Γιώργος Μαρκόπουλος «Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι»
Ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι.
Απογεύματα, Κυριακές στο κουζινάκι χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο.
Όταν πέθανε άφησε ένα χορταριασμένο στρατί
ένα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια...
Άλλαξαν οι καιροί που λέει κι ο λαός, γεγονότα συνέβησαν...
Χαθήκαμε με τον αδελφό μου, μάθαμε πώς πέθανε κι ο πατέρας.
Γι’ αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ βαθιά στα μάτια.
Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή που εκείνος δεν έζησε.
(Από τη συλλογή Οι πυροτεχνουργοί, 1979)
σοφάτι: ο σοβάς, σουβάς, επίχρισμα τοίχου από ασβεστοκονίαμα
θαλπωρή: ζεστασιά, θερμό και εγκάρδιο περιβάλλον
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
α.1. Το ποίημα, κατά τη γνώμη σας, ανήκει στην παραδοσιακή ή στη μοντέρνα
ποίηση;
Το ποίημα εντάσσεται στη μοντέρνα ποίηση.
α.2. Να εντοπίσετε τέσσερα (4) μορφικά χαρακτηριστικά του ποιήματος, τα οποία
επαληθεύουν την απάντησή σας στο α.1.
1. Το ποίημα έχει συντεθεί σε ελεύθερο στίχο.
2. Οι στίχοι του ποιήματος δεν έχουν μέτρο.
3. Το ποίημα δεν έχει χωριστεί σε στροφές με βάση κάποιο κανόνα.
4. Στο ποίημα δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία.
β.1. Ποιο σχήμα λόγου (π.χ. μεταφορά, παρομοίωση, προσωποποίηση κ.ά.) παρατηρείτε στον πρώτο στίχο του ποιήματος; Ποια είναι η λειτουργία του;
Στον πρώτο στίχο του ποιήματος υπάρχει μια μεταφορά «έφαγε μια ζωή», η οποία δηλώνει με ιδιαίτερη ενάργεια τις θυσίες, τις ταλαιπωρίες και τις στεναχώριες που υπέμεινε ο πατέρας του ποιητή προκειμένου να επιτύχει τη βασική του επιθυμία, να φτιάξει δηλαδή ένα σπίτι. Ο πατέρας του ποιητή ανάλωσε όλη του τη ζωή στην επιδίωξη αυτού του στόχου, χωρίς εν τέλει να κατορθώσει να τον υλοποιήσει.
β.2. Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το πρόσωπο στο οποίο απευθύνονται οι δύο τελευταίοι στίχοι του ποιήματος; Να αναφερθείτε στο συναίσθημα που κυριαρχεί στους στίχους αυτούς.
«Γι’ αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ βαθιά στα μάτια.
Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή που εκείνος δεν έζησε.»
Ο ποιητής απευθύνει τα λόγια αυτά στην αγαπημένη του και της εξηγεί επί της ουσίας για ποιο λόγο είναι τόσο σημαντικό για εκείνον να βρίσκεται κοντά της και να απολαμβάνει την ιδιαίτερη ζεστασιά της ανθρώπινης επικοινωνίας κι επαφής. Σε αντίθεση με τον πατέρα του που στερήθηκε ακόμη και τις πιο απλές καθημερινές χαρές της ζωής, ο ίδιος θέλει να αφιερώνει το χρόνο του στα αγαπημένα του πρόσωπα και να βιώνει πλήρως κάθε στιγμή της οικογενειακής οικειότητας. Ως ένα βαθμό ο ποιητής θεωρεί πως ίσως μπορεί να αναπληρώσει εκείνος, με τη φροντίδα και την προσοχή που θα προσφέρει στα αγαπημένα του πρόσωπα, όλη εκείνη τη θαλπωρή που ο πατέρας του δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να ζήσει.
β.3. Να βρείτε τρεις (3) λέξεις του ποιήματος που περιλαμβάνονται στο λεξιλόγιο των οικοδόμων.
- χτίσμα
- κουφώματα
- σοφάτια
Ερμηνευτικό σχόλιο:
«Ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι.
Απογεύματα, Κυριακές στο κουζινάκι χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο.
Όταν πέθανε άφησε ένα χορταριασμένο στρατί
ένα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια...
Άλλαξαν οι καιροί που λέει κι ο λαός, γεγονότα συνέβησαν...
Χαθήκαμε με τον αδελφό μου, μάθαμε πώς πέθανε κι ο πατέρας.»
Ο πατέρας του ποιητή, θέλοντας να επιτύχει κάτι σημαντικό στη ζωή του∙ θέλοντας να φτιάξει ένα σπίτι, πέρασε τη ζωή του στερούμενος τα πάντα, από την απογευματινή και κυριακάτικη ξεκούραση μέχρι την απλή απόλαυση ενός γλυκού ή της φιλικής συντροφιάς στο καφενείο. Αφιέρωσε στο σπίτι αυτό, αφενός κάθε στιγμή του ελεύθερου χρόνου του, μα και τις πιο ελάχιστες δαπάνες που θα μπορούσε να κάνει για τον εαυτό του, προκειμένου να εξοικονομήσει τα αναγκαία χρήματα για να το ολοκληρώσει.
Ωστόσο, όταν πέθανε, ό,τι άφησε ήταν ένας χορταριασμένος δρόμος κι ένα ανολοκλήρωτο χτίσμα, που ήθελε ακόμη αρκετές εργασίες κι αρκετά χρήματα για να γίνει πραγματικό σπίτι. Τόσα χρόνια, τόσες θυσίες και στερήσεις χάθηκαν για μια ημιτελή κατασκευή. Ενώ, όπως διαφαίνεται από την αφήγηση του ποιητή, τα μέλη της οικογένειάς του είχαν απομακρυνθεί τόσο από τον ίδιο τον πατέρα, όσο και μεταξύ τους, αποτέλεσμα ίσως της απροθυμίας του να τους αφιερώσει τον αναγκαίο χρόνο και την επιθυμητή στοργή.
Ο θάνατος του πατέρα δεν είναι μια πραγματικότητα που τη βιώνουν τα παιδιά του από κοντά, αλλά μια πληροφορία που τη μαθαίνουν μετά από καιρό. Μια οικογένεια σκορπισμένη, χωρίς ουσιαστικές σχέσεις στοργής∙ γεγονός που θα πρέπει να συγκαταλεχθεί κι αυτό στα όσα θυσιάστηκαν για να χτιστεί εκείνο το σπίτι, που τόσο πολύ το θέλησε ο πατέρας.
«Γι’ αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ βαθιά στα μάτια.
Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή που εκείνος δεν έζησε.»
Το παράδειγμα του πατέρα και το λάθος του να αφιερώσει τα πάντα σ’ εκείνο το ανολοκλήρωτο σπίτι, ωθούν τον ποιητή να ιεραρχήσει ορθότερα τις δικές του επιδιώξεις. Έτσι, κάθε βράδυ που βρίσκεται με την αγαπημένη του, φροντίζει να την κοιτάζει βαθιά στα μάτια, θέλοντας να εδραιώσει μια σχέση έντονου ενδιαφέροντος και στοργής, ώστε να μην καταλήξει κι εκείνος να στερείται στη ζωή του τη θαλπωρή και την αγάπη, όπως συνέβη στον πατέρα του.