Κατά τον 19ο αιώνα, τη στιγμή που οι περισσότερες μεγάλες επιδημίες υποχωρούν υπό το βάρος της τεχνολογικής ανάπτυξης στην υγεία, μια άλλη ασθένεια προκύπτει ως μάστιγα πόλεων και επαρχίας: η φυματίωση.
Η εμφάνισή της χρονολογείται από τα παλαιά χρόνια, αλλά με την πάροδο του χρόνου, η πνευμονική μορφή που ονομάζουμε φθίση εμφανίζεται όλο και συχνότερα και από τις αρχές του 19ου αιώνα και προκαλεί στην Αγγλία και τη Γαλλία, σημαντική θνησιμότητα.
Κατά το πρώτο τέταρτο του αιώνα εκτιμάται ότι είναι υπεύθυνη για το 20% των θανάτων.
Η φθίση, πιστεύεται για μεγάλο διάστημα, είναι μια κληρονομική ασθένεια η οποία προσβάλλει κυρίως τους νέους, πλούσιους, προικισμένους και ευαίσθητους ανθρώπους, κατά προτίμηση τις γυναίκες και τους ποιητές. Η αρρώστια υποτίθεται ότι αποκαλύπτει τη βαθιά αλήθεια των ανθρώπων με πάθος, οι οποίοι θεωρούνται μερικές φορές σχεδόν ιδιοφυείς.
Σύμφωνα με τη ρομαντική προσέγγιση, ο πυρετός, η καυτή ανάλωση, δεν είναι παρά η σωματική έκφραση της φωτιάς που καίει την ψυχή τους. Προς τα τέλη του αιώνα, συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία θα μας δώσουν μια αρκετά διαφορετική πραγματικότητα: η φυματίωση προσβάλλει κυρίως τους φτωχούς και τους προλετάριους των μεγάλων πόλεων.
Είναι μια αρρώστια της εξαθλίωσης και της τρώγλης. Συγχρόνως, δεν τη θεωρούν πια κληρονομική: το 1882 ανακαλύπτεται το μικρόβιο το οποίο είναι υπεύθυνο, ο βάκιλλος του Κωχ, και διαπιστώνεται ο μολυσματικός του (contagieux) χαρακτήρας.
Γίνεται τότε το αντικείμενο μιας ηθικολογικής εκστρατείας όπως επίσης και μιας μάχης αυστηρά ιατρικής. Δημιουργούνται σύλλογοι για τις διάφορες κοινωνικές μάστιγες: τη φυματίωση αλλά επίσης τον αλκοολισμό και τα αφροδίσια νοσήματα.
Η αρρώστια, όπως πιστεύουν γιατροί, πολιτικοί και αστοί, γεννιέται από την έλλειψη υγιεινής των λαϊκών τάξεων και αποτελεί αντανάκλαση της υποβάθμισής τους ή ακόμη και της ανηθικότητάς τους. Τόσο στο συλλογικό φαντασιακό (imaginaire) όσο και λόγω του πραγματικού κινδύνου που αντιπροσωπεύει, η φυματίωση παίρνει τη σκυτάλη των προηγούμενων μεγάλων επιδημιών.
Εντούτοις, τα ιδιαίτερα της χαρακτηριστικά εισάγουν μια αποφασιστική αλλαγή στην εικόνα που σχηματίζουμε για τους αρρώστους και την κοινωνική θέση που τους αρμόζει. Πράγματι, αν και η ασθένεια σκοτώνει μαζικά, δεν βιώνεται πια ως συλλογικό φαινόμενο.
Πεθαίνουν ατομικά και σε αργό ρυθμό λόγω της φυματίωσης: γίνεται λοιπόν, μερικές φορές, ένας τρόπος ζωής για πολλά χρόνια ενώ, εξαιτίας του βίαιου χαρακτήρα της, η επιδημία δεν αποτελούσε μέχρι τότε παρά ένα είδος θανάτου.
Η μακροχρόνια παράταση της ζωής επιτρέπει επίσης να γίνει αντιληπτό ένα πρόσωπο που δεν είχαμε συναντήσει σχεδόν καθόλου στις προηγούμενες επιδημίες: ο άρρωστος, η κατάσταση και ο ιδιαίτερος τρόπος ζωής του. Αυτό θα πάρει δύο μορφές: αρχικά, για τους πλούσιους της αρχής του αιώνα, αντιπροσωπεύει το ταξίδι σε μια χώρα με ήλιο όπου θέλουν να ελπίζουν σε μια βελτίωση, αλλά και το ταξίδι ως προνόμιο ενός καταδικασμένου.
Το ταξίδι αντικαταστάθηκε αργότερα από τα «σανατόρια». Τα πρώτα δημιουργούνται στη Σιλεσία μεταξύ 1854 και 1859· εκείνα των πλουσίων είναι πολυτελή -ο Γερμανός συγγραφέας Τόμας Μαν κάνει μια αξέχαστη περιγραφή τους στο μυθιστόρημα του «Το Μαγικό βουνό».
Αργότερα, θα δημιουργηθούν σανατόρια για τους φτωχούς. Τα ιδρύματα αυτά θα κλείσουν σταδιακά, γύρω στο 1950, μετά την ανακάλυψη των αντιβιοτικών, της στρεπτομυκίνης και του Rimifon, εκείνων των φαρμάκων που τελικά επέτρεψαν τον έλεγχο της ασθένειας.
Το Σανατόριο στα Μαγούλιανα, μέσα στο τοπίο Η «απομονωμένη» ζωή των φυματικών θυμίζει και, κατά έναν τρόπο, παρατείνει τον παραδοσιακό αποκλεισμό των αρρώστων, όπως τον αποκλεισμό των λεπρών. Εντούτοις, ο διαχωρισμός δεν είναι πλέον ριζικός: δεν θέλουμε πια να εξαφανίσουμε το κακό και τα θυματά του. Στα σανατόρια, οι ασθενείς δέχονται επισκέψεις.
Ελπίζουν μάλιστα ότι θα βγουν. Εξάλλου, το σανατόριο αποτελεί έναν κόσμο από μόνο του, μια μικροκοινωνία με τις συνήθειες της (θεραπεία στον καθαρό αέρα, καλή διατροφή), τους κανόνες, τα τελετουργικά και τις σχέσεις της. Το μυθιστόρημα του Τόμας Μαν περιγράφει με έξοχο τρόπο τους πλούσιους ασθενείς που νοσηλεύονται σε ένα πολυτελές ίδρυμα.
Παρουσιάζει τον τρόπο ζωής τους, γεμάτο απολαύσεις και επιτήδευση. Ο Pierre Guillaume ανέλυσε την κλειστή οργάνωση και την μάλλον αυστηρή πειθαρχία, καθώς επίσης και τις πρακτικές εγκοινωνισμού στα γαλλικά σανατόρια.
Έδειξε επίσης ότι η διάσταση με τον εξωτερικό κόσμο δεν είναι απόλυτη: η «TSF» φέρνει μια πραγματική επανάσταση· επίσης, κάποια ιδρύματα έρχονται σε συμφωνία με τα πανεπιστήμια ώστε οι οικότροφοί τους να μπορούν να φοιτούν. Τέλος, γύρω στα 1930, δημιουργούνται ενώσεις φυματικών.
Ο Νοµός Αρκαδίας µε τα ελατοσκέπαστα βουνά του διέθετε το πλέον κατάλληλο φυσικό περιβάλλον για τη λειτουργία σανατορίων. Έτσι, εδώ είχαµε τη λειτουργία τριών σανατορίων, στην ευρύτερη περιοχή της Βυτίνας και ένα στην Τρίπολη. ΣΑΝΑΤΟΡΙΟ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ Το Σανατόριο της «Μάνας» πλησίον του χωριού Μαγούλιανα της Βυτίνας, αποτελεί µοναδικό δείγµα νοσοκοµειακής αρχιτεκτονικής, ευρισκόµενο µέσα σε µια ονειρική τοποθεσία, µε υψόμετρο περίπου 1.500 µ., που θυµίζει ελβετικό τοπίο.
Το σανατόριο κτίστηκε το 1923 (κατά άλλους το 1925) µε πρωτοβουλία και εράνους της αδερφής του Παύλου Μελά, Άννας Παπαδοπούλου -που ήταν γνωστή ως Μάνα- για τη νοσηλεία των φυµατικών αρρώστων της µικρασιατικής εκστρατείας του 1920-22 και για το λόγο αυτό το σανατόριο ονοµάσθηκε έτσι. Το κτίριο άρχισε να λειτουργεί το 1928 και φιλοδοξία της Άννας Παπαδοπούλου ήταν να το καταστήσει το µεγαλύτερο Σανατόριο των Βαλκανίων. Η σηµερινή εικόνα του κτιρίου, το οποίο ανήκει ιδιοκτησιακά στο Ψυχιατρείο Τρίπολης, είναι θλιβερή και η εγκατάλειψη είναι το κυρίαρχο στοιχείο, αφού παρουσιάζει εκτεταµένες διαβρώσεις στις πλάκες, στα φέροντα στοιχεία, αποσάθρωση σοβάδων, έλλειψη κουφωµάτων, κλπ. ΣΑΝΑΤΟΡΙΟ ΒΥΤΙΝΑΣ Το Σανατόριο της Βυτίνας είναι επίσης γνωστό και µε την ονοµασία «Σανατόριο της Ιθώµης».
Φιλοξένησε µεγάλο αριθµό Μεσσήνιων ασθενών που είχαν προσβληθεί από το µικρόβιο της φυµατίωσης και προσέφερε ανεκτίµητες κοινωνικές υπηρεσίες στον τοµέα της υγείας.
Κτίστηκε µεταξύ του 1927-28 από τον πνευµονολόγο Μπόµπολα, λειτούργησε µε λίγους ασθενείς και προσωπικό, αλλά επειδή δεν απέδωσε οικονοµικά πουλήθηκε και συνέχισε να λειτουργεί µέχρι τον Μάιο του 1941. Το Σανατόριο, που ήταν γνωστό και µε την ονοµασία «Άγιος Τρύφων» βρίσκεται λίγο πιο έξω από τη Βυτίνα, κοντά στο δρόµο προς την Αλωνίσταινα, µέσα σε όµορφο φυσικό περιβάλλον. Το εν λόγω Σανατόριο ακολούθησε την τύχη των υπόλοιπων σανατορίων, όταν ο ρόλος τους περιορίσθηκε, µετά την ανακάλυψη των απαιτούµενων φαρµάκων και σήµερα παρουσιάζει θλιβερή όψη εγκατάλειψης.
Το Σανατόριο της Αλωνίσταινας είναι το τρίτο σανατόριο στην περιοχή της Βυτίνας και είναι ένα ηµιτελές, αλλά πολύ εντυπωσιακό κτίσµα από πέτρα το οποίο έφτιαξαν πάνω από την Αλωνίσταινα οι πνευµονολόγοι Μπόµπολας και Γερουλάνος µε χρηµατοδότηση ενός εµπόρου που λεγόταν Πολίτης. Η τοποθεσία είναι υπέροχη, γεµάτη έλατα και από πάνω υπάρχει η «Δίπορτη Σπηλιά», όπου κρύβονταν οι ντόπιοι, κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν τους κυνηγούσαν οι κατακτητές.
Γύρω υπάρχουν πηγές, όπου µεταξύ των ετών 1920 και 1945, όταν η φυµατίωση ήταν σε έξαρση, οι άποροι πάσχοντες έφτιαχναν καλύβες και έµεναν για να πίνουν το εξαιρετικό νερό και να ζουν στον καθαρό αέρα τρώγοντας ψωµί από τους τρεις φούρνους της Αλωνίσταινας. Το κτίριο βρίσκεται κοντά στο δρόµο που συνδέει τη Βυτίνα µε την Αλωνίσταινα, µέσα σ’ ένα θαυµάσιο φυσικό περιβάλλον, σε υψόµετρο περί τα 1.250 µ. Αναφέρεται και µε την ονοµασία «Παλαιό Ξενοδοχείο», γιατί όταν λειτουργούσε αποτέλεσε ξενοδοχείο – σανατόριο υπερπολυτελείας.
Το Σανατόριο της Τρίπολης ή αλλιώς της Μάκρης, κτίσθηκε το 1947 (κατόπιν µελέτης του Αρχιτέκτονα Ιωάννη Δεσποτόπουλου) πλησίον του οικισµού Μάκρη, ο οποίος βρίσκεται στο 5ο χλµ. της Εθνικής Οδού Τριπόλεως – Καλαµάτας. Το κτίριο λειτούργησε ως σανατόριο µέχρι το 1967, οπότε και άλλαξε χρήση και έγινε το γνωστό Ψυχιατρείο της Τρίπολης και σήµερα αποτελεί το κεντρικό κτίριο των δοµών του Ψυχιατρικού Νοσοκοµείου Τρίπολης.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.