Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ποιητής με παγκόσμια ακτινοβολία, ήταν το ένατο και τελευταίο παιδί του Πέτρου Καβάφη και της Χαρίκλειας Φωτιάδη. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια στις 17 Απριλίου 1863, αλλά η οικογένειά του καταγόταν από την Πόλη. Οι γονείς του ήταν ευκατάστατοι. Έτσι τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε σΆ ένα πλούσιο περιβάλλον με πολλές ανέσεις. Σε ηλικία όμως επτά χρόνων (1870) χάνει τον πατέρα του και λίγο αργότερα η Χαρίκλεια Καβάφη φεύγει με τα παιδιά της για το Λίβερπουλ, όπου θα μείνουν επί έξι χρόνια. Αργότερα θα επιστρέψουν στην Αλεξάνδρεια (1878), για τρία χρόνια αλλά το 1882, εξαιτίας της εθνικής επανάστασης του Αραμπί, η μητέρα του ξαναπαίρνει τα παιδιά της και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου φιλοξενούνται από τον πατέρα της Γιωργάκη Φωτιάδη. Εκεί ο Καβάφης θα ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εκεί εμφανίζονται και οι πρώτες συστηματικές του προσπάθειες να επιδοθεί στην τέχνη του ποιητικού λόγου. Όταν η οικογένεια επιστρέφει εκ νέου στην Αλεξάνδρεια (1885) ο Καβάφης διορίζεται στην Υπηρεσία Αρδεύσεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων (1885) όπου θα εργασθεί επί τριάντα χρόνια μέχρι το 1922. Πέθανε στο Ελληνικό Νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας στις 29 Απριλίου 1933, ημέρα των γενεθλίων του, από συμφόρηση σε ηλικία 70 ετών. Τα τελευταία χρόνια έπασχε από καρκίνο του λάρυγγα γι αυτό και το 1932 χειρουργήθηκε στον Ευαγγελισμό. Ιστορικό παραμένει το άρθρο του Γρηγορίου Ξενόπουλου στο περιοδικό «Παναθήναια» του έτους 1903, με τίτλο ένας «Ποιητής», με το οποίο αναγνωρίζει, πρώτος αυτός, την ποιητική αξία του Αλεξανδρινού ποιητή. Ίσως κανένας Έλληνας ποιητής δεν υπήρξε τόσο καλός κριτικός αναγνώστης του έργου του όσο ο Καβάφης. Η φράση «ο Καβάφης είναι ποιητής του μέλλοντος», την οποία διοχέτευε εντέχνως στο ευρύτερο κοινό μέσω του στενού περιβάλλοντος των θαυμαστών του, υπαγορευόταν λιγότερο από ματαιοδοξία και περισσότερο από επίγνωση ότι θα ερχόταν η εποχή που η ασύμβατη με τα ποιητικά δεδομένα του καιρού του ποίησή του θα επιβαλλόταν ως μεγάλη ποίηση, όχι μόνο μέσα στο περιορισμένο νεοελληνικό πλαίσιο. Πράγματι η ποίηση του Καβάφη, παρά το γεγονός ότι δεν παραγνωρίστηκε στην εποχή του, αναγνωρίστηκε μετά το θάνατό του. Όχι μόνο από τους Έλληνες ποιητές και αναγνώστες αλλά και από τους ξένους. Η τύχη του καβαφικού έργου στο εξωτερικό αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της καβαφικής φιλολογίας, και μόλις τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να ερευνάται συστηματικότερα. Δεν είναι τόσο η υποδοχή του Καβάφη από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, είναι κυρίως η απήχησή του στους ξενόγλωσσους ομοτέχνους του, η οποία είναι πολύ μεγαλύτερη απΆ ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Αυτό δείχνουν τα πορίσματα ενός ερευνητικού προγράμματος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, τα οποία εκδόθηκαν στον τόμο «Συνομιλώντας με τον Καβάφη: Ανθολογία ξένων καβαφογενών ποιημάτων». Σκοπός του ερευνητικού προγράμματος ήταν να καταγράψει την «παρουσία» του Καβάφη στο έργο ξένων ποιητών. Η έρευνα έδειξε ότι ο Καβάφης έχει αποκτήσει το κύρος και την αίγλη ενός παγκόσμιου ποιητή. Η γοητεία της καβαφικής ποίησης έχει προκαλέσει τη δημιουργία πλήθους ξένων ποιημάτων, τα οποία, λόγω της σχέσης τους με το καβαφικό έργο, αποτελούν (μαζί με τα αντίστοιχα ελληνικά) μια ιδιότυπη κατηγορία ποιημάτων, τα οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε καβαφογενή. Έτσι, από ένα πλούσιο υλικό που περισυνέλεξαν ερευνητές από 29 χώρες ανθολογήθηκαν και περιελήφθησαν στον τόμο 153 ποιήματα 135 ποιητών, γραμμένα σε 29 γλώσσες. Ο Καβάφης εμπνέει μεγάλους ποιητές όπως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, Εουτζένιο Μοντάλε, Ντάμπλγιου Έιτς Όντεν, Γκούναρ Έκελεβ, Μάριο Λούτσι, Σμπίγκνιεβ Χέρμπερτ, Μίροσλαβ Χόλουμπ, Ίβαν Λάλιτς, Ιόσιφ Μπρόνσκι, Αλφόνσο Γκάτο, Ρόι Φούλερ, Ζακ Ρεντά κ.ά.