Νέα Ελληνικά Γ´ ΕΠΑΛ: Παιδική εργασία (Κριτήριο αξιολόγησης)
Α. ΜΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Εισαγωγικό σημείωμα
Ο Βασίλης Μουλόπουλος ήταν Έλληνας δημοσιογράφος και βουλευτής.
Παγκοσμιοποίηση των παιδιών
Η είδηση δεν συγκίνησε κανέναν. Οι εφημερίδες, τα κόμματα και οι πάσης αποχρώσεως αριστεροί ήταν απασχολημένοι με το να αναλύουν το «μήνυμα των εκλογών» και έτσι δεν βρήκαν την ευκαιρία ούτε να αναλύσουν ούτε να καταγγείλουν ότι στην Κωνσταντινούπολη παιδάκια 10-12 ετών ράβουν τα τζιν Benetton με μεροκάματο 200 δρχ. την ημέρα. Κανένας δεν φώναξε για σκάνδαλο, γιατί φαίνεται ότι η Αριστερά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν έχει τίποτε να πει για την παγκοσμιοποίηση της εκμετάλλευσης των παιδιών. Το θέμα αν δεν της φαίνεται φυσιολογικό δεν την απασχολεί. Στην εποχή μας σκάνδαλο είναι ότι πέφτει το Χρηματιστήριο και όχι ότι κάθε λεπτό πεθαίνουν 25 παιδιά από ασιτία· ότι 250 εκατομμύρια αγοράκια και κοριτσάκια σε όλον τον κόσμο ηλικίας 5-14 χρόνων δουλεύουν 14-16 ώρες την ημέρα δένοντας κόμπους σε χαλιά, στρίβοντας φύλλα καπνού, κόβοντας σπίρτα· ότι παιδάκια παραμορφώνουν τα χέρια τους ράβοντας μπάλες, κόβοντας διαμάντια, παραμορφώνουν τα πόδια τους δουλεύοντας σε υαλουργίες, σε νταμάρια ή κάνοντας τους βαστάζους στις αγορές· ότι κοριτσάκια όχι μεγαλύτερα από 12 χρόνων πωλούνται για τα χαρέμια των αραβικών κρατών σαν αγελάδες σε παζάρια· ότι αγοράκια και κοριτσάκια δουλεύουν στα μπουρδέλα ή πουλούν το κορμί τους στους δρόμους της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής· ότι παιδάκια ξεφορτώνουν τούβλα στο Νεπάλ για 70 δρχ. σε κάθε 100 διαδρομές μεταξύ του φορτηγού και του γιαπιού.
Ο Μπένετον δεν είναι ούτε χειρότερος ούτε καλύτερος από τους υπόλοιπους άρχοντες των πολυεθνικών: από τη Nike, την Adidas, τη Fiat, τη United Fruit κλπ. Ακολουθεί τους νόμους της ελεύθερης αγοράς, όπως κάνουν όλοι, μεταφέροντας την παραγωγή του εκεί όπου το κόστος εργασίας είναι χαμηλότερο· εκεί όπου τα δικαιώματα εργασίας είναι ελάχιστα ως ανύπαρκτα. Και αν σε αυτές τις χώρες δουλεύουν μωρά, δεν φταίνε οι καθώς πρέπει καπιταλιστές της πολιτισμένης Δύσης. Φταίνε οι νόμοι των υπανάπτυκτων κρατών, φταίνε οι βάρβαροι γονείς του Τρίτου Κόσμου που βάζουν τα παιδιά τους να δουλεύουν.
Όμορφος ο κόσμος της ελεύθερης αγοράς· ο κόσμος της παγκοσμιοποίησης που «προάγει τον πλούτο των εθνών και την ευημερία των ατόμων». Υπάρχουν στον πλανήτη 1 δισ. φτωχά παιδιά και οι στατιστικές της Unicef λένε ότι το ένα στα δύο εργάζεται στην κυριολεξία για ένα πιάτο φαΐ στις βιομηχανίες που παράγουν προϊόντα made in… που πωλούνται στις αγορές της Δύσης. Οι στατιστικές επίσης λένε ότι το ένα στα δύο παιδιά των φτωχών και απόκληρων του πλανήτη είναι πλεονάζον. Οι αγορές δεν το χρειάζονται. Δεν είναι παραγωγικό. Και όποιος δεν παράγει, ως γνωστόν, δεν χρειάζεται. Γι’ αυτό καλύτερα να πεθαίνουν προτού μεγαλώσουν και γίνουν επικίνδυνα. Για του λόγου το αληθές, οι παρααστυνομικές ομάδες στη Βραζιλία δολοφονούν κατά μέσον όρο τέσσερα παιδιά την ημέρα ενώ στη ναρκοδημοκρατία της Κολομβίας (που είναι πιο παραγωγικοί) φθάνουν τα έξι παιδιά ημερησίως.
Για όσους σηκώνουν αδιάφοροι τους ώμους νομίζοντας ότι αυτά συμβαίνουν μακριά τους, στη γη των βαρβάρων, έχω δυσάρεστα νέα. Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ, πέντε εκατομμύρια παιδιά κυρίως μεταναστών από τη Λατινική Αμερική εργάζονται οικοδομώντας το αμερικανικό θαύμα. Στα αγροκτήματα-μοντέλο του κράτους της Καλιφόρνιας 500.000 παιδιά από 5 ως 12 ετών δουλεύουν, για δύο δολάρια, 12 ώρες την ημέρα κάτω από τεχνητές βροχές εντομοκτόνων. Στη Βρετανία του «Τρίτου Δρόμου» προς τον σοσιαλισμό (η παιδική εργασία επιτρέπεται διά νόμου από 13 χρόνων) τέσσερα στα δέκα παιδιά εργάζονται με πενιχρά μεροκάματα.
Τα παιδιά του κόσμου ουρλιάζουν στέλνοντας μηνύματα αγωνίας αλλά αυτά δεν φθάνουν στα αφτιά της «νέας Αριστεράς». Έχει άλλα σοβαρότερα προβλήματα να λύσει από εκείνα της φτώχειας, της εκμετάλλευσης, της ανισότητας, της περιθωριοποίησης, της αδικίας. Αγωνιά για να πείσει ότι είναι αρκετά ρεαλιστική δηλαδή, συντηρητική ώστε να κυβερνήσει· ότι είναι αρκούντως δεξιά για να επιβάλει την ανταγωνιστικότητα, την ελαστικοποίηση, την εργασιακή κινητικότητα, την ανεργία ότι μπορεί να θυσιάσει μερικές εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά (των άλλων) στον βωμό της παγκοσμιοποίησης.
Βασίλης Μουλόπουλος, ΤΟ ΒΗΜΑ
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
1η δραστηριότητα
Α1. Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν, γράφοντας στο τετράδιό σας, δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί σε κάθε πρόταση, τη λέξη «ΣΩΣΤΟ», αν η πρόταση συμφωνεί με το νόημα του κειμένου, ή τη λέξη «ΛΑΘΟΣ», αν δε συμφωνεί.
α) Σήμερα σκάνδαλο δε θεωρείται η παιδική εργασία.
β) Οι πολυεθνικές επιλέγουν χώρες με χαμηλό κόστος εργασίας για να μεταφέρουν τις επιχειρήσεις τους.
γ) Οι αγορές χρειάζονται τα παιδιά των φτωχών χωρών γιατί είναι απαραίτητα για την παραγωγή.
δ) Η παιδική εκμετάλλευση συμβαίνει μόνο στις υποανάπτυκτες χώρες.
ε) Η παιδική εργασία δε συγκινεί «νέας Αριστεράς».
[Μονάδες 10]
Α2. Πώς συνδέεται ο τίτλος με το υπόλοιπο κείμενο; Τεκμηριώστε την απάντησή σας με παραπομπές σε αυτό.
[Μονάδες 5]
2η δραστηριότητα
Α3. Να βρείτε τη δομή και έναν τρόπο ανάπτυξης της δεύτερης παραγράφου («Ο Μπένετον… να δουλεύουν.») του κειμένου; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.
[Μονάδες 5]
Α4. Να δικαιολογήσετε την αλλαγή του γ΄ ρηματικού προσώπου σε α΄ ρηματικό πρόσωπο στην τέταρτη παράγραφο («έχω δυσάρεστα νέα») του κειμένου.
[Μονάδες 5]
Α5. Να γράψετε στο τετράδιό σας τις παρακάτω φράσεις αντικαθιστώντας την κάθε υπογραμμισμένη λέξη με μία συνώνυμή της:
α) κάθε λεπτό πεθαίνουν 25 παιδιά από ασιτία
β) Και αν σε αυτές τις χώρες δουλεύουν μωρά
γ) οι παρααστυνομικές ομάδες στη Βραζιλία δολοφονούν κατά μέσον όρο τέσσερα παιδιά την ημέρα
δ) τέσσερα στα δέκα παιδιά εργάζονται με πενιχρά μεροκάματα.
ε) Έχει άλλα σοβαρότερα προβλήματα να λύσει
[Μονάδες 5]
3η δραστηριότητα
Α6. Η παιδική εργασία και γενικότερα η παιδική εκµετάλλευση αποτελεί μια σύγχρονη κοινωνική µάστιγα. Ως νέος/α με ευαισθησίες αποφασίζετε να αναρτήσετε ένα κείµενο (200-250 λέξεις) στην ιστοσελίδα του σχολείου σας, παρουσιάζοντας τις συνεπείες της παιδικής εργασίας.
[Μονάδες 20]
Β. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Εισαγωγικό σημείωμα
«Τα κόκκινα λουστρίνια» είναι ένα από τα δεκατρία διηγήματα της συλλογής Η τριλογία του δίφραγκου της Ειρήνης Μάρρα. Το περιεχόμενό τους αναφέρεται σε απλά, καθημερινά περιστατικά από τη ζωή των νεαρών βιοπαλαιστών. Χαρακτηριστικά στοιχεία της συλλογής, που απαντώνται και στο συγκεκριμένο διήγημα, είναι η λιτότητα της έκφρασης και τα ανθρωπιστικά μηνύματα.
Τα κόκκινα λουστρίνια
Το είχε βάλει από καιρό στο μάτι. Ήταν ένα κομμάτι κόκκινο γυαλιστερό λουστρίνι, καθάριο και αστραφτερό. Ήξερε, βέβαια, πως κόστιζε πολλά, μα κι αυτός είχε κάνει το κουμάντο του από νωρίς. Σύναζε λεφτά κρυφά κι απόκρυφα, χωρίς να φανεί, γιατί φοβόταν πως θα τον παίρναν στο μεζέ αν μάθαιναν τι είχε κατά νου να κάνει.
Περίμενε τη μέρα που το αφεντικό θα τον έστελνε στον ταμπάκη για πανωπέτσια. Του είχε εμπιστοσύνη, βλέπεις, κι όλο αυτόν έστελνε να ψωνίσει, γιατί χώρια που γνώριζε καλά δέρματα και προβιές, ήτανε και παζαριτζής και πάντα πετύχαινε σκόντο, που ’καναν το αφεντικό να τον κερνάει καφέ.
Ως λίγο καιρό πριν, τον κερνούσε γκαζόζα, γιατί τ’ αφεντικό δεν το ’χε προσέξει πως ήταν μεγαλωμένος κάπως πια… Τον είδε όμως που κρυφοκάπνιζε μια μέρα κι από τότε το μπαξίσι του παζαριού έγινε ο γλυκύς βραστός.
Έτσι, τη μέρα της αγοράς, τράβηξε κρυφά τον πάτο του παπουτσιού του κι έβγαλε τα λεφτά. Τα ’σπρωξε βιαστικά στην τσέπη του και, με ύφος αδιάφορο κι ένοχο μαζί, τράβηξε για την αγορά. Το πήρε το λουστρίνι και σε καλή τιμή. Ήταν κομμάτι σπάνιο, ένα κομμάτι απ’ τη λαχτάρα της καρδιάς του.
Γύρισε όλους τους δρόμους εκείνο τ’ απόγιομα και διάλεξε σχέδιο. Είχε στον νου το τι ζητούσε, βλέπεις, κι απ’ την αρχή ξέκοψε τα σχέδια και διάλεξε το πιο αρχοντικό, γιατί αυτό θα ταίριαζε στην περίπτωση.
Ζήτησε απ’ τ’ αφεντικό να δουλέψει μονάχος μερικές μέρες, αφού θα ’κλειναν πια, γιατί, είπε, είχε μαζωχτεί δουλειά πολλή. Τα καλαπόδια θέλαν άδειασμα, για να τεντώσουν πάλι τις καινούριες παραγγελιές. Κι όπως πάντα ήτανε φιλότιμος στη δουλειά, τ’ αφεντικό δεν έβαλε υποψία.
Εδούλευε, λοιπόν, τα καλαπόδια του αφεντικού, να μην αποφανεί στα μάτια του, κι απέ, δούλευε τα λουστρινένια γοβάκια. Καρφάκι και μαντινάδα, φόντι και τραγούδι, ψίδι και αναστεναγμός. Το λουστρίνι έπαιρνε να γίνεται γοβάκι.
Τ’ όνειρό του έπαιρνε να γίνεται αλήθεια. Σαν τέλειωσε, είπε στ’ αφεντικό πως είχε κουραστεί πια και δε θα δούλευε νυχτέρι άλλο. Έκρυψε τα γοβάκια και παραμόνευε την ώρα.
Η κόρη του δασκάλου δεν έβγαινε σεργιάνι ταχτικά. Είχε μάνα αυστηρή και πατέρα σπουδαίο. Σαν έβγαινε όμως, όλοι την κοίταζαν· γιατί είχε σγουρά μαλλιά και μάτια μεγάλα. Είχε στητό κορμί και περπατησιά περήφανη. Του ’χε λαβώσει την καρδιά. Η μάνα του πήγαινε κάθε μέρα στο σπίτι του δασκάλου και παραδούλευε, έκανε τη λάτρα. Τον είχε πάρει κάνα δυο φορές μαζί της, σαν τύχαινε να κουβαλήσει τίποτα πράματα. Τότες την έβλεπε από κοντά και την καμάρωνε. Θάρρητα δεν είχανε, μα όσο να πεις, είχανε αλλάξει κουβέντες κάμποσες φορές. Σε μια τέτοια φορά πρόσπεσε να σηκώσει κάτι που έπεσε κι όσο να μπει και να βγει το κορίτσι, αυτός πρόκαμε και μέτρησε με την παλάμη του το παπούτσι της. Είχε κιόλας, βλέπεις, το σχέδιό του καρφωμένο στο φακιδερό κεφάλι του. Θα της έφτιαχνε ένα ζευγάρι κόκκινα λουστρινένια γοβάκια, που όμοιά τους δε φορεθήκανε ποτέ. Ύστερα θα περίμενε μια γιορτή και, με το μέσον της μάνας του που παραδούλευε στο σπίτι, θα πήγαινε να της τα δώσει ο ίδιος. Θα τα ’δινε, κι αυτή, δεν μπορεί, θα πηδούσε απ’ τη χαρά της. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώτικα, γιατί τέτοια παπούτσια δε γινόταν να ’χει ξαναβάλει. Η κόρη του δασκάλου θα χαιρότανε για το δώρο του, θα τον συμπάθαγε, κι άμα τον συμπάθαγε, ποιος ξέρει…
Την κρίσιμη μέρα τύλιξε τα παπούτσια, τα πήρε σπίτι και τα ’κρυψε. Ήθελε πρώτα να μιλήσει της μάνας, να τα πούνε οι δυο τους και να τα συμφωνήσουνε. Για να γίνει τούτο, έπρεπε πρώτα να κοιμηθούνε τ’ άλλα παιδιά. Καθίσανε στο τραπέζι. Τα φαγητά ξανόσταιναν στο στόμα του. Yπομόνεψε να σηκώσουν το τραπέζι.
Είχε στον νου του ολοένα την κόρη του δασκάλου. Δεν έβλεπε μπροστά του. Όλα τού φαίνονταν σκιές. Σκιά τα κρεβάτια με τ’ αδέρφια που μαλώνανε για τα μαξιλάρια. Σκιά ο πατέρας που ρουφούσε το βιδάνι στο ποτήρι του. Σκιά η αδερφή του που σήκωνε το τραπέζι.
Την κοίταξε πιο προσεχτικά. Πόσο ξέθωρη ήταν μπροστά στην άλλη! Τα μαλλιά της δεν έπεφταν σγουρά στους ώμους. Είχε μια πλεξούδα ίσια που τη σφιχτόδενε στον σβέρκο της μ’ ένα λαστιχάκι των πακέτων. Δεν περπατούσε καμαρωτά. Η μάνα την είχε μάθει να κοιτάζει το χώμα, έτσι που καλά καλά δεν έβλεπες τι χρώμα είχανε τα μάτια της. Αλήθεια, τι χρώμα να ’χανε τα μάτια της αδερφής του;
Της μίλησε κι αυτή σήκωσε το κεφάλι κι αποκρίθηκε. Τα μάτια της ήταν καφετιά, ίδια με τα μάτια των κοριτσιών όλου του κόσμου, και το φουστάνι της με την ποδιά του μαγειρέματος μπροστά ήτανε ξέθωρο κι αυτό, μα τώρα πρόσεξε πως ήταν ξέθωρο απ’ την πολυκαιρία.
Η αδερφή… Στα πόδια φορούσε κουτσοφτέρνια, για να γλιτώνει τα παπούτσια, να τα ’χει σκολιανά να τα ’χει σκολιανά. Η άλλη θα ’χε οπωσδήποτε πασουμάκια μεταξένια και παπούτσια πολλά.
Μα ναι, είχε πολλά κι ένα ζευγάρι παραπάνω που θα της πήγαινε αυτός θα τη γιόμιζαν χαρά μονάχα για λίγο, ως να μπουν στο ράφι με τ’ άλλα παπούτσια. Θα του ’λεγε σίγουρα ευχαριστώ, μα το ευχαριστώ της θα ’τανε για τα παπούτσια μονάχα κι όχι γι’ αυτό τον ίδιο. Σε μια στιγμή κατάλαβε πολλά και σβήστηκε μονοκοντυλιά η κόρη του δασκάλου.
Έδωσε τα λουστρινένια γοβάκια στην αδελφή. Της άξιζαν. Το ’νιωθε πως της άξιζαν. Χιλιάδες ήλιοι φώτισαν τα καφετιά ματάκια και μύρια αστέρια μπερδεύτηκαν στην πλεξούδα της. Πουλιά τρελά τιριτίριζαν στ’ αυτιά της και η καρδιά της μεθυσμένη χόρευε. Τα κόκκινα γοβάκια φωτίσανε το ξέθωρο φουστάνι κι η αδελφή ένιωσε ν’ ανεβαίνει, η ίδια μέσα της, ένα σκαλί πιο πάνω. Το σπίτι άστραψε και γέμισε με το γέλιο της.
Το άλλο πρωί πήγε στη δουλειά λίγο πιο ώριμος. Παρήγγειλε γλυκύ βραστό καφέ κι έπιασε τη φαλτσέταμε το τραγούδι.
Ειρ. Μάρρα, Η τριλογία του δίφραγκου, Ελληνικά Γράμματα
*σύναζε: μάζευε, συγκέντρωνε *τον παίρναν στο μεζέ: τον περιέπαιζαν, τον κορόιδευαν *ταμπάκης: τεχνίτης που κατεργάζεται τα δέρματα, βυρσοδέψης *παζαριτζής: αυτός που κάνει παζάρια *σκόντο: έκπτωση *μπαξίσι: φιλοδώρημα *καλαπόδι: ξύλινο ομοίωμα του κάτω μέρους του ποδιού, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή, την επιδιόρθωση ή τη διατήρηση της φόρμας των παπουτσιών *μην αποφανεί: μην αποκαλυφθεί *απέ: μετά, ύστερα *φόντι: το πάνω μέρος του παπουτσιού *ψίδι: το μπροστινό πάνω τμήμα της μύτης του *νυχτέρι: νυχτερινή εργασία *λάτρα: οι εργασίες καθαριότητας του σπιτιού *πρόσπεσε: προθυμοποιήθηκε *φακιδερός: γεμάτο φακίδες, φακιδιάρης *ξανόσταιναν: έχαναν τη νοστιμάδα τους, γίνονταν άνοστα *βιδάνι: ό,τι απομένει μέσα στο ποτήρι από το ποτό, απόπιομα *ξέθωρος: αυτός που έχασε το χρώμα του, ξεθωριασμένος, κατώτερος *κουτσοφτέρνια: εξώφτερνα παπούτσια *να τα ‘χει σκολιανά: να τα έχει για καλά της *μεστωμένος: ώριμος *φαλτσέτα: μικρό κοπίδι (κοφτερό μαχαίρι) για την κοπή των δερμάτων
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
1η δραστηριότητα
Β1. Σε ποια σημεία του διηγήματος γίνονται φανερά τα αισθήματα του μικρού βιοπαλαιστή για την κόρη του δασκάλου;
[Μονάδες 10]
Β2. Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις που ακολουθούν, γράφοντας στο τετράδιό σας, δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί σε κάθε πρόταση, τη λέξη «ΣΩΣΤΟ», αν η πρόταση συμφωνεί με το νόημα του κειμένου, ή τη λέξη «ΛΑΘΟΣ», αν δε συμφωνεί.
α) Η προσφορά των παπουτσιών στην αδερφή είναι αποτέλεσμα της πρόταξης του καθήκοντος προς την οικογένεια.
β) Είναι συνεσταλμένος, ντροπαλός και κάπως αφελής όταν σκέφτεται την αντίδραση της αδερφής του.
[Μονάδες 5]
2η δραστηριότητα
Β3. Να εντοπίσετε μία μεταφορά, μια επανάληψη και μια εικόνα, να τις αντιγράψετε και να εξηγήσετε τι πετυχαίνει η συγγραφέας με αυτές.
[Μονάδες 9]
Β4. Να χαρακτηρίσετε το είδος του αφηγητή της ιστορίας (χαρακτηρισμός, ρηματικό πρόσωπο, εστίαση)
[Μονάδες 6]
3η δραστηριότητα
Β5. Ποιοι παράγοντες και ποιες καταστάσεις ωθούν σήμερα τα μικρά παιδιά, όπως ο ήρωας του διηγήματος, να μπουν από την τρυφερή τους ηλικία στη βιοπάλη (100-150 λέξεις);
[Μονάδες 20]
Από το βιβλίο "Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία Γ' Επαγγελματικού Λυκείου" των Πολύβιου Ν. Προδρόμου και Μανόλη Ι. Μαυράκη, από τις εκδόσεις Πατάκης.
Περισσότερα κριτήρια αξιολόγησης συνεξέτασης Γλώσσας - Λογοτεχνίας εδώ.