ορθόδοξος < ελληνιστική κοινή ὀρθόδοξος < αρχαία ελληνική ὀρθός + δόξα
Ορθόδοξος είναι αυτός που εφαρμόζει μεθόδους και πρακτικές παραδοσιακές ή γενικώς αποδεκτές.
Στη θρησκεία ορθόδοξος είναι ο πιστός της ανατολικής χριστιανικής Εκκλησίας και όχι της δυτικής καθολικής Εκκλησίας.
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.
Ορθόδοξος είναι αυτός που εφαρμόζει μεθόδους και πρακτικές παραδοσιακές ή γενικώς αποδεκτές.
Στη θρησκεία ορθόδοξος είναι ο πιστός της ανατολικής χριστιανικής Εκκλησίας και όχι της δυτικής καθολικής Εκκλησίας.
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.