H Βάγια Μπαλή κατάγεται από την Αθήνα και είναι βιβλιοθηκονόμος.Έχει εργαστεί σε ιδιωτικές και δημόσιες βιβλιοθήκες. Έχει εκδοθεί η πρώτη της ποιητική συλλογή, που φέρει τον τίτλο «Ο χρόνος βέλος», από τις εκδόσεις Αρισταρέτη και το πρώτο της μυθιστόρημα με τον τίτλο «Απλώς έτυχε» από τις εκδόσεις Άρτεμις. Επίσης έχει πάρει μέρος στα συλλεκτικά έργα «Συνομιλώντας με τον Κ.Π. Καβάφη», « Συνομιλώντας με τον Τάσο Λειβαδίτη», «του Έρωτα το κόκκινο», των εκδόσεων Όστρια. Επίσης στο ανθολόγιο ερωτικής ποίησης υπό τον τίτλο «Αχ Έρωτα…» των εκδόσεων Βεργίνα και τέλος στην Ποιητική συλλογή «Ποίηση-Ένας δρόμος προς το όνειρο Θεσσαλονίκη-Αθήνα».
Έχει διακριθεί σε ποιητικούς διαγωνισμούς. Ασχολείται με τη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων, πολλών εκ των οποίων έχουν φιλοξενηθεί σε έντυπα και διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά και blogs. Έχει πάρει μέρος με ποιήματά της σε πρότζεκτ της διακεκριμένης μουσικού και συνθέτιδος Άννας Στερεοπούλου.
Ποιήματα
ΑΦΩΤΑ ΒΡΑΔΙΑ
Λέξη δε λες, δε μιλάς,
Μονάχα φωτίζεις τα λάθη,
σκορπάς σε πελάγη το χρόνου και σπας
σαν γυαλί εύθραυστο,
σαν στίχος εύπλαστος, σαν ήχος ετοιμόρροπος, σκορπάς.
Τεντώνω τα νεύρα,
τα μάτια μικραίνω, τα χείλη μου πλένω,
στου φιλιού σου την άσπρη ανάσα και παύω,
να μετράω τα σχήματα που ‘χεις στο σώμα,
τα «μείνε», στο βαθύ σου το χώμα,
που θάβει πνιχτά ουρλιαχτά.
Μη μου λες πως φοβάσαι με τα μάτια,
να μου δείξεις πως είναι να αγγίζεις το άπειρο
σαν μια ρυτίδα ακουμπάς με το γέλιο σου, τα άφωτα βράδια.
ΕΓΩ ΘΑ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ
Αν θέλεις να με βρίσκεις, να με ψάχνεις στα αφρισμένα νερά που αφήνει πίσω του ένα καράβι, καθώς διασχίζει τους ωκεανούς.
Θα με βρίσκεις στο πέταγμα των γλάρων που ταξιδεύουν τη ζωή τους κάτω από ήλιους ρωμαλέους και πάνω από θάλασσες ερωτευμένες.
Αν θες να με βρεις να με αναζητήσεις στον καημό ενός αναστεναγμού πρωτοφανέρωτου, στην αφή που έχει μάθει να κάνει κύκλους πάνω σε δέρματα που έχουν καμωθεί από αγάπες και χωρισμούς.
Αν θες να με βρίσκεις, μάθε να σκάβεις τη νύχτα με τα δάχτυλα, ώσπου ν’ αγγίξεις την αρχή μιας ανατολής που θα σε γεμίζει φως αξόδευτο.
Αν θες… εγώ θα σε περιμένω.
ΘΕΛΩ
Σε θέλω, σε μία έπαρση του καιρού να έρθεις με το βλέμμα σου όλο φωτιά να τον κάψεις συθέμελα.
Σε θέλω στις δύσεις, εκεί που το ηλιοβασίλεμα αφήνει το στίγμα του να ‘ρθεις να βαφτείς το χρώμα του, να γίνεις ένα μαζί του, να σε κοιτάζω από τον πέρα ορίζοντα έως το κρεβάτι μου.
Σε θέλω, τα ξεχασμένα σκαλοπάτια μου να πατήσεις και να τα γεμίσεις με ιστορία.
Τα βήματά σου να αποτυπώσουν και να μάθουν από την αύρα σου πως είναι να τα περνάει ο έρωτας.
Σε θέλω στις ρυτίδες του χρόνου και στις κόκκινες κουρτίνες του φευγιού, να τις τελειώσεις, να τις συνθλίψεις, να με παρασύρεις εκεί που ο χρόνος παύει, εκεί που γιορτάζει το δικό μου «θέλω».
Σε θέλω, στο δέρμα μου πάνω να αφήσεις το χρώμα σου, να το ζωντανέψεις, ένα πρωινό που θα φωνάζει «αγάπα με όσο τίποτα άλλο».
Σε θέλω και τις ώρες που σε ξεχνώ, που φοράω το βάρος της καθημερινής εναλλαγής, και κοιτώ εκατοντάδες βλέμματα υποσχόμενα, θελκτικά.
Σε θέλω, στον αέρα μου εσύ να είσαι η αναμμένη φλόγα, που θεριεύει φορά τη φορά.
ΜΥΘΕΥΜΑΤΑ
Μετρήσαμε τις αντοχές μας, μετρήσαμε τις σκέψεις μας σαν το φεγγάρι αιωρείτο πάνω από το κεφάλι μας και πάψαμε να μοιάζουμε με την εικόνα που είχαμε χθες.
Τα όνειρα μπερδέψαμε με ψήγματα ευτυχίας, και κλάψαμε γοερά για ό,τι η ζωή μας πήρε ανεπιστρεπτί. Έρωτες μολύναμε με λόγια γείωσης, θανάτους ξεπλύναμε με δάκρυα απελπισίας και φονέψαμε μια αγάπη με συγκαταβατικές λέξεις, σχεδόν ατιμωτικά ήπιες.
Έπειτα μικρύναμε τον κόσμο μας, να αντέξει τη ψευτοσοφία μας και φτύσαμε το ριζικό μας, μη μας βασκαθεί. Μικρύναμε και εμείς, σε δεισιδαιμονίες του παλιού καιρού και ξοδέψαμε τα «αμήν» μας, δίχως λόγο στο ευφάνταστο κενό.
Ντράπηκα που τσάκισα την κόλλα του χαρτιού μου με στάλες από θλίψη, όμως ίσιωσα για ακόμα μια φορά την περηφάνια μου και άφησα στους ποιητές την πένα της ψυχής μου, πάνω στο σταχτί μου ορίζοντα. Το μελάνι τους, το έχω κρύψει στην άβυσσο του γέλιου μου, εκεί που το βλέμμα μου δύει τα άγια μυθεύματά μου, που με κρατάνε ακόμα με ήχο στην καρδιά.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΟΥ
Ο έρωτας σου υγρή λίμνη που μπαίνω γυμνή και διψασμένη. Ο έρωτας σου το κέντρο της αντοχής μου, η προσμονή, η λαχταρά που βρίσκει ανταπόκριση στο βαθύ σου αναστεναγμό. Η αφή σου θαύμα που γεννά προσδοκίες, δέκα ταυτόχρονα ποιήματα, πάνω στης σάρκας μου το ανοιχτό βιβλίο. Ο έρωτας σου, ο αφορισμός του λίγου, το προσκύνημα του πιστού εραστή στα μάτια της απόλυτης ηδονής. Ο έρωτας σου, το άγριο μελτέμι στο φιλί σου, το αρόδο μου και η βύθισή μου.
ΟΠΩΣ ΘΑ ΜΕ ΣΚΟΤΩΝΕΙΣ
Φρόντισε όπως θα με σκοτώνεις, να μην αφήσεις ίχνη. Τις ψυχές όταν δολοφονείς, παίρνεις κάτι από δαύτες μαζί σου. Λες και αγκυροβολούν στης θύμησης τα ανοιχτά και κάθε που θα ξεκινάς ταξίδια για να κάνεις, πάνω τους θα σκοντάφτεις ξανά και ξανά. Πρόσεξε όπως θα σκοτώνεις τις στιγμές μας, να τις δώσεις τη χαριστική βολή, γιατί έπειτα θα ζητάς να τις ζήσεις αέναα, με άλλους ανθρώπους, με άλλες οπτικές και τίποτα ποτέ δε θα ‘ναι το ίδιο. Θα αποζητάς το οικείο και θα πέφτεις σε βουνά άρνησης. Όταν θα με αποτελειώνεις με ψέματα, να φροντίσεις να είναι πικρά να πιώ το δηλητήριο τους και να σβήσω αμέσως. Ειδάλλως φυλάξου στις σκοτεινιάς το άρωμα, να μη σε βρω, να μη σε μεθύσω της αλήθειας τα χρώματα. Όταν θα κομματιάζεις την καρδιά μου, να το κάνεις μία και έξω, αλλιώς ενδέχεται να αφήσεις ένα κομμάτι της να χτυπά στα κρυφά, και αυτό μπορεί να προκαλέσει φθορά στη δική σου, κατά τ’ άλλα, αγέρωχη ύπαρξη. Πρόσεξε το μαχαίρι που θα καρφώσεις στην ευαίσθητη πλευρά μου, να είναι αιχμηρό, ειδάλλως θα μάθει τη ρομαντική μου όψη και ίσως με ερωτευτεί όσο εσύ θα πασχίζεις να με σκοτώσεις με κάθε τρόπο. Πρόσεχε, γιατί όσο εσύ θα προσπαθείς να με τελειώσεις, εγώ θα υφαίνω έρωτες στις μέρες σου να έχεις ζεστασιά σαν θες να κοιμηθείς. Πρόσεξε μην τραυματιστείς από τα λάθη σου…
ΟΤΑΝ ΔΙΑΛΕΓΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
Όταν διάλεγα ανθρώπους, τους ήθελα ανθεκτικούς στον χρόνο. Συνοδοιπόρους, συνταξιδιώτες, φίλους, εραστές, οικογένεια… δικούς μου. Όσο στο δρόμο της ζωής μου περπατούσα και ξεχώριζα ανθρώπους, τους ήθελα καλοκαίρια, όχι θύελλες, ούτε καταιγίδες. Τους ήθελα ήλιους λαμπερούς, όχι σύννεφα, ούτε βροχές. Καθώς αγκάλιαζα τους ανθρώπους, τους φανέρωνα κάτι από εμένα. Δεν τους ήθελα κριτές, μα συμπαραστάτες. Δεν ήθελα να κουνούν το δάχτυλο μπροστά μου, μα ήθελα να μου δίνουν τα χέρια τους να πιαστώ, όταν κάποιες φορές έχανα την ισορροπία μου, όταν κάποιες στιγμές με λύγιζε η θλίψη, όταν η τρυφερότητά μου ριγούσε μπρος τους. Όταν μετρούσα τα βλέμματα που είχα γύρω μου, ήθελα να με μαγνητίζει η ζέση τους, η σπιρτάδα τους, μα και η φιλοξενία τους. Να γίνω μόνιμος κάτοικος μέσα τους. Όταν ξεχώριζα τους ανθρώπους, μου χάραζα από πριν μία πληγή στην ψυχή, να είμαι προετοιμασμένη για τον πόνο που θα μου άφηναν. Όταν διάλεγα ανθρώπους, διάλεγα τους δικούς μου ήρωες και τα δικά μου παραμύθια.