Το 1949 ο ψυχίατρος Αντόνιο Έγκαζ Μονίζ έγινε ο πρώτος Πορτογάλος στην ιστορία που κέρδισε το βραβείο νόμπελ. Η σπουδαία διάκριση στον τομέα της Ιατρικής του δόθηκε για την λοβοτομή.
Στην χειρουργική διαδικασία που εφάρμοσε κατέστρεφε τμήματα του μετωπιαίου λοβού του εγκεφάλου σε άτομα με διανοητικές διαταραχές ή ψυχικές ασθένειες, με σκοπό την εξάλειψη των συμπτωμάτων τους.
Από τότε και καθ’ όλη την διάρκεια όλων αυτών των δεκαετιών, εκατοντάδες οικογένειες λοβοτομημένων ασθενών έχουν αιτηθεί στο θεσμό να ανακαλέσει το συγκεκριμένο βραβείο. Άλλωστε, τον τελευταίο μισό και πλέον αιώνα, η λοβοτομή θεωρείται ως μία πλήρως αναποτελεσματική και εξαιρετικά βάρβαρη πρακτική. Παρόλα αυτά, το ίδρυμα Νόμπελ επί δεκαετίες αρνείται να αποσύρει το βραβείο της χρονιάς εκείνης από την επίσημη λίστα. Όπως αναφέρει στην σελίδα του «δεν υπάρχει κανένας λόγος για αγανάκτηση για κάτι που συνέβη τη δεκαετία του ’40. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν άλλες εναλλακτικές».
Ο εφευρέτης της λοβοτομής
Η ιδέα της λοβοτομής είχε διατυπωθεί από επιστήμονες ήδη από τον 19ο αιώνα. Ωστόσο, αυτός που την έκανε για πρώτη φορά πράξη, καθιερώνοντάς την, ήταν ο πορτογάλος ψυχίατρος Αντόνιο Έγκαζ Μονίζ.
Η πρώτη φορά που δοκιμάστηκε αυτός ο τρόπος θεραπείας σε άνθρωπο ήταν το 1892 στην Ελβετία. Ο δρ Gottlieb Burckhardt, δοκίμασε μια παρόμοια τεχνική που ονόμαζε «λευκοτομή» σε δύο ασθενείς του, όμως το αποτέλεσμα ήταν να πεθάνουν και οι δύο και η ιδέα να εγκαταλειφθεί. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, αμερικανοί καθηγητές του Yale ανακάλυψαν ότι αφαιρώντας τμήματα του μετωπιαίου λοβού από χιμπατζήδες, τα πειραματόζωά τους γίνονταν πιο ήρεμα και συνεργάσιμα. Επιπλέον, ο Μονίζ είχε παρατηρήσει ότι στρατιώτες που είχαν υποστεί σοβαρούς τραυματισμούς στους μετωπιαίους λοβούς του εγκεφάλου τους, παρουσίαζαν σημαντικές αλλαγές στο χαρακτήρα τους.
Βασισμένος στα δεδομένα αυτά και σε προσωπικές μελέτες δεκαετιών, ο πορτογάλος ψυχίατρος κατέληξε ότι καταστρέφοντας τις νευρωνικές οδούς που πιστεύεται ότι προκαλούν τα επαναλαμβανόμενα και ψυχωτικά μοτίβα σκέψης, θα ανακούφιζε τους ανθρώπους με σοβαρές ψυχικές ασθένειες από την παράνοια και το άγχος.
Έτσι, το 1935 αποφάσισε να θέσει την θεωρία του σε εφαρμογή.
Το πρώτο χειρουργείο σε παρανοϊκή γυναίκα
Με τη βοήθεια του νευροχειρουργού συνεργάτη του, Αλμέιντα Λίμα, εκτέλεσε την πρώτη λευκοτομή (όπως την ονόμαζε τότε), σε μία 63χρονη γυναίκα που έπασχε από κατάθλιψη, άγχος, παράνοια, παραισθήσεις και αϋπνίες.
Η επέμβαση θεωρήθηκε άκρως επιτυχημένη, καθώς δύο μήνες αργότερα η ασθενής ήταν πιο ήρεμη, με καλύτερη αίσθηση της πραγματικότητας, ενώ η παράνοια είχε εκλείψει.
Ενθαρρυντικά ήταν τα αποτελέσματα και των υπόλοιπων 19 ασθενών, που υποβλήθηκαν στην επέμβαση αμέσως μετά την 63χρονη. Σύμφωνα με τις αναφορές του ψυχιάτρου, επτά από αυτούς είχαν θεραπευτεί, επτά επέδειξαν σημαντική βελτίωση, ενώ η κατάσταση των υπολοίπων παρέμεινε αμετάβλητη.
Η μεθοδολογία που εφάρμοζε περιλάμβανε το άνοιγμα τρύπας στο κρανίο του ασθενούς και την έγχυση οινοπνεύματος στον προμετωπιαίο φλοιό του εγκεφάλου, προκειμένου να τον καταστρέψει.
Η διάδοση της λοβοτομής από τον Φρήμαν
Τα αμέσως επόμενα χρόνια, η μέθοδος αυτή εξελίχθηκε περαιτέρω από άλλους ψυχιάτρους και νευροχειρουργούς, με σημαντικότερη ίσως την συμβολή του Αμερικανού Γουόλτερ Φρήμαν. Ο Αμερικανός γιατρός εξέλιξε την τεχνική και την ονόμασε «λοβοτομή». Η διάδοσή της στους ψυχιατρικούς κύκλους ήταν ταχύτατη. Ο Φρήμαν έφτασε στο σημείο να κυκλοφορεί με ένα αυτοκίνητο κάνοντας λοβοτομή παρουσία κοινού. Έκανε την επέμβαση ακόμη και σε ένα 12χρονο αγόρι διότι η μητέρα του παραπονιόταν πως ήταν άτακτο, προκαλώντας του ανεπανόρθωτη ζημιά. Του αφαιρέθηκε η ιατρική άδεια αφού είχε αφήσει δεκάδες ανθρώπους «φυτά». Μέχρι το 1949, μόνο στις ΗΠΑ είχαν πραγματοποιηθεί περισσότερες από 10.000 επεμβάσεις αυτού του είδους.
Εκείνη την χρονιά απονεμήθηκε στον Αντόνιο Έγκαζ Μονίζ το Νόμπελ Ιατρικής, παρότι οι φωνές που εξέφραζαν επιφυλακτικότητα ή και πλήρη αντίθεση προς την πρακτική αυτή, ήταν αρκετές.
«Μπορεί οι ασθενείς να μη δείχνουν πια να βασανίζονται από τις ψυχικές διαταραχές τους, από την άλλη όμως εμφανίζουν αδυναμία να βιώσουν οποιαδήποτε συναισθηματική εμπειρία -ευχάριστη και μη. Νοσοκόμες και ιατροί τους περιγράφουν ως απαθείς, χωρίς ενέργεια και κίνητρο να πάρουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία, πειθήνιους και διαρκώς υπνωτισμένους», έγραφε ο επιστήμονας J.L. Hoffman το 1949. Ωστόσο, απόψεις σαν αυτή ήταν λιγοστές και όχι ευρέως διαδεδομένες.
Η απάντηση του ιδρύματος Νόμπελ
Από το 1952, όποτε και τα νευροληπτικά φάρμακα άρχισαν να αναπτύσσονται ραγδαία, οι λοβοτομές προοδευτικά μειώνονταν. Παράλληλα, αναδύονταν όλο και περισσότερες επιστημονικές μελέτες οι οποίες έκριναν τη λοβοτομή ως μία πρακτική ανήθικη και πλήρως αναποτελεσματική. Οι συγγενείς των λοβοτομημένων, αν και δεν είχαν πια να αντιμετωπίσουν τα συχνά ψυχωτικά επεισόδια, έβλεπαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα να μένουν «φυτά».
Σήμερα, στις περισσότερες χώρες του κόσμου η πρακτική έχει απαγορευτεί ως βάρβαρη και αντιδεοντολογική, ενώ αλλεπάλληλα είναι τα αιτήματα προς το ίδρυμα Νόμπελ προκειμένου να αποσυρθεί το βραβείο του 1949. Ωστόσο, το ίδρυμα έχει αποφανθεί ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συμβεί. Όπως αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα του θεσμού, δεν είναι εφικτό να κριθεί αναδρομικά μία επιστημονική ανακάλυψη του προηγούμενου αιώνα. Για την εποχή της, η λοβοτομή ήταν πρωτοποριακή. Οι ασθενείς με σοβαρές ψυχικές ασθένειες ήταν καταδικασμένοι να υποφέρουν από φριχτά ψυχωτικά επεισόδια, καθώς δεν υπήρχαν εναλλακτικές θεραπείες και φάρμακα. «Η λευκοτομή κατάφερνε τουλάχιστον να κάνει τη ζωή αυτών των ανθρώπων πιο υποφερτή για τους ίδιους και τους γύρω τους», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Και καταλήγει: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Μονίζ άξιζε το βραβείο νόμπελ».
Ένα από τα πιο γνωστά θύματα της λοβοτομής ήταν η Ρόζμαρι, η όμορφη Κένεντι που έμεινε ανάπηρη μετά την επέμβαση. Έζησε όλη τη ζωή της σε άσυλο και σε αυτήν οφείλουμε το θεσμό των Παραολυμπιακών Αγώνων.
Θύμα της λοβοτομής υπήρξε και η Ρόουζ Ουίλιαμς, αδερφή του Τένεσι Ουίλιαμς. Ο αμερικανός θεατρικός συγγραφέας είχε πει ότι σε συγκεκριμένα έργα του, εμπνεύστηκε χαρακτήρες και μοτίβα από τη Ρόουζ. Ένα από αυτά υπήρξε η «Λυσσασμένη Γάτα» που έγινε ταινία το 1958, σε σκηνοθεσία Ρίτσαρντ Μπρουκς. Πρωταγωνιστές ήταν ο Πωλ Νιούμαν κι η Ελίζαμπεθ Τέιλορ στο ρόλο της Μάργαρετ Μάγκι. Η ταινία έλαβε 6 υποψηφιότητες για βραβείο Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, χωρίς όμως να κερδίσει κάποιο.
Αρχική φωτογραφία: Wikimedia Commons