Τοποθέτηση του Συλλόγου Γονέων Προτύπου Γυμνασίου Αναβρύτων σχετικά με θέματα που αφορούν στα Πρότυπα σχολεία, όπως αυτά αναφέρονται στο Νέο Πολυνομοσχέδιο για την Παιδεία που τέθηκε σε Δημόσια Διαβούλευση:
”Αρχικά ως προς το ζήτημα της επιλογής των μαθητών στα Πρότυπα Σχολεία δηλώνουμε κάθετα αντίθετοι στη διενέργεια εξετάσεων για τους μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου Προτύπου Σχολείου προς το συνδεδεμένο Πρότυπο Λύκειο (τόσο για τους ήδη φοιτούντες όσο και τους μελλοντικούς) όπως προβλέπεται στο ΑΡΘΡΟ 18 για τους εξής λόγους:
1. Οι μαθητές των Προτύπων Γυμνασίων έχουν ήδη αξιολογηθεί κατά την εισαγωγή τους σε αυτά συμμετέχοντας σε ιδιαίτερα απαιτητικές εξετάσεις στα πρότυπα των Πανελληνίων και μάλιστα στην τρυφερή ηλικία των 12 ετών, τελείως συνειδητά. H «απόδειξη» της αξίας τους με επανεξέταση που τους τοποθετεί εκ νέου στο «σημείο Μηδέν» είναι εκτός από αχρείαστη και αντιπαιδαγωγική. Άλλωστε, η έως τώρα εμπειρία μας είναι αδιαμφισβήτητη: οι ετήσιες επιδόσεις, τα ποσοστά αριστείας, η επιτυχία σε διάφορους πανελλήνιους διαγωνισμούς μαθηματικών, ρητορικής, φυσικής κλπ καταδεικνύει το αχρείαστο της επαναξιολόγησης. Ιδιαίτερα θα προτρέπαμε την κ. Υπουργό να δώσει έμφαση στα αποτελέσματα των Πανελληνίων Εξετάσεων της σχολικής χρονιάς 2018 – 2019 του Σχολείου μας, στις οποίες συμμετείχαν για πρώτη φορά μαθητές που πέρασαν στο Πρότυπο Γυμνάσιο Αναβρύτων με εξετάσεις και ΔΕΝ επαναξιολογήθηκαν σε ολόκληρη τη διάρκεια της φοίτησής τους. Η πράξη αποδεικνύει ότι ο θεσμός της απευθείας διασύνδεσης λειτουργεί καλώς!
2. Το Πρότυπο Σχολείο, με το Γυμνάσιο και το Λύκειο να ανήκουν στην ίδια βαθμίδα εκπαίδευσης, είναι και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ενιαία οντότητα, με ενιαίο εκπαιδευτικό πρόγραμμα από την αρχή μέχρι το τέλος για να μπορεί να αξιολογηθεί. Σε καμία περίπτωση δεν τεκμηριώνεται παιδαγωγικά αλλά και επιστημονικά η ανάγκη «ανανέωσης του μαθητικού πληθυσμού» όπως και δεν εξηγείται η επιλεκτική της επίκληση στα Πρότυπα Σχολεία σε σχέση με τα Πειραματικά, όπου η φοίτηση προβλέπεται να είναι απρόσκοπτη για έξι χρόνια. Επιπλέον, η οντότητα αυτή δικαιούται να απολαμβάνει καθολικά την εμπιστοσύνη της Πολιτείας. Η εισαγωγή εξετάσεων από το Γυμνάσιο στο Λύκειο, καταδεικνύει έλλειψη εμπιστοσύνης της ΙΔΙΑΣ της Πολιτείας στο θεσμό των Προτύπων και ιδιαίτερα του Προτύπου Γυμνασίου. Το Πρότυπο Γυμνάσιο αφενός αμφισβητείται εμπράκτως (στην ουσία αμφισβητείται ο ρόλος των ίδιων των καθηγητών, αλλά και της συνέπειας των μαθητών), αφετέρου ενδέχεται να μετατραπεί σε κέντρο προετοιμασίας για τα μαθήματα στα οποία θα εξεταστούν εκ νέου οι μαθητές ώστε να συνεχίσουν να φοιτούν στο Σχολείο τους.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί μία αντιμετώπιση “δύο μέτρων και δύο σταθμών” τη στιγμή που στα Πειραματικά τα οποία γίνονται Πρότυπα ο Σεπτέμβρης που έρχεται θα βρει μία Α’ Λυκείου που “κληροδοτήθηκε” από την κλήρωση της Α’ Γυμνασίου καθώς και μια φουρνιά Β’ και Γ’ Λυκείου που θα αποφοιτήσει με απολυτήριο Προτύπου μην έχοντας περάσει καμία από τις δύο -που σύμφωνα με το νέο Νομοσχέδιο επιβάλλονται στα Πρότυπα Σχολεία- εξετάσεις.
«Οι μαθητές, οι οποίοι φοιτούν ήδη σε μία από τις τρεις τάξεις του Γυμνασίου ή του Λυκείου, κατά τον χαρακτηρισμό του σχολείου τους ως Π.Σ., δεν υπόκεινται σε εξετάσεις ή δοκιμασία (τεστ) δεξιοτήτων, προκειμένου να διασφαλίσουν την παραμονή τους στο σχολείο όπου ήδη φοιτούν. Και τούτο, σταθμίζοντας αντικειμενικούς λόγους που συνέχονται αφενός με την ίδια τη συνεκτικότητα των τάξεων κάθε βαθμίδας, και αφετέρου με την ανάγκη αποφυγής αιφνιδιασμού των μαθητών εν μέσω φοίτησής τους στην εκάστοτε εκπαιδευτική βαθμίδα», διαβάζουμε σχετικά. Φαίνεται ότι οι αντικειμενικοί λόγοι που ισχύουν για τους μαθητές των Πειραματικών Σχολείων δεν ισχύουν για εκείνους των Προτύπων. Και πραγματικά απορούμε!
Επιπλέον, στόχος της διενέργειας εξετάσεων μεταξύ των βαθμίδων, όπως αναφέρεται στο Νομοσχέδιο είναι «η παροχή της δυνατότητας ανανέωσης του μαθητικού πληθυσμού, που φοιτά σε Πρότυπα Σχολεία, ώστε να δίνεται έτσι η ευκαιρία σε μεγαλύτερο αριθμό μαθητών να διεκδικούν την εισαγωγή τους στον συγκεκριμένο τύπο σχολείου». Η απορία εύλογη λοιπόν καθώς θα περίμενε κανείς πως με τον προβλεπόμενο υπερδιπλασιασμό των Προτύπων ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται αυτόματα.
3. Οι επιπλέον εξετάσεις θα αποτρέψουν πολλούς άριστους μαθητές από το να πάρουν μέρος στις εξετάσεις για τη Α’ Γυμνασίου λόγω του μελλοντικού ψυχικού και οικονομικού κόστους. Είναι κοινή γνώση ότι στην πλειοψηφία τους, οι υποψήφιοι για την εισαγωγή στα Πρότυπα Γυμνάσια ενισχύουν την προετοιμασία τους σε εξειδικευμένα φροντιστήρια. Η προσθήκη επιπλέον εξετάσεων, ειδικά σε μια φαινομενικά “κενή” για τα φροντιστήρια χρονιά όπως είναι η Γ’ Γυμνασίου, δημιουργεί, δυστυχώς, εύλογα ερωτηματικά ως προς τη σκοπιμότητά της, εκτός της αναστάτωσης που ήδη περιγράφουμε στο σύνολό της. Στο σημείο αυτό σας μεταφέρουμε δεδομένα από την τελευταία μας Γενική Συνέλευση, κατά την οποία πολλοί γονείς υποστήριξαν ότι αν γνώριζαν ότι τα παιδιά τους επρόκειτο να περάσουν ξανά τη διαδικασία τέτοιων εξετάσεων, ενδεχομένως να μην έμπαιναν σε αυτή εξαρχής, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υπογράμμισαν ότι αρνήθηκαν υποτροφίες που είχαν δεχτεί σε διάφορα ιδιωτικά σχολεία για τη φοίτηση στα Ανάβρυτα.
Επιπλέον, δεδομένου ότι η δυνατότητα εξετάσεων εισαγωγής στο Πρότυπο Λύκειο προβλέπεται μόνο στο πλαίσιο κάθε σχολικής μονάδας χωριστά (δηλαδή οι εξετάσεις δεν διοργανώνονται κεντρικά για όλα τα πρότυπα), είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι ο στείρος ανταγωνισμός μεταξύ των συμμαθητών της ίδιας τάξης θα θριαμβεύσει. Τα παιδιά παύουν να είναι συμμαθητές και συναγωνιστές προς τη γνώση, γίνονται απλοί ανταγωνιστές σε ένα αγώνα για μία θέση στο πρότυπο Λύκειο.
4. Η περίοδος της εφηβείας αποτελεί όπως όλοι ξέρουμε μια ιδιαίτερα κρίσιμη φάση στη μετάβαση από την παιδικότητα στη νεότητα και την ομαλή ένταξη στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η απειλή και μόνο και πολύ περισσότερο η επέλευση βίαιων αλλαγών περιβάλλοντος, πέρα από τις εκπαιδευτικές συνέπειες, θα έχει πολύ πιο σημαντικές ψυχικές επιπτώσεις στα παιδιά αυτά και θα τα γεμίσει με αισθήματα ματαίωσης, ανασφάλειας, αίσθησης αδίκου και αγωνίας. Αισθήματα που μπορούμε να σας βεβαιώσουμε ότι έχουν αρχίσει ήδη να αναστατώνουν τα παιδιά μας. Το νιώθουμε όλοι ήδη μέσα στα σπίτια μας στην ιδέα και μόνο. Θεωρούμε ότι η «επιστροφή» ενός αγοριού ή κοριτσιού στην τρυφερή ηλικία των 15 ετών στο σχολείο της γειτονιάς του, αφήνοντας πίσω τους φίλους που απέκτησε ύστερα από δυσκολίες (γιατί, ας μην ξεχνάμε ότι τα “Πρωτάκια” στα Πρότυπα ξεκινούν όλα ως άγνωστοι μεταξύ αγνώστων) και μάλιστα με την υποψία έστω της στάμπας του αποτυχημένου, θα αποτελέσει για το ίδιο το παιδί και τους γονείς του δυσεπίλυτο πρόβλημα. Πιστεύουμε ότι κανείς δε θα ήθελε να φέρει το βάρος της ευθύνης ενός τέτοιου ψυχικού τραύματος έστω και για ένα μόνο έφηβο που θα βρισκόταν σε τέτοια δυσχερή θέση.
Συνοψίζοντας, σχετικά με τα παιδιά που ήδη βρίσκονται στα Πρότυπα Γυμνάσια, μαθητές Α’ και Β’ τάξεως, κατηγορηματικά πιστεύουμε ότι η κλήση τους σε εξετάσεις επαναξιολόγησης είναι απαράδεκτη. Η ίδια η Πολιτεία σε μια τέτοια περίπτωση αλλάζει τους όρους «του παιχνιδιού» παραβιάζοντας κάθε αρχή εμπιστοσύνης των πολιτών προς το Κράτος. Τα παιδιά αυτά και οι οικογένειές τους έκαναν το σχεδιασμό της ζωής τους για τα επόμενα 6 χρόνια με άλλα δεδομένα και τη σαφή γνώση ότι θα φοιτήσουν απρόσκοπτα στο Σχολείο που πέτυχαν μέχρι και την αποφοίτηση από το Λύκειο. Η θέση μας είναι σαφής και είναι υπέρ της απόσυρσης των ενδιάμεσων εξετάσεων εν γένει, ωστόσο τονίζουμε την
αυτονόητη εξαίρεση των ήδη φοιτούντων μαθητών ως στοιχειώδη σεβασμό της Πολιτείας προς αυτούς και τους γονείς τους. Άλλως, η Πολιτεία η ίδια καλεί τα παιδιά να ανταγωνισθούν για να διατηρήσουν τη συμφωνία που η ίδια έχει συνάψει μαζί τους, και να προστατεύσουν από μόνα τους την κοινωνική τους ζωή και την ψυχική τους υγεία.
Ειδικότερα οι λόγοι για τους οποίους διεκδικούμε τα κεκτημένα των μαθητών βασίζονται στους νόμους 4327/2015 και 4610/2019 .
Δυνάμει του αρ. 11 παρ. 6 του Ν. 4327/2015, με το οποίο τροποποιήθηκε το αρ.44 του Ν.3966/2011 ορίστηκε η διαδικασία εισαγωγής στα Πρότυπα Γυμνάσια αλλά και την μετέπειτα σχολική πορεία των μετέπειτα επιτυχόντων από την Α΄Γυμνασίου μέχρι και την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Γ’ Λυκείου) Συγκεκριμένα, η βούληση του νομοθέτη ήταν η εισαγωγή των υποψηφίων μαθητών στα Πρότυπα Γυμνάσια κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων και η μετέπειτα σχολική πορεία των επιτυχόντων μαθητών μέχρι το πέρας την Γ’ Λυκείου υπόκειται αποκλειστικά και μόνο σε ενδοσχολικές απολυτήριες εξετάσεις.
Η εν λόγω νομοθετική βούληση μετουσιώθηκε με την υπ. Αριθμό 67562/Δ6(ΦΕΚ Τ. Β’1638/13-5-2019) απόφαση του Υπουργού Παιδείας, ορίστηκε ρητώς ότι οι μαθητές της Γ΄ τάξεως του Γυμνασίου εγγράφονται αυτοδικαίως στην Α’ τάξη του Λυκείου κατά την περίπτωση σύνδεσης των Προτύπων Γυμνασίων και Λυκείων.
Σχετικά με τα ΑΡΘΡΑ 19 & 20 που αφορούν στο διδακτικό προσωπικό και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών σημειώνουμε τα εξής:
Το νομοσχέδιο ενώ κηρύσσει με το άρθρο 10, την ίδρυση σχολείων Π.Σ και ΠΕΙ.Σ. “με σκοπό να συμβάλουν στο μέγιστο στον εκπαιδευτικό σχεδιασμό και την πιλοτική εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής, ώστε να καλλιεργηθούν και να διαχυθούν οι βέλτιστες εκπαιδευτικές μέθοδοι, πρακτικές και εργαλεία σε όλο το εκπαιδευτικό σύστημα” δεν λαμβάνει υπόψη: Α) τον πιο θεμελιώδη και καθοριστικό παράγοντα -σύμφωνα με την διεθνή και ελληνική επιστημονική βιβλιογραφία- τον εκπαιδευτικό. Η αναφορά στον εκπαιδευτικό, είναι μόνο για να του αναθέσει πρόσθετο έργο υψηλού επιπέδου και για να αξιολογήσει στο έργο του αυτό και Β) Την επιστημονικότητα /αξιοπιστία στην αξιολόγηση. Γ) Την ανάγκη μείωσης της γραφειοκρατίας και αύξησης της αποτελεσματικότητας, αφού δεν συγκροτείται αυτοτελής δομή Προτύπων και Πειραματικών Σχολείων.
Επισημαίνουμε πιο συγκεκριμένα, τα καθοριστικά για την επιτυχία του θεσμού θέματα/ ελλείψεις:
Α) Σε όλο το νομοσχέδιο είναι διάχυτη η αναφορά στην αριστεία και αξιοκρατία, αξίες αναμφισβήτητα θετικές και ζητούμενες. Πουθενά όμως δεν δίνεται αξιοκρατική ανταπόδοση σε εκπαιδευτικούς της τάξης του ΠΕΙ.Σ. ή Π.Σ. αλλά ούτε καν σε αυτούς που τοποθετεί με διακεκριμένες θέσεις ευθύνης όπως του Σχολικού Συντονιστή, μέλους του ΕΠΕΣ, μέλους της ΔΕΠΠΣ. Σε επεξήγηση των παραπάνω, αναφέρουμε ενδεικτικά, κάποια ανταποδοτικά προς τους εκπαιδευτικούς- που ήδη ήταν νομοθετημένα στο παρελθόν όπως α) Επίδομα ειδικό (παρ 8 του άρθρου 48 νόμου 3966/11) και β) μοριοδότηση για θέσεις ευθύνης (παρ. θθ’ του άρθρου 329 νόμου 4072/2012) τα οποία όμως ποτέ και παρανόμως δεν αποδόθηκαν. Η έλλειψη ανταποδοτικών εργασιακών σε συνδυασμό με τις υψηλές εργασιακές απαιτήσεις, θα δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο την εύρεση εκπαιδευτικών υψηλά προσοντούχων για να υπηρετήσουν στα Πρότυπα και Πειραματικά Σχολεία (ήδη έχουν μείνει λιγότεροι από τους μισούς των αρχικά επιλεγμένων εκπαιδευτικών).
Β) Όσον αφορά στην αξιολόγηση, δεν δίνεται πουθενά στο νομοσχέδιο κανένα εχέγγυο που να εξασφαλίζει όρους αξιοκρατικής/αξιόπιστης αξιολόγησης αφού δεν προβλέπει αξιολόγηση και επιμόρφωση/ειδίκευση των αξιολογητών πάνω στην αξιολόγηση και στο έργο το οποίο τους ανατίθεται: συγκεκριμένα του Διευθυντή, του Σχολικού Συντονιστή, του Συντονιστή Εκπαιδευτικού Έργου, του Προέδρου του ΕΠΕΣ. Πώς επομένως θα εξασφαλισθεί η ορθή και αμερόληπτη κρίση τους και η επιτυχής καθοδήγηση του υψηλού έργου των σχολείων;
Γ) Ακόμη παράγοντας αύξησης της γραφειοκρατίας και έλλειψη αποτελεσματικότητας στην προώθηση των καινοτομιών, αποτελεί το γεγονός πως δεν ιδρύεται αυτοτελής δομή στο Υπουργείο αλλά όλες οι αρμοδιότητες και η λήψη αποφάσεων διαχέονται μεταξύ Περιφέρειας, ΙΕΠ και με το ρόλο της ΔΕΠΠΣ στα περισσότερα θέματα να περιορίζεται σε εισηγητικό προς τον Υπουργό.
Οι παραπάνω πολύ σημαντικές ελλείψεις, αν δεν αποκατασταθούν, ανησυχούμε ότι θα επιφέρουν βραχυκύκλωση στην υλοποίηση του υψηλού επιπέδου έργου που διακηρύσσει και επιχειρεί το νομοσχέδιο.
Και τέλος, με μνεία στη δωρεάν δημόσια εκπαίδευση, ζητούμε την χορήγηση του Ειδικού Μαθητικού Δελτίου (ΕΜΔ) που παρέχει δωρεάν μετακίνηση στα ΜΜΜ ΚΑΙ για τους μαθητές των Προτύπων Σχολείων αφού και τα Πρότυπα είναι δημόσια σχολεία.
Ως Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων του Προτύπου Γυμνασίου Αναβρύτων εκφράζουμε την εμπιστοσύνη μας στις προθέσεις της Πολιτείας και της Υπουργού Παιδείας κ. Κεραμέως προσωπικά αλλά και την πεποίθησή μας ότι οι όποιες παραλείψεις ή αστοχίες θα διορθωθούν και για το λόγο αυτό άλλωστε συμμετέχουμε στη δημόσια διαβούλευση του πολυνομοσχεδίου, στα ζητήματα που κύρια μας αγγίζουν”.