπεροχή του «επιτυχημένου» και του χρήματος – των δικών τους δηλαδή συγκριτικών «πλεονεκτημάτων».
Θα αναφέρω δύο σχετικά παραδείγματα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εκπαιδευτική μου διαδρομή, γιατί ήταν δείγματα αγάπης στον εκπαιδευτικό. Στην πρώτη περίοδο της καριέρας μου, που δίδασκα σε λύκειο του Περιστερίου, οι γονείς ήταν πολύ «κοντά» στο σχολείο. Το επισκέπτονταν συχνά. Το έβαφαν. Έκαναν εκδηλώσεις σε αυτό. Οι μαθητές νιώθοντας αυτή τη θέρμη των γονιών τους ήταν πολύ κοντά σε εμάς τους καθηγητές. Νιώθαμε το σχολείο πολύ δικό μας.
Στην τελευταία εκπαιδευτική περίοδο, που ήμουνα σε λύκειο του Ζωγράφου, μια ημέρα ήλθε μια αλβανικής καταγωγής μητέρα μαθήτριάς μου στο Κοινωνικό Φροντιστήριο, που δίδασκα τα απογεύματα, για να ρωτήσει για την κόρη της. Με ξάφνιασε. Την ώρα που την χαιρετούσα μου άρπαξε το χέρι και μου το φίλησε, όπως φιλούσαμε κάποτε το χέρι του παππά στο χωριό. «Σας ευχαριστώ τόσο πολύ που βοηθάτε τα παιδιά μας. Και στο σχολείο όλοι οι καθηγητές αγαπάτε τα παιδιά μας. Μένουν τόσο ευχαριστημένα…». Είναι μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές της ζωής μου.
Δεν θα αναφερθώ σε πόσο ακραίες συνθήκες διδάσκουν ιδιαίτερα οι νέοι εκπαιδευτικοί στην περιφέρεια, με το μισθό των 680 ευρώ, που μπορεί να διδάσκουν σε 4 σχολεία, που είναι μακριά από τις οικογένειές τους και θα είναι για δεκαετίες, που δεν έχουν που να μείνουν, που δεν μπορούν να πληρώσουν το νοίκι τους. Τέτοια εικόνα γκρίζα εκπαιδευτικού δεν υπήρχε στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1960 και δώθε.
Ακόμα και αν δεχτώ το ακραίο… Αν οι εκπαιδευτικοί είναι τεμπέληδες – κατά την απαράδεκτη έκφραση δημόσιου προσώπου της χώρας μας -, πώς πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε; Λιθοβολώντας τους, προσβάλλοντάς τους, απαξιώνοντάς τους; Και μετά τι; Γιατί δεν μπορούμε να σκεφτούμε ορθολογικά; Και κυρίως γιατί μισούμε τόσο εύκολα, γιατί δεν μπορούμε να αγαπήσουμε;
Δυστυχώς δεν κατανοούμε απλές αλήθειες. Η παιδαγωγική θέλει ισχυρό επιστημονικό και εκπαιδευτικό πεδίο, μα πάνω από όλα θέλει αγάπη. Η διδασκαλία θέλει πολλά προαπαιτούμενα και εφόδια από τον εκπαιδευτικό μα πάνω από όλα θέλει πάθος. Αγάπη και πάθος, που είναι το μεδούλι, η ομορφιά της ζωής, (πρέπει να) είναι ο βαθύς πυρήνας του εκπαιδευτικού. Αγάπη και πάθος θέλει και ο εκπαιδευτικός από το περιβάλλον του. Όχι, δεν είναι ανταποδοτικά πεδία. Είναι μεταδοτικά, πολλαπλασιαστικά, ενθουσιαστικά, ονειρεμένα, γοητευτικά.
Να ζητάμε τα πάντα από τον εκπαιδευτικό, γιατί η παιδαγωγική ευθύνη είναι η πρώτη των πρώτων ευθυνών. Αλλά να τους αγαπάμε, ναι να τους αγαπάμε. Και κάτι ακόμα. Να θέλουμε, να ποθούμε τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας. Γιατί οι κοινωνίες της προόδου θέλουν πολίτες που λατρεύουν την αρετή, που έχουν ουμανιστικό αξιακό φορτίο – αλλιώς η παρακμή θα είναι πάντα μαζί μας…
Υ.Γ.
Ήταν μια μάλλον προσωποκεντρική θεώρηση
Περισσότερα ενδιαφέροντα κείμενα εδώ.