[Το στοίχημα]
Kάθε μεσημέρι η μαμά και η Μαρία βάζουν ένα στοίχημα. Ποια θα φτάσει πρώτη στο σπίτι. Η μαμά από τη δουλειά της, η Μαρία από το σχολείο. Σχολάνε και οι δυο την ίδια ώρα. Μέχρι τώρα η Μαρία έχει κερδίσει μόνο τρεις φορές. Ο μπαμπάς έρχεται τελευταίος. Αυτός αργεί να σχολάσει.
[…] Έξω από την πόρτα της σταματάει, βγάζει τα κλειδιά της και ξεκλειδώνει. Το πράσινο παλτό και η μαύρη τσάντα της μαμάς κρέμονται στην κρεμάστρα. Πάλι ήρθε πρώτη. Πάλι κέρδισε.
«Μαμά», φωνάζει και ορμάει στην κουζίνα. Η μαμά είναι μπροστά στο νεροχύτη και ετοιμάζει το φαγητό τους.
«Κοριτσάκι μου», λέει κι αυτή μόλις την ακούει. Γυρίζει και την αρπάζει στην αγκαλιά της. Τη σηκώνει ψηλά και τη στριφογυρίζει πάνω από το κεφάλι της.
Μαζί της στριφογυρίζουν και η σάκα και το ψωμί και το μακρύ μακρύ μολύβι της.
«Μαμά» φωνάζει από κει η Μαρία, «αφού όλο το δρόμο έρχομαι τρέχοντας, πώς γίνεται και συ φτάνεις πάντα πρώτη;»
Η μαμά χαμογελάει και τη σφίγγει τρυφερά.
«Μήπως επειδή τα ποδαράκια της κορούλας μου είναι ακόμη πιο μικρά από τα δικά μου;» λέει. Σε λίγο κάθονται και οι δυο στο τραπέζι. Τρώνε και διηγούνται η μια στην άλλη πώς πέρασαν όλο το πρωί. Η μαμά στη δουλειά της, η Μαρία στο σχολείο. Κι αφού αποφάγανε η μαμά λέει:
«Και τώρα ξεκούραση … ».
Η Μαρία πηγαίνει στο δωμάτιό της και ξαπλώνει.
Αργότερα η μαμά ανοίγει προσεχτικά την πόρτα, πλησιάζει το κρεβάτι της Μαρίας και της διορθώνει τα σκεπάσματα. Μετά της δίνει ένα απαλό φιλί στο μάγουλο και, πατώντας στις μύτες των ποδιών της, γυρίζει να φύγει. «Μαμά» ακούγεται η φωνή της Μαρίας. «Ναι, χρυσό μου». «Μ' αγαπάς πολύ, μαμακούλα μου;» «Σ΄ αγαπώ πολύ, κοριτσάκι μου».