Συνοχή και Συνεκτικότητα
Μετά την εξέταση του τρόπου με τον οποίο οι εξωτερικοί παράγοντες, το κειμενικό είδος και η επικοινωνιακή περίσταση μορφοποιούν τη γλωσσική χρήση, ακολουθεί η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο τα κείμενα συγκροτούνται ως ολότητες και όχι απλώς ως ασύνδετα σύνολα λέξεων και παραγράφων. Στο επίπεδο αυτό ανάλυσης της γλώσσας κυρίαρχες είναι οι έννοιες της συνοχής και της συνεκτικότητας.
Η συνοχή αναφέρεται στο σύνολο των γλωσσικών μέσων με τα οποία οι γλωσσικές μονάδες (προτάσεις, περίοδοι, παράγραφοι κ.λπ.) συνδέονται μεταξύ τους ώστε να αποτελέσουν μεγαλύτερες ενότητες λόγου. Τα μέσα αυτά ανήκουν σε τρεις κατηγορίες:
Γραμματικά:
- Αναφορά: αφορά τη σχέση ενός κειμενικού στοιχείου με ένα άλλο που προηγείται ή έπεται (π.χ. με τη χρήση αντωνυμιών).
- Έλλειψη: αφορά την παράλειψη μιας λέξης ή φράσης που μπορεί να εννοηθεί εύκολα απ’ όσα έχουν λεχθεί ή πρόκειται να λεχθούν.
- Υποκατάσταση: αφορά την αντικατάσταση κάποιου κειμενικού στοιχείου από άλλα, που κατευθύνουν στην αναζήτηση των πρώτων (π.χ. οι μεν … οι δε).
- Σύζευξη: αφορά τη σύνδεση ενοτήτων λόγου με τη χρήση διαρθρωτικών λέξεων και φράσεων που δηλώνουν προσθήκη, αντίθεση, αιτία, χρόνο κ.λπ.
Λεξιλογικά: αφορούν τη σημασιολογική σύνδεση λέξεων [συνωνυμία, αντωνυμία, υπωνυμία = λέξεις των οποίων η σημασία αποτελεί μέρος της σημασίας άλλης -ευρύτερης νοηματικά- λέξης, του υπερωνύμου, υπερωνυμία = λέξεις των οποίων η σημασία είναι ευρύτερη της σημασίας άλλων λέξεων (υπωνύμων), για παράδειγμα η λέξη άνθος είναι υπερώνυμο των λέξεων τριαντάφυλλο και γαρύφαλλο.].
Φωνολογικά: αφορούν τον επιτονισμό σε προφορικά κείμενα.
Συνεκτικότητα
Για να είναι όμως ένα κείμενο λογικά συγκροτημένο, χρειάζεται –εκτός από τη συνοχή ανάμεσα στις προτάσεις και τις παραγράφους– να είναι συνεπές και ως προς το θέμα, τον σκοπό, τους αποδέκτες του, την πολιτισμική γνώση που ενέχει. Η συνεκτικότητα αναφέρεται στη νοηματική σύνδεση των επιμέρους στοιχείων του κειμένου με το κειμενικό είδος στο οποίο τυπικά ανήκει.
Σύνδεση κατά παράταξη, καθ’ υπόταξη και ασύνδετο σχήμα
Παρατακτική σύνδεση: Στο πλαίσιο αυτής της μορφής σύνδεσης, συνδέονται μεταξύ τους, με τη χρήση παρατακτικών συνδέσμων, όμοιες -ισότιμες- προτάσεις, δηλαδή κύριες με κύριες ή δευτερεύουσες με δευτερεύουσες.
Η παρατακτική σύνδεση γίνεται:
α) Με τους συμπλεκτικούς συνδέσμους: και (κι), ούτε, μήτε (και ουδέ, μηδέ σε παλιότερα κείμενα). Με τους συμπλεκτικούς συνδέσμους οι προτάσεις συνδέονται είτε καταφατικά, είτε αποφατικά.
Ο πιο συχνός συμπλεκτικός σύνδεσμος είναι ο και (κι), ο οποίος κατά τη σύνδεση δύο ή περισσότερων προτάσεων παίρνει διάφορες σημασίες, ορισμένες από τις οποίες είναι οι εξής:
Παρατακτική, π.χ. Η Σμαρώ βλέπει ελληνικές ταινίες και ακούει μουσική.
Χρονική, π.χ. Η Νίκη άκουγε μουσική και έλυνε τις ασκήσεις (ενώ άκουγε μουσική …).
Αιτιολογική, π.χ. Κάλεσε την αδελφή σου αύριο εδώ, και θέλω να της πω κάτι (επειδή θέλω …).
Αναφορική, π.χ. Είσαι γονιός κι έχεις δύο γιους (ο οποίος έχεις …).
Αποτελεσματική, π.χ. Είναι απλός στρατιώτης και κάνει ό,τι του πουν (γι’ αυτό κάνει …).
Συχνά το και μπορεί να αντικαθιστά το να που εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις, π.χ. Άρχισε και βρέχει.
β) Με τους αντιθετικούς συνδέσμους: αλλά, μα, παρά, όμως, ωστόσο, ενώ, μολονότι, αν και, μόνο (που). Με τους αντιθετικούς συνδέσμους η σύνδεση μπορεί να είναι είτε απλή, π.χ. Δε θέλει τίποτε άλλο παρά την ησυχία του, είτε επιδοτική, π.χ. Τον υποχρέωσε όχι μόνο να διαβάζει τα κείμενα που έπαιρνε αλλά και να απαντά σε όλες τις επιστολές.
γ) Με τους διαχωριστικούς συνδέσμους: ή, είτε. Με τους διαχωριστικούς συνδέσμους συνδέονται δύο ή περισσότερες προτάσεις, π.χ. Οι μαθητές και οι μαθήτριες του Γυμνασίου είτε θα είναι στο σχολείο είτε θα διαβάζουν.
Οι συμπλεκτικοί σύνδεσμοι ούτε και μήτε μπορούν να χρησιμοποιούνται επίσης ως διαχωριστικοί, όταν εκφράζεται άρνηση, π.χ. Ούτε ήρθε ούτε έστειλε μήνυμα.
δ) Με τους συμπερασματικούς συνδέσμους: λοιπόν, ώστε, άρα, επομένως, π.χ. Όλα τα έκανε όπως μας υποσχέθηκε. Άρα είναι αξιόπιστος άνθρωπος.
Ορισμένοι από τους παρατακτικούς συνδέσμους που αναφέρθηκαν χρησιμοποιούνται και ως υποτακτικοί, π.χ. ενώ, ώστε, μολονότι.
Στην παρατακτική χρήση των συνδέσμων αυτών προηγείται τελεία ή άνω τελεία, π.χ. Με ρωτούσε συνεχώς διάφορα πράγματα· ενώ δεν ήξερα τι να του απαντήσω.
Με την παρατακτική σύνδεση ο λόγος γίνεται πιο απλός, στο βαθμό που η σύνδεση περιορίζεται σε μικρό αριθμό προτάσεων. Επιτρέπει, κατ’ αυτό τον τρόπο, στον συγγραφέα να διασφαλίσει τη σαφήνεια του κειμένου του και να διαμορφώσει ένα πιο λιτό ύφος γραφής. Αν, επομένως, στόχος του γράφοντος είναι η σαφής και εύληπτη παρουσίαση ενός συλλογισμού ή μιας κατάστασης, επιλέγεται συνήθως η παρατακτική σύνδεση.
Υποτακτική σύνδεση
Η υποτακτική σύνδεση των προτάσεων γίνεται με τους υποτακτικούς συνδέσμους (ειδικοί, χρονικοί, αιτιολογικοί, υποθετικοί, τελικοί, αποτελεσματικοί, ενδοιαστικοί ή διστακτικοί, εναντιωματικοί/παραχωρητικοί, συγκριτικός, βουλητικός), με αναφορικές και ερωτηματικές αντωνυμίες, καθώς και αναφορικά και ερωτηματικά επιρρήματα. Οι δευτερεύουσες (ή εξαρτημένες) προτάσεις που εισάγονται με τα παραπάνω χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:
α) Στις ονοματικές προτάσεις, οι οποίες λειτουργούν στον λόγο ως ουσιαστικά (υποκείμενα, αντικείμενα, ονοματικοί προσδιορισμοί κτλ.) και
β) Στις επιρρηματικές, οι οποίες λειτουργούν στον λόγο ως προσδιορισμοί του ρήματος, όπως δηλαδή τα επιρρήματα. Στις επιρρηματικές προτάσεις περιλαμβάνονται και όσες δηλώνουν παρομοίωση, στέρηση και σύγκριση και εισάγονται με τα σαν να, χωρίς / δίχως να και παρά να αντίστοιχα.
α. Ονοματικές προτάσεις
Στις ονοματικές προτάσεις ανήκουν:
- Οι ειδικές, που εισάγονται με τους ειδικούς συνδέσμους (πως, που, ότι) και με τις οποίες εξειδικεύεται κατά κάποιο τρόπο το νόημα του ρήματος ή του ονόματος ή μιας περίφρασης.
- Οι βουλητικές, που εισάγονται με το να και συμπληρώνουν την έννοια ρημάτων και εκφράσεων που δηλώνουν συνήθως βούληση, όπως θέλω, ζητώ, προτρέπω, επιθυμώ, εμποδίζω κτλ.
- Οι ενδοιαστικές, που εισάγονται με τους ενδοιαστικούς (ή διστακτικούς) συνδέσμους (μη[ν], μήπως) και εκφράζουν κάποιο ενδοιασμό για το μήπως γίνει ή δε γίνει κάτι.
- Οι πλάγιες ερωτηματικές, που εισάγονται με ερωτηματικές αντωνυμίες (ποιος, πόσος, τι κτλ.), με ερωτηματικά επιρρήματα (πού, πώς, πότε κτλ.) και με ορισμένους συνδέσμους, όπως τους αν, γιατί, μήπως, και εκφράζουν ερώτηση ή απορία.
- Οι αναφορικές ονοματικές, που εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες (που, ο οποίος, όσο, ό,τι κτλ.) και λειτουργούν ως ονόματα και ονοματικές φράσεις.
β. Επιρρηματικές προτάσεις
Στις επιρρηματικές προτάσεις ανήκουν:
- Οι αιτιολογικές, που εισάγονται με αιτιολογικούς συνδέσμους (γιατί, επειδή, αφού) και με εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ως αιτιολογικοί σύνδεσμοι (καθώς, που, μια και κτλ.) και δηλώνουν την αιτία.
- Οι τελικές, που εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους (για να, να) και δηλώνουν σκοπό.
- Οι αποτελεσματικές (συμπερασματικές), που εισάγονται με τους αποτελεσματικούς συνδέσμους (ώστε, που) και με εκφράσεις αντίστοιχες με τους αποτελεσματικούς συνδέσμους (ώστε να, που να, για να κτλ.) και δηλώνουν το αποτέλεσμα που προκύπτει από το νόημα της κύριας πρότασης.
- Οι υποθετικές, που εισάγονται με τους υποθετικούς συνδέσμους (αν, εάν, άμα) και ανάλογες εκφράσεις (εφόσον, έτσι και, στην περίπτωση που) και εκφράζουν την προϋπόθεση που ισχύει, για να γίνει αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση.
Μια υποθετική πρόταση μαζί με την κύρια που την προσδιορίζει αποτελεί έναν υποθετικό λόγο. Η υποθετική πρόταση λέγεται υπόθεση, ενώ η κύρια απόδοση.
- Οι εναντιωματικές, που εισάγονται με τους εναντιωματικούς συνδέσμους (αν και, ενώ, μολονότι) και με λέξεις ή εκφράσεις αντίστοιχες με τους παραπάνω συνδέσμους (αντί να, παρ’ όλο που, ακόμη κι αν, και ας, έστω κι αν κτλ.) και δηλώνουν αντίθεση προς αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση
- Οι παραχωρητικές, που εισάγονται με τις εκφράσεις και αν, που να, ας κτλ. και δηλώνουν παραχώρηση ή και αντίθεση προς αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση, το οποίο θεωρείται ενδεχόμενο ή μη πραγματικό.
- Οι χρονικές, που εισάγονται με τους χρονικούς συνδέσμους (όταν, σαν, ενώ, καθώς, αφού, αφότου, πριν (πριν να), μόλις, προτού, όποτε, ώσπου, ωσότου) και με λέξεις ή εκφράσεις αντίστοιχες με χρονικούς συνδέσμους (όσο, ό,τι, εκεί που, έως ότου, κάθε που κτλ.) και δηλώνουν πότε γίνεται αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση.
- Οι αναφορικές επιρρηματικές, που εισάγονται με αναφορικά επιρρήματα (όπως, όπου, οπουδήποτε, όποτε, οποτεδήποτε, όσο, οσοδήποτε) ή με άλλους αναφορικούς επιρρηματικούς προσδιορισμούς και λειτουργούν ως επιρρήματα, τα οποία προσδιορίζουν έναν άλλο όρο μιας πρότασης, συνήθως επιρρηματικό.
Με την υποτακτική σύνδεση ο λόγος γίνεται πιο πυκνός σε νοηματικό επίπεδο, εφόσον με τη χρήση των δευτερευουσών προτάσεων αναδεικνύονται οι επιμέρους σχέσεις μεταξύ των συνδεόμενων στοιχείων/ιδεών. Είναι, δηλαδή, μεταξύ άλλων, εφικτή η ανάδειξη σχέσεων αιτίου-αποτελέσματος, η αξιοποίηση υποθέσεων, η επισήμανση μιας καθαρά χρονικής σχέσης ή η ανάδειξη των ενδοιασμών που προκύπτουν αναφορικά με κάποια στοιχεία.
Η υποτακτική σύνδεση, χάρη ακριβώς στη δυνατότητά της να συνδέει τις επιμέρους ιδέες αναδεικνύοντας τη μεταξύ τους σχέση, επιτρέπει τη διαμόρφωση σύνθετου, επιστημονικού λόγου, που κάποτε καθίσταται απαιτητικός για τον αναγνώστη, μιας και οφείλει να κατανοεί τη διαδοχή των νοηματικών συνδέσεων.
Ασύνδετο σχήμα
Στο πλαίσιο του ασύνδετου σχήματος όμοιοι συντακτικοί όροι (λέξεις, προτάσεις) παρατίθενται ο ένας μετά τον άλλον, διακρινόμενοι με κόμμα, χωρίς να συνδέονται μεταξύ τους με συνδετικά στοιχεία.
Η χρήση του ασύνδετου σχήματος έχει διαφορετική κάθε φορά σκόπευση, ανάλογα με το περιεχόμενο του κειμένου και τις ειδικότερες προθέσεις το γράφοντος. Έτσι, με το ασύνδετο σχήμα ο συγγραφέας, ενδέχεται να αποσκοπεί:
- Στο να αποδώσει ζωντάνια και παραστατικότητα στο κείμενό του.
- Στο να παρουσιάσει με συνοπτικό τρόπο στοιχεία που είναι ήδη ευρέως γνωστά, ώστε να μην κουράσει τον αναγνώστη με την παράθεση περιττών λεπτομερειών.
- Στο να διαμορφώσει την αίσθηση του επείγοντος, σε ό,τι αφορά ένα κοινωνικό -ή άλλο- πρόβλημα, επηρεάζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο συναισθηματικά τον αναγνώστη.
- Στο να δώσει έμφαση σε συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία κρίνονται ιδιαίτερης σημασίας.
- Στο να διαμορφώσει πιο πυκνό λόγο, με πλήθος καταγραφών και αναφορών σε ιδέες και στοιχεία που σχετίζονται με το υπό ανάλυση θέμα.
- Στο να διαμορφώσει πιο λιτό ύφος γραφής και να καταστήσει το κείμενό του πιο εύληπτο.
«Η αλήθεια μπροστά στην εξουσία»
Εισαγωγικό σημείωμα
Ο Έντουαρντ Σαΐντ σε μία από τις ομιλίες του στη σειρά διαλέξεων Reith στο BBC, το 1993, αναφέρεται στον ρόλο του διανοουμένου και τη στάση του απέναντι στην εξουσία. Στο παρακάτω απόσπασμα από την ομιλία με τίτλο «Η αλήθεια μπροστά στην εξουσία» προκαλεί τον αναγνώστη να πάρει θέση για το ίδιο ζήτημα.
Κείμενο
Κανείς δεν είναι σε θέση να υψώνει διαρκώς τη φωνή του για όλα ανεξαιρέτως τα θέματα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε το βασικό καθήκον να ελέγχουμε τις εξουσίες της κοινωνίας μας, που είναι εξ ορισμού υπόλογες στους πολίτες τους, ιδιαιτέρως δε στις περιπτώσεις που οι εν λόγω εξουσίες προβαίνουν σε καταφανώς άδικους και ανήθικους πολέμους ή εσκεμμένα εφαρμόζουν πολιτικές διακρίσεων, καταστολής και βαναυσότητας. Όπως είπα στη δεύτερη από αυτές τις διαλέξεις, ζούμε όλοι σε ένα χώρο που ορίζεται από κάποια εθνικά σύνορα, χρησιμοποιούμε μια δεδομένη εθνική γλώσσα και, τις περισσότερες φορές, απευθυνόμαστε σε κάποια συγκεκριμένη εθνική κοινότητα. Ο διανοούμενος, όμως, που ζει στην Αμερική, έχει να αντιμετωπίσει μια επιπλέον πραγματικότητα: η χώρα μας είναι, πάνω απ’ όλα, μια χώρα μεταναστών εξαιρετικά ανομοιογενής, με εντυπωσιακούς πόρους κι εκπληκτικά επιτεύγματα· συγχρόνως, όμως, είναι και μια χώρα που κρύβει στο εσωτερικό της πολυάριθμες ανισότητες και, ως προς τη συμπεριφορά της στο εξωτερικό, μια σειρά επεμβάσεων που δεν μπορούν εύκολα να αγνοηθούν. Αν και δεν μπορώ να μιλήσω εκ μέρους των διανοουμένων των άλλων χωρών, νομίζω ότι η βασική αυτή ιδέα ισχύει σε οικουμενικό επίπεδο –με τη μόνη διαφορά, ίσως, ότι, στις άλλες περιπτώσεις, το υπό εξέταση κράτος δεν είναι μια παγκόσμια δύναμη του μεγέθους των Ηνωμένων Πολιτειών.
Μπορούμε, λοιπόν, να φτάσουμε στην ουσία μιας δεδομένης κατάστασης, αν συγκρίνουμε τα γνωστά γεγονότα με τους επίσης γνωστούς υπάρχοντες κανόνες. Κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο, γιατί απαιτείται σημαντική προσπάθεια έρευνας, τεκμηρίωσης και επανεξέτασης προκειμένου να υπερβούμε τον αποσπασματικό και προβληματικό τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται συνήθως τα γεγονότα. Πιστεύω, όμως, ότι στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει πραγματικά η δυνατότητα να εξακριβώσουμε αν μια σφαγή διαπράχθηκε ή όχι, ή αν έγινε κάποια επίσημη προσπάθεια συγκάλυψης της. Η πρώτη επιτακτική ανάγκη, συνεπώς, είναι να ανακαλύψουμε τα γεγονότα αυτά καθαυτά και, στη συνέχεια, τα αίτια τους –όχι ως μεμονωμένα συμβάντα, μα με τη μορφή κρίκων στην ιστορική αλυσίδα, η οποία καθιστά την υπό εξέταση χώρα δρων υποκείμενο. Η έλλειψη συνοχής στις κλασικές αναλύσεις της εξωτερικής πολιτικής που έχουν γίνει κατά καιρούς από τους διάφορους απολογητές και τους ειδικούς της στρατηγικής και του πολιτικού σχεδιασμού οφείλεται στο γεγονός ότι επικεντρώνονται αποκλειστικά στους άλλους και σπανίως εξετάζουν τη δική μας ανάμιξη και τον αντίκτυπο αυτής και, βέβαια, ούτε λόγος να γίνεται για σύγκριση των γεγονότων με τον παραμικρό ηθικό κανόνα.
Σε μια μαζική κοινωνία τόσο ελεγχόμενη, όσο η δική μας, το να λες την αλήθεια στην εξουσία συνίσταται, κατά κύριο λόγο, στην προβολή μιας καλύτερης κατάστασης πραγμάτων που να ανταποκρίνεται πολύ πιο άμεσα σε κάποιες δεδομένες ηθικές αρχές –ειρήνη, συμφιλίωση, ανακούφιση του πόνου–, όπως αυτές ισχύουν για τα γνωστά και εξακριβωμένα γεγονότα. Αυτού του είδους η προσέγγιση, που ονομάστηκε απαγωγή [abduction] από τον Αμερικανό πραγματιστή φιλόσοφο C. S. Peirce, έχει εφαρμοστεί με ιδιαίτερη επιτυχία από τον διάσημο σύγχρονο διανοητή Νόαμ Τσόμσκι. Όταν γράφει κάποιος ή όταν μιλά, δεν έχει ασφαλώς στόχο να αποδείξει πόσο δίκιο έχει, αλλά προσπαθεί να επιφέρει μια αλλαγή στην περιρρέουσα ηθική ατμόσφαιρα προκειμένου η επίθεση, λ.χ., να γίνει αντιληπτή ως τέτοια, η άδικη τιμωρία κάποιων λαών ή μεμονωμένων ατόμων να προληφθεί ή να λάβει τέλος, η αναγνώριση δικαιωμάτων και δημοκρατικών ελευθεριών να καθιερωθεί ως κανόνας κοινός για όλους, και όχι μόνο για μερικούς «εκλεκτούς». Πρόκειται, ομολογουμένως, για στόχους εξαιρετικά ιδεαλιστικούς και δυσεπίτευκτους, αφού –όπως επισήμανα σε προηγούμενο σημείο– το διανοούμενο άτομο έχει πολύ συχνά την τάση να υποχωρεί ή, απλούστατα, να συμμορφώνεται με τη γενική γραμμή.
Κανένα άλλο στοιχείο δεν θεωρώ περισσότερο επιλήψιμο από αυτή την πολύ συγκεκριμένη νοοτροπία που ωθεί τον διανοούμενο στη φυγή, αυτή τη χαρακτηριστική κατάσταση, όπου ο διανοούμενος λιποτακτεί από τη δύσκολη θέση που καθορίζουν οι αρχές του, ενώ ξέρει πάρα πολύ καλά ότι αυτή είναι η μόνη σωστή θέση που μπορεί να έχει. Φοβάται μη φανεί υπέρ το δέον πολιτικός και διεκδικητικός· χρειάζεται την επιδοκιμασία ενός αφεντικού ή ενός μέλους της εξουσίας· θέλει να διατηρήσει τη φήμη του ισορροπημένου, του αντικειμενικού και του μετριοπαθούς· ελπίζει να του γίνουν προτάσεις, να του ζητηθεί η γνώμη, να γίνει μέλος κάποιου συμβουλίου ή κάποιας περίβλεπτης επιτροπής, οπότε να μη χρειαστεί ποτέ να παρεκκλίνει από το κύριο ρεύμα· τρέφει την ελπίδα ότι, μια μέρα, θα λάβει ένα τιμητικό δίπλωμα, ένα μεγάλο βραβείο ή ότι μπορεί να γίνει ακόμα και πρεσβευτής.
Said, E. W. (1997). Διανοούμενοι και Εξουσία. Μτφ. Γ. Παπαδημητρίου. Αθήνα:
Scripta. 116-118.
Ασκήσεις
1. Να διερευνήσετε πώς επιτυγχάνεται η συνοχή μεταξύ των παραγράφων του κειμένου.
Η συνοχή ανάμεσα στη δεύτερη και την πρώτη παράγραφο του κειμένου επιτυγχάνεται κατ’ αρχάς με την αξιοποίηση ενός γραμματικού μέσου, τη διαδικασία της σύζευξης, καθώς γίνεται χρήση του συνδέσμου «λοιπόν» που δηλώνει συμπέρασμα. Σε νοηματικό επίπεδο, η δεύτερη παράγραφος συνεχίζει τον συλλογισμό της πρώτης ότι οι διανοούμενοι οφείλουν να ελέγχουν τις εξουσίες της κοινωνίας, ιδίως αν αυτές πραγματοποιούν «καταφανώς άδικους και ανήθικους πολέμους». Ειδικότερα, γίνεται σχετική μνεία στις λεπτομέρειες της δεύτερης παραγράφου «υπάρχει πραγματικά η δυνατότητα να εξακριβώσουμε αν μια σφαγή διαπράχθηκε ή όχι».
Η συνοχή ανάμεσα στην τρίτη παράγραφο και τη δεύτερη επιτυγχάνεται με την αξιοποίηση ενός λεξιλογικού μέσου, τη χρήση μιας συνώνυμης φράσης. Έτσι, ενώ η δεύτερη παράγραφος ολοκληρώνεται με τη φράση «ηθικό κανόνα», η φράση αυτή επαναλαμβάνεται ελαφρώς παραλλαγμένη στη θεματική περίοδο τις τρίτης παραγράφου «ηθικές αρχές». Σε νοηματικό επίπεδο η τρίτη παράγραφος συνεχίζει και διευρύνει τον καταληκτικό συλλογισμό της δεύτερης. Έτσι, η αναφορά στην απουσία ελέγχου της δράσης των ΗΠΑ, όπως και της εξέτασης του κατά πόσο η δράση της είναι σύμφωνη με κάποιον ηθικό κανόνα, διευρύνεται στο πλαίσιο της τρίτης παραγράφου με την επισήμανση του γράφοντος πως ο έλεγχος της εξουσίας οφείλει να αποσκοπεί στη βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης, ώστε αυτή να ανταποκρίνεται περισσότερο σε ορισμένες ηθικές αρχές.
Η συνοχή της τέταρτης παραγράφου με την τρίτη επιτυγχάνεται με λεξιλογικά μέσα, εφόσον ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συνώνυμες φράσεις για να δηλώσει πως συνεχίζει τον συλλογισμό που είχε αναφέρει ως επισήμανση στην προηγούμενη παράγραφο. Έτσι, η διατύπωση της τρίτης παραγράφου «το διανοούμενο άτομο έχει πολύ συχνά την τάση να υποχωρεί», θα συνεχιστεί και θα διερευνηθεί περαιτέρω στο πλαίσιο της τέταρτης παραγράφου, όπως δηλώνουν οι σχετικές συνώνυμες εκφράσεις: «συγκεκριμένη νοοτροπία που ωθεί τον διανοούμενο στη φυγή / ο διανοούμενος λιποτακτεί».
2. Να προσδιορίσετε πώς επιτυγχάνεται η συνοχή της 2ης παραγράφου του κειμένου.
Η συνοχή ανάμεσα στη δεύτερη περίοδο της παραγράφου και την πρώτη επιτυγχάνεται μ’ ένα γραμματικό μέσο, την αναφορά, καθώς ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το προθετικό σύνολο «κάτι τέτοιο» για να αναφερθεί στην αξίωση της προηγούμενης περιόδου «να φτάσουμε στην ουσίας μιας δεδομένης κατάστασης».
Η συνοχή ανάμεσα στην τρίτη περίοδο και τη δεύτερη επιτυγχάνεται μ’ ένα γραμματικό μέσο, τη σύζευξη, εφόσον με τη χρήση του αντιθετικού συνδέσμου «όμως», ο συγγραφέας τονίζει πως παρά τις δυσκολίες που υπάρχουν σε μια έρευνα για την αλήθεια των γεγονότων, η εξακρίβωση του αν συνέβη κάτι ή όχι είναι εφικτή.
Η συνοχή ανάμεσα στην τέταρτη περίοδο και την τρίτη επιτυγχάνεται, εκ νέου, μ’ ένα γραμματικό μέσο, τη σύζευξη, εφόσον με τη χρήση του συμπερασματικού επιρρήματος «συνεπώς», ο συγγραφέας επισημαίνει πως πρώτο μέλημα είναι η ανακάλυψη των γεγονότων και ακολούθως η διερεύνηση των αιτιών τους.
Η συνοχή ανάμεσα στην πέμπτη περίοδο και την τέταρτη επιτυγχάνεται μ’ ένα λεξιλογικό μέσο, καθώς η φράση της πέμπτης περιόδου «κλασικές αναλύσεις» λειτουργεί ως συνώνυμη της φράσης «υπό εξέταση», που χρησιμοποιείται στην τέταρτη περίοδο, ενώ, συνάμα, υπονοεί και άρα αναφέρεται στη διαδικασία εντοπισμού των γεγονότων και διερεύνησης των αιτιών τους που καταγράφεται στην τέταρτη περίοδο.
3. Να εξετάσετε τη συνεκτικότητα του κειμένου, λαμβάνοντας υπόψη πως αποτελεί ομιλία με θέμα το ρόλο του διανοουμένου και τη στάση του απέναντι στην εξουσία.
Το κείμενο «Η αλήθεια μπροστά στην εξουσία» αποτελεί μια ομιλία (κειμενικός τύπος) και συνιστά κείμενο επιχειρηματολογίας (κειμενικό είδος).
Η συνεκτικότητα του κειμένου διασφαλίζεται με τη συνεπή ανταπόκριση σε πέντε ουσιώδη στοιχεία που προσδιορίζουν το περιεχόμενο και την εξωτερική του μορφή. Ειδικότερα, πρόκειται για τα εξής: το θέμα, τον σκοπό, τους αποδέκτες του, την πολιτισμική γνώση που ενέχει, καθώς και τα γνωρίσματα του κειμενικού του είδους.
Σε ό,τι αφορά το θέμα του, το κείμενο διερευνά τον ρόλο του διανοούμενου και τη στάση του απέναντι στην εξουσία. Θέμα που αναπτύσσεται με συνέπεια σε όλη την έκταση του κειμένου:
1η παράγραφος: Βασικό καθήκον των διανοούμενων να ελέγχουν τις εξουσίες της κοινωνίας τους.
2η παράγραφος: Αναζήτηση της αλήθειας σχετικά με τα διάφορα γεγονότα και διερεύνηση, από τους διανοούμενους, των πραγματικών αιτίων τους.
3η παράγραφος: Προσπάθεια των διανοούμενων να καθοδηγήσουν την κοινωνία τους στη βάση συγκεκριμένων ηθικών αρχών σε μια βελτιωμένη κατάσταση.
4η παράγραφος: Επισήμανση της τάσης πολλών διανοούμενων να μην επιτελούν το καθήκον τους, προκειμένου να διασφαλίσουν προσωπικά οφέλη.
Σε ό,τι αφορά τον σκοπό του, το κείμενο επιδιώκει αφενός να παρουσιάσει τα καθήκοντα των διανοούμενων κι αφετέρου να καταγγείλει την τάση τους να λιποτακτούν απέναντι στο βάρος του ρόλου τους. Σκοπό που επιτυγχάνει τόσο με την αξιοποίηση επιχειρηματολογίας, όταν διευκρινίζει τον ρόλο των διανοούμενων, όσο και με την επίκληση στο συναίσθημα, όταν με σαφή ειρωνική διάθεση παρουσιάζει τους μικροπρεπείς και ιδιοτελείς στόχους των διανοούμενων που τους αποτρέπουν από το να επιτελέσουν το καθήκον τους.
Σε ό,τι αφορά τους αποδέκτες του, δοθέντος ότι το κείμενο αποτελεί ομιλία, γίνεται αντιληπτή η προσπάθεια του συγγραφέα να τηρήσει, ως ένα βαθμό, τις αρχές του προφορικού κειμένου. Αξιοποιεί, έτσι, το α΄ πληθυντικό πρόσωπο, προκειμένου να καταστήσει σαφές πως το θέμα που εξετάζει αφορά και τον ίδιο, όπως και το σύνολο της κοινωνίας στην οποία ανήκει: «Σε μια μαζική κοινωνία τόσο ελεγχόμενη, όσο η δική μας, το να λες την αλήθεια στην εξουσία συνίσταται, κατά κύριο λόγο, στην προβολή μιας καλύτερης κατάστασης πραγμάτων… / Μπορούμε, λοιπόν, να φτάσουμε στην ουσία μιας δεδομένης κατάστασης, αν συγκρίνουμε τα γνωστά γεγονότα με τους επίσης γνωστούς υπάρχοντες κανόνες.». Χρησιμοποιεί το α΄ ενικό πρόσωπο, ώστε να δηλώσει πως μέρος των όσων αναφέρει αποτελούν προσωπικές του απόψεις, καθώς και ό,τι εφόσον πρόκειται για μια δική του ομιλία, οφείλει να διευκρινίσει τους περιορισμούς που του τίθενται στην κάλυψη του συγκεκριμένου θέματος: «Αν και δεν μπορώ να μιλήσω εκ μέρους των διανοουμένων των άλλων χωρών, νομίζω ότι η βασική αυτή ιδέα ισχύει σε οικουμενικό επίπεδο / Κανένα άλλο στοιχείο δεν θεωρώ περισσότερο επιλήψιμο…». Προχωρά, επίσης, σε συγκεκριμένες αναφορές πως το κείμενό του αποτελεί μέρος μιας σειράς διαλέξεων: «Όπως είπα στη δεύτερη από αυτές τις διαλέξεις, ζούμε όλοι σε ένα χώρο που ορίζεται από κάποια εθνικά σύνορα…».
Επιχειρεί, συνάμα, εφόσον είναι σαφές πως δεν απευθύνεται σε επιστημονικό κοινό να παρουσιάσει τις σκέψεις του με όσο γίνεται πιο απλό και εύληπτο τρόπο, ώστε να γίνει κατανοητός από το ευρύ κοινό που ακούει τη διάλεξή του.
Σε ό,τι αφορά την πολιτισμική γνώση που ενέχει, γίνεται σαφές πως ο συγγραφέας επιχειρεί να εξετάσει το θέμα του συγκεκριμένα από την οπτική των διανοούμενων που ζουν στις ΗΠΑ, όπως κι ο ίδιος, καθώς αφενός πρόκειται για μια χώρα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κι αφετέρου πρόκειται για τη χώρα που ο ίδιος γνωρίζει καλύτερα. Έτσι, ενώ έχει υπόψη του πως το ίδιο ζήτημα αφορά τους πολίτες όλων των χωρών, το προσεγγίζει κυρίως λαμβάνοντας κατά νου τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν στις ΗΠΑ: «Ο διανοούμενος, όμως, που ζει στην Αμερική, έχει να αντιμετωπίσει μια επιπλέον πραγματικότητα: η χώρα μας είναι, πάνω απ’ όλα, μια χώρα μεταναστών εξαιρετικά ανομοιογενής, με εντυπωσιακούς πόρους κι εκπληκτικά επιτεύγματα…».
Σε ό,τι αφορά τα γνωρίσματα του κειμενικού του είδους, η ομιλία αυτή είναι ένα κείμενο επιχειρηματολογίας, εφόσον η θέση του συγγραφέα δεν υιοθετείται απ’ όλους τους διανοούμενους, όπως αποδεικνύει η στάση τους, γεγονός που τον οδηγεί στην ανάγκη να στηρίξει με επιχειρήματα τις απόψεις του. Καταγράφει, για παράδειγμα, στη δεύτερη παράγραφο την πεποίθησή του πως είναι εφικτός ο ουσιαστικός έλεγχος μιας κατάστασης με βάση τους γνωστούς ηθικούς κανόνες. Επισημαίνει, ωστόσο, την ύπαρξη συγκεκριμένων δυσκολιών στην περίπτωση της Αμερικής, εφόσον ο διανοούμενος οφείλει να υπερβεί τα προβλήματα που ανακύπτουν από τον αποσπασματικό τρόπο παρουσίασης των γεγονότων. Συμπληρώνει το συλλογισμό του με τη διατύπωση της βεβαιότητας πως η εξακρίβωση των γεγονότων είναι -στις περισσότερες περιπτώσεις- εφικτή, και καταλήγει στο συμπέρασμα πως επιτακτικός στόχος των διανοούμενων είναι ο εντοπισμός των γεγονότων κι η διερεύνηση των αιτίων τους, κατά τρόπο συνολικό, ώστε να διαφαίνονται τα κίνητρα και οι προθέσεις της δρώσας χώρας ως υποκειμένου. Με τον παραγωγικό αυτό συλλογισμό ο συγγραφέας τονίζει την αξία της έρευνας και της μελέτης των γεγονότων, όχι με τον αποσπασματικό εκείνο τρόπο που θέλει κάθε γεγονός να είναι κάτι το μεμονωμένο, αλλά με τη συνολική εκείνη θέαση που επιτρέπει να αντληθούν συμπεράσματα από τη γενικότερη δράση και στάση της υπό εξέταση χώρας.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, πως το κείμενο τηρεί μια συνεπή στάση απέναντι σε όλα τα επιμέρους στοιχεία του (θέμα, σκοπός, αποδέκτες, πολιτισμική γνώση, κειμενικό είδος), κατορθώνοντας να διασφαλίσει τη συνεκτικότητά του, εφόσον κάθε επιμέρους πτυχή του είναι νοηματικά συνδεδεμένη και ανταποκρίνεται πλήρως στο κειμενικό του είδος.
4. Να προσδιορίσετε το είδος της σύνδεσης (παρατακτική – υποτακτική) στο ακόλουθο χωρίο: «Κανένα άλλο στοιχείο δεν θεωρώ περισσότερο επιλήψιμο από αυτή την πολύ συγκεκριμένη νοοτροπία που ωθεί τον διανοούμενο στη φυγή, αυτή τη χαρακτηριστική κατάσταση, όπου ο διανοούμενος λιποτακτεί από τη δύσκολη θέση που καθορίζουν οι αρχές του, ενώ ξέρει πάρα πολύ καλά ότι αυτή είναι η μόνη σωστή θέση που μπορεί να έχει.»
Στο συγκεκριμένο χωρίο αξιοποιείται η υποτακτική σύνδεση, η οποία επιτρέπει στον συγγραφέα να αποδώσει πιο αναλυτικά έναν σύνθετο συλλογισμό, αναδεικνύοντας τις νοηματικές σχέσεις μεταξύ των επιμέρους στοιχείων που τον συγκροτούν. Ειδικότερα, στο χωρίο αυτό εντοπίζονται οι εξής προτάσεις:
- «Κανένα άλλο στοιχείο δεν θεωρώ περισσότερο επιλήψιμο από αυτή την πολύ συγκεκριμένη νοοτροπία… αυτή τη χαρακτηριστική κατάσταση»: Κύρια πρόταση
- «που ωθεί τον διανοούμενο στη φυγή»: Δευτερεύουσα αναφορική επιθετική (εξαρτημένη) πρόταση, προσδιοριστική (περιοριστική) στον όρο νοοτροπία της κύριας πρότασης.
- «όπου ο διανοούμενος λιποτακτεί από τη δύσκολη θέση»: Δευτερεύουσα αναφορική επιρρηματική πρόταση, η οποία δηλώνει τον τόπο με μεταφορική έννοια, και αναφέρεται στη λέξη κατάσταση της κύριας πρότασης.
- «που καθορίζουν οι αρχές του»: Δευτερεύουσα αναφορική επιθετική (εξαρτημένη) πρόταση, προσδιοριστική (περιοριστική) στον όρο θέση της αναφορικής πρότασης που προηγείται.
- «ενώ ξέρει πάρα πολύ καλά»: Δευτερεύουσα εναντιωματική πρόταση που δηλώνει αντίθεση σε αυτό που εκφράζουν οι αναφορικές προτάσεις που προηγούνται.
- «καλά ότι αυτή είναι η μόνη σωστή θέση»: Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση, ως αντικείμενο στο ρήμα ξέρει της εναντιωματικής πρότασης.
- «που μπορεί να έχει»: Δευτερεύουσα αναφορική επιθετική (εξαρτημένη) πρόταση, προσδιοριστική (περιοριστική) στον όρο θέση της ειδικής πρότασης που προηγείται.
5. Να προσδιορίσετε το είδος της σύνδεσης (παρατακτική – υποτακτική) στο ακόλουθο χωρίο: «Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε το βασικό καθήκον να ελέγχουμε τις εξουσίες της κοινωνίας μας, που είναι εξ ορισμού υπόλογες στους πολίτες τους, ιδιαιτέρως δε στις περιπτώσεις που οι εν λόγω εξουσίες προβαίνουν σε καταφανώς άδικους και ανήθικους πολέμους ή εσκεμμένα εφαρμόζουν πολιτικές διακρίσεων, καταστολής και βαναυσότητας.»
Στο συγκεκριμένο χωρίο γίνεται χρήση υποτακτικής σύνδεσης, με την οποία επιτυγχάνεται η νοηματική εκείνη πυκνότητα που προσιδιάζει στον επιστημονικό και επίσημο λόγο ενός κειμένου επιχειρηματολογίας. Ειδικότερα, στο χωρίο αυτό εντοπίζονται οι εξής προτάσεις:
- «Αυτό, όμως, δεν σημαίνει»: Κύρια πρόταση.
- «ότι δεν έχουμε το βασικό καθήκον»: Δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση, ως υποκείμενο του απρόσωπου ρήματος δεν σημαίνει της κύριας πρότασης.
- «να ελέγχουμε τις εξουσίες της κοινωνίας μας… ιδιαιτέρως δε»: Δευτερεύουσα ονοματική βουλητική πρόταση ως προσδιορισμός στο ουσιαστικό καθήκον της ειδικής που προηγείται.
- «που είναι εξ ορισμού υπόλογες στους πολίτες τους»: Δευτερεύουσα αναφορική επιθετική (εξαρτημένη), μη περιοριστική (προσθετική) πρόταση, που λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισμός στη λέξη εξουσίες που προηγείται, στην οποία και αναφέρεται.
- «στις περιπτώσεις που οι εν λόγω εξουσίες προβαίνουν σε καταφανώς άδικους και ανήθικους πολέμους»: Δευτερεύουσα υποθετική πρόταση που εκφράζει προϋπόθεση.
- «ή εσκεμμένα εφαρμόζουν πολιτικές διακρίσεων, καταστολής και βαναυσότητας»: Δευτερεύουσα υποθετική πρόταση που εκφράζει προϋπόθεση και συνδέεται διαζευκτικά (ή) με την υποθετική πρόταση που προηγείται.
6. Να εξηγήσετε σε τι αποσκοπεί η χρήση του ασύνδετου σχήματος στο ακόλουθο χωρίο: «ελπίζει να του γίνουν προτάσεις, να του ζητηθεί η γνώμη, να γίνει μέλος κάποιου συμβουλίου ή κάποιας περίβλεπτης επιτροπής, οπότε να μη χρειαστεί ποτέ να παρεκκλίνει από το κύριο ρεύμα»
Ο συγγραφέας αξιοποιεί το ασύνδετο σχήμα προκειμένου να παρουσιάσει με συνοπτικό τρόπο τις ιδιοτελείς προσδοκίες του διανοούμενου. Στόχος του είναι να αναδείξει με ιδιαίτερα ειρωνικό ύφος το πώς οι προσωπικές φιλοδοξίες του διανοούμενου τον αποτρέπουν από την εκπλήρωση του ηθικού του καθήκοντος. Έτσι, εφόσον δεν υπάρχει ουσιαστική ανάγκη να εξηγηθεί περαιτέρω κάθε μεμονωμένη προσδοκία που έχει ο διανοούμενος, ο συγγραφέας τις παραθέτει με ασύνδετο σχήμα, επιτυγχάνοντας με τη γοργή και παραστατική αυτή παράθεση να υπονομεύσει την αξία των προσδοκιών αυτών σε σχέση με το ευρύτερο και ουσιαστικότερο καθήκον του διανοούμενου, ενισχύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο το ειρωνικό ύφος του συγκεκριμένου χωρίου.