Κωνσταντίνος Θεοτόκης «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους» (απόσπασμα)
«Στο χέρι σου κρέμεται,» ξανάπε ο γέρος, «εσέ Ευλαλία, όλο το σπίτι, αν θέλεις εσύ γλιτώνει!... Ναι, γλιτώνει, αν θέλεις εσύ, Ευλαλία!...»
«Εγώ;» είπε η κόρη φοβισμένη…
Ο γέρος δεν ήξερε πώς να αρχίσει. Εκατέβασε το βλέμμα, έσιαξε το πανωφόρι του σα να κρύωνε, εκοκκίνισε, έβηξε, εκουνήθηκε και τέλος είπε συλλογισμένος.
«Ο Αριστείδης Στεριώτης, ο γιατρός… τόνε ξέρετε όλοι!»
Κ’ εσώπασε πάλι για κάμποση ώρα. «Ναι», ξακολούθησε έπειτα περίτρομος, «αυτός έχει τα περσότερα χαρτιά μου στο συρτάρι του… Δεν ξέρω πώς τ’ απόχτησε… Αλλά δε θέλω να πω αυτό. Είναι πλούσιος… θα δώσει καιρό για να πλερώσω… φτάνει μόνο… Α, Ευλαλία, μου μήνυσε σήμερα… Ήρθε εδώ ο Χαντρινός… με κουβέντιασε πολλές ώρες… Άκουσέ με, Ευλαλία!… Σε θέλει γυναίκα του!... Μπαίνει εδώ μέσα γαμπρός και μας φτιάνει τες δουλειές μας, όπως εκείνος ξέρει!... Φυσικά δεν έδωκα λόγον κανένα… Α, Ευλαλία!…»
«Ποτέ!» ανάκραξε η Ευλαλία, σταυρώνοντας τα χέρια της. Και το πρόσωπό της εγίνηκε κατακόκκινο.
«Όπως θέλεις, Ευλαλία,» αποκρίθηκε γλυκά ο πατέρας, σιάνοντας πάλι το παλιό πανωφόρι του… «Το δίκιο είναι δικό σου, Ευλαλία… Εγώ να σε βιάσω…. ω παιδί μου… Ποτέ… Αλλά… η ανάγκη, η περίσταση… Γι’ αυτό μιλώ… Τον ήθελα, λες, γαμπρό μου, Ευλαλία, το γιο του Δήμου;… Εγώ!... Αλλά πάλι είναι πολύ καλός νέος… Όχι;… Τι να γίνει… Στα σημερινά τα χάλια… δε σας φαίνεται… θα ’πρεπε να δεχτούμε!...»
Η Ευλαλία εδάκρυσε τώρα από τη στενοχώρια κι έτρεμε:
«Όχι!...» είπε με σταθερή φωνή... «Όχι.»
«Η ανάγκη,» είπε ο Σπύρος μ’ ένα χαμόγελο αδιαφορίας, «κυβερνάει τον κόσμο… Θα ’θελα, λες, Ευλαλία, να προτιμήσω εγώ τη θυγατέρα του Αστέρη… Μου αρέσουν καλύτερα άλλες… Κι όμως… γιατί πρέπει κανείς να ζήσει!...»
Τώρα κ’ η μητέρα άξαφνα χαμογέλασε μέσα στα δάκρυά της. Όλος εκείνος ο κόσμος, που είταν τριγύρω της, την εγέμιζε ελπίδες… Σε μία στιγμή το βαρύ σκοτάδι της συμφοράς τους είχε λιώσει στην καρδιά της, εδιορθωνόνταν τα πάντα, οι φροντίδες της εχάνονταν… Της πέρασε από το νου η ιδέα πως η κόρη της η Ευλαλία θα σφάλιζε έτσι για πάντα τη ζωή της, και σα να ονειρευότουν την είδε ομπρός της πλουσιοντυμένην, ελεύτερη, ωραία, προσκυνημένην απ’ όλη τη χώρα!… Ο πλούσιος άνθρωπος, που επροσφερνότουν, ήταν τέλος πάντων ένας επιστήμονας… κ’ είχε τη δύναμη να βοηθήσει αληθινά το ξεπεσμένο σπίτι… είχε τη δύναμη αυτός να μην αφήσει να χαθεί ολότελα το δικό της, που και για κείνο ελαχταρούσε… κι ήταν παρέτοιμη για όλα τούτα να του συγχωρήσει και τα ελαττώματά του, αν είχε και να λησμονήσει τη χυδαία καταγωγή του!...
Μα ο Γιώργης εκούνησε πικρά το κεφάλι κι είπε: «Δεν είναι άδικο να θυσιαστεί για μας;…»
«Θα τον έπαιρνα εγώ!...» είπε με ζωηρή ελπίδα η Λουίζα.
Εκείνη αδιαφορούσε για τον άνθρωπο και για την καταγωγή του κι ήξερε μόνο πως ήταν φτωχή, πως με τα πλούτη του θα μπορούσε να ζήσει μέσα στον κόσμο που εχαιρότουν τη ζωή, χωρίς αγώνες, χωρίς αδιάκοπες φροντίδες, χωρίς στενόχωρες ανάγκες· ήξερε πως το χρήμα χαρίζει δύναμη σ’ εκείνους που το ’χουν γι’ αυτό θα τον έπαιρνε εκείνη χωρίς να διστάζει ούτε στιγμή, χωρίς να πολυσυλλογιστεί την πράξη…
«Καημένη Λουίζα…» της είπε η μάνα μ’ ένα καινούριο τρυφερό δάκρυ· «την Ευλαλία θέλει!... Τώρα καταλαβαίνω, γιατί τόσον καιρό μας εκοίταζε… Δεν είχε σκοπό να γελάσει. Ω, Ευλαλία, άκουσέ με, εμέ τη μητέρα σου… μην καταφρονήσεις την τύχη σου! Σήμερα μάλιστα… Θα ’μαι ξέγνοιαστη για σένα, όταν θα κλείσω τα μάτια. Θα ξαλαφρώσεις ως κι εμάς!...»
«Ποτέ!...» αποκρίθηκε με απόφαση τώρα η Ευλαλία μπλέκοντας τα δάχτυλά της και κοιτάζοντας χάμου. Κ’ αιστάνθηκε πως η καρδιά της εφούσκωνε. Αιστάνθηκε πως είταν άνθρωπος με δικαιώματα στη ζωή, πως άλλος κανένας δεν ημπορούσε και δεν έπρεπε να εξουσιάσει και να εμπορευτεί το κορμί της, να την υποτάξει στη θέλησή του, να ζητήσει από αυτήν τη θυσία της αγάπης της! Με ποιο δικαίωμα αυτή, για πράγματα αξιοπεριφρόνητα και με δυο νέους στο σπίτι που μπορούσαν, όσο ήθελαν, να δουλέψουν, με ποιο δικαίωμα θα επίκραινε τον άντρα που την αγαπούσε;… ω, ας μην είχε γνωρίσει την αγάπη! Μα, ω πόσο θα ’ταν ευτυχισμένη, αν εκείνος τώρα την εζητούσε… εκείνος που όταν μιλούσε, που όταν θυμότουν τη φωνή του, έτρεμε!... Πόση θα ’ταν η ευτυχία της, αν ό,τι έβλεπε στ’ όνειρό της εγινότουν αλήθεια!...
«Ποτέ!» ξαναφώναξε... «Δεν παίρνω εκείνον τον άνθρωπο… Δεν μπορώ.»[…]
(1922)
να σε βιάσω: να σε πιέσω
χυδαία: ταπεινή
Ερωτήσεις
α.1. Να κατονομάσετε τα πρόσωπα τα οποία περιλαμβάνονται στην αφήγηση και να προσδιορίσετε τις σχέσεις ανάμεσα σε αυτά.
Τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στην αφήγηση είναι ο ηλικιωμένος πατέρας, που αναφέρει στην κόρη του, την Ευλαλία, για το ενδιαφέρον που έχει εκφράσει γι’ αυτή ένας πλούσιος γιατρός. Η μητέρα της Ευλαλίας, που θα ήθελε κι εκείνη να δει την κόρη της να αποκαθίσταται μ’ ένα καλό γάμο. Ο αδερφός της ηρωίδας, ο Γιώργης, που είναι ο μόνος που κατανοεί πως ένας τέτοιος γάμος, μ’ έναν άντρα που η αδερφή του δεν αγαπά, θα ήταν μεγάλη θυσία από τη μεριά της. Ο άλλος αδερφός της ηρωίδας, ο Σπύρος, που με πιο κυνικό τρόπο υποστηρίζει πως η αδερφή του θα πρέπει να υποταχτεί στην ανάγκη. Η Λουΐζα, η αδερφή της Ευλαλίας, που αποδίδει πολύ μεγάλη σημασία στα χρήματα και προθυμοποιείται να παντρευτεί εκείνη στη θέση της αδερφής της τον πλούσιο γαμπρό. Ο Αριστείδης Στεριώτης, ο πλούσιος γιατρός, που έχει εκφράσει το ενδιαφέρον του να παντρευτεί την Ευλαλία, έστω κι αν η οικογένειά της έχει ξεπέσει πια οικονομικά κι ο πατέρας της κοπέλας τού χρωστά ήδη πολλά χρήματα.
Στο κείμενο η Ευλαλία αναφέρεται στον «άντρα που την αγαπούσε», χωρίς ωστόσο να αναφέρει το όνομά του. Πρόκειται για τον Άλκη Σωζόµενο, με τον οποίο η ηρωίδα είναι ερωτευμένη.
Δευτερεύοντα πρόσωπα της αφήγησης είναι ο Χαντρινός, που αναλαμβάνει να ενημερώσει τον πατέρα της Ευλαλίας για την επιθυμία του Αριστείδη Στεριώτη να παντρευτεί την κοπέλα και, συνάμα, να διασώσει την οικογένειά του από τα πολλά τους χρέη∙ η κόρη του Αστέρη, που είναι η γυναίκα που προορίζεται για το νεότερο αδερφό της Ευλαλίας, τον Σπύρο, κι ο Δήμου, ο πατέρας του Αριστείδη Στεριώτη.
α.2. Να βρείτε στο κείμενο πέντε (5) λέξεις ή φράσεις οι οποίες φανερώνουν την οικονομική κατάσταση της οικογένειας για την οποία γίνεται λόγος.
- αυτός έχει τα περσότερα χαρτιά μου στο συρτάρι του
- Αλλά… η ανάγκη, η περίσταση
- Στα σημερινά τα χάλια…
- το βαρύ σκοτάδι της συμφοράς τους
- να βοηθήσει αληθινά το ξεπεσμένο σπίτι
β.1. «Η ανάγκη,» είπε ο Σπύρος μ’ ένα χαμόγελο αδιαφορίας, «κυβερνάει τον κόσμο… Θα ’θελα, λες, Ευλαλία, να προτιμήσω εγώ τη θυγατέρα του Αστέρη… Μου αρέσουν καλύτερα άλλες… Κι όμως… γιατί πρέπει κανείς να ζήσει!...» Να σχολιάσετε το απόσπασμα. Σε ποια κοινωνικά στερεότυπα σχετικά με το γάμο γίνεται αναφορά;
Ο αδερφός της Ευλαλίας, ο Σπύρος, θέλοντας να την πείσει να δεχτεί να παντρευτεί τον πλούσιο γαμπρό και να σώσει έτσι την οικογένειά τους από την οικονομική καταστροφή, της υπενθυμίζει πως η ανάγκη είναι αυτή που κυβερνάει τον κόσμο. Άλλωστε κι ο ίδιος αναγκάστηκε να δεχτεί την κόρη του Αστέρη, έστω κι αν δεν την ήθελε, έστω κι αν υπήρχαν άλλες κοπέλες που του άρεσαν περισσότερο. Μια αναφορά που μας παραπέμπει στα κοινωνικά εκείνα στερεότυπα που ήθελαν το γάμο να γίνεται όχι με βάση το ερωτικό ενδιαφέρον και την αγάπη, αλλά με βάση το οικονομικό συμφέρον. Κάθε νέος εκείνης της εποχής αναζητούσε να παντρευτεί την κοπέλα που θα του διασφάλιζε την καλύτερη προίκα και θα του προσέφερε έτσι την καλύτερη ευκαιρία να ανέβει οικονομικά. Το να επιλέξει ένας νέος τη μέλλουσα σύζυγό του με διαφορετικά κριτήρια, όπως ήταν η εμφάνισή της ή τα συναισθήματα που έτρεφε για εκείνη, θεωρούταν ανόητο, εφόσον το βασικό ζητούμενο πάντοτε παρέμενε η οικονομική εξασφάλιση. Έτσι, μια κοπέλα που οι γονείς της τής είχαν διασφαλίσει μια αξιόλογη προίκα μπορούσε να διεκδικήσει όποιον γαμπρό ήθελε, χωρίς ν’ ανησυχεί μήπως εκείνος προτιμήσει κάποια από τις φτωχότερες, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν σχεδόν παράλογο. Αντιστοίχως, βέβαια, κι από την πλευρά της κοπέλας, αν τη ζητούσε σε γάμο κάποιος νέος με σημαντική οικονομική επιφάνεια, ήταν αδιανόητο εκείνη να τον απορρίψει και να προτιμήσει κάποιον φτωχότερο, επειδή ίσως εκείνος είχε κερδίσει την καρδιά και την προσοχή της. Ένα τόσο σημαντικό θέμα, όπως ήταν ο γάμος, δεν κρινόταν με βάση τα συναισθήματα, αλλά με βάση το οικονομικό συμφέρον. Ο έρωτας δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να αναμετρηθεί με την προοπτική μιας οικονομικά άνετης ζωής. Γι’ αυτό, άλλωστε, στο τέλος η Ευλαλία θα θυσιάσει τον έρωτά της για τον Άλκη και θα παντρευτεί τον πλούσιο γιατρό, εφόσον της ήταν αδύνατο να παραβλέψει πως με αυτό το γάμο θα μπορούσε να σώσει την οικογένειά της από τον πλήρη ξεπεσμό.
β.2. «Ποτέ!...» αποκρίθηκε με απόφαση τώρα η Ευλαλία μπλέκοντας τα δάχτυλά της… να ζητήσει από αυτήν τη θυσία της αγάπης της!: Να χαρακτηρίσετε την Ευλαλία από το παραπάνω απόσπασμα.
[«Ποτέ!...» αποκρίθηκε με απόφαση τώρα η Ευλαλία μπλέκοντας τα δάχτυλά της και κοιτάζοντας χάμου. Κ’ αιστάνθηκε πως η καρδιά της εφούσκωνε. Αιστάνθηκε πως είταν άνθρωπος με δικαιώματα στη ζωή, πως άλλος κανένας δεν ημπορούσε και δεν έπρεπε να εξουσιάσει και να εμπορευτεί το κορμί της, να την υποτάξει στη θέλησή του, να ζητήσει από αυτήν τη θυσία της αγάπης της!]
Η Ευλαλία αντιδρά στον γάμο από συμφέρον που της προτείνουν και, παρά το γεγονός ότι είναι μια κοπέλα σ’ έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, η ίδια αντιλαμβάνεται πρωτίστως τον εαυτό της ως άνθρωπο που έχει τα ίδια δικαιώματα με όλους τους άλλους ανθρώπους. Της φαίνεται αδιανόητο να της ζητούν να θυσιάσει την αγάπη της για τον Άλκη προκειμένου να γλιτώσει η οικογένειά της από τα χρέη, μιας και θεωρεί πως είναι σαν να την εμπορεύονται, σαν να πωλούν το κορμί της, μόνο και μόνο για να διασφαλίσουν χρήματα. Η Ευλαλία αρνείται να παραχωρήσει στον πατέρα της και στην οικογένειά της το δικαίωμά της να αποφασίζει η ίδια για τη ζωή της και για το μέλλον της, φανερώνοντας έναν αξιοθαύμαστο δυναμισμό, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η εποχή στην οποία διαδραματίζονται αυτά τα γεγονότα. Η κοπέλα αντλεί, προφανώς, δύναμη από τον βαθύ έρωτα που αισθάνεται για τον Άλκη και μη θέλοντας να στερηθεί την παρουσία του στη ζωή της, αντιδρά με σθένος και με αξιοπρέπεια στο αίτημα των δικών της. Δεν είναι εμπόρευμα, ούτε υποχείριό τους, για να την κάνουν ό,τι θέλουν εκείνοι, είναι ένας άνθρωπος με κάθε δικαίωμα να ελέγχει τη ζωή της.
Η Ευλαλία αξιολογεί την αγάπη ως κάτι το πολύ σημαντικότερο από τα χρήματα και αρνείται να την αντιμετωπίσουν ως προϊόν προκειμένου να ξεφύγουν οι δικοί της από τα χρέη τους. Θεωρεί πως έχει κι εκείνη, όπως και κάθε άνθρωπος, το δικαίωμα να νιώσει και να ζήσει την αγάπη, κι αυτό το δικαίωμα δεν είναι διατεθειμένη να το απωλέσει για χάρη των χρημάτων. Εμφανίζεται, έτσι, ως άνθρωπος με δυναμισμό και υψηλό αίσθημα αξιοπρέπειας, με αυτοσεβασμό και, φυσικά, με πλήρη επίγνωση της αξίας που έχει η πραγματική αγάπη. Σε αντίθεση με την αδερφή της, τη Λουΐζα, που δεν θα δίσταζε να παντρευτεί τον πλούσιο γαμπρό, προκειμένου να ζήσει με οικονομική άνεση, η Ευλαλία αναγνωρίζει πολύ μεγαλύτερη αξία στον εαυτό της και στην ουσιαστική ευτυχία που μπορεί να προκύψει μέσα από τα αληθινά συναισθήματα, γι’ αυτό και δεν προτίθεται να αρνηθεί τον έρωτα και την αγάπη για κάτι που το θεωρεί τόσο ευτελές, όπως είναι τα χρήματα.
Περισσότερο εκπαιδευτικό υλικό για το Λύκειο εδώ.