353.000 Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, παιδιά, έφηβοι, νέοι και γέροι, πεταμένοι κάπου στις πλαγιές, στα χωράφια, στις ρεματιές, χωρίς ποτέ κανένας να μπορέσει να θάψει τα κορμιά τους. Τα Τάγματα Εργασίας, αφού τους εξόντωσαν, τους πέταξαν… Ελάχιστοι οι εναπομείναντες και ακόμη λιγότεροι εκείνοι που ως σήμερα ζουν, θυμούνται και εξιστορούν στα παιδιά, στα εγγόνια, στα δισέγγονα και στα τρισέγγονά τους όσα έζησαν την τραγωδία, τη λαίλαπα του πολέμου και του φανατισμού.
Πρόκειται για μία από τις πιο μαύρες στιγμές της Ιστορίας όχι μόνο για τους Έλληνες αλλά και για την ανθρωπότητα ολόκληρη. Με την Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού αφανίστηκε από τις πατρογονικές του εστίες ένα ζωηρό κομμάτι του έθνους μας που πάλευε για την επιβίωσή του στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας για περίπου 3.000 χρόνια.
Ήταν 19 Μαΐου του 1919 όταν ο Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα Ατατούρκ (πατέρας των Τούρκων) αποβιβάστηκε στην Σαμψούντα προκειμένου να ξεκινήσει την δεύτερη ιστορικά, φάση της εξόντωσης των Ελλήνων της βόρειας Μικράς Ασίας προσπαθώντας επίσης να συντονίσει την αντίσταση των Τούρκων κατά της ελληνικής στρατιάς που είχε απελευθερώσει πριν από μερικές εβδομάδες την Σμύρνη.
Η 19η Μαΐου δεν αποτελεί λοιπόν μία μέρα «τυχαία» για τον Ελληνισμό, αλλά αποτελεί την Ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.
Ο όρος γενοκτονία δημιουργήθηκε το 1945 από τον Αμερικανό καθηγητή Λέμκιν λίγο πριν την Δίκη της Νυρεμβέργης για να περιγράψει τις πρακτικές που χρησιμοποίησαν οι Ναζί για να εξοντώσουν τους Εβραίους. Έτσι, χρησιμοποιείται από τότε για να αποδώσει την προσπάθεια εξόντωσης και αφανισμού, με συστηματικό τρόπο μίας φυλής-πληθυσμιακής ομάδας από μία συγκεκριμένη περιοχή.
Ποιοι ήταν οι Πόντιοι
Στις αρχές του 20ου αιώνα οι Πόντιοι διατηρούσαν μία παρουσία στην Μικρά Ασία που μετρούσε πλέον χιλιάδες χρόνια ιστορία. Περνώντας από την αρχαία Ελλάδα, την ρωμαϊκή εποχή, το Βυζάντιο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Πόντοι δεν λύγισαν μπροστά σε οποιαδήποτε δυσκολία.
Περικυκλωμένοι από Μουσουλμάνους και πολλές άλλες εθνότητες, οι Πόντιοι κατάφεραν να διατηρήσουν την εθνική τους συνείδηση με συνέπεια πάντα να αποτελούν για τους Οθωμανούς Τούρκους έναν «πονοκέφαλο» στην συγκεκριμένη περιοχή.
Μπορεί πληθυσμιακά να μην ξεπέρασαν τις άλλες εθνότητες αποτελώντας περίπου το 40% της περιοχής, όμως οι δραστηριότητές τους, τους έκαναν κυρίαρχους στην κοινωνική και την οικονομική ζωή του τόπου αυτού. Συγκεντρωμένοι ως επί το πλείστον στα αστικά κέντρα, οι Πόντιοι το 1896 αριθμούσαν περίπου 265.000 ψυχές, μέσα σε μόλις 15 χρόνια είχαν φτάσει τις 330.000, ενώ στις αρχές του 20 αιώνα είχαν ξεπεράσει τις 700.000!
Ενώ το 1860 υπήρχαν μόλις 100 σχολεία σε όλον τον Πόντο το 1919 υπολογίζονταν να ξεπερνούν τα 1.400, ενώ ανάμεσά τους ήταν και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Πώς γίνεται μαζί με αυτά να λείπουν τα τυπογραφεία, οι λέσχες, τα θέατρα, οι εφημερίδες και κάθε τί που επιβεβαιώνει το υψηλό πνευματικό επίπεδο μίας κοινωνίας; Δεν έλειπαν. Η Σαμψούντα, Τραπεζούντα και οι άλλες ιστορικές πόλεις δεν είχαν σχεδόν τίποτα να ζηλέψουν από την κοινωνική και πολιτιστική ζωή πολλών ελεύθερων ευρωπαϊκών πόλεων.
Η Γενοκτονία
Η διαδικασία εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου διακρίνεται ιστορικά σε τρεις συνεχόμενες φάσεις: από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ως την κατάληψη της Τραπεζούντας από τον ρωσικό στρατό (1914-1916), η δεύτερη τελειώνει με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1916-1918) και η τελευταία ολοκληρώνεται με την εφαρμογή του Συμφώνου για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1918-1923).
Α’ και Β’ φάση
Το κύμα μαζικών διώξεων ξεκίνησε στον Πόντο με την μορφή εκτοπίσεων το 1915. Οι εκτοπίσεις συνεχίζονταν ακατάπαυστα και κατά την εποχή που τα ρωσικά στρατεύματα εισήλθαν στην Τραπεζούντα στις αρχές του 1916. Ιδιαίτερα με το πρόσχημα ότι οι Πόντιοι υποστήριζαν τις κινήσεις των Ρώσων μεγάλος αριθμός κατοίκων από τις περιοχές της Σινώπης και της Κερασούντας εκτοπίστηκαν στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Σημειώθηκαν επίσης και εξαναγκαστικοί εξισλαμισμοί γυναικείων πληθυσμών.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του επισκόπου Τραπεζούντας, ο αριθμός των θυμάτων αυτών των πολιτικών ανήλθε, για εκείνο το διάστημα, σε 100.000 περίπου. Δεν έπαψαν και οι διαμαρτυρίες από Αυστριακούς και Αμερικανούς διπλωμάτες κατά της οθωμανικής κυβέρνησης.
Γ’ φάση
Ύστερα από την συνθηκολόγηση της Ρωσίας και την απόσυρση του ρωσικού στρατού από την περιοχή, εντάθηκαν οι διώξεις στην περιοχή. Με την άφιξη του Κεμάλ Ατατούρκ, τον Μάιο του 1919, στην περιοχή και την έξαρση του κινήματός του εντάθηκε η δράση ατάκτων ομάδων (τσετών) κατά των χριστιανικών πληθυσμών.
Στις 29 Μαΐου ο Κεμάλ ανέθεσε στον περιβόητο τσέτη, Τοπάλ Οσμάν, την επιχείρηση για τη διενέργεια μαζικών επιχειρήσεων εξόντωσης κατά του τοπικού πληθυσμού.
Σε αυτό το πλαίσιο, πραγματοποιήθηκαν οι σφαγές και οι εκτοπίσεις των Ελλήνων στη Σαμψούντα και σε 394 χωριά της περιοχής, κατοικημένα από ελληνικούς πληθυσμούς. Σχετικές αναφορές έχουν καταγραφεί από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, καθώς και από τον Αμερικανό πρέσβη Χένρυ Μοργκεντάου.
Μεταξύ Φεβρουαρίου και Αυγούστου 1920 πραγματοποιήθηκε η πυρπόληση της Μπάφρας και η μαζική εξόντωση των 6.000 Ελλήνων που είχαν σπεύσει να βρουν προστασία στις εκκλησίες της περιοχής. Συνολικά από τους 25.000 Έλληνες που ζούσαν στις περιοχές της Μπάφρας και του Ααζάμ, το 90% δολοφονήθηκε, ενώ από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Οι προύχοντες και οι προσωπικότητες του πνεύματος, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο από τα λεγόμενα «Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας» στην Αμάσεια, κατά τον Σεπτέμβριο του 1921. Παράλληλα, σημειώνονταν και εξαναγκαστικές αποσπάσεις νεαρών κοριτσιών και αγοριών από τις οικογένειές του, τα οποία δίνονταν για τα χαρέμια των εύπορων Τούρκων.
Οι αριθμοί είναι σοκαριστικοί. Σε μία μικρά Ασία στην οποία δεν ζούσαν ούτε 10.000.000 άνθρωποι, περίπου 353.000 Πόντιοι εξοντώθηκαν την περίοδο 1916-1923. Οι Τούρκοι με τις λεηλασίες, τις πυρπολήσεις των χωριών, τους απαγχονισμούς και τους εκτοπισμούς που ακολούθησαν, κατάφεραν να αλλοιώσουν τον εθνολογικό χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών.
Εν τέλει μετά από σχεδόν μία δεκαετία καταπίεσης περισσότεροι από 400.000 ξεριζωμένοι έφθασαν με καραβάνια στα μεγάλα αστικά της Ελλάδος κατά την ανταλλαγή πληθυσμών αφήνοντας πίσω τους έναν πολιτισμό 3.000 ετών, προγονικά εδάφη, εκκλησίες, τάφους και σχολεία.
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το αντάρτικο των Ποντίων
Τα «Αμελέ Ταμπουρού» σχέδιο εκπονημένο από Γερμανούς αξιωματικούς σκόπευαν να εξοντώσουν όλους τους άνδρες που δεν κατατάσσονταν στον τουρκικό στρατό. Τα τάγματα εργασίας έβαζαν τους άνδρες να εργαστούν σε λατομεία, ορυχεία και κατασκευές δρόμων κάτω από κυριολεκτικά εξοντωτικές συνθήκες. Αποτέλεσμα; Ελάχιστοι ήταν αυτοί που κατάφερναν να επιζήσουν. Οι περισσότεροι υπέκυπταν στην πείνα τις αρρώστιες και τις κακουχίες.
Κάτι τέτοιο όμως οι Πόντιοι δεν μπορούσαν να το αφήσουν έτσι. Με τον καιρό, χιλιάδες ήταν οι άνδρες που αποφάσισαν να καταφύγουν αντάρτες στα ψηλά και δυσπρόσιτα βουνά της περιοχής προκειμένου με ελάχιστα μέσα να αντιταχθούν στους Τούρκους. Το ίδιο έκαναν και οι Αρμένιοι, όμως μέχρι το 1916 οι Τούρκοι είχαν αντιμετωπίσει τον κίνδυνο αυτό. Πώς; Mε την Γενοκτονία των Αρμενίων.
Πλέον το πεδίο για τον Μουσταφά Κεμάλ ήταν ελεύθερο. Ωστόσο οι Πόντιοι δεν ήταν εύκολος αντίπαλος με συνέπεια οι αντάρτες να καταφέρουν αποφασιστικά χτυπήματα στον οργανωμένο εθνικιστικό στρατό, ενώ από το 1919 έτρεφαν πολλές ελπίδες από την δημιουργία του Ποντοαρμενικού κράτους αλλά και την παρουσία του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία.
Οι αντάρτες οργανώνονταν κυρίως σε μικρές ομάδες 15 έως 30 ατόμων για να είναι ευκολότερη η μετακίνησή τους αλλά και η συντήρηση των ανδρών. Όπως διαβάζουμε στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου-National Geographic, υπολογίζεται πως περίπου το 1921 οι Πόντιοι αντάρτες στο σύνολό τους ανέρχονταν σε πάνω από 12.000 άνδρες.
Ένας μεγάλος για την εποχή αριθμός ατάκτων σκληροτράχηλων πατριωτών μαχητών στα νώτα της στρατιάς του Κεμάλ που δυστυχώς δεν αξιοποιήθηκε ποτέ από τα ελλαδικά επιτελεία.
Το βραχύβιο όμως Ποντοαρμενικό κράτος και η ελάχιστη βοήθεια από τις ελληνικές κυβερνήσεις επέτρεψε στον Κεμάλ να προχωρήσει στην «τελική λύση».
Ενώ μέχρι πρότινος οι Έλληνες της περιοχής είχαν την αρωγή των Ρώσων, όλα άλλαξαν μόλις ήρθαν στην εξουσία οι Μπολσεβίκοι οι οποίοι βοήθησαν απροκάλυπτα τους Τούρκους με κάθε μέσο. Στον ίδιο δρόμο και οι Γερμανοί οι οποίοι προμήθευαν με πολεμικό υλικό και πάσης φύσεως εφόδια τις ορδές του Κεμάλ.
Καθ’ όλη την διάρκεια της παραμονής του ελληνικού στρατού στην ενδοχώρα της Ανατολίας, ο Κεμάλ απασχολούσε τους Έλληνες με αντάρτικες επιθέσεις, ενώ ταυτόχρονα είχε την δυνατότητα να σφαγιάζει ολόκληρα χωριά στον Πόντο. Χαρακτηριστικό είναι πως μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή, περίπου 200.000 Πόντιοι είχαν χάσει την ζωή τους, ενώ σύμφωνα με άλλους ιστορικούς ο αριθμός μπορεί να ξεπερνά και τις 350.000!
Οι Πόντιοι έψαξαν για νέες πατρίδες. Έτσι κατέφυγαν στην νότια Ρωσία αλλά και στην μητέρα Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών, ξεκινώντας μία νέα ζωή ενώ έδωσαν μία σημαντική πληθυσμιακή ανάσα στην γη της Μακεδονίας.
Η μητέρα Ελλάδα με μία σημαντική καθυστέρηση αναγνώρισε τελικά την μαύρη αυτή στιγμή της Ιστορίας στις 24 Φεβρουαρίου του 1994 με την Βουλή των Ελλήνων να ψηφίζει ομόφωνα για την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.