Οι γλωσσικές επιλογές του/της συγγραφέα αφορούν:
1. Τις γλωσσικές ποικιλίες: γλωσσική ιδιοτυπία, ιδίωμα ή διάλεκτο του ομιλητή ή συγγραφέα, γεωγραφικές, κοινωνικές γλωσσικές ποικιλίες, οπτικές της γλώσσας.
Σε μια γλωσσική κοινότητα, διαφορετικές ομάδες ομιλητών χρησιμοποιούν διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες/διαλέκτους που τα κοινά χαρακτηριστικά τους τις διακρίνουν από άλλες ποικιλίες/διαλέκτους της ίδιας γλώσσας. Οι ποικιλίες αυτές με κριτήρια τη γεωγραφική καταγωγή του ομιλητή και την κοινωνική/γλωσσική συμπεριφορά του διακρίνονται αντίστοιχα σε γεωγραφικές ποικιλίες/διαλέκτους (οριζόντια κατάταξη) και σε κοινωνικές ποικιλίες/διαλέκτους (κάθετη κατάταξη). Σ’ αυτές πάλι τις κοινωνικές ποικιλίες εντάσσονται, εκτός από τα άλλα, τα ποικίλα είδη των κειμένων και οι ειδικές γλώσσες. Όλες μαζί οι ποικιλίες συναποτελούν και τροφοδοτούν την εθνική μας γλώσσα.
Αξίζει να προσεχθεί πως διαφοροποιήσεις που σχετίζονται με το ιδίωμα ή τη διάλεκτο, όπως και τις γεωγραφικές ή κοινωνικές γλωσσικές ποικιλίες είναι πιθανότερο να εντοπιστούν πλέον σε λογοτεχνικά κείμενα, εφόσον στα μη λογοτεχνικά κείμενα και, κυρίως, στους κειμενικούς τύπους που αξιοποιούνται στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας, κυριαρχεί η κοινή -ενιαία- μορφή της νεοελληνικής γλώσσας.
- Ιδίωμα ή διάλεκτος του ομιλητή-συγγραφέα, γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες:
Με τον όρο διάλεκτος οι γλωσσολόγοι χαρακτηρίζουν τη γεωγραφική διαφοροποίηση ευρύτερων περιοχών, ιδίως αυτήν που εμφανίζει έντονες αποκλίσεις από την κοινή γλώσσα σε όλα τα επίπεδα (προφορά, γραμματικοσυνταντική δομή, λεξιλόγιο) και σε βαθμό που οι ομιλητές της διαλέκτου να μην είναι εύκολα κατανοητοί από τους ομιλητές της κοινής γλώσσας. Άρα ο όρος διάλεκτος είναι υπερκείμενη διάκριση. Αντίθετα, ο όρος ιδίωμα δηλώνει μικρότερη γλωσσική διαφοροποίηση, που δεν εμποδίζει την κατανόηση από τους ομιλητές της κοινής. Μια διάλεκτος μπορεί να έχει περισσότερα από ένα ιδιώματα.
Τα ιδιώματα (και τις διαλέκτους) τα ονομάζουμε από τις περιοχές στις οποίες συνηθίζονται: α) βόρεια (θρακιώτικα, μακεδονικά, ηπειρώτικα, θεσσαλικά, στερεοελλαδίτικα κτλ.) και νότια (πελοποννησιακά, κρητικά κτλ.) και β) ανατολικά (κυπριακά, χιώτικα, ποντιακά, καππαδοκικά κτλ.) και δυτικά (κατωιταλικά, εφτανησιώτικα, κρητοκυκλαδικά). Από αυτά τα ποντιακά, τα καππαδοκικά, τα τσακώνικα και τα κατωιταλικά θεωρούνται από πολλούς διάλεκτοι. Όλα μαζί, ιδιώματα και διάλεκτοι, αποτελούν τη Νεοελληνική γλώσσα.
Ως ιδιόλεκτος χαρακτηρίζεται από τους γλωσσολόγους, ο τρόπος (γνώση και πράξη) με τον οποίο χρησιμοποιεί ο καθένας τη γλώσσα.
Ιδιωματισμός είναι κάθε γλωσσικό στοιχείο (φωνητικό, γραμματικό, συντακτικό, λεξιλογικό) που αναφέρεται σε γλωσσικό ιδίωμα ή διάλεκτο της Ελληνικής∙ π.χ. «με δίνει» (συντακτικός ιδιωματισμός των βορείων ιδιωμάτων της Ελληνικής) αντί του κοινού «μου δίνει».
Ιδιωτισμός είναι κάθε λεξιλογική φράση της κοινής Ελληνικής, που αποτελεί ιδιαίτερη έκφραση με μεταφορική συνήθως σημασία∙ π.χ. το ‘βαλε στα πόδια, τα τσουγκρίσαμε, τρώει ξύλο κ.τ.ό.
- Γλωσσική ιδιοτυπία:
Ο ιδιαίτερος τρόπος σκέψης του κάθε ατόμου διαμορφώνει συχνά κι έναν προσωπικό τρόπο γλωσσικής έκφρασης (ιδιόλεκτος). Η ιδιοτυπία αυτή είναι συνηθέστερα εμφανής στα λογοτεχνικά κείμενα, χάρη στη μεγαλύτερη ελευθερία που διασφαλίζει ο λογοτεχνικός λόγος στους δημιουργούς, αλλά και λόγω της επιδίωξης του δημιουργού να διαμορφώσει τη δική του ξεχωριστή λογοτεχνική «φωνή». Ενδέχεται, εντούτοις, να παρατηρηθούν γλωσσικές ιδιοτυπίες ακόμη και σε μη λογοτεχνικά κείμενα, χωρίς, ωστόσο, να είναι εξίσου εμφανείς ή εύκολα διακριτές, όπως στα λογοτεχνικά κείμενα.
- Κοινωνικές γλωσσικές ποικιλίες:
Η γλώσσα είναι πολύμορφη και πολύπλοκη, όπως (πολύμορφη και πολύπλοκη) είναι και η γλωσσική κοινότητα που τη χρησιμοποιεί. Άλλωστε η γλώσσα είναι κοινωνικό προϊόν. Γι’ αυτό και είναι τόσο πολυκύμαντη, όσο και η κοινωνία από την οποία αναδύεται και την οποία εκφράζει και υπηρετεί. Αυτά σημαίνουν ότι η γλωσσική κοινότητα δε χαρακτηρίζεται από γλωσσική ομοιομορφία/ομοιογένεια, δεν αποτελεί δηλαδή ένα σύνολο ομιλητών οι οποίοι χρησιμοποιούν παντού και πάντοτε τους ίδιους γλωσσικούς τρόπους. Αντίθετα μάλιστα χαρακτηρίζεται από μια πολυμορφία/ετερογένεια γλωσσικής συμπεριφοράς, η οποία όμως δεν τη διασπά ούτε και την υποβαθμίζει. Μια προσεκτικότερη εξέταση θα μας έπειθε ότι χάρη σ’ αυτήν (την ετερογένεια) η γλώσσα υπάρχει και λειτουργεί. Είναι επομένως η γλώσσα συνισταμένη πολλών και ποικίλων συνιστωσών.
Οι κοινωνικές γλωσσικές ποικιλίες κάνουν πάντοτε αισθητή την παρουσία τους στη γλωσσική κοινότητα και υφαίνουν τις ποικίλες μορφές της ζωής της που δεν είναι άσχετες με τους ποικίλους παράγοντες που τις δημιουργούν: ηλικία, μόρφωση, κοινωνική τάξη, φύλο, ιδεολογία, επάγγελμα, καταγωγή, περίσταση, πλήθος παράγοντες που συνθέτουν την ποικιλώνυμη κοινοτική ζωή και που ανακλώνται στις διάφορες γλωσσικές χρήσεις των μελών της.
- Οπτικές της γλώσσας:
Η γλώσσα καλύπτει και αποκαλύπτει τον προσωπικό τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι συνηθίζουν να βιώνουν, να εννοούν και να αξιολογούν πράγματα, γεγονότα και καταστάσεις. Έτσι συσκοτίζεται η αλήθεια.
Γιατί οι άνθρωποι:
α) ονομάζουν/χαρακτηρίζουν με διαφορετικές λέξεις τα ίδια πράγματα. Η αφαίρεση π.χ. της ζωής του αντιπάλου με φονικό σε βεντέτα είναι: απώλεια, προσβολή και θρήνος για την οικογένεια που χάνει τον άνθρωπό της· επιτυχία και «(γ)δικιωμός» για την οικογένεια που δολοφονεί· έγκλημα για τις αστυνομικές αρχές. Η γλώσσα πάντως τις υπηρετεί και τις τρεις αυτές καταστάσεις. Έτσι: i. η μάνα του νεκρού θα θρηνήσει το γιο της: «Εχάθη· ο κάλλιος του σπιτιού κι ο πρωτονοικοκύρης»
ii. η άλλη μάνα θα κρατήσει ίσως το γιο της το φονιά στην αγκαλιά της για να του πει:
«Καλά ’κανες. Πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. Πήρες πίσω το αίμα του πατέρα σου και την τιμή μας»
iii. και η αστυνομία θα δηλώσει εντελώς ουδέτερα στο δελτίο της:
«Δολοφονήθηκε σήμερα, 25 Ιουνίου 202..., ημέρα Τρίτη, ώρα 5.30΄ μ.μ. στη θέση... του Ταΰγετου ο Α. Κ., είκοσι πέντε ετών, από τον Π. Ρ., είκοσι ετών. Ο δολοφόνος έχει συλληφθεί. Ανάμεσα στο θύμα και στο δράστη υπήρχαν παλιές οικογενειακές διαφορές.»
β) Φορτίζουν με διαφορετικές αποχρώσεις της ίδιας έννοιας την ίδια λέξη. Δε βιώνουν και δε φορτίζουν λ.χ. την έννοια της ελευθερίας το ίδιο οι Ελβετοί που γεύονται όλα τα αγαθά της και οι κάτοικοι μιας χώρας που ζουν κάτω από το καθεστώς βίας.
Σε ό,τι αφορά τη συσχέτιση των γλωσσικών ποικιλιών με το νόημα του κειμένου ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι «οπτικές της γλώσσας», εφόσον μέσω της ιδιαίτερης «οπτικής» του γράφοντος εκφράζεται η θέση κι η άποψη που έχει σε σχέση με το θέμα που διερευνά. Σε περίπτωση, μάλιστα, σύγκρισης δύο κειμένων οι οπτικές της γλώσσας μπορούν να αναδείξουν με ιδιαίτερη ενάργεια την πιθανή διαφοροποίηση ή ταύτιση απόψεων των δύο συγγραφέων.
Παράδειγμα αξιοποίησης των οπτικών της γλώσσας:
α) Ο πληθυσμός του εργατικού δυναμικού υψηλών δεξιοτήτων που εγκατέλειψε τη χώρα κατά τη διάρκεια της ύφεσης μεγαλώνει ηλικιακά και επεκτείνει τις προοπτικές του στο εξωτερικό, δημιουργώντας οικογένεια. Επιπλέον, η επαγγελματική πρόοδος, σε συνδυασμό με την εξασφάλιση υψηλότερων εισοδημάτων, συνιστούν σοβαρούς δεσμευτικούς λόγους παραμονής στο εξωτερικό, με συνέπεια να καθίσταται δύσκολη η επιστροφή στην Ελλάδα και επομένως η αξιοποίηση των εμπειριών και γνώσεων που έχει αποκτηθεί στο εξωτερικό.
[Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, Alpha Bank]
β) Τα τελευταία χρόνια ακούω και διαβάζω πολλά δυσάρεστα για το brain drain, την αποδημία μορφωμένων Ελλήνων στο εξωτερικό. Η ακούσια μετανάστευση είναι δυσάρεστη για τον μετανάστη και τους οικείους του, χωρίς αμφιβολία. Παρά ταύτα, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, το brain drain ίσως αποδειχθεί η μεγαλύτερη ευκαιρία του ελληνισμού μετά την αρχαιότητα. Μέσω του brain drain η Ελλάδα ξαναγίνεται κόσμος. Και αυτό γιατί ο κόσμος είναι η Ελλάδα που διαστέλλεται, ενώ η Ελλάδα είναι ο κόσμος που συστέλλεται, που μικραίνει.
[Στείρης, Γ. (28.03. 2017). «Brain drain: Η Ελλάδα ξαναγίνεται κόσμος».]
Σχόλιο: Στο πρώτο παράδειγμα εξετάζεται μια αρνητική πτυχή της μετακίνησης Ελλήνων (εργατικού δυναμικού υψηλών δεξιοτήτων) στο εξωτερικό, η οποία σχετίζεται με την ενδεχόμενη μακροχρόνια -αν όχι μόνιμη- εγκατάστασή τους στις χώρες υποδοχής. Εξέλιξη που θα στερήσει από την Ελλάδα τη δυνατότητα μελλοντικής αξιοποίησης των εμπειριών, των γνώσεων και των δεξιοτήτων που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο εξωτερικό.
Στο δεύτερο παράδειγμα η μετακίνηση μορφωμένων Ελλήνων στο εξωτερικό αντιμετωπίζεται ως θετική εξέλιξη, στο βαθμό τουλάχιστον που επιτρέπει στον ελληνισμό να αποκτήσει ευρύτερες διαστάσεις και, άρα, να εκπροσωπηθεί σε -και από- περισσότερα μέρη του κόσμου. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο γράφων, χάρη στη μετακίνηση αυτή «η Ελλάδα ξαναγίνεται κόσμος».
2. Το λεξιλόγιο (κοινό - καθημερινό, εξειδικευμένο - τεχνικό).
Το λεξιλόγιο ενός κειμένου φανερώνει τις προθέσεις του συντάκτη, τον τρόπο με τον οποίο θέλει να προσεγγίσει το υπό διερεύνηση θέμα, αλλά και -κάποτε- το επίπεδο μόρφωσης του γράφοντος.
Ειδικότερα, το κοινό, καθημερινό λεξιλόγιο συνδέεται με την πρόθεση του γράφοντος να διαμορφώσει ένα απλό και εύληπτο κείμενο, ώστε αυτό να είναι κατανοητό από ένα ευρύτερο κοινό. Επίσης, υποδηλώνει πως ο συντάκτης δεν αποσκοπεί στη διαμόρφωση ενός επιστημονικού κειμένου.
Η χρήση εξειδικευμένου, τεχνικού λεξιλογίου μπορεί είτε να είναι αναγκαία λόγω της ειδικής φύσης του εξεταζόμενου θέματος (π.χ. ένα κείμενο σχετικά με κάποια νέα τεχνολογική ή ιατρική εξέλιξη), είτε να φανερώνει την πρόθεση διαμόρφωσης ενός επιστημονικού κειμένου, το οποίο προορίζεται για ένα πιο περιορισμένο αναγνωστικό κοινό.
Παράδειγμα αξιοποίησης εξειδικευμένου – τεχνικού λεξιλογίου:
Έκφραση της διαφήμισης που απευθύνεται στο υποσυνείδητο είναι και εκείνη που εμφανίζεται στον καταναλωτή κάτω από το «προσωπικό επίπεδο εγρήγορσης» (subliminal advertising). Σε κάθε άτομο η ελάχιστη τιμή, όπου ένα ερέθισμα (οπτικό, πίεσης, θερμότητας, πόνου κτλ.) γίνεται συνειδητά αντιληπτό χαρακτηρίζεται ως «ουδός» (threshold). Η αντίληψη ενός ερεθίσματος, όταν δεν ξεπερνά τον «ουδό», πραγματοποιείται κάτω από το επίπεδο της συνειδητής εγρήγορσης και χρησιμοποιείται στην ανάπτυξη ανάλογου μηνύματος. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι ότι ένα τέτοιο μήνυμα δεν είναι τόσο ισχυρό, ώστε να διεγείρει τους μηχανισμούς άμυνας του καταναλωτή και έτσι μπορεί να τον επηρεάζει κατευθείαν στο υποσυνείδητο.
[Γ. Χ. Ζώτος, «Διαφήμιση»]
Παράδειγμα αξιοποίησης κοινού – καθημερινού λεξιλογίου:
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη.
[Γ. Σεφέρης]
3. Τους γραμματικούς χρόνους, τις εγκλίσεις και τα ρηματικά πρόσωπα, τα οποία δηλώνουν διαφορετικά χρονικά επίπεδα, διαφορετικούς βαθμούς βεβαιότητας ή επιθυμίας, τρόπους απεύθυνσης:
- Γραμματικοί χρόνοι:
Η χρήση, για παράδειγμα, μελλοντικών χρόνων υποδηλώνει πως το περιεχόμενο του κειμένου αναφέρεται σε κάποια αναμενόμενη ή εικαζόμενη εξέλιξη ως αρνητική ή θετική συνέπεια επιλογών ή ως επιδίωξη.
Η χρήση παρελθοντικών χρόνων υποδηλώνει πως το περιεχόμενο αναφέρεται σε γεγονότα που έχουν ήδη συμβεί και τα οποία ενδεχομένως προσεγγίζονται είτε με την πρόθεση να ελεγχθούν/αξιολογηθούν, είτε με την πρόθεση να αποτελέσουν αφορμές (αρνητικής ή θετικής) υπενθύμισης.
Η χρήση Ενεστώτα φανερώνει την πρόθεση του συγγραφέα/ομιλητή να ασχοληθεί με ζητήματα επίκαιρα που απασχολούν τους πολίτες κατά τη στιγμή της συγγραφής του κειμένου.
- Εγκλίσεις:
Η Οριστική εκφράζει κατά κανόνα μια ενέργεια ή μια κατάσταση πραγματική και βέβαιη, π.χ. Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μπορεί όμως να εκφράζει και άλλες σημασίες, όπως τη δυνατότητα να γίνει κάτι ή την πιθανότητα.
Η Υποτακτική εκφράζει κατά κανόνα το ζητούμενο, το ενδεχόμενο και το επιθυμητό, π.χ. Αν καλλιεργήσουμε την ενσυναίσθηση των νέων, θα φέρονται με μεγαλύτερη ευαισθησία στους άλλους.
Η υποτακτική χαρακτηρίζεται από τη χρήση των μορίων να, ας, καθώς και από το ότι συνδυάζεται με τους συνδέσμους αν, εάν, όταν, πριν, πριν να, μόλις, προτού, άμα, για να, μήπως.
Η Προστακτική ανάλογα με την επικοινωνιακή συνθήκη μπορεί να εκφράζει προσταγή π.χ. Προχωρήστε αργά και σταθερά προς τα εμπρός, ή παράκληση π.χ. Ελάτε, σας παρακαλώ, στις θέσεις σας.
Παράδειγμα αξιοποίησης της υποτακτικής:
Το να φτιάξουμε ένα σχολείο αληθινά δημοκρατικό και ανθρωπιστικό, όπως δεν έχει ποτέ υπάρξει μέχρι τώρα, δηλαδή που να προσφέρει σε όλους, χωρίς κοινωνικές διακρίσεις, τη δυνατότητα να φτάσουν στην υψηλή επίδοση και την υψηλή κουλτούρα και να αισθανθούν πως εντάσσονται στον ανθρώπινο πολιτισμό, δεν θα είναι αρκετό, γιατί είναι αλήθεια ότι το σχολείο, ακόμα κι αν λειτουργήσει σαν ιερό, δεν μπορεί να επιφέρει από μόνο του μια γενική μεταβολή στην κοινωνία.
[Polony, N. (2006). Τα χαμένα παιδιά μας]
Σχόλιο: Η συγγραφέας αξιοποιεί την υποτακτική έγκλιση προκειμένου να καταστήσει σαφές πως αναφέρεται σε κάτι που αποτελεί μια υποθετική ή ενδεχόμενη κατάσταση, κι όχι μια απτή πραγματικότητα. Η δημιουργία ενός αληθινά δημοκρατικού και ανθρωπιστικού σχολείου είναι κάτι το απλώς επιθυμητό, όχι κάτι που ήδη υπάρχει. Αντιστοίχως, μέσω της υποτακτικής έγκλισης καταγράφονται οι πιθανές δυνατότητες του σχολείου αυτού, πάντοτε στο πλαίσιο μιας δυνητικής κατάστασης.
Παράδειγμα αξιοποίησης της οριστικής:
Ο λόγος και οι λέξεις, ως πράξη, ως «λέγειν» και ως «πράττειν», είναι το πυρομαχικό της πολιτικής σύγκρουσης. Ένα από τα δεδομένα της κρίσης είναι η εξέλιξη στο μέτωπο αυτό. Η κατάχρηση των λέξεων εντάχθηκε στην επίμονη επιδίωξη παραποίησης του πραγματικού κόσμου. Οι λέξεις έγιναν πολιτική ενέργεια. Εργαλεία διαστροφής και ανάχωμα στη συνειδητοποίηση. Η προσπάθεια ελέγχου των μέσων επικοινωνίας, που επιχειρήθηκε στην πρώτη φάση, συνδέεται με αυτό.
[Η γλώσσα της εξουσίας, Κουσούλης Λευτέρης]
Σχόλιο: Ο αρθρογράφος χρησιμοποιεί την οριστική έγκλιση, για να τονίσει τη βεβαιότητά του για τα όσα καταγράφει. Η «κατάχρηση των λέξεων» από τους πολιτικούς συνιστά μια δεδομένη πραγματικότητα, η οποία οφείλει να θέτει σε διαρκή επαγρύπνηση τους πολίτες απέναντι στον πολιτικό λόγο. Ο αρθρογράφος δεν εικάζει, μήτε αναφέρεται σε μια πιθανή κατάσταση. Διερευνά ένα υπαρκτό στοιχείο της κοινωνικής πραγματικότητας, γι’ αυτό και χρησιμοποιεί την οριστική έγκλιση.
Παράδειγμα αξιοποίησης προστακτικής:
Ωστόσο, να τελειώσω με μια συμβουλή; Μια και πρόκειται στη ζωή σου να επιλέγεις, φρόντιζε να κάνεις πάντα τις επιλογές εκείνες που θα σου επιτρέπουν κατόπιν μεγαλύτερο αριθμό άλλων πιθανών επιλογών, όχι αυτές που οδηγούν σε αδιέξοδο. Επίλεξε αυτό που σε κάνει να είναι ανοιχτός στους άλλους, σε νέες εμπειρίες, σε διαφορετικές χαρές. Απόφευγε ό,τι σε κλείνει και ό,τι σε χαντακώνει. Κατά τα άλλα, καλή τύχη και εμπιστοσύνη στον εαυτό σου!
Fernando Savater, 2013, Μιλώντας στον γιο μου για την ηθική και την ελευθερία.
Σχόλιο: Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την προστακτική έγκλιση προκειμένου να τονίσει τον προτρεπτικό χαρακτήρα των συμβουλών που δίνει στον γιο του. Η προστακτική δεν έχει εδώ την έννοια της προσταγής, αλλά της προτροπής και της παράκλησης, που φανερώνουν το πατρικό ενδιαφέρον για την ψυχική ευδαιμονία του παιδιού.
- Ρηματικά πρόσωπα:
Α΄ ενικό πρόσωπο: Με τη χρήση του ο γράφων προσδίδει στο κείμενό του έντονα υποκειμενική διάσταση, εφόσον αυτό αποτελεί είτε μια καθαρά προσωπική του άποψη είτε την καταγραφή ενός προσωπικού του βιώματος.
Β΄ ενικό πρόσωπο: Η χρήση αυτού του προσώπου δεν είναι ιδιαίτερα συχνή στα μη λογοτεχνικά κείμενα. Υποδηλώνει την ύπαρξη ενός αποδέκτη των όσων γράφονται και προσδίδει στο κείμενο θεατρικότητα. Σ’ ένα μη λογοτεχνικό κείμενο ενισχύει το αίσθημα οικειότητας, εφόσον ως αποδέκτης νοείται κάποιο φιλικό πρόσωπο του γράφοντος, στο οποίο μπορεί να απευθύνεται στον ενικό.
Γ΄ ενικό πρόσωπο: Η χρήση αυτού του προσώπου είναι συνδεδεμένη με τις έννοιες της αντικειμενικότητας και της αποστασιοποίησης, εφόσον προσεγγίζει το προς διερεύνηση θέμα χωρίς την άμεση συμμετοχή ή εμπλοκή που υποδηλώνουν τα άλλα ρηματικά πρόσωπα (α΄ και β΄ ενικό ή πληθυντικό).
Α΄ πληθυντικό πρόσωπο: Με τη χρήση του προσώπου αυτού ο γράφων επιδιώκει να τονίσει πως το υπό διερεύνηση θέμα αφορά όλα τα μέλη της κοινωνίας, ακόμη και τον ίδιο, και πως ως συλλογικό ζήτημα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί απ’ όλους με το ίδιο ενδιαφέρον και την ίδια προσοχή.
Προσδίδει οικειότητα στο κείμενο, καθώς ο γράφων δεν αποστασιοποιείται από τα καταγράφει. Πρόκειται για ένα ρηματικό πρόσωπο που δεν συνηθίζεται σε επιστημονικά κείμενα, στα οποία είναι προτιμότερη η αντικειμενικότητα του Γ΄ προσώπου.
Β΄ πληθυντικό πρόσωπο: Με τη χρήση του προσώπου αυτού ο γράφων/ομιλητής δημιουργεί την εντύπωση πως απευθύνεται στους αναγνώστες/ακροατές τους, ώστε να δεσμεύσει την προσοχή τους και να τους παροτρύνει να προβληματιστούν σε σχέση με το υπό εξέταση ή συζήτηση θέμα. Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η ζωντάνια του κειμένου και γίνεται πιο ενδιαφέρον για τους αναγνώστες.
Το β΄ πρόσωπο υποδηλώνει συχνά την παραινετική, συμβουλευτική διάθεση του γράφοντος.
Γ΄ πληθυντικό πρόσωπο: Η χρήση αυτού του προσώπου, όπως και του γ΄ ενικού, είναι συνδεδεμένη με τις έννοιες της αντικειμενικότητας και της αποστασιοποίησης, εφόσον προσεγγίζει το προς διερεύνηση θέμα χωρίς την άμεση συμμετοχή ή εμπλοκή που υποδηλώνουν τα άλλα ρηματικά πρόσωπα (α΄ και β΄ ενικό ή πληθυντικό).
4. Τη στίξη που υιοθετεί σε συγκεκριμένα σημεία του κειμένου.
Η τελεία (.), η άνω τελεία (∙), το κόμμα (,), το ερωτηματικό (;), το θαυμαστικό (!), η διπλή τελεία(:), η παρένθεση ( ), οι αγκύλες [ ], τα αποσιωπητικά (...), η παύλα (-), η διπλή παύλα (- -), τα εισαγωγικά (« »).
Η τελεία
Η τελεία ανταποκρίνεται σε σταμάτημα ή κατέβασμα της φωνής. Σημειώνεται στο τέλος μιας περιόδου και δείχνει πως ό,τι ειπώθηκε έχει ακέραιο νόημα:
Η προηγούμενη διοίκηση καλείται να λογοδοτήσει για τις αυθαιρεσίες της.
Μετά τον πόλεμο η χώρα ξενοκρατήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Δεν θα έρθω, αποφάσισα. Δεν είναι πρωτότυπο
κάτι να μη διαρκεί. [Ηχογράφηση φειδωλότητας, Κική Δημουλά]
Όταν το σταμάτημα είναι ακόμη μεγαλύτερο και εκφράζουμε μια νέα ιδέα, όχι μόνο σημειώνουμε τελεία, παρά αρχίζουμε και καινούρια παράγραφο.
Η τελεία χρησιμοποιείται και για να δείξει μια συντομογραφία:
κ. = κύριος, Π.Δ. = Παλαιά Διαθήκη, 480 π.Χ. = προ Χριστού.
κ. = κύριος, Π.Δ. = Παλαιά Διαθήκη, 480 π.Χ. = προ Χριστού.
Εξαιρούνται κάποιες συντομογραφίες, που δεν την παίρνουν: Α = Ανατολή.
Τελείες σημειώνονται συχνά και σε αριθμούς μεγάλους, ύστερα από κάθε τρία ψηφία μετρώντας από δεξιά: 13.831.010. Αυτό δεν εφαρμόζεται στις χρονολογίες: 1821.
Η τελεία του τέλους δε σημειώνεται σε τίτλους βιβλίων, σ’ επιγραφές και σ’ επικεφαλίδες.
Σε λογοτεχνικά κείμενα η τελεία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία σύντομου, κοφτού λόγου, που μεταδίδει την αίσθηση της εσωτερικής ταραχής και της εξομολογητικής γραφής.
«Ανεβαίνω στην Αθήνα. Για κακή μου τύχη ήταν η Ριγούλα εκεί. Του Χαρούλη. Με είδε. Τώρα τι να κάνω. Πήγε η Ριγούλα το είπε στον Χαρούλη. Βάζω ένα μαντίλι. Ε, αυτοί, αυτοί ήσανε. Αυτοί ξεσηκώσανε τον Νίκο μας. Τέλος πάντων.» [Ορθοκωστά, Θανάσης Βαλτινός]
Η άνω τελεία
Η άνω τελεία χρησιμεύει για να σημειώνουμε μικρότερη διακοπή απ’ ό,τι με την τελεία και μεγαλύτερη απ’ ό,τι με το κόμμα. Η άνω τελεία δε σηματοδοτεί το τέλος περιόδου, αλλά ημιπεριόδου.
Επιμένω σ’ αυτό∙ δεν μπορούσε να με γελάσει∙ όλες μου οι αισθήσεις ήταν οπλισμένες, και τα έβλεπα όσα μου συνέβαιναν με μάτι οξύτερο από κάθε άλλη φορά στη ζωή μου. [Ο Εξώστης, Νίκος Καχτίτσης]
Ειδικότερα η άνω τελεία:
α) Μέσα στην περίοδο χωρίζει ομάδες από προτάσεις. Οι προτάσεις αυτές χωρίζονται αναμεταξύ τους με κόμματα:
Του Αισχύλου σώζονται τρεις τραγωδίες από τον τρωικό κύκλο, ο Αγαμέμνονας, οι Χοηφόρες, οι Ευμενίδες∙ του Σοφοκλή, ο Αίας, η Ηλέκτρα, ο Φιλοκτήτης∙ του Ευριπίδη, η Ανδρομάχη, η Εκάβη, οι Τρωάδες, η Ηλέκτρα, ο Ορέστης, η Ελένη, ο Ρήσος και οι δύο Ιφιγένειες.
β) Στο εσωτερικό μιας φράσης χωρίζει δύο μέρη της που σχετίζονται μεταξύ τους, αλλά και που έχουν διαφορές, ιδίως όταν το δεύτερο επεξηγεί το πρώτο ή έρχεται σε αντίθεση μαζί του:
Αυτός δεν ήτανε άνθρωπος∙ ήτανε θεριό, δράκος, του βουνού στοιχειό. Μάνα ανθρώπου δεν τον έκαμε∙ άνοιξε η γη κι ατόφιο τον ξετίναξε, σα να τη χτύπησε βροντή. (Βλαχογιάννης)
Το κόμμα
Το κόμμα χρησιμεύει συνήθως για να σημειώσουμε λογικό χωρισμό και μικρό σταμάτημα στο εσωτερικό της περιόδου, ή σε μεγαλύτερες φράσεις για να δώσουμε ευκαιρία σε αναπνοή, είτε για να βοηθήσουμε το σωστό διάβασμα (λ.χ. σε κείμενα θεατρικά, βιβλία διδαχτικά) ή για να προκαλέσουμε προσδοκία.
Το κόμμα είναι το πιο συχνό σημείο στίξης. Βοηθά σημαντικά να καταλάβουμε ένα κείμενο, ενώ η κακή του μεταχείριση δημιουργεί συχνά παρανοήσεις. Δεν πρέπει να γίνεται κατάχρησή του, συχνά όμως είναι απαραίτητο. Αναγράφονται εδώ οι κυριότερες περιπτώσεις που πρέπει ή που μπορούμε να το χρησιμοποιούμε.
Το κόμμα χρησιμεύει για να χωρίζουμε:
1. Μέσα στην πρόταση:
α) Όμοιους αναμεταξύ τους όρους, όταν τους παραθέτουμε ασύνδετους. Οι όροι αυτοί μπορεί να είναι υποκείμενα, κατηγορούμενα, επιθετικοί προσδιορισμοί, αντικείμενα ή ό,τι άλλο.
Γέροι, γυναίκες, παιδόπουλα, όσοι δεν παίζουν με τ’ άρματα, βρίσκονται όλοι εδώ. [Σουλιώτες, Μιχαήλ Περάνθης]
Το νερό ήταν γλυκό, δροσερό, πεντακάθαρο. – Μας πρόσφερε ψωμί, σύκα, πορτοκάλια, κρασί. (Καρκαβίτσας)
Αίφνης ονειροδίαιτο, τρελά γενναίο, καλλονό, νόθο παιδί αγνώστων παραγόντων [Το τελευταίο σώμα μου, Κική Δημουλά]
Τη μετοχική πρόταση τη χωρίζουμε με κόμματα μόνο όταν μπαίνει σαν επεξήγηση ή όταν είναι μεγάλη:
Δεν είναι δυνατό να περάσει έτσι όλη του τη ζωή, παίζοντας ή διασκεδάζοντας.
Κρατώντας ανθισμένα κλαδιά μυγδαλιάς και πλήθος πολύχρωμα λουλούδια του βουνού στην αγκαλιά της, μπήκε γελαστή μέσα στην κάμαρα.
Γράφουμε όμως: Πηγαίνει κουτσαίνοντας. / Θέλοντας και μη θα έρθει.
Και τα ρήματα που έχουν το ίδιο υποκείμενο, όταν είναι ασύνδετα, χωρίζονται με κόμμα:
Πηδάει στη βάρκα, σηκώνει την άγκυρα, ανοίγει το πανί, κάθεται στο τιμόνι και βάζει πλώρη για το αντικρινό νησί.
Ακούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών. (Δ. Σολωμός)
Στην απαρίθμηση επιθέτων μπρος από ένα ουσιαστικό το κόμμα μπαίνει και πριν από το τελευταίο επίθετο, όταν αυτό προσδιορίζει το ουσιαστικό ακριβώς όπως και τ’ άλλα:
Με αργά, βαριά, κουρασμένα βήματα.
Αλλά δεν μπαίνει όταν το τελευταίο επίθετο αποτελεί με το ουσιαστικό έννοια που την προσδιορίζουν τα προηγούμενα επίθετα:
Ένα ωραίο άσπρο τριαντάφυλλο. / Με κέρασε κόκκινο παλιό κρασί.
Με κόμμα χωρίζουμε την παράθεση και κάθε είδος επεξήγηση:
Άρχισε μια βροχή, κατακλυσμός.
Ο Όλυμπος, το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, ήταν κατοικία των θεών.
Πήγε περίπατο με τη θεία του, την αδερφή του πατέρα του.
β) Την κλητική:
Πήρα το γράμμα σου, αγαπητέ μου Κώστα, και χαίρομαι που είσαι καλά.
Μάλιστα, κύριε, ήμουν εκεί.
γ) Ένα μόριο ή ένα βεβαιωτικό (ή αρνητικό) επίρρημα στην αρχή της περιόδου, που χρησιμεύει για να τη συνδέσει με τα προηγούμενα:
Ναι, θα φύγω. / Όχι, δε θέλω. / Καλά, θα σε ειδοποιήσω. / Τότε, θα συμφωνήσουμε (δηλ. αφού είναι έτσι). / Έτσι, κανένας δεν ευχαριστήθηκε (δηλ. αφού έγινε έτσι).
Όχι, δεν παίρνω άλλο διαταγές.
Όταν μου λέγανε τα σύννεφα ταξίδευε
ταξίδευα
κι όταν μου λέγανε τα όνειρα περίμενε
περίμενα.
Όχι, δεν παίρνω άλλο διαταγές.
Τα δούλεψα πιστά τα διαλυτά. [Μεσιτείες, Κική Δημουλά]
2. Μέσα στην περίοδο:
α) Μπορούμε να χωρίζουμε από τις κύριες τις επιρρηματικές δευτερεύουσες προτάσεις – τις αιτιολογικές, τις τελικές (εκτός όταν εισάγονται με το να), συμπερασματικές, υποθετικές, εναντιωματικές, χρονικές ή που εισάγονται με το χωρίς να, ιδίως όταν αυτές προηγούνται ή όταν είναι μεγάλες:
Δεν πρέπει να ξεκινήσουμε, γιατί ο καιρός άρχισε να χαλά.
Αν θέλεις, έλα. / Αν νομίζεις πως αυτό θα ωφελήσει, γράψε του αμέσως.
Όταν χάθηκε ο πατέρας, φρόντισε για όλα εκείνος.
Χωρίς να το καταλάβω, μου πήραν το πορτοφόλι μου.
β) Χωρίζουμε πάντοτε τις προσθετικές αναφορικές προτάσεις, που δεν είναι απαραίτητο συμπλήρωμα της κύριας:
Μίλησε για την πατρίδα του, που μας ήταν άγνωστη.
Ο αδερφός μου, που ξέρεις πόσο σε αγαπάει, χρειάζεται τώρα τη βοήθειά σου.
Δεν τις χωρίζουμε, όταν αποτελούν αναγκαίο προσδιορισμό στον όρο που προσδιορίζουν:
Η δύση που είδαμε χτες θα μας μείνει αξέχαστη.
Το υλικό από το οποίο κατασκευάζονται οι στολές των πυροσβεστών έχει υποστεί ειδική αντιπυρική επεξεργασία.
Οι ζώνες ασφαλείας οι οποίες τοποθετούνται σήμερα στα αυτοκίνητα είναι πολύ πιο εξελιγμένες τεχνολογικά από εκείνες των αεροπλάνων.
Πότε θα κάνουμε το ταξίδι που με έταξες;
Η ίδια αναφορική πρόταση έχει διαφορετικό νόημα σε μια φράση ως προσθετική από ό,τι ως αναγκαίος προσδιορισμός:
Πέταξαν τα ροδάκινα, που είχαν σαπίσει (προσθετική: Είχαν σαπίσει όλα τα ροδάκινα).
Πέταξαν τα ροδάκινα που είχαν σαπίσει (αναγκαίος προσδιορισμός: Είχαν σαπίσει μερικά, και αυτά μόνο πέταξαν).
Τις ειδικές, τις πλάγιες ερωτηματικές και τις ενδοιαστικές προτάσεις δεν τις χωρίζουμε από τις κύριες:
Έγραψε πως φτάνει σε δύο μέρες. / Είναι βέβαιο πως θα χιονίσει.
Δε μου είπες αν γύρισε ο πατέρας. / Φοβάμαι μήπως βρούμε δυσκολίες.
Οι προτάσεις αυτών των ειδών είναι ενωμένες στενά με την κύρια, καθώς υποκείμενο και ρήμα, ρήμα και άμεσο αντικείμενο, ρήμα και επίρρημα.
Μόνο όταν μια τέτοια πρόταση είναι επεξηγηματική, παίρνει κόμμα:
Αυτό ποτέ δεν το άκουσα, πως βουλευτής παραιτήθηκε της αποζημίωσής του.
Χωρίζουμε με κόμμα και τις παρένθετες προτάσεις:
Μα κι εκείνη, καθώς άκουσα, την έχεις αρραβωνιασμένη. (Καρκαβίτσας)
Στην αφήγηση μπαίνουν κόμματα στη θέση των εισαγωγικών ή μέσα στην αφήγηση σε λόγια που δεν ανήκουν σ’ αυτή:
Εκείνη, μας είπε ο Στέργιος σοβαρά και με συλλογή, ήταν η μεγαλύτερη τρομάρα μου. (Εφταλιώτης)
Χωρίζουμε με κόμμα τις ισοδύναμες προτάσεις, κύριες ή δευτερεύουσες, όταν είναι ασύνδετες:
Αίνιγμα δανείστηκα, αίνιγμα επέστρεψα. [Άφησα να μην ξέρω, Κική Δημουλά]
Όταν η σύνδεση είναι συμπλεκτική ή διαχωριστική, δε χρειάζεται συνήθως κόμμα. Όταν είναι αντιθετική μπορεί αυτό να μπαίνει, ιδίως όταν είναι μεγάλη:
Ερχόταν συχνά σπίτι και τότε το σπίτι βούιζε από τραγούδια.
Είναι μικρός μα χειροδύναμος.
Δε χρειάζεται συνήθως κόμμα πρόταση που εισάγεται με το παρά σα δεύτερος όρος σύγκρισης (εκτός αν είναι πολύ μεγάλη):
Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Σε διάφορες ωστόσο περιστάσεις μπαίνει κόμμα και πριν από το και.
Αυτό γίνεται:
α) όταν μεσολαβεί δευτερεύουσα πρόταση:
Αυτό γίνεται:
α) όταν μεσολαβεί δευτερεύουσα πρόταση:
Ο πατέρας γύρισε στο σπίτι όταν έκλεισε το γραφείο, και η μητέρα έστρωσε το τραπέζι.
β) όταν το και ενώνει όλα τα προηγούμενα με τα παρακάτω ή τα ενώνει με διαφορετικό τρόπο:
Τέτοιος πόλεμος είναι τίμιος και φυσικός, και δεν έχεις να πεις τίποτα.
Μα την άλλη μέρα σηκώθηκε φουρτούνα κι έπνιξε τα εκατό καράβια και χάθηκε το χρυσάφι, και ο γεροβασιλιάς έμεινε φτωχός με τις δυο του έμορφες κόρες άπροικες. (Π. Δέλτα)
γ) όταν με το κόμμα διευκολύνεται το σωστό διάβασμα:
Ζητώ την άδεια να ρίξω κι εγώ, και ο Ερμογένης μου το επιτρέπει.
Οι παραπάνω κανόνες για το κόμμα, όπως και οι κανόνες για τη στίξη γενικά, δεν είναι απόλυτοι. Κάποτε παραλείπουμε ένα κόμμα που κανονικά θα έπρεπε να μπει, ή θέτουμε κόμμα εκεί που κανονικά θα παραλειπόταν, για ν’ αποφύγουμε παρεξηγήσεις.
Στη φράση: «Όμορφη και ψηλή, με πολύ μαύρα μαλλιά, γυαλιστερά, και φλογερά μάτια», το κόμμα είναι απαραίτητο μετά τη λέξη γυαλιστερά, μολονότι ακολουθεί και, γιατί αλλιώς θα μπορούσε κανείς να το συνάψει με τα μάτια.
Χωρίς κόμμα δυσκολεύεται κανείς να καταλάβει αμέσως φράσεις καθώς η ακόλουθη:
Αντίς ν’ απλώσουνε χέρι αδερφικό μαχαίρι κρύβουνε στον κόρφο τους.
Κάποτε υπάρχει διαφορά στην ίδια φράση ανάλογα με τη θέση που έχει το κόμμα: Καλά, θα πάμε. // Καλά θα πάμε.
Το κόμμα δεν έχει μόνο λογική αξία. Το χρησιμοποιούμε για λόγους εκφραστικούς, λ.χ. για να κάμουμε τον αναγνώστη να προσέξει μια λέξη ή φράση.
Η χρήση του κόμματος είναι αδύνατο να κανονιστεί παντού. Όχι μόνο γιατί δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν όλες οι περιπτώσεις, αλλά και επειδή τη χρήση του τη ρυθμίζει η υποκειμενική κρίση εκείνου που το γράφει και το είδος των γραφομένων. Έχει κάποια αντιστοιχία με τον τόνο της φωνής. Η σωστή χρήση δεν αποκλείει άλλωστε την ελαστικότητα στην έκτασή της και αυτή απόκειται στην προσωπική εκτίμηση.
Στον ποιητικό λόγο μάλιστα μπορεί να παραλείπεται, ακόμη κι όταν η χρήση του θα ήταν θεμιτή.
Θ’ άρπαζα θα έδιωχνα θ’ ανέβαζα
θα ποδοπατούσα θα φοβέριζα θα σκόρπιζα θα νόμιζα
θα γκρέμιζα και σε τρεις μέρες θα ξανάχτιζα
θα με τρέμαν οι στερήσεις. [Η ταχεία ανάρρωση της απληστίας, Κική Δημουλά]
Το ερωτηματικό
Το ερωτηματικό σημειώνεται στο τέλος μιας ερωτηματικής φράσης:
Τι γίνεσαι; / Γιατί δε με περίμενες;
Είμαι έτοιμη; Να σφίξω καλά τη δειλία μου
μην πλημμυρίσει λόγια και τούτη η απόφασή μου. [Γόπα στα χείλη φουγάρων, Κική Δημουλά]
Δε σημειώνεται ερωτηματικό στην πλάγια ερώτηση:
Με ρώτησε γιατί δεν τον περίμενα. / Δεν έμαθα που πήγε.
Σε φράσεις όμως όπως «Ξέρεις που πήγε;», πρέπει να μπαίνει ερωτηματικό, για την ευθεία ερώτηση (ξέρεις;) που έχει εξαρτημένη την πλάγια.
Σε σειρά από ερωτήσεις σημειώνεται το ερωτηματικό μόνο στην τελευταία, όταν οι ερωτήσεις απαιτούν την ίδια απάντηση:
Θέλεις να σέρνεσαι πάντα ορφανή,
μονάχη σου, έρημη τη νύχτα να ‘σαι,
να ‘χης κρεβάτι σου λιθάρια, γη; (Βαλαωρίτης)
Μα όταν οι ερωτήσεις είναι χωριστές, σημειώνεται ερωτηματικό στην καθεμιά:
Είναι η χαρά σου, ο πόνος σου; Είναι καρδιά; Είσαι εσύ;
Αν είσαι νους, θυμήσου με. Στόμα είσαι; μίλησέ μου.
- Του ασάλευτου είμαι σάλεμα, του τίποτε αστραπή. (Κ. Παλαμάς)
Το ερωτηματικό σε παρένθεση δείχνει ειρωνεία, την αμφιβολία μας για την αξιοπιστία ή γενικά για κάτι που αναφέρουμε κτλ.:
Καμάρωνε πως ήταν ο καλύτερος (;) ποδοσφαιριστής.
Το ερωτηματικό, όπως και το θαυμαστικό, δεν έχει μόνο λογική αξία, αλλά και συναισθηματική. Μέσω αυτού μπορούν να δηλωθούν διαφορετικές νοηματικές χροιές εμπλουτίζοντας την πρόταση ανάλογα με τη στάση μας απέναντι στο μεταδιδόμενο μήνυμα. Μπορεί έτσι να εκφράσει με τρόπο εντονότερο το ενδιαφέρον ή τον προβληματισμό του γράφοντος, να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει μια παράκληση ή την αμφισβήτηση.
Το θαυμαστικό
Το θαυμαστικό σημειώνεται ύστερα από τα επιφωνήματα και από κάθε επιφωνηματική φράση που εκφράζει θαυμασμό, χαρά, ελπίδα, φόβο, φρίκη, πάθος, ειρωνεία, ένα ξαφνικό συναίσθημα, προσταγή:
Οχ! Ντροπή! Μακάρι! Σταθείτε!
Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά ποιήματα. [Ο Δαρείος, Καβάφης]
Το θαυμαστικό σημειώνεται ακόμη για να υπογραμμιστεί η εντύπωση από κάτι απίστευτο ή ανόητο που ακούσαμε:
Φαντασίες! / Τι αλλόκοτος άνθρωπος!
Πρέπει να σημειώνεται θαυμαστικό και σε προτάσεις τύπου ερωτηματικού αλλά στην πραγματικότητα επιφωνηματικές:
Και πιστεύεις κι εσύ σε τέτοια πράγματα! / Που καταντήσαμε!
Κάποτε σημειώνεται θαυμαστικό μέσα σε παρένθεση για να δείξει απορία:
Λέει πως ανέβηκε σε μια ώρα στην Πάρνηθα (!).
Λέει πως ανέβηκε σε μια ώρα στην Πάρνηθα (!).
Το θαυμαστικό και το ερωτηματικό σημειώνονται μέσα από τα εισαγωγικά όταν ανήκουν στα λόγια που κλείνονται σ’ αυτά, και έξω από αυτά όταν ανήκουν στο κείμενο που εισάγει τα ξένα λόγια:
«Που πάμε;» ρώτησε. / Αλλά: Και ποιος δε θυμάται του Λεωνίδα το «μολών λαβέ»!
Το θαυμαστικό μπορεί να εκφράζει τον εντυπωσιασμό, την ανησυχία ή και την ειρωνεία του γράφοντος.
Η διπλή τελεία
Η διπλή τελεία μπαίνει για να δείξει τη στενή σχέση μερών του λόγου που τα χωρίζει. Αυτό γίνεται:
α) Εμπρός από τα λόγια που αναφέρονται κατά λέξη και που κλείνονται σε εισαγωγικά:
Ο Χριστός είπε: «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν».
Κι εσύ τι κάθεσαι;
Καιρός να μπεις κι εσύ στα αλλαγμένα.
Να γίνεις ό,τι αναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιος ξέρει τ’ άλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρός να γίνεις «τ’ άλλο μου φθινόπωρο». [Οι αποδημητικές «Καλημέρες», Κική Δημουλά]
β) Εμπρός από μια απαρίθμηση, μια ερμηνεία, ένα επακόλουθο:
Και το αποτέλεσμα: έχασε όλα του τα λεφτά.
Φωνάζω τη στάχτη
να με ξαρματώσει.
Καλώ τη στάχτη
με το συνθηματικό της όνομα: Όλα. [Απροσδοκίες, Κική Δημουλά]
Το αυστηρώς φρουρούμενο μέλλον
κι η αρπαγή του στο τέλος
απ’ αυτό:
Το ανώφελο. [Τύχη κοινή, Κική Δημουλά]
γ) Έπειτα από πρόταση που αναφέρει γνωμικό, παροιμία:
Η παροιμία λέει: άκουγε πολλά και λέγε λίγα.
Η παρένθεση
Η παρένθεση χρησιμεύει για να περικλείσει και ν’ απομονώσει λέξη ή φράση ολόκληρη που επεξηγεί ή συμπληρώνει τα λεγόμενα αλλά και που μπορεί να παραληφθεί:
Η βάρκα (ακόμα τρέμω που το θυμάμαι) χτύπησε ξαφνικά στην ξέρα.
Ωστόσο, ό,τι περικλείεται στην παρένθεση μπορεί να δίνει μια επιπλέον πληροφορία ή να λειτουργεί ως σχόλιο, κάποτε ειρωνικό:
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πηαίνεις στον μονάρχην Aρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια. [Η Σατραπεία, Καβάφης]
Κι όλο χαρά και δύναμις, αίσθημα κι ωραιότης
πήγαν— όχι στα σπίτια των τιμίων οικογενειών τους
(όπου, άλλωστε, μήτε τους θέλαν πια):
σ’ ένα γνωστό τους, και λίαν ειδικό,
σπίτι της διαφθοράς πήγανε και ζητήσαν
δωμάτιον ύπνου, κι ακριβά πιοτά, και ξαναήπιαν. [Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών, Καβάφης]
Ο Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!
Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.
Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί. [Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας, Καβάφης]
Μέσα σε παρένθεση αναγράφονται συχνά οι παραπομπές:
Το γράμμα ἀποκτείνει, το δε πνεῦμα ζωοποιεί, είπε ο Παύλος (Προς Κορινθίους Β΄ 3.6).
Η παρένθεση μπορεί ν’ ακολουθεί ή και να έχει κατόπιν της άλλη στίξη, ιδίως κόμμα. Μπορεί και ν’ αρχίζει με κεφαλαίο.
Η τελεία μπαίνει πριν κλείσει η παρένθεση, όταν η παρένθεση αρχίζει με κεφαλαίο.
Κάποτε χρησιμοποιούμε την ορθογώνια παρένθεση που λέγεται και αγκύλες [ ], ιδίως σ’ επιστημονικές μελέτες ή όταν τύχει να χρειαστεί μια νέα παρένθεση μέσα σε μια άλλη ήδη αρχινισμένη:
Το ερωτηματικό γιατί (ακόμη και όταν βρίσκεται σε πλάγιο λόγο, αν και τότε ο τόνος είναι αλλιώτικα χρωματισμένος [πρβλ. γιατί έφυγε; και δεν καταλαβαίνω γιατί έφυγε]), διαφορετικό από το αιτιολογικό γιατί.
Τα αποσιωπητικά
Τα αποσιωπητικά δείχνουν πως αποσιωπούμε κάτι, δηλ. πως η φράση έμεινε ατελείωτη από συγκίνηση, ντροπή ή γι’ άλλο λόγο, κάποτε επειδή κρίνουμε περιττό να την αποτελειώσουμε, κάποτε από περιφρόνηση, απειλή, ή στο διάλογο, όταν κόβει την ομιλία ο συνομιλητής:
Αποφάσισα να μη λέω τη γνώμη μου και να εκτελώ πιστά όσα μου παράγγελνε. Η κριτική, ε, η κριτική θα γινόταν αργότερα∙ το αιώνιο... [Αριάγνη, Στρατής Τσίρκας]
Πότιζε συ τη γλάστρα
κι άσε να κλαίω επειδή... [Μαύρη γραβάτα, Κική Δημουλά]
Κάποτε χρησιμοποιούμε τ’ αποσιωπητικά σε δισταχτική ομιλία, χωρίς ν’ αποσιωπούμε τίποτα, για να τονιστεί εκείνο που θ’ ακολουθήσει, κάτι απροσδόκητο κτλ., και να προσέξει ο αναγνώστης καλύτερα.
Εκείνη του Aυγούστου — Aύγουστος ήταν; — η βραδυά...
Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά...
A ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί. [Μακρυά, Καβάφης]
- Τ’ αποσιωπητικά, ιδίως μετά το θαυμαστικό ή το ερωτηματικό, δείχνουν κάποτε ένα σταμάτημα στην ομιλία.
- Τ’ αποσιωπητικά δίνουν κάποτε την αίσθηση πως κάτι υπονοείται, πως γίνεται δηλ. υπαινιγμός σε κάτι, ή πως ο γράφων δεν μπορεί ή δε θέλει να ολοκληρώσει τη φράση του. Είναι συνάμα κι ένα ακόμη σημείο στίξης που μπορεί να δηλώσει την ειρωνεία.
Η παύλα
Η παύλα σημειώνεται:
1. Στο διάλογο, για να δείξει την αλλαγή του προσώπου που μιλάει.
– Ουχί, Άννα, είπεν ο γέρων. Ταύτην την υπέρτατην υπηρεσίαν οφείλεις εις τον πατέρα σου∙ και βίας αν έχη ανάγκη η καρδιά σου, πρέπει να την βιάσης.
– Φίλτατε πάππε, είπεν η Άννα, και δάκρυ ανέβρυεν ήδη εις τον κανθόν του οφθαλμού της, όταν βιάζης του ρόδου τον κάλυκα, τον μαραίνεις, δεν τον ανοίγεις. [Ο Αυθέντης του Μωρέως, Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής]
2. Για να φανεί μεγαλύτερη η αντίθεση των προηγούμενων με τ’ ακόλουθα:
Θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν. (Μαβίλης)
Κατάκοπο το χέρι σου απ’ το βαρύ σινιάλιο,
– να καλείς τον άλλον να χρειάζεσαι,
κίνηση εξαντλητική ακόμα και για όνειρο
που κάνει πάντα τα στραβά
μάτια στις ταπεινώσεις. [Προπορεύσου, Κική Δημουλά]
3. Για να δειχτεί απότομη αλλαγή ή ανακολουθία στη φράση:
Είδα τ’ άσπρο αρνάκι που γεννήθηκε μόλις προχτές – κάποιος θα θυμήθηκε πως έκαμα μια καλή πράξη έναν καιρό. (Παπαντωνίου)
Κατ’ επανάληψη λες, μ’ έπιασες να γράφω
συνδιάζω αντί συνδυάζω που σημαίνει
συν-δύο, βάζω το ένα δίπλα στο άλλο
τα δύο μαζί ενώνω – το ζω το αφήνουμε έξω
για μετά, αν πετύχει ο συνδυασμός. [Γράψε λάθος, Κική Δημουλά]
4. Ύστερα από την τελεία, για να γίνει μεγαλύτερο σταμάτημα. Συνήθως αρχίζει τότε και νέα παράγραφος. [Σημείωση: Από εδώ βγήκε και η φράση: «τελεία και παύλα», δηλαδή τελείωσε εντελώς το ζήτημα.]
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας.— [Ο Δαρείος, Καβάφης]
5. Κάποτε για να υποδηλωθεί πως η φράση έμεινε ατελείωτη, όπως γίνεται και με τ’ αποσιωπητικά.
Η διπλή παύλα
Η διπλή παύλα χρησιμοποιείται για να ενταχθούν στο κείμενο στοιχεία που επεξηγούν ή συμπληρώνουν το μεταδιδόμενο νόημα, τα οποία θεωρούνται πάντως αναγκαία για την πληρέστερη απόδοση του νοήματος.
Τα εισαγωγικά
Τα εισαγωγικά χρησιμοποιούνται:
1. Στην αρχή και στο τέλος των λόγων τρίτου προσώπου που μνημονεύονται κατά λέξη. Συνήθως στην περίπτωση αυτή σημειώνεται πριν από τα εισαγωγικά διπλή τελεία.
Τα ξένα λόγια που αναφέρονται σε εισαγωγικά πρέπει ν’ αναφέρονται ακριβώς όπως ειπώθηκαν.
Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες —
ο κούφος Ιουλιανός είπεν «Aνέγνων, έγνων,
κατέγνων». Τάχατες μας εκμηδένισε
με το «κατέγνων» του, ο γελοιωδέστατος. [Ουκ έγνως, Καβάφης]
2. Στο διάλογο, για να κλείσουν μέσα τους τα λόγια προσώπων που μιλούν, ιδίως όταν δεν μεσολαβεί η παύλα για να χωρίσει τα λόγια του καθενός.
3. Για να ξεχωρίσουν κάτι, ρητά, φράσεις ή λέξεις που δεν ανήκουν στη συνηθισμένη γλώσσα:
Το «δεν άκουσα» που επικαλέστηκαν δε φτάνει για δικαιολογία.
Πες «στιγμή»,
που φωνάζει βοήθεια ότι πνίγεται,
μην τη σώζεις,
πες
«δεν άκουσα». [Η περιφραστική πέτρα, Κική Δημουλά]
Κι ακόμα τρεις θρηνητικές φορές
όταν τα θέματα σουρούπωσαν,
κι ονόμασα τα μάτια σου
«καθημερνά απογεύματα»
και όλον εσένα Κυριακή
που είναι πάντα δύσκολη. [Κυριακή απόγευμα, Κική Δημουλά]
4. Σε τίτλους βιβλίων, θεατρικών έργων, εφημερίδων, σε ονόματα πλοίων, σ’ επιγραφές κτλ.
Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει. [Ο Δαρείος, Καβάφης]
Σημείωση: Τα εισαγωγικά είναι περιττά σε λέξεις που τυπώνονται με γράμματα διαφορετικού ρυθμού.
- Όταν χρειάζονται, μέσα στο κείμενο που κλείνεται με εισαγωγικά, άλλα εισαγωγικά, χρησιμοποιούμε για δεύτερα τα διπλά κόμματα “ ”.
- Το κτλ. που προσθέτουμε, όταν παραλείπουμε το τέλος των ξένων λόγων των κλεισμένων στα εισαγωγικά, μπαίνει απ’ έξω τους∙ τ’ αποσιωπητικά από μέσα.
- Ύστερα από τα εισαγωγικά σημειώνεται, άμα χρειάζεται, η τελεία και η άνω τελεία. Το κόμμα δε σημειώνεται, εκτός όταν με το κλείσιμο των εισαγωγικών τελειώνει φράση που απαιτεί κόμμα.
Τα εισαγωγικά μπορούν να λειτουργήσουν επίσης ως ειρωνικό σχόλιο, ως ένδειξη απαξίωσης ή ως ένδειξη πως η φράση ή η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά.
Σε λογοτεχνικά κείμενα η χρήση ή η απουσία σημείων στίξης αξιοποιείται για να μεταδώσει κάποτε τη συναισθηματική κατάσταση του ομιλούντος προσώπου. Για παράδειγμα, στο ακόλουθο απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Άρη Αλεξάνδρου «Το κιβώτιο», παρατηρούμε πως απουσιάζουν οι τελείες. Στοιχείο που σηματοδοτεί τη συναισθηματική ανάγκη του ήρωα να συμπληρώσει γρήγορα την απολογία του με όσα έχει στη σκέψη του, όπως ακριβώς του έρχονται στο νου, χωρίς να νοιάζεται για τη συντακτική δομή του λόγου του (εσωτερικός μονόλογος).
«Πίνοντας το τσάι, συζητάγαμε με τον Χριστόφορο τις δύο πρώτες πράξεις, σαν θεατές που συζητάνε στο αναψυκτήριο του θεάτρου (ενώ ο Αλέκος δεν έλεγε τίποτα, λες και βρισκότανε κάπου στα παρασκήνια και περίμενε να πέσει η τελευταία αυλαία για να υποκλιθεί μπροστά στο κοινό, που θα χειροκροτούσε ενθουσιασμένο – ή μάλλον όχι, εμένα μου πέρασε τότε αυτή η σκέψη, ο Αλέκος μου εξήγησε αργότερα πως δε θα πήγαινε καν στην πρεμιέρα αν παιζότανε ποτέ το έργο του, την έβρισκε τελείως παράλογη αυτή τη συνήθεια να χειροκροτάνε τον συγγραφέα τη βραδιά της επίσημης πρεμιέρας, τι νόημα είχε κι αν είχε νόημα, γιατί δεν τον καλούσαν στη σκηνή και κάθε βράδυ ή μάλλον απόγευμα και βράδυ και το κυριότερο δεν του άρεσε του Αλέκου όλη αυτή η ιστορία, δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να βγαίνει στη σκηνή και να υποκλίνεται, φορώντας μάλιστα και το σκούρο κοστούμι του ή έστω κι ένα πουκάμισο με ανοιχτό γιακά κι ανασκουμπωμένα τα μανίκια, τι σημασία έχει, έστω και προλεταριακή, δεν του άρεσαν καθόλου όλα αυτά) και συζητάγαμε λοιπόν με τον Χριστόφορο και συμφωνούσαμε και μάλιστα ο Χριστόφορος υπερθεμάτιζε θυμάμαι κι έλεγε πως η «Σιωπή», ως τη δεύτερη πράξη τουλάχιστον, είναι ένα έργο που του λείπει η πολιτική σαφήνεια, δεν ξέρεις αν στρέφεται εναντίον του ιταλικού φασισμού ή του γερμανικού ναζισμού, δεν ξέρεις αν οι ήρωές του είναι οργανωμένοι στο Κόμμα ή στο ΕΑΜ ή έστω και στον ΕΔΕΣ, αντιλαμβάνεσαι μόνο ότι ζούνε κάτω από ξένη κατοχή, ή μάλλον ούτε κι αυτό, μα απλώς και μόνο κάτω από καθεστώς αστυνομοκρατίας, πράγμα που δεν είναι καθόλου αρκετό για να χαρακτηρίσουμε το έργο αντιστασιακό, έλεγε ο Χριστόφορος, κι εγώ συμφωνούσα μαζί του, υπερθεματίζοντας και βουτώντας το παξιμάδι μου στο τσάι, να μαλακώσει μια στάλα, που ήταν ίδιο πέτρα και σαν άρχισα θυμάμαι να μασάω, θυμήθηκα πως είχα έρθει εδώ, στο σπίτι του Αλέκου, όχι για να τον δω, μα για να ελέγξω την απορία του, μα αποδείχτηκε πως ο έλεγχος εκείνος ήτανε τελείως περιττός και άχρηστος, γιατί η γραμμή της Οργάνωσης (που εγώ αγνοούσα) ήταν να εγγράψουμε όσο το δυνατόν περισσότερους σπουδαστές στο συσσίτιο, να φάνε τα τρόφιμα, δεδομένου ότι έτσι κι αλλιώς θα μας τα παίρνανε οι Γερμανοί, μα εγώ το σκέφτηκα και το ζύγισα από χίλιες μεριές και πήγα τελικά να του κάνω έλεγχο και όταν μου άνοιξε ο Αλέκος και μπήκα στο πρώτο δωμάτιο, άρχισα να περιεργάζομαι τον χώρο, σα να τον έβλεπα για πρώτη φορά.»
Το σημειολογικό σύστημα που διαθέτουν τα συστήματα γραφής για την απόδοση των χρήσεων του επιτονισμού είναι τα σημεία στίξης. Τα σημεία στίξης αποδίδουν μέρος των χρήσεων που μπορεί να εκφράσει ο φυσικός ομιλητής με τις διακυμάνσεις της φωνής του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολυσημίας των σημείων στίξης είναι το θαυμαστικό. Κατ’ αρχήν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει θετική στάση του ομιλητή στα λεγόμενα: «Η πολιτική μας στην κοινότητα απέδωσε επιτέλους καρπούς!»
Παράλληλα, το θαυμαστικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με την αντίθετη χρήση, προκειμένου δηλαδή να εκφράσει την αποδοκιμασία του προς τα λεγόμενα: «Η πολιτική μας στην Κοινότητα δεν έχει ακόμη αποδώσει καρπούς!»
Οι διαφορετικές αυτές χρήσεις του θαυμαστικού αντιστοιχούν σε διαφορετικούς τύπους διακύμανσης της φωνής στον προφορικό λόγο. Στο γραπτό κείμενο, ο αναγνώστης λαμβάνει μέσω της στίξης μόνο μερική πληροφορία. Από το θαυμαστικό συμπεραίνει την ιδιαίτερη βιωματική φόρτιση της πρότασης. Το ακριβές είδος φόρτισης το συνάγει από το περιεχόμενο της πρότασης, των συμφραζομένων και από τη γενική γνώση του για τον γράφοντα και τον κόσμο της πραγματικότητας.
Τα σημεία στίξης διακρίνονται ως προς τη λειτουργία τους σε συντακτικά και σχολιαστικά. Ο γράφων χρησιμοποιεί τα συντακτικά σημεία στίξης προκειμένου να διακρίνει συντακτικές ενότητες του κειμένου. Αυτή τη χρήση έχουν η τελεία, το κόμμα, η άνω τελεία, οι παρενθέσεις και οι αγκύλες, η παύλα, η άνω-κάτω τελεία και τα εισαγωγικά προτάσεως. Συντακτική χρήση σχετικά με τη σύνδεση μεμονωμένων λέξεων έχουν επίσης το ενωτικό (-) και η πλάγια γραμμή (/).
Τα σχολιαστικά ή κειμενικά σημεία στίξης χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν στον γραπτό λόγο ό,τι εκφράζουν οι επιτονικές κυμάνσεις της φωνής του ομιλητή. Τέτοια είναι το θαυμαστικό, το ερωτηματικό, τα αποσιωπητικά και τα εισαγωγικά λέξης.
[Γραμματική της Νέας Ελληνικής, Χρ. Κλαίρης, Γ. Μπαμπινιώτης, Εκδόσεις Ελληνικά γράμματα]
Παράδειγμα αξιοποίησης της στίξης σε μη λογοτεχνικό κείμενο:
Το μυστικό είναι ότι υπήρξαμε πρωτοπόροι! Αποκτήσαμε γραφείο εθνικής τουριστικής ανάπτυξης, τον ΕΟΤ, το 1929! Δηλαδή, ακριβώς την εποχή που διαμορφωνόταν στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο η έννοια «τουρισμός» ως «νέα και πραγματική καταναλωτική ανάγκη του κάθε ανθρώπου και όχι μόνο των προνομιούχων».
Και επειδή έτσι συνέβαινε τότε, η διαφήμιση του «προορισμού», δηλαδή της Ελλάδας, γινόταν με αφίσες. Ο στόχος ήταν ξεκάθαρος: οι ξένοι θα έπρεπε να επιλέξουν την Ελλάδα – να την προτιμήσουν. Να έρθουν όσο το δυνατόν περισσότεροι και να παρατείνουν την παραμονή τους εδώ.
Κωνσταντινίδης Γ. (21-06-2013). “Live your myth. Η Ελλάδα μέσα από τις αφίσες του ΕΟΤ. Από το χθες στο σήμερα”.
Σχόλιο: Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο συντάκτης κάνει χρήση θαυμαστικών για να δώσει έμφαση και να υποδηλώσει την έκπληξή του σε ό,τι αφορά το γεγονός πως ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού έχει ιδρυθεί ήδη από το 1929.
Χρησιμοποιεί, επίσης, εισαγωγικά για να υποδηλώσει πως μια συγκεκριμένη φράση που χρησιμοποιεί έχει αντληθεί από άλλο κείμενο.
Χρησιμοποιεί διπλή τελεία για να δηλώσει πως ό,τι ακολουθεί διευκρινίζει και επεξηγεί ποιος υπήρξε ο στόχος της διαφήμισης της Ελλάδας ως τουριστικού προορισμού.
Χρησιμοποιεί, επίσης, την παύλα, προκειμένου να τονίσει πως υπάρχει νοηματική διάκριση μεταξύ των δύο φράσεων (να επιλέξουν – να προτιμήσουν). Η φράση «να προτιμήσουν» την Ελλάδα υποδηλώνει πως η χώρα βρίσκεται σε άμεση σύγκριση με άλλες γειτονικές χώρες, οπότε οι τουρίστες θα μπορούσαν να δείξουν προτίμηση σε κάποια άλλη που έχει παραπλήσια χαρακτηριστικά.
5. Τα σχήματα λόγου, τη σύνδεση των προτάσεων (παρατακτική, υποτακτική) και τη σημασία των λέξεων με την οποία χρησιμοποιείται μια λέξη ή φράση σε μια συγκεκριμένη περίπτωση (κυριολεξία, μεταφορά, παρομοίωση, αντίθεση κ.ά.).
- Σχήματα λόγου:
Η διαμόρφωση του ύφους προϋποθέτει την επιλογή και τον συνδυασμό γλωσσικών στοιχείων από μέρους του ομιλητή ή συντάκτη ενός κειμένου. Ένας τομέας της γλώσσας που συμβάλλει στη δημιουργία ιδιαίτερου ύφους, κυρίως στον λογοτεχνικό λόγο, είναι τα επονομαζόμενα σχήματα λόγου, τα οποία αποτελούν γλωσσικές ιδιορρυθμίες που προκύπτουν συνήθως από τη χρήση συντακτικών σχημάτων και σημασιών διαφορετικών από τα συνηθισμένα. Τα πιο συχνά σχήματα λόγου είναι τα εξής:
1. Η αναδίπλωση, όταν μια λέξη ή φράση επαναλαμβάνεται αμέσως, π.χ. Οι φίλοι μας θα έρθουν σήμερα, σήμερα θα φύγουν.
2. Η ειρωνεία, όταν χρησιμοποιούνται λέξεις ή φράσεις που δηλώνουν στην ουσία αντίθετη σημασία από αυτή που δίνεται με τη λέξη, π.χ. Θύμωσε πολύ μαζί του και του τα είπε κομψά (δηλ. με άκομψα, υβριστικά λόγια).
3. Η έλλειψη, όταν παραλείπονται λέξεις ή φράσεις που μπορούν να εννοηθούν εύκολα από τα συμφραζόμενα, π.χ. –Ποιος θέλει να μιλήσει; –Η Ιφιγένεια (εννοείταιθέλει να μιλήσει).
4. Η λιτότητα, όταν στη θέση μιας λέξης χρησιμοποιείται η αντίθετή της με άρνηση, π.χ. Το φαγητό που μαγείρεψε η Ελένη δεν ήταν άνοστο.
5. Η μεταφορά, όταν χρησιμοποιούνται λέξεις ή φράσεις με σημασία διαφορετική από την κυριολεκτική τους, αλλά με κάποια μικρή ή μεγάλη ομοιότητα με αυτή, π.χ. Η Ρία έγινε καπνός.
6. Η μετωνυμία, όταν χρησιμοποιείται το όνομα του δημιουργού αντί για το δημιούργημα, αυτό που περιέχει κάτι αντί για το περιεχόμενο, το αφηρημένο αντί για το συγκεκριμένο, π.χ. Τον τελευταίο καιρό ο Νικόλας ακούει Μπετόβεν.
7. Η παρομοίωση, όταν συσχετίζεται ένα πρόσωπο ή πράγμα ή μια έννοια με κάτι πολύ γνωστό, με σκοπό να τονιστεί μια ιδιότητα που υπάρχει και στα δύο, π.χ. Το σπίτι του Παπαδόπουλου είναι σαν πύργος.
8. Ο πλεονασμός, όταν χρησιμοποιούνται περισσότερες λέξεις από όσες χρειάζονται για να αποδοθεί ένα νόημα, π.χ. Η Σμαρώ πάλι ξαναήρθε.
9. Η προσωποποίηση, όταν χρησιμοποιούνται λέξεις ή φράσεις με τις οποίες αποδίδονται ανθρώπινες ιδιότητες σε μη ανθρώπινα όντα, π.χ. Κάθε πρωί ο ήλιος χαμογελάει στους ανθρώπους.
10. Η συνεκδοχή, όταν χρησιμοποιείται το ένα αντί για τα πολλά όμοια, το μέρος ενός συνόλου αντί για το σύνολο (και αντίστροφα), η ύλη αντί για το προϊόν που παράγεται από αυτήν ή εκείνο που παράγει αντί για εκείνο που παράγεται, π.χ. Ο Κρητικός είναι πάντα υπερήφανος (αντί οι Κρητικοί).
11. Το υπερβατό, όταν παρεμβάλλονται μία ή περισσότερες λέξεις ανάμεσα σε δύο λέξεις που συνδέονται συντακτικά και νοηματικά στενά, π.χ. Ο διευθυντής εφάρμοσε τους ισχύοντες από τους νόμους κανονισμούς.
12. Η υπερβολή, όταν χρησιμοποιούνται λέξεις ή φράσεις που ξεπερνούν και το πραγματικό, π.χ. Να υψώσουμε όλοι τη φωνή μας, να φτάσει έως τον ουρανό.
Παράδειγμα αξιοποίησης σχημάτων λόγου:
Δεν πειράζει· μήτε τ’ απαρνιέμαι αυτά τα κείμενα μήτε δοκιμάζω, στη βασική τους δομή τουλάχιστον, να τα διορθώσω. Αντιπροσωπεύουν στα μάτια μου την εποχή που, για έναν έφηβο, το γράψιμο δεν μπορούσε να ‘ναι παρά μια συνειδητή, αδιάλλαχτη και αδιάκοπη άσκηση ανορθοδοξίας. Και αυτό έχει σημασία. Όταν έπιανα την πένα, θυμάμαι, ήθελα να αισθάνομαι πριν απ’ όλα ελεύθερος. Έτσι σα να ‘βγαινα στα βουνά και να μπορούσα να τσαγκρουνίζομαι στ' αγριοκλώναρα, να ζουπάω πού και πού κανένα μοσχομπίζελο, να δρασκελάω χαντάκια, να πίνω χούφτες το καθαρό νερό. Ήθελα στο βάθος, να τραγουδήσω αλλιώς απ’ ό,τι τραγουδάνε οι άλλοι - κι ας ήτανε φάλτσα.
[Οδυσσέας Ελύτης]
Σχόλιο: Στο απόσπασμα αυτό κυριαρχεί η ποιητική λειτουργία της γλώσσας, καθώς δεν αποτελεί αποδεικτικό δοκίμιο, αλλά έχει πιο ελεύθερη οργάνωση με αποτέλεσμα να προσεγγίζει περισσότερο τη λογοτεχνία. Διαπιστώνουμε πως ο Οδυσσέας Ελύτης θέλοντας να δικαιολογήσει τις αδυναμίες των νεανικών του κειμένων αξιοποιεί σχήματα λόγου, τα οποία αφενός αποδίδουν πιο εμφατικά τις σκέψεις του και αφετέρου τις διευρύνουν νοηματικά. Ειδικότερα, αξιοποιεί τη χρήση μεταφορών (π.χ. άσκηση ανορθοδοξίας, να τραγουδήσω αλλιώς), καθώς και μιας εκτενούς παρομοίωσης μέσω της οποίας παραλληλίζει τις συγγραφικές του προσπάθειες με μια περιπλάνηση στα βουνά, όπου μπορούσε να έρχεται σε άμεση επαφή με τη φύση.
Άσκηση:
Στο απόσπασμα αυτό ο Ελύτης χρησιμοποιεί μια παρομοίωση. Να εντοπίσετε τα δύο σκέλη της παρομοίωσης. Τι παρομοιάζεται / συγκρίνεται με τι; Να σχολιάσετε τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται στο β΄ σκέλος της παρομοίωσης, π.χ. «σα να βγαινα στα βουνά», προσέχοντας κυρίως τη συνυποδηλωτική σημασία των ρημάτων.
Τι νομίζετε ότι πετυχαίνει ο Ελύτης με τη χρήση της συγκεκριμένης παρομοίωσης;
α) 1ο σκέλος παρομοίωσης: «Όταν έπιανα την πένα, θυμάμαι, ήθελα να αισθάνομαι πριν απ’ όλα ελεύθερος.»
2ο σκέλος παρομοίωσης: «Έτσι σα να ‘βγαινα στα βουνά και να μπορούσα να τσαγκρουνίζομαι στ’ αγριοκλώναρα, να ζουπάω πού και πού κανένα μοσχομπίζελο, να δρασκελάω χαντάκια, να πίνω χούφτες το καθαρό νερό.»
β) Ο Ελύτης παρομοιάζει το αίσθημα ελευθερίας που ήθελε να αισθάνεται την ώρα που έγραφε, με το αντίστοιχο αίσθημα ελευθερίας που προσφέρει η επαφή με τη φύση, όταν κάποιος βρίσκει την ευκαιρία να περπατήσει σ’ ένα βουνό.
γ) «σα να ‘βγαινα στα βουνά»: Με την αναφορά στα βουνά ο ποιητής αποδίδει αφενός το αναγκαίο για εκείνον αίσθημα ελευθερίας, αλλά και το στοιχείο της περιπέτειας που διακρίνει την επαφή με το γράψιμο, εφόσον κάθε φορά που ξεκινά να γράψει κάτι δεν γνωρίζει εκ των προτέρων που θα οδηγηθεί.
«να τσαγκρουνίζομαι στ’ αγριοκλώναρα»: Το γρατζούνισμα στα αγριοκλώναρα υποδηλώνει τις δυσκολίες του γραψίματος και τα απρόβλεπτα αδιέξοδα στην προσέγγιση μιας ιδέας ή ενός συνειρμού. Η περιδιάβαση στο χώρο των ιδεών δεν είναι πάντοτε μια εύκολη διαδικασία, μα εκεί ακριβώς, στις δυσκολίες και στις απαιτήσεις, κρύβεται η γοητεία αυτής της εμπειρίας.
«να ζουπάω πού και πού κανένα μοσχομπίζελο»: Ο ποιητής αποδίδει εδώ το ελεύθερο που ήθελε να έχει, ώστε να βρίσκει το χρόνο να κοντοσταθεί σε μια ιδέα που τον ενθουσιάζει και να εξετάσει τις πιθανές της προεκτάσεις και τη γοητεία της ιδιαιτερότητάς της. Όπως ακριβώς κάποιος που περπατά στο βουνό σταματά ανά διαστήματα για να θαυμάσει τις μικρές ομορφιές της φύσης, έτσι κι ο ποιητής ήθελε να είναι ελεύθερος να διακόπτει την πορεία του γραψίματος, προκειμένου να επεξεργαστεί την ομορφιά μιας λέξης ή μιας ιδέας.
«να δρασκελάω χαντάκια»: Τα χαντάκια που συναντά ο πεζοπόρος και τα οποία αποτελούν εν δυνάμει σημαντικούς κινδύνους, αν δεν τα αντιληφθεί εγκαίρως, αποδίδουν τις αντίστοιχες δυσκολίες στο γράψιμο. Ο ποιητής όφειλε να βρίσκεται σε επιφυλακή, ώστε να είναι σε θέση να ξεπεράσει τυχόν επικίνδυνα σημεία στην πορεία των συλλογισμών του, καθώς θα μπορούσε εύκολα να βρεθεί σε αδιέξοδα ή να οδηγηθεί σε άτοπα συμπεράσματα.
«να πίνω χούφτες το καθαρό νερό»: Το καθαρό νερό που βρίσκει ο πεζοπόρος στο τέλος της διαδρομής του και λαμβάνει έτσι την ανταμοιβή του, έχει το ανάλογό του και στη διαδικασία του γραψίματος, όταν ο συγγραφέας κατορθώνει μετά από μια κοπιώδη πορεία να φτάσει σε νέους, προσωπικούς και αυθεντικούς συλλογισμούς, και να χαρεί έτσι την αγνή αίσθηση της δημιουργικότητας μέσα από το τελικό κείμενο που έχει προκύψει από την προσωπική του σκέψη και προσπάθεια.
δ) Ο Ελύτης κατορθώνει μέσα από την παραστατική αυτή παρομοίωση αφενός να παρουσιάσει με πληρότητα το αίσθημα ελευθερίας που διέκρινε τα εφηβικά γραπτά του κι αφετέρου να δώσει ένα σαφές παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η ελληνική γλώσσα θα μπορέσει να φανερώσει τη ζωντάνια και το δυναμισμό της. Αν οι θεράποντες του ελληνικού λόγου ακολουθήσουν το παράδειγμα του Ελύτη, η ελληνική γλώσσα θα μπορέσει να αποδεσμευτεί από «την κιτρινίλα της περγαμηνής» και να δώσει πρωτότυπα και με πραγματική ουσία έργα.
Κυριολεξία – Μεταφορά: Αναφορική & Ποιητική λειτουργία της γλώσσας
Η αναφορική λειτουργία της γλώσσας αναφέρεται στη χρήση των λέξεων με την κυριολεκτική, τη δηλωτική σημασία τους. Πρόκειται για τη χρήση εκείνη που δημιουργεί ένα αμιγώς πληροφοριακό κείμενο, το οποίο στόχο έχει να δώσει μια σειρά λογικών προτάσεων και απευθύνεται έτσι στη λογική του δέκτη.
Παράδειγμα αναφορικής λειτουργίας της γλώσσας:
Ποιοι είναι αυτοί οι απλοί κανόνες; Η διασταύρωση των ειδήσεων. Η συνείδηση της ευθύνης απέναντι στο κοινό και την κοινωνία. Η περίσκεψη. Η μη δημοσίευση ακόμη και διασταυρωμένων πληροφοριών για πρόσωπα χωρίς και τη δική τους άποψη. Η αποφυγή κάθε υπερβολής.
[Ρ. Σωμερίτης]
Η ποιητική λειτουργία της γλώσσας αναφέρεται στη χρήση των λέξεων με τη μεταφορική, τη συνυποδηλωτική τους σημασία. Πρόκειται για τη χρήση εκείνη που αξιοποιεί τη δυνατότητα της γλώσσας να απομακρυνθεί από την κυριολεξία, μεταδίδοντας ωστόσο το επιθυμητό μήνυμα μέσω εύλογων συσχετισμών και συνειρμών. Ο λόγος εδώ απευθύνεται στο συναίσθημα του δέκτη, εφόσον η ποιητική χρήση της γλώσσας διεγείρει τα συναισθήματά του και προσδίδει επιπλέον επίπεδα συγκινησιακού φορτίου στο μεταδιδόμενο μήνυμα.
Παράδειγμα ποιητικής λειτουργίας της γλώσσας:
Ιδού η απαρχή της προσπάθειας για γνώση και για αυτογνωσία, ιδού το πρώτο ερωτηματικό, το για πάντα αναπάντητο, ιδού η αυγή του μυστηρίου που οδήγησε τον άνθρωπο να γίνει πλάστης αθάνατου έργου, δημιουργός δηλαδή θεών. Δάμασε η ελληνική τέχνη το ζώο πριν ανακαλύψει τον τέλειο άνθρωπο. [Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ]
- Παρατακτική & υποτακτική σύνδεση προτάσεων:
Η παρατακτική σύνδεση επιτρέπει τη δημιουργία απλών και εύληπτων κειμένων, εφόσον οδηγεί -συνήθως- σε μικροπερίοδο λόγο.
Η υποτακτική σύνδεση που γίνεται με τους υποτακτικούς συνδέσμους (ειδικοί, χρονικοί, αιτιολογικοί, υποθετικοί, τελικοί, αποτελεσματικοί, ενδοιαστικοί ή διστακτικοί, εναντιωματικοί/παραχωρητικοί, βουλητικοί), με αναφορικές και ερωτηματικές αντωνυμίες, καθώς και αναφορικά και ερωτηματικά επιρρήματα, μπορεί να διαμορφώσει ένα πιο σύνθετο κείμενο.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το είδος των δευτερευουσών προτάσεων, εφόσον μέσω αυτών γίνεται εμφανής η στάση του γράφοντος απέναντι στο θέμα, π.χ. μια υποθετική πρόταση δηλώνει πως ο γράφων εικάζει, μια ενδοιαστική πρόταση δηλώνει την ανησυχία του γράφοντος, μια αιτιολογική πρόταση δηλώνει την πρόθεσή του να αιτιολογήσει μια άποψη, μια αποτελεσματική πρόταση δηλώνει τα αποτελέσματα που προκύπτουν από μια κατάσταση, κ.λπ.
Παράδειγμα αξιοποίησης υποτακτικής σύνδεσης:
Ο ρυθμός προόδου είναι τόσο γρήγορος, ώστε όσα μαθαίνει κανείς στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο είναι σχεδόν πάντα ξεπερασμένα. Μόνο λίγοι άνθρωποι μπορούν να διατηρήσουν την επαφή τους με τις πιο πρόσφατες προόδους της επιστημονικής γνώσης, και για να το κατορθώσουν πρέπει να αφιερώσουν ολόκληρο το χρόνο τους και να ειδικευτούν σε μία μικρή περιοχή της επιστήμης τους. Οι υπόλοιποι δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος της προόδου που συντελείται και του ενθουσιασμού που προκαλεί.
[Stephen W. Hawking, To χρονικό του χρόνου]
Σχόλιο: Η αξιοποίηση των δευτερευουσών προτάσεων και, άρα, η υποτακτική σύνδεση, καθιστά εφικτή την εναργέστερη ανάδειξη των νοηματικών σχέσεων που διαμορφώνονται μεταξύ των επιμέρους στοιχείων του κειμένου. Η αρχική διαπίστωση, για παράδειγμα, ότι «ο ρυθμός προόδου είναι τόσο γρήγορος», έχει μια δραστική συνέπεια στη ζωή των ανθρώπων, η οποία δηλώνεται με μια αποτελεσματική (συμπερασματική) πρόταση, η οποία εκφράζει ακριβώς το αποτέλεσμα που προκύπτει από το νόημα της κύριας. Όσα, λοιπόν, μαθαίνει κανείς στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο, καταλήγουν στη συνέχεια να «είναι σχεδόν πάντα ξεπερασμένα».
Ακολούθως, η διαπίστωση πως «μόνο λίγοι άνθρωποι μπορούν να διατηρήσουν την επαφή τους με τις πιο πρόσφατες προόδους της επιστημονικής γνώσης» συμπληρώνεται από μια τελική και δύο βουλητικές προτάσεις, μέσω των οποίων επισημαίνονται τα όσα αναγκάζονται να κάνουν οι άνθρωποι αυτοί προκειμένου να επιτύχουν τη διατήρηση της επαφής τους με τις πιο πρόσφατες προόδους της επιστήμης (να αφιερώσουν ολόκληρο το χρόνο τους - να ειδικευτούν σε μία μικρή περιοχή της επιστήμης τους).
6. Την ονοματοποίηση:
Η διαδικασία μετατροπής ενός ρήματος ή ενός επιθετικού προσδιορισμού σε ουσιαστικό (π.χ. υπολογίζω > υπολογισμός, αλλάζω > αλλαγή, ικανός > ικανότητα, φτωχός > φτωχοποίηση).
Η γραμματική αυτή μετατόπιση δεν αφορά μόνο την παραγωγή, αλλά έχει συνέπειες και στο νόημα, εφόσον οι ονοματοποιημένοι τύποι φέρουν τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά τόσο των ρηματικών διαδικασιών ή των ιδιοτήτων από όπου προέρχονται όσο και το αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών ή των ιδιοτήτων. Η ονοματοποίηση χαρακτηρίζει τα επιστημονικά κείμενα και τα «ακαδημαϊκά» είδη λόγου, όπως το δοκίμιο ή οι τεχνικές αναφορές, που επεξεργάζονται αφηρημένες και τεχνικές έννοιες.
[Σε γενικές γραμμές, το παράγωγο όνομα διατηρεί τα συντακτικά χαρακτηριστικά του στοιχείου που αποτελεί τη βάση της παραγωγής. Στην περίπτωση της παραγωγής από ρήμα, τα ορίσματα του ρήματος χρησιμοποιούνται ως συμπληρώματα του ονόματος. Το όνομα που παράγεται από ένα αμετάβατο ρήμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί με γενική που δηλώνει τον μετέχοντα ο οποίος έχει λειτουργία υποκειμένου του ρήματος:
το σπίτι κατέρρευσε = η κατάρρευση του σπιτιού
Το όνομα που παράγεται από ένα μεταβατικό ρήμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί με γενική που δηλώνει τον μετέχοντα που έχει λειτουργία αντικειμένου του ρήματος και με έναν εμπρόθετο προσδιορισμό που δηλώνει τον μετέχοντα ο οποίος έχει λειτουργία υποκειμένου του ρήματος:
ο μεσίτης πούλησε το σπίτι – η πώληση του σπιτιού από τον μεσίτη
Προτασιακά συμπληρώματα του ρήματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν και με το αντίστοιχο όνομα:
επιθυμεί να αποχωρήσει – η επιθυμία του να αποχωρήσει
Προθετικά σύνολα με λειτουργία προσδιορισμού ή συμπληρώματος του ρήματος εμφανίζονται με την ίδια μορφή και κατά την ονοματοποιημένη χρήση:
έρχεται στην πατρίδα – ο ερχομός στην πατρίδα
Επιρρήματα που προσδιορίζουν το ρήμα αντιστοιχούν σε επίθετα που προσδιορίζουν το όνομα:
οδηγεί γρήγορα – η γρήγορη οδήγηση
Τα ορίσματα και οι προσδιορισμοί του ρήματος μπορούν λοιπόν να χρησιμοποιηθούν και με το παράγωγο όνομα. Φυσικά τα παρεπόμενα του ρήματος, όπως ο χρόνος, η τροπικότητα και το ποιόν της ενέργειας, δεν διακρίνονται κατά την ονοματοποίηση.
Κατά την παραγωγή με επιθετική βάση, το όνομα διατηρεί τα συμπληρώματα και τους προσδιορισμούς του επιθέτου. Προθετικά σύνολα με λειτουργία προσδιορισμού ή συμπληρώματος του επιθέτου εμφανίζονται με την ίδια μορφή και με το αντίστοιχο όνομα. Επιρρήματα που προσδιορίζουν το επίθετο αντιστοιχούν σε επίθετα που προσδιορίζουν το όνομα.
ανεξάρτητος από την παράταξη – ανεξαρτησία από την παράταξη
απόλυτα αθώος – η απόλυτη αθωότητα]
Γραμματική της Νέας Ελληνικής, Χρ. Κλαίρης, Γ. Μπαμπινιώτης, Εκδόσεις Ελληνικά γράμματα
7. Τη χρήση ενεργητικής και παθητικής σύνταξης.
Με την ενεργητική σύνταξη δίνεται έμφαση στο πρόσωπο (ή το πράγμα) που δρα, και το γραμματικό υποκείμενο της πρότασης στη σύνταξη αυτή συμπίπτει με το λογικό υποκείμενο (ο ήλιος θερμαίνει τη γη), ενώ με την παθητική σύνταξη τονίζεται κυρίως το αποτέλεσμα της ενέργειας του υποκειμένου (η γη θερμαίνεται), και το λογικό υποκείμενο σ’ αυτό δηλώνεται έμμεσα, δηλαδή με τον προσδιορισμό του ποιητικού αιτίου (από τον ήλιο).
Με την παθητική σύνταξη: αποκτά ποικιλία η πλοκή του λόγου· μεταβάλλεται σε υποκείμενο η έννοια που συνήθως παριστάνεται ως αντικείμενο, εφόσον αυτή κρίνεται το κύριο στοιχείο της πρότασης· δεν ονομάζεται ρητά το υποκείμενο, όσες φορές κανείς δεν θέλει ή δεν μπορεί να το ονομάσει, όπως συμβαίνει αυτό πολλές φορές με τα απρόσωπα ρήματα (χιονίζει, αστράφτει, βρέχει κτλ.) που δηλώνουν απλώς το συμβάν χωρίς να το συσχετίζουν με το υποκείμενο.
8. Τη χρήση ευθέος και πλαγίου λόγου:
Η αξιοποίηση του ευθέος λόγου στα μη λογοτεχνικά κείμενα αποσκοπεί αφενός στο να ενισχύσει την παραστατικότητα του κειμένου και αφετέρου στο να καταστήσει σαφές πως πρόκειται για αυτούσια παράθεση των λόγων ενός άλλου προσώπου, χωρίς παρεμβάσεις του γράφοντος. Ο ευθύς λόγος υποδηλώνει, άρα, μεγαλύτερο βαθμό εγκυρότητας σε οτιδήποτε σχετίζεται με τη μεταφορά και χρήση λόγων που ανήκουν σε άλλο πρόσωπο.
Ο πλάγιος λόγος διασφαλίζει τη ροή του κειμένου, επιτρέποντας στον γράφοντα να διατηρεί την ομοιομορφία του ύφους και τον τρόπο με τον οποίο θα ενταχθούν στο κείμενό του τα όσα είπε κάποιο άλλο πρόσωπο. Ακριβώς, ωστόσο, επειδή πρόκειται για μεταφορά λόγων στην οποία είναι εμφανής η παρέμβαση εκείνου που τα μεταφέρει, μειώνεται η αίσθηση εγκυρότητας, εφόσον δεν είναι πάντοτε σαφές κατά πόσο τα λόγια αυτά έχουν μεταφερθεί αυτούσια, στο σύνολό τους και με το ύφος ή την αρχική πρόθεση εκείνου στον οποίο ανήκουν.
Παράδειγμα αξιοποίησης ευθέος λόγου σε μη λογοτεχνικό κείμενο:
Εκτός από την πολυσυζητημένη επίδρασή τους στις εκλογές, ένα άλλο ερώτημα αφορά στο πόσο οι ψευδείς ειδήσεις θα μπορούσαν να υποβαθμίσουν το ενδιαφέρον του κοινού για έγκυρη πληροφόρηση. «Νομίζω ότι οι ψευδείς ειδήσεις υποβαθμίζουν το ενδιαφέρον που έχουν οι άνθρωποι για τη τρέχουσα επικαιρότητα. Η αλήθεια είναι ελκυστική από μόνη της όμως και θέλω να πιστεύω ότι πολλοί θα συνεχίζουν πάντα να την αναζητούν και να τη μοιράζονται», λέει η Ελένη Κουναλάκη, πρώην πρέσβειρα των ΗΠΑ στην Ουγγαρία της κυβέρνησης Ομπάμα.
Σκαράκη, Α. (2017). «Fake News, αυτή η μάστιγα! Τι λένε στη HuffPost Αμερικανοί και Ευρωπαίοι δημοσιογράφοι για τη μάχη ενάντια στις ψευδείς ειδήσεις».
9. Τη χρήση επιρρημάτων και επιθέτων, καθώς ενδέχεται να φανερώνουν το βαθμό βεβαιότητας του γράφοντος ή το αν έχει θετική ή αρνητική στάση απέναντι στο ζήτημα που διερευνά, π.χ. επιρρήματα που δηλώνουν μεγάλο βαθμό βεβαιότητας (απολύτως, σίγουρα, ολότελα, ολοκληρωτικά) ή δισταγμό, αβεβαιότητα, απορία (ίσως, πιθανώς, άραγε), όπως και επιρρήματα που φανερώνουν την άποψη του γράφοντος (καλώς, κακώς, ευτυχώς, δυστυχώς, ατυχώς κ.ά.). Κατά τον ίδιο τρόπο αξιοποιούνται και τα επίθετα, τα οποία ενδέχεται να «σχολιάζουν» με θετικό τρόπο ορισμένες πτυχές του ζητήματος ή με αρνητικό.
Παράδειγμα αξιοποίησης επιρρημάτων και επιθέτων:
Η Ενωμένη Ευρώπη θα αποτελέσει, όπως είπα, μέγα σταθμό στην παγκόσμια ιστορία της ειρήνης, της ελευθερίας και του πνεύματος. Το ανθρώπινο δυναμικό της και η πολιτιστική της κληρονομιά εγγυώνται γι’ αυτό.
Πριν απ’ όλα η Ευρωπαϊκή Ένωση θα σταθεί αποφασιστικός παράγοντας ειρήνης στον κόσμο. Γιατί με το κύρος και την δύναμή της θα επηρεάζει αποφασιστικά τις διεθνείς εξελίξεις, αρχής γενομένης από τον χώρο τον δικό της.
[Ομιλία Κων/νου Καραμανλή]
Σχόλιο: Η εμπιστοσύνη του ομιλητή στην αξία της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται εμφανής σε λεκτικό επίπεδο με ποικίλους τρόπους, μεταξύ των οποίων είναι κι η χρήση των κατάλληλων επιθέτων και επιρρημάτων. Ειδικότερα, διαπιστώνουμε πως χαρακτηρίζει την Ένωση αυτή: «μέγα σταθμό στην παγκόσμια ιστορία της ειρήνης», γεγονός που φανερώνει την πρόθεσή του να τονιστεί εμφατικά η συμβολή της στη διασφάλιση της ειρήνης. Ως προς αυτό, άλλωστε, επισημαίνει πως η Ένωση θα αποτελέσει «αποφασιστικό» παράγοντα και πως θα επηρεάζει «αποφασιστικά» τις διεθνείς εξελίξεις. Η χρήση της λέξης αυτής -τόσο ως επίθετο όσο και ως επίρρημα- είναι ενδεικτική της βεβαιότητας που έχει ο ομιλητής πως η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιτελέσει ουσιαστικό ρόλο στη διατήρηση της ειρήνης στον ευρωπαϊκό αλλά και στο διεθνή χώρο.
Σημείωση: Όλες οι γλωσσικές επιλογές συνδέονται λειτουργικά με το νόημα και το ύφος του κειμένου.
Περισσότερο εκπαιδευτικό υλικό για το Λύκειο εδώ.