Θα μπορούσες ποτέ να διαλέξεις ποιος θα πεθάνει και ποιος θα ζήσει; Θα μπορούσες να αποφασίσεις για τον θάνατο ενός ανθρώπου χωρίς να βρεθείς έρμαιο των τύψεων και του ψυχολογικού τραύματος μετά; Δύσκολο.
Έρχονται όμως στιγμές και εποχές όπως αυτή που άνθρωποι καλούνται χωρίς τη θέλησή τους να το κάνουν αυτό. Σίγουρα όταν επιλέγεις να γίνεις γιατρός, νοσοκόμος, νοσοκόμα, άνθρωπος στην περίθαλψη ασθενειών εν πάση περιπτώσει, ξέρεις πως η επιλογή σου πάει πακέτο και με αυτό. Ποτέ όμως δεν φαντάζεται κανείς ότι αυτό το κομμάτι της “συμφωνίας” περιλαμβάνει τέτοια κατολίσθηση υποθέσεων.
Οι άνθρωποι στα νοσοκομεία και στα συστήματα υγείας όλου του κόσμου, σε αντίθεση με τα περισσότερα επαγγέλματα, δεν θα υποχρεωθούν να δουλέψουν από το σπίτι, δεν θα δουν μια ύφεση στη δουλειά τους, δεν θα πάρουν ξεκούραση. Αντιθέτως, οι βάρδιες τους θα αυξηθούν σε ώρες και σε ποσότητα, η ξεκούραση θα είναι κάτι άγνωστο και θα κληθούν να εκθέσουν εαυτόν στον κίνδυνο του κορονοϊού με την ελπίδα ότι δεν θα κολλήσουν.
Είναι πολύ λίγες οι χώρες αυτή τη στιγμή στον κόσμο που έχουν εξοπλίσει πλήρως τους ανθρώπους στο σύστημα υγείας ώστε να θωρακιστούν με μια κάποια ασφάλεια απέναντι στον ιό. Κι οι περισσότερες βρίσκονται στη Σκανδιναβία από τη Δύση και στην Άπω Ανατολή από τον υπόλοιπο πλανήτη. Η Ταϊβάν, η Ιαπωνία και η Ταϊλάνδη είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Η Κίνα, αν και φαίνεται να έχει θέσει υπό έλεγχο τον ιό, είναι στο άλλο άκρο, με πάνω από 3.300 γιατρούς να έχουν νοσήσει και 13 να έχουν πεθάνει, μόλις πριν 10 ημέρες αυτό.
Εκτός όμως από την διαρκή έκθεση σε έναν κίνδυνο με αυτοθυσία και με πίστη στην τέλεση του σπουδαίου έργου τους, οι άνθρωποι στα νοσοκομεία είναι επιφορτισμένοι με ένα δυσβάσταχτο φορτίο που δεν γνωρίζουμε πόσοι θα το άντεχαν.
Σε αντίθεση με εμάς τους δημοσιογράφους ή άλλα επαγγέλματα που πρακτικά δεν έχουμε να προσφέρουμε πολλά στην κοινωνία, ειδικά τη σήμερον ημέρα όπου όλοι είναι δυνητικά δημοσιογράφοι, οι γιατροί προσφέρουν την ζωή και την ψυχολογία τους στην προσπάθεια να περιοριστεί η απειλή.
Πώς; Ο εξοπλισμός για την υποστήριξη των ασθενών που πάσχουν από τον Covid-19 είναι ελάχιστος μπροστά στα κρούσματα σε όλες σχεδόν τις χώρες. Δεν έχει να κάνει με το αν η χώρα είναι σε οικονομική ευημερία ή όχι. Έχει να κάνει με το ότι ο ιός έπιασε τους πάντες στο ξαφνικό και δεν αφήνει χρόνο προετοιμασίας.
Ο ρυθμός του είναι εκθετικός και ο αριθμός των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων σε σχέση με τον πραγματικό αριθμό σε κάθε χώρα, απέχει παρασάγγας ως και 28 φορές κάτω. Αν στον αριθμό των κρουσμάτων προστεθούν και οι άνθρωποι που θέλουν να εξεταστούν χωρίς να έχουν σύμπτωμα ή να έχουν κολλήσει τον ιό, το πράγμα ξεφεύγει.
Στις ΗΠΑ για παράδειγμα ο κρατικός μηχανισμός διαθέτει 250 μηχανισμούς υποστήριξης για κάθε 100.000 ανθρώπους. Κι αυτό είναι η αισιόδοξη στατιστική. Τουλάχιστον, στην Αμερική αποφάσισαν να χρηματοδοτήσουν το εθνικό σύστημα υγείας με 8.3 δισεκατομμύρια δολάρια στο κομμάτι της τηλε-ιατρικής, ώστε να απομειωθεί ο συνωστισμός στα νοσοκομεία και να διενεργούνται εξετάσεις μέσα από κινητό ή τάμπλετ σε κάποιες περιπτώσεις. Σε άλλες χώρες αυτά είναι πολύ ψιλά γράμματα.
Στην Ελλάδα οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας είναι λίγες, κι απ΄αυτές ένας μεγάλος αριθμός δεν λειτουργεί καθώς δεν υπάρχει το νοσηλευτικό προσωπικό. Σε κάποιες περιφέρειες δε, δεν υπάρχει ΜΕΘ ούτε για δείγμα.
Παράλληλα, η αύξηση της εργασίας δημιουργεί εκ των πραγμάτων περισσότερη κούραση, κάτι που και μειώνει τις άμυνες του οργανισμού, άρα κάνει πιθανότερη τη μόλυνση, και απορροφά ενέργεια από την διατήρηση του μόχθου τους στα αναγκαία υψηλά επίπεδα. Σε περίπτωση δε που εμφανίσουν κάποιο σύμπτωμα, θα μπουν σε καραντίνα για 14 ημέρες, άρα αφαιρείται η συμβολή ενός από την αλυσίδα και θα πρέπει οι υπόλοιποι κρίκοι να αυξήσουν αντοχές. Κάτι που δεν μπορεί να συμβεί για πολύ καιρό, όπως γίνεται αντιληπτό.
Σε ένα τέτοιο σκηνικό αμείλικτων αριθμών, το πρόβλημα γίνεται άμεσα ορατό: ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει; Και το ακόμα πιο ζόρικο είναι πως οι γιατροί δεν καλούνται μόνο να διαλέξουν ανάμεσα σε έναν ασθενή κορονοϊού και έναν άλλο ασθενή κορονοϊού. Σε αρκετές περιπτώσεις καλούνται να επιλέξουν να σώσουν και τους δύο ασθενείς μέσω νοσηλείας, αλλά να τεθεί εκτός ένας ασθενής από άλλη νόσο. Αυτό είναι εύλογο, καθώς προηγείται ο περιορισμός μιας πανδημίας σε σχέση με μια νόσο μη μεταδοτική, κι ας είναι πιθανότερο οι δύο του κορονοϊού να μην πεθάνουν, ενώ ο ασθενής άλλης νόσου να έχει μεγαλύτερο κίνδυνο.
Θα έχει ενδιαφέρον όταν τεθεί υπό έλεγχο η κατάσταση, να εκτιμηθεί όχι μόνο πόσοι ασθενείς πέθαναν άμεσα από τον κορονοϊό, αλλά πόσοι πέθαναν έμμεσα επειδή δεν υπήρχαν οι πόροι για την θεραπεία τους από μια άλλη ασθένεια εξίσου σοβαρή.
Αυτή τη στιγμή οι άνθρωποι στην υγεία βιώνουν μια προσομοίωση κλιματικής καταστροφής. Στο περιβάλλον, όταν ο τόπος κατοικίας ενός είδους καταστρέφεται ή αλλάζει τρομακτικά, χρειάζεται κάποιες δεκαετίες μέχρι να προσαρμοστεί. Όμως μέχρι να ξεκινήσει την διαδικασία προσαρμογής στο νέο περιβάλλον, έχουν επέλθει 15 νέες αλλαγές. Κάτι παρόμοι θα συμβεί-συμβαίνει και στα νοσοκομεία του κόσμου αυτές τις εβδομάδες, ιδίως σε Ιταλία, Ιράν και Νότιο Κορέα που είναι στη χειρότερη κατάσταση. Πριν προλάβουν να μετρήσουν τους νοσούντες, οι γιατροί βλέπουν να εμφανίζονται 100 και 200 νέα κρούσματα!
Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα παραπάνω από το να αναγνωρίσουμε και να προτρέψουμε όλους εσάς και τους εαυτούς μας να ακολουθούμε κατά γράμμα τα μέτρα ασφαλείας κι όχι τη μπουρδολογία μιας ολόκληρης εκκλησίας. Όχι μόνο για τη δική μας υγεία, αλλά και για να αφαιρεθεί όσο γίνεται φορτίο από τους γιατρούς, ώστε να μπορέσουν να κάνουν καλύτερα το δύσκολο έργο που τους έλαχε.