Η λέξη προέρχεται από την αρχαία εκβατός (<εκβαίνω) και δεν έχει καμία σχέση με το αυγό. Σημαίνει «αυξάνω, πολλαπλασιάζω»: Αβγάτισε την περιουσία του.
αβγατίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀβγατίζω < ἐβγατίζω< *ἐβγατ(ός) < ελληνιστική κοινή ἐκβατός «που εκπληρώνεται» (με αντιμετάθεση φθόγγων) < αρχαία ελληνική ἐκβαίνω.
Επομένως, η σωστή γραφή είναι αβγατίζω.
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.
αβγατίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀβγατίζω < ἐβγατίζω< *ἐβγατ(ός) < ελληνιστική κοινή ἐκβατός «που εκπληρώνεται» (με αντιμετάθεση φθόγγων) < αρχαία ελληνική ἐκβαίνω.
Επομένως, η σωστή γραφή είναι αβγατίζω.
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.