Στη φωτογραφία εικονίζεται ο αγωνιστής της ελληνικής επανάστασης, Ιωάννης Μακρυγιάννης, επί της νεκρικής κλίνης. Στις 27 Απριλίου 1864 άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 67 ετών. Η μορφή του ταίριαζε με αυτή ενός μεγαλύτερου ανθρώπου.
Ο Μακρυγιάννης ήταν ένας βασανισμένος άνθρωπος που τραυματίστηκε πολλές φορές στο πεδίο της μάχης. Τραύματα τα οποία δεν γιατρεύτηκαν ποτέ επαρκώς και κλόνισαν ακόμα και την ψυχική του υγεία.
Ο Μακρυγιάννης διακρίθηκε στις μάχες για την υπεράσπιση της πατρίδας απέναντι στους Τούρκους και συνέχισε τον αγώνα και μετά την απελευθέρωση. Αν και αρχικά υποστήριξε τον Όθωνα, αργότερα αγωνίστηκε για την κατοχύρωση Συντάγματος και φυλακίστηκε.
Τα «Απομνημονεύματά» του έμειναν στην ιστορία ως ένα λαμπρό πεζογραφικό πόνημα και τεκμήριο της εποχής. Ο ίδιος, αν και αγράμματος, «μορφώθηκε» στα γεράματα προκειμένου να αφήσει αυτή τη σπουδαία παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές.
Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης γεννήθηκε το 1797 στον οικισμό Αβορίτη του Κροκυλείου Φωκίδας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Τριανταφύλλου. Η μητέρα του, Βασιλική, τον παρότρυνε να μην χρησιμοποιεί το πραγματικό του επίθετό, για να γλιτώσει από την οργή των Τούρκων, οι οποίοι είχαν σκοτώσει τον πατέρα του όταν ο Μακρυγιάννης ήταν ενός έτους. Μεγαλώνοντας, λέγεται πως απέκτησε το ψευδώνυμο Μακρυγιάννης λόγω του ύψους του.
Ο πρώτος κατάσκοπος της Επανάστασης
Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και απέκτησε την ιδιότητα του κληρικού-οικονόμου. Έφυγε από την Άρτα στις 13 Μαρτίου 1821 με προορισμό την Πάτρα. Κύριος στόχος του ήταν να αντλήσει πληροφορίες για λογαριασμό των Φιλικών.
Παρά το γεγονός ότι οι τουρκικές αρχές τον εντόπισαν, ο ίδιος κατάφερε να κρυφτεί στο ρωσικό προξενείο της περιοχής και ύστερα από ένα κινηματογραφικό ανθρωποκυνηγητό διέφυγε χρησιμοποιώντας ένα ξύλινο πλοιάριο, γνωστό ως φελούκα.
Ο ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος χαρακτήρισε τον Μακρυγιάννη για αυτή του την αποστολή ως τον «πρώτο επίσημο Έλληνα κατάσκοπο της Επαναστάσεως«.
Επιστρέφοντας στην Άρτα ο Μακρυγιάννης δεν είχε παρόμοια τύχη, με αποτέλεσμα να συλληφθεί από τους Τούρκους και να φυλακιστεί επειδή ήταν «ένα πρόσωπο του αληπασάδικου περιβάλλοντος που είχε ύποπτες επαφές και μόλις γύρισε από έναν εξεγερμένο τόπο». Με τη βοήθεια του Ισμαήλ Μπέη από την Κόνιτσα, απελευθερώθηκε. Ο μπέης Ισμαήλ (1770-1830) ήταν δεύτερος ξάδελφος του Αλή και τον υπηρετούσε πιστά.
Οι τραυματισμοί στις μάχες
Τον Αύγουστο του 1821, μαζί με δεκαοχτώ αγωνιστές από την Άρτα και σε συνεργασία με το ένοπλο σώμα του Αρτινού οπλαρχηγού, Γώγου Μπακόλα, ο Μακρυγιάννης διέπρεψε σε δεκάδες μάχες. Μεταξύ αυτών στη νικηφόρα Μάχη του Σταυρού στα Τζουμέρκα, στη Μάχη του Πέτα, λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ την Άρτα, στην κατάληψη της Υπάτης και στην περίφημη πολιορκία της Άρτας.
Τότε σημειώθηκαν και οι πρώτοι τραυματισμοί. Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο του 1821 δέχτηκε μία βολή από πυροβόλο όπλο στην πρόσθια επιφάνεια της δεξιάς κνήμης, κοντά στο ύψος των σφυρών. Το βλήμα έμεινε μέσα στο πόδι του χωρίς να αφαιρεθεί ποτέ.
Το 1822, μετά την Άλωση της Ακρόπολης και την παράδοση των Τούρκων, ο Μακρυγιάννης διακρίθηκε με το αξίωμα του πολιτάρχη της απελευθερωμένης πόλης. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στη Σαλαμίνα και τη Βελίτσα (σήμερα: Τιθορέα), όπου συνδέθηκε για πρώτη φορά με τους αγωνιστές Νικηταρά και Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Στις 13 Ιουνίου 1825, μαζί με τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και λίγες εκατοντάδες άντρες, οχυρώθηκε στους Μύλους της Αργολίδας και οργάνωσε την άμυνα της περιοχής απέναντι στις δυνάμεις του Ιμπραήμ. Ήταν μια καθοριστική μάχη για την επανάσταση που ψυχορραγούσε και η απελπισμένη άμυνα διέσωσε το Ναύπλιο.
Το υψηλό στρατηγικό του φρόνημα επιβεβαιώθηκε για ακόμη μια φορά. Παρά την αριθμητική υπεροχή των τουρκικών δυνάμεων, που είχαν κυριέψει ήδη την Τρίπολη, η άμυνα των Ελλήνων δεν λύγισε. Κέρδισε μάλιστα τον θαυμασμό του Γάλλου ναύαρχου Δεριγνύ, ο οποίος βρισκόταν πλησίον με το στόλο του και απέτρεψε τους Έλληνες να πολεμήσουν σε μια αναμέτρηση.
Όμως, ο Μακρυγιάννης δεν βγήκε αλώβητος. Τραυματίστηκε στον πήχη του δεξιού χεριού του και μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο. Οι πόνοι ήταν ανυπόφοροι και οι γιατροί πρότειναν τον ακρωτηριασμό από το ύψος του ώμου. Όμως, ο Μακρυγιάννης αντέδρασε και τελικά η επέμβαση δεν έγινε. Στο πέρασμα του χρόνου, το χέρι του δεν γιατρεύτηκε τελείως ενώ μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ζωής του διατηρούσε μια μικρή δυσχέρεια στον δείκτη.
Το τραύμα που επηρέασε την ψυχική του υγεία
Ο Μακρυγιάννης και το ντελίριο
Όμως η κατάσταση της υγείας του είχε αρχίσει να έχει πτωτική τάση. Εμφάνισε μια σειρά από ασθένειες, οι οποίες πιστεύεται ότι οφείλονταν στους συνεχείς τραυματισμούς του. Τον Ιανουάριο του 1832 παρουσίασε αιματηρές κενώσεις. Το 1837, σύμφωνα με τα ιατρικά πιστοποιητικά του βασιλικού αρχίατρου Βαυαρού Λίνερμάγιερ (Linermayer), υπέφερε από μεγάλο απόστημα στην περιοχή του τραύματος στο χέρι και από επίμονη εμπύρετη γαστρεντερίτιδα.
Με το πέρασμα των χρόνων η κατάσταση γινόταν ολοένα και χειρότερη, καθώς ξεκίνησε να εμφανίζει επεισόδια ζάλης και κρίσεις απώλειας συνείδησης. Αν και το σώμα του τον εγκατέλειπε, το αγωνιστικό του φρόνημα παρέμενε άκαμπτο.
Έτσι, τα χρόνια μετά την άφιξη του Όθωνα εντάχθηκε στις συνωμοτικές κινήσεις των αντιφρονούντων και το 1843 η δράση του κορυφώθηκε στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, η οποία ανάγκασε τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα στον ελληνικό λαό.
Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, κλήθηκαν να καταθέσουν και γιατροί σχετικά με το «αν εβλάφθη τας φρένας« του στρατηγού. Ο δόκιμος ιατρός Περικλής Σούτσος, κατέθεσε ότι «ο άνθρωπος δεν είναι εις κατάστασιν μανίας, αλλ’ εις κατάστασιν μονομανίας προελθούσης από θρησκευτικά αίτια».
Ο οικογενειακός ιατρός Αλέξανδρος Βενιζέλος τόνισε ότι «η σειρά της ομιλίας του ήτο ενίοτε συγκεχυμένη», ο ιατρός της επανάστασης Ερρίκος Τράιμπερ υπήρξε επιφυλακτικός τονίζοντας πως έπρεπε να παρακολουθηθεί συστηματικά, κάτι που επανέλαβε και ο αρχίατρος του Όθωνα, Βερνάρδος Ρέζερ. Για την διαταραγμένη ψυχική του υγεία συνηγόρησε και η γυναίκα του.