Κείμενο I: Παιδεία δύναμις θεραπευτική ψυχής
Εισαγωγικό σημείωμα
Ο λόγος αυτός εκφωνήθηκε από τον I. Θ. Κακριδή στις 30 Ιανουαρίου 1949, ημέρα των Τριών Ιεραρχών, στην αίθουσα τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αναφέρεται στην παιδεία, την οποία αντικρίζει σαν μια δύναμη που καλλιεργεί την ψυχή, και εστιάζεται (ο λόγος) στην πνευματική σχέση δάσκαλου και μαθητή -μια παιδευτική, δηλαδή μορφωτική, σχέση, με αμφίδρομη κίνηση: η μία ψυχή κινεί την άλλη, και μέσα από τη συν-κίνηση (συγκίνησή) τους υψώνονται και οι δύο.
[1] Ανάμεσα στο μαθητή και στο διδάσκαλο είναι βέβαιο πως σιγά σιγά μέσα στα χρόνια της κοινής προσπάθειας υφαίνεται μια σχέση, που μπορεί να θυμίζει άλλους δεσμούς ανθρώπινους, όπως να πούμε των παιδιών με τους γονείς, δεν παύει όμως να κρατεί και την ιδιοτυπία της· γιατί ενώ τη σχέση των παιδιών με τους γονείς τη ρυθμίζουν έξω από τους πνευματικούς και άλλοι παράγοντες, βιολογικοί, οικογενειακοί, οικονομικοί κλπ., η σχέση του μαθητή με το δάσκαλο κρατιέται αποκλειστικά στο πνευματικό επίπεδο [...].
[2] Στο πρώτο πρόχειρο κοίταγμα η σχέση ανάμεσα στο δάσκαλο και στο μαθητή φαίνεται πολύ απλή. Ο πρώτος δίνει γνώσεις και ο δεύτερος δέχεται γνώσεις. Και όμως το πράγμα δε σταματάει εδώ. Το κάτω κάτω, αν ήταν μόνο γνώσεις να μεταδίδουμε, ο καθηγητής θα μπορούσε πολύ ωραία ν’ αντικατασταθεί από τα βιβλία, που τα διαβάζει κανείς με πιο άνεση στο σπίτι του. Εκείνο που περιμένει ο μαθητής –ας είναι και ανεπίγνωστα– είναι κάτι πολύ πιο πλατύ και πολύ πιο βαθύ από το να πλουτίσει το μυαλό του με ορισμένα γνωστικά στοιχεία. Αν είναι ο δάσκαλος να επιδράσει σωστά πάνω του, θα επιδράσει πολύ καθολικότερα. Γι’ αυτό παίρνει τόση σημασία η προφορική διδασκαλία, γι’ αυτό πρέπει ο δάσκαλος να είναι αληθινά μια προσωπικότητα.
[3] Ο νέος γυρεύει να βρει στο δάσκαλο του τον οδηγό της ζωής, κι’ έτσι που είναι ακόμα γεμάτος φλόγα και όνειρο και δίχως πείρα μεγάλη, έτσι που δεν ξέρει την πραγματικότητα και γι’ αυτό θαρρεί πως μπορεί εύκολα να την αλλάξει και να τη διορθώσει, να τη δαμάσει και να την κατευθύνει αυτός, έτσι που πιστεύει απόλυτα στην ηθική και στην πνευματική δύναμη του ανθρώπου, είναι το μόνο φυσικό να δοθεί με όλη του την ψυχή στο δάσκαλο του, που τον περιμένει άξιο να του δείξει το δρόμο για την κατάχτηση της ζωής.
[4] Δίχως να το καταλάβουμε, έχουμε κιόλας μπει στο κεφάλαιο της ψυχολογίας του νέου και πρέπει να το συμπληρώσουμε. Έτσι μεγάλο που θρέφει το όραμα του ανθρώπου ο νέος μέσα του, γίνεται συχνά σκληρός και με τον ίδιο τον εαυτό του και με τους άλλους γύρω του, προπαντός μ’ εκείνους που πιστεύει πολύ.
[5] Το ξέρει ο δάσκαλος: ο πιο σκληρός κριτής του είναι ο μαθητής. Θα ήταν όμως μικρόψυχο αν στην σκληρότητα αυτή ζητούσε να βρει ελατήρια ταπεινά· γιατί αυτή ακριβώς η σκληρότητα δείχνει πόσον ιδανισμό κλείνει μέσα του ο νέος.
[6] Το ίδιο συχνό είναι το παράπονο που ακούγεται για την απιστία των νέων μπροστά στις καθιερωμένες αξίες της ζωής. Οι νέοι, λέμε, δεν πιστεύουν και δε σέβονται τίποτα. Και όμως, όποιος δεν απίστησε νέος, δεν μπορεί να πιστέψει βαθιά, όταν θα γίνει ώριμος άνθρωπος· όποιος βρήκε έτοιμο το σπίτι της πίστης του, πολύ εύκολα μπορεί να βρεθεί μια μέρα έξω, δίχως να το καταλάβει. Γι’ αυτό το χρέος του οδηγού είναι όχι να επιβάλει στην ανήσυχη, ξύπνια νεανική ψυχή μια πίστη έτοιμη. Το χρέος του είναι να του προβάλει τις αξίες της ζωής, να του ξυπνήσει τον πόθο του καλού και τέλος να τον βοηθήσει να τονωθούν μέσα του οι δυνάμεις της ψυχής, αυτές που θα τον στηρίξουν να θεμελιώσει ο ίδιος, με προσωπικό πόνο, την πίστη αξερίζωτη μέσα του σε κάθε μεγάλη αξία της ζωής.
[7] Από έναν από τους μεγαλύτερους διδασκάλους της αρχαίας Ελλάδας, από τον Πλάτωνα, το ξέρουμε, ότι το μέγιστον μάθημα ρητόν οὐδαμῶς ἐστιν ὡς ἂλλα μαθήματα.
[8] Μονάχα ύστερα από σύντονη κοινή προσπάθεια, ξαφνικά μια μέρα, σαν από μια φλόγα που πετιέται, ένα φως θ’ ανάψει στην ψυχή του νέου, που θα πάρει έπειτα να θρέφεται μοναχό του.
[9] Συχνά μιλούμε για την ηθική επίδραση που ασκεί ο παιδευτής πάνω στο νέο, και, γενικεύοντας ό,τι πιο πριν είπαμε για τις γνώσεις, πιστεύουμε κι’ εδώ πως ο δάσκαλος μόνο δίνει και ο μαθητής μόνο παίρνει. Δεν ξέρουμε ότι σε μια παιδεία, φτάνει ν’ αξίζει το όνομα αυτό πραγματικά, και οι δυο πλευρές ταυτόχρονα και παίρνουν και δίνουν⸱ ότι δεν είναι μόνο ο μαθητής, είναι και ο δάσκαλος που παιδεύεται, ίσως μάλιστα πιο γόνιμα από τον νέο, έτσι που ζει μια ζωή πιο συνειδητή απ’ ό,τι εκείνος.
[10] Παράλληλα πασκίζει και ο νέος να υψωθεί απέναντι στη μορφή του δασκάλου του, καθώς και τον αγαπά και τον πιστεύει. Σ’ αυτή την αμοιβαία υποχρέωση, που δένει μαθητή και δάσκαλο, θα ήθελα να δώσουμε το όνομα χάρις, με τη σημασία που είχε η λέξη στην αρχαία Ελλάδα. Χάρις είναι η ελεύθερη πνευματική σύνδεση δύο ανθρώπων, που καθένας τους και δίνει και παίρνει. Η υποχρέωση που νιώθει ο ένας αντίκρυ στον άλλο δεν ορίζεται από κανένα θετό νόμο· ούτε υπάρχει κανένα υλικό συμφέρο, που να προκαλεί ή να δυναμώνει την κοινή τους προσπάθεια. Στη σχέση αυτή τα άτομα ό,τι κάνουν το κάνουν νιώθοντας τον εαυτό τους απόλυτα ελεύθερο, παράλληλα όμως και υποχρεωμένο κατά κάποιον τρόπο, αυτεξούσιο και μαζί δεμένο, μ’ έναν δεσμό όμως εκούσιο και θελημένο.
[11] Όπως ο μαθητής το δάσκαλο του, το ίδιο βλέπει και ο δάσκαλος το μαθητή του πιο πάνω απ’ ό,τι πραγματικά στέκει, υπερτιμώντας τον πάντοτε, και ηθικά και πνευματικά. Μπορεί να γελάσει κανείς μαζί του, που πιστεύει το μαθητή του καλύτερο απ’ ό,τι στ’ αλήθεια είναι, και να του μεμφθεί την ανεδαφική αυτή πίστη. Όμως εκείνος το ξέρει: το όνομα του δασκάλου δε θα το άξιζε, αν σε κάθε νέο που έρχεται κοντά του δεν έβλεπε μια ψυχή άξια να πραγματώσει κάθε καλό. Κι’ έπειτα, αν δεν πιστέψουμε στο αδύνατο, δεν μπορούμε να εξαντλήσουμε το δυνατό στα έσχατά του όρια.
[12] Έτσι, όπως είδαμε πριν το μαθητή αυστηρό μπροστά στο δάσκαλο, βλέπουμε τώρα το δάσκαλο αυστηρό μπροστά στο μαθητή· γιατί όπως ο νέος, έτσι και ο δάσκαλος κλείνει μεγάλο μέσα του το όραμα του ανθρώπου, κι’ ακόμα, καθώς στέκει δίπλα στη νεότητα, που πρωτοδοκιμάζει τα φτερά της, ξαναζεί τη δική του περασμένη ζωή –τότε που αν δεν ήταν τόσο πλούσιος σε πείρα ζωής και σε γνώση, όμως γι’ αντιστάθμισμα είχε και αυτός πολύ πιο πολλή φλόγα κι’ ορμή [...].
[13] Έτσι ο νέος έλκεται προς το δάσκαλο, γιατί νιώθει την ανάγκη να μεστώσει και να ολοκληρωθεί, ο δάσκαλος πάλι έλκεται προς τον νέο από την ανάγκη ν’ αποξεχάσει για λίγο την πικρή πείρα της ζωής και ν’ αντικρίσει ξανά τον κόσμο με την εμπιστοσύνη και την αγνότητα του νέου [...].
[14] Και όμως, η αμοιβαία αυτή έλξη δεν εξαντλεί το γόνιμο έργο της αληθινής παιδείας. Γιατί στον νέο υπάρχει τώρα κι’ ένα δεύτερο κίνητρο, το ίδιο ίσως δυνατό όπως ο πόθος για την ολοκλήρωση, που τον σπρώχνει να εξαντλήσει κάθε του δύναμη, για να μορφώσει το νου και την ψυχή του. Κι’ αυτό είναι η πίστη, η υπερβολική πίστη, που βλέπει πως του έχει ο ώριμος.
[15] Η ατμόσφαιρα αυτής της αμοιβαίας πίστης και αγάπης δίνει στον νέο τον πιο βαρύ οπλισμό για ν’ αντιμετωπίσει και αργότερα της ζωής τη δοκιμασία με απόλυτη δύναμη κι’ αισιοδοξία· γιατί του στερεώνει την πίστη στην αξία του ανθρώπου, κι’ έτσι αργότερα θα έχει τη δύναμη να κοιτάζει όχι το κακό, κι’ ας περισσεύει πάνω στη γη τούτη, όσο το καλό, και λιγότερο που είναι. Πιστεύοντας πως κάθε άνθρωπος έχει μέσα του το σπέρμα της καλοσύνης θα προτιμήσει αντί να κατατρίβεται με την ανθρώπινη κακία και ν’ αγαναχτεί μαζί της, να παρακολουθήσει με πραγματική συμπάθεια τον αγώνα εκείνων που παλεύουν –με τις εξωτερικές συνθήκες, με την τύχη, με τον εαυτό τους τον ίδιο– να ξεφύγουν από το κακό και να υψωθούν, όσο βαστούν. Θα έχει ακόμη τη δύναμη ο νέος, όταν τον δοκιμάζει η ζωή, και το φαρμάκι, που θα γυρεύει εκείνη να σταλάξει μέσα του, να το μετατρέπει σε χυμό ζωογόνο· θα έχει τη δύναμη το όχι των άλλων να το κάνει ναι, στην κακία που τυχόν θα δοκιμάζει ν’ απαντάει με την αρετή του.
Κείμενο II: Σαν φάρος κατακόκκινος
Σαν φάρος κατακόκκινος
έλαμπε όλη τη νύχτα
το παιδί
τα πυρωμένα μάγουλα
άνοιγαν ένα μονοπάτι
στο αδιάβατο
εκεί που βρίσκεις ψηλαφητά
το δρόμο
αγγίζοντας θερμόμετρα,
κομπρέσες και σιρόπια
μαλλάκια ιδρωμένα
ώσπου σου δένει στο λαιμό
ένα σκοινί ο τρόμος
που έρχεται από άγνωστες
νύχτες σε σπηλιές
και σε τραβάει με τινάγματα
μην ξεχαστείς
μην υποθέσεις
πως κάπου, κάποτε, αλλού
θα ξαναβρείς τον ύπνο.
Μυρσίνη Γκανά, Τα πέρα μέρη, Εκδόσεις Μελάνι, 2017
ΘΕΜΑ Α
Να αποδώσετε με συνοπτικό τρόπο (70-80 λέξεις) το περιεχόμενο των τριών πρώτων παραγράφων του Κειμένου I.
Μονάδες 15
ΘΕΜΑ Β
1ο Ερώτημα
Ποιες από τις παρακάτω προτάσεις αποδίδουν ορθά απόψεις του συγγραφέα του Κειμένου I; (Σ ή Λ). Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας παραθέτοντας σχετικά αποσπάσματα από το κείμενο.
α) Συνειδητή προσδοκία του μαθητή είναι να αντλήσει περισσότερα στοιχεία από τον δάσκαλό του κι όχι απλώς μερικές επιπλέον γνώσεις.
β) Ο νέος ορθά πιστεύει πως μπορεί να τιθασεύσει την πραγματικότητα, να τη διορθώσει και να την αλλάξει.
γ) Η αίσθηση υποχρέωσης που διέπει την αμφίδρομη σχέση δασκάλου και μαθητή είναι εκούσια κι όχι επιβεβλημένη.
δ) Η εμπιστοσύνη κι η αγάπη που χαρακτηρίζουν τη σχέση δασκάλου και μαθητή, σταθεροποιούν την πίστη του νέου στην αξία των ανθρώπων.
ε) Χάρη στην εμπιστοσύνη που του δείχνει ο δάσκαλος, ενδυναμώνεται η θέληση του νέου να μορφώσει το νου και την ψυχή του.
Μονάδες 15
2ο Ερώτημα
Αν ο σκοπός του συγγραφέα (Κείμενο I) στη 15η παράγραφο είναι να ευαισθητοποιήσει τον αναγνώστη για την αξία της πίστης και της αγάπης που προσφέρει ο δάσκαλος στο μαθητή του. Με ποιους τρόπους (γλωσσικές/σημειωτικές επιλογές, εκφραστικά μέσα κ.ά.) φαίνεται ότι επιχειρεί να επιτύχει τον σκοπό του;
Μονάδες 10
3ο Ερώτημα
3.α. Να παρουσιάσετε τον τρόπο με τον οποίο οργανώνει ο συγγραφέας του Κειμένου I το επιχείρημά του στην 11η παράγραφο;
(π.χ. Ισχυρίζεται… και στηρίζει τον ισχυρισμό του με τη χρήση ενός παραδείγματος ή στη συνέχεια αιτιολογεί τον ισχυρισμό του…)
Μονάδες 5
3.β. Τι εννοεί με τη φράση «Και όμως, όποιος δεν απίστησε νέος, δεν μπορεί να πιστέψει βαθιά, όταν θα γίνει ώριμος άνθρωπος» ο συγγραφέας του Κειμένου I; Να αναπτύξετε τη σκέψη του σε 50-60 λέξεις.
Μονάδες 10
ΘΕΜΑ Γ
Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το κύριο θέμα του ποιήματος (Κείμενο II); Να το παρουσιάσετε αξιοποιώντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Μονάδες 15
ΘΕΜΑ Δ
Αξιοποιώντας δημιουργικά τις πληροφορίες (π.χ. επιχειρήματα, ιδέες, εκφράσεις κ.ά.) από το Κείμενο I, με την ιδιότητά σας ως μαθητές, να αναπτύξετε τις απόψεις σας σχετικά με τις ποιότητες που θα πρέπει να διακρίνουν τον σύγχρονο εκπαιδευτικό, ώστε να ενισχύεται η επωφελής επίδρασή του στους νέους.
Το κείμενό σας να έχει τη μορφή άρθρου το οποίο θα δημοσιευτεί στο περιοδικό του σχολείου σας (350-400 λέξεις).
Μονάδες 30
Ενδεικτικές απαντήσεις:
ΘΕΜΑ Α
Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο μαθητή και το δάσκαλο, αν και μοιάζει με τους συγγενικούς δεσμούς, είναι ιδιότυπη, αφού παραμένει αμιγώς πνευματική. Η εντύπωση πως στη σχέση αυτή υπάρχει μόνο παροχή γνώσεων είναι φαινομενική. Γνώσεις αντλεί και μόνος του ο νέος από τα βιβλία. Ο δάσκαλος ασκεί σε αυτόν μια ευρύτερη επίδραση με την προφορική διδασκαλία, γι’ αυτό και οφείλει να έχει πραγματική προσωπικότητα. Ο νέος, μη έχοντας επαρκή δική του εμπειρία, αναμένει από τον δάσκαλο να του δείξει το δρόμο για την κατάκτηση της ζωής.
ΘΕΜΑ Β
1ο Ερώτημα
α) Λάθος: «Εκείνο που περιμένει ο μαθητής –ας είναι και ανεπίγνωστα– είναι κάτι πολύ πιο πλατύ και πολύ πιο βαθύ από το να πλουτίσει το μυαλό του με ορισμένα γνωστικά στοιχεία.
β) Λάθος: «έτσι που δεν ξέρει την πραγματικότητα και γι’ αυτό θαρρεί πως μπορεί εύκολα να την αλλάξει και να τη διορθώσει, να τη δαμάσει και να την κατευθύνει αυτός»
γ) Σωστό: «Στη σχέση αυτή τα άτομα ό,τι κάνουν το κάνουν νιώθοντας τον εαυτό τους απόλυτα ελεύθερο, παράλληλα όμως και υποχρεωμένο κατά κάποιον τρόπο, αυτεξούσιο και μαζί δεμένο, μ’ έναν δεσμό όμως εκούσιο και θελημένο.»
δ) Σωστό: «Η ατμόσφαιρα αυτής της αμοιβαίας πίστης και αγάπης δίνει στον νέο τον πιο βαρύ οπλισμό… γιατί του στερεώνει την πίστη στην αξία του ανθρώπου»
ε) Σωστό: «Γιατί στον νέο υπάρχει τώρα κι’ ένα δεύτερο κίνητρο… που τον σπρώχνει να εξαντλήσει κάθε του δύναμη, για να μορφώσει το νου και την ψυχή του. Κι’ αυτό είναι η πίστη, η υπερβολική πίστη, που βλέπει πως του έχει ο ώριμος.»
2ο Ερώτημα
Η προσπάθεια ευαισθητοποίησης του αναγνώστη, σχετικά με την αξία της πίστης και της αγάπης που προσφέρει ο δάσκαλος στο μαθητή, γίνεται εμφανής από την παράλληλη επίκληση στη λογική και στο συναίσθημά του. Στο πλαίσιο, δηλαδή, της επιχειρηματολογίας του ο συγγραφέας καταφεύγει στη χρήση συγκινησιακού λόγου με αλλεπάλληλες μεταφορές «ατμόσφαιρα αμοιβαίας πίστης, τον πιο βαρύ οπλισμό, της ζωής τη δοκιμασία, του στερεώνει την πίστη, να κοιτάζει όχι το κακό… όσο το καλό, το σπέρμα της καλοσύνης, αντί να κατατρίβεται με την ανθρώπινη κακία κ.ά.), καθώς και με την αξιοποίηση επιμέρους εκφραστικών μέσων, όπως είναι το σχήμα άρσης και θέσης «θα έχει τη δύναμη να κοιτάζει όχι το κακό, κι’ ας περισσεύει πάνω στη γη τούτη, όσο το καλό, και λιγότερο που είναι», το ασύνδετο σχήμα «με τις εξωτερικές συνθήκες, με την τύχη, με τον εαυτό τους τον ίδιο», η προσωποποίηση «όταν τον δοκιμάζει η ζωή, και το φαρμάκι, που θα γυρεύει εκείνη να σταλάξει μέσα του», η επανάληψη «Θα έχει ακόμη τη δύναμη – θα έχει τη δύναμη», καθώς και πλήθος αντιθέσεων «κακό – καλό, περισσεύει – λιγότερο, αγαναχτεί – συμπάθεια, φαρμάκι – χυμό ζωογόνο, όχι – ναι, κακία – αρετή».
Παραλλήλως, διαπιστώνουμε ότι ο συγγραφέας επιλέγει να χρησιμοποιήσει το γ΄ ενικό πρόσωπο, παρουσιάζοντας την πορεία ενός νέου (δίνει στον νέο, για ν’ αντιμετωπίσει, θα προτιμήσει κ.ά.) και προσδίδοντας έτσι στα όσα αναφέρει έναν πιο προσωπικό χαρακτήρα και μια αφηγηματική διάσταση ιδιαιτέρως αποτελεσματική, εφόσον ο αναγνώστης αισθάνεται πως παρακολουθεί πραγματικά την πορεία, τις δυσκολίες και την εξέλιξη ενός ήρωα. Μια αίσθηση που θα υπονομευόταν, αν ο συγγραφέας επέλεγε να μιλήσει γενικά για το σύνολο των μαθητών.
3ο Ερώτημα
3.α. Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι ο δάσκαλος τείνει να θεωρεί το μαθητή του καλύτερο απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα, υπερτιμώντας τον πάντοτε και σε ηθικό και σε πνευματικό επίπεδο, έστω κι αν η τόση εμπιστοσύνη του θεωρείται ανεδαφική από άλλους. Τον ισχυρισμό αυτό τον αιτιολογεί με διττό τρόπο, επικαλούμενος αφενός την επίγνωση του ίδιου του δασκάλου πως δικαιούται τον τίτλο αυτό μόνο όταν βλέπει σε κάθε μαθητή του τη δυνατότητα να επιτύχει κάθε καλό, κι αφετέρου τη γενικότερη αλήθεια πως δεν μπορούμε να οδηγήσουμε το εφικτό στα απώτερα όριά του, αν δεν πιστέψουμε στο ανέφικτο.
3.β. Προκειμένου ένας ενήλικας να είναι σε θέση να έχει εδραιώσει μέσα του την πίστη σε αρχές και αξίες, οφείλει να έχει οδηγηθεί μόνος του στην αναγνώριση της σημασίας τους κι όχι ακολουθώντας τις υποδείξεις άλλων. Είναι αναγκαία, επομένως, η πρότερη αμφισβήτηση αυτών των αξιών κατά τα χρόνια της νεότητάς του, ώστε όταν στη συνέχεια αντιληφθεί τον καίριο ρόλο που διαδραματίζουν, να συνειδητοποιήσει απόλυτα πόσο ουσιώδεις είναι.
ΘΕΜΑ Γ
Κύριο θέμα του κειμένου, κατά τη γνώμη μου, είναι η βαθιά και διαρκής αγωνία που αισθάνεται ένας γονιός για την υγεία και την ασφάλεια του παιδιού του. Θέμα που προσεγγίζεται με την αφηγηματική παρουσίαση μιας εμπύρετης νύχτας ενός μικρού παιδιού. Με την παραστατική παρομοίωση «σαν φάρος κατακόκκινος» αποδίδεται το κοκκινισμένο απ’ τον πυρετό πρόσωπο του παιδιού, τα «πυρωμένα» μάγουλα του οποίου οδηγούν τον ανήσυχο γονιό σ’ ένα μεταφορικό μονοπάτι στο «αδιάβατο». Υπό το κράτος του φόβου, ο γονιός βρίσκει «ψηλαφητά το δρόμο» σ’ αυτό το μονοπάτι της αγωνίας, αγγίζοντας αντικείμενα άρρηκτα συνδεδεμένα με την ασθένεια (θερμόμετρα, κομπρέσες και σιρόπια). Τελευταίο παρουσιάζεται το άγγιγμα στα ιδρωμένα μαλλάκια του παιδιού, το οποίο και οδηγεί την αγωνία στην κορύφωσή της, αφού εκείνη είναι η στιγμή κατά την οποία ο προσωποποιημένος τρόμος «δένει στο λαιμό» του γονιού ένα σκοινί. Ο αρχέγονος αυτός τρόμος που έρχεται από «άγνωστες νύχτες σε σπηλιές», διατηρεί αμείωτη τη δύναμή του και θέτει πλήρως υπό τον έλεγχό του τον γονιό, τραβώντας τον απ’ το σκοινί και υπενθυμίζοντάς του διαρκώς πως δεν θα μπορέσει ποτέ πια να γνωρίσει στιγμή ηρεμίας. Μ’ ένα ασύνδετο σχήμα «πως κάπου, κάποτε, αλλού» τονίζεται πως ο τρόμος δεν αφήνει κανένα περιθώριο στον γονιό να ξεχαστεί ή να υποθέσει πως θα ξαναβρεί τον ύπνο. Θα μένει πάντοτε άγρυπνος να αγωνιά και να ανησυχεί για το παιδί του.
[Λέξεις: 220]
ΘΕΜΑ Δ
Ο εκπαιδευτικός που χρειαζόμαστε… σήμερα!
Η οδυνηρή επίγνωση πως οι νέοι έρχονται ολοένα και πιο συχνά αντιμέτωποι με κρίσιμα προβλήματα που κλονίζουν τόσο την πίστη τους στις δικές τους προοπτικές, όσο και την εμπιστοσύνη τους στους άλλους ανθρώπους, καθιστά όλο και πιο εμφανή την ανάγκη της κατάλληλης πνευματικής και ψυχικής αγωγής. Η δράση εκπαιδευτικών ικανών να στηρίξουν, να εμπνεύσουν και να καθοδηγήσουν τους νέους, αποκτά στις μέρες μας το χαρακτήρα επιτακτικής ανάγκης.
Ο σύγχρονος εκπαιδευτικός οφείλει τώρα, όσο ποτέ πριν, να φανερώνει με κάθε τρόπο τη βαθιά εμπιστοσύνη του στις δυνατότητες και στην αξία κάθε νέου ξεχωριστά. Κάθε μαθητής, έστω και στο πλαίσιο των πολυμελών τμημάτων του σχολείου, χρειάζεται τη συνδρομή του δασκάλου του, για να εδραιώσει μέσα του μια ισχυρή και υγιή αίσθηση αυτοπεποίθησης. Με το διαρκές κλίμα αβεβαιότητας που επικρατεί στον οικονομικό και επαγγελματικό τομέα να υποσκάπτει επικίνδυνα τις ελπίδες των νέων για το μέλλον τους, είναι απαραίτητη η επίγνωση πως κάποιος αναγνωρίζει και επιβραβεύει τις ικανότητές τους. Ο εκπαιδευτικός του σήμερα, άλλωστε, οφείλει να βλέπει πέρα από τις επιμέρους επιδόσεις του μαθητή και να τον στηρίζει στον εντοπισμό των δικών του κλίσεων και δεξιοτήτων.
Ο σύγχρονος εκπαιδευτικός, συνάμα, οφείλει να προσφέρει με το προσωπικό του παράδειγμα και με το ήθος του, μια καίρια υπενθύμιση πως οι αξίες της τιμιότητας, της αλληλεγγύης και του ανιδιοτελούς ενδιαφέροντος συνεχίζουν να υπάρχουν και να διέπουν τις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων. Είναι σημαντικό να μην αφεθούν οι νέοι να πιστέψουν πως η κοινωνία στην οποία ζουν είναι μια κοινωνία κυνική, αφοσιωμένη αποκλειστικά στο οικονομικό συμφέρον και στον απρόσωπο ανταγωνισμό. Μια τέτοια πεποίθηση θα οδηγούσε σε γρήγορο μαρασμό όλες εκείνες τις αρετές, όπως και την πίστη στη δυνατότητα πραγμάτωσης του ιδεατού, που κρύβουν μέσα τους οι νέοι άνθρωποι.
Ο σύγχρονος εκπαιδευτικός, επιπροσθέτως, οφείλει να διακρίνεται για την προσαρμοστικότητά του στα διαρκώς νέα δεδομένα που δημιουργεί η υπό συνεχή εξέλιξη κοινωνική πραγματικότητα. Ο νέος θέλει να αισθάνεται πως στο πρόσωπο του δασκάλου του βρίσκει έναν συνομιλητή με ικανότητα προσαρμογής παραπλήσια με τη δική του, κι όχι έναν άγονα προσκολλημένο στο παρελθόν ενήλικα. Αυτή η διατήρηση της πνευματικής νεανικότητας συνιστά αναγκαίο ζητούμενο προκειμένου ο διάλογος ανάμεσα στο δάσκαλο και το μαθητή να συνεχίζεται απρόσκοπτος.
Ένας εκπαιδευτικός, λοιπόν, που πιστεύει πραγματικά στις δυνατότητες των μαθητών του κι είναι πρόθυμος να εξελίσσεται διαρκώς, ακολουθώντας τους ταχύτατους ρυθμούς της σύγχρονης πραγματικότητας, μπορεί να λειτουργήσει ως πολύτιμος συνοδοιπόρος. Ενώ, με το ήθος και τις αρχές του θα αποτελεί, την ίδια στιγμή, ένα πρότυπο κατάλληλο για το ανήσυχο πνεύμα των νέων.
[Λέξεις: 406]