Η Ειρήνη Γεροντάρα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μυτιλήνη. Είναι μητέρα τριών παιδιών και ζει σε μια κωμόπολη του Κορινθιακού κοντά στους Δελφούς. Εργάζεται ως καθηγήτρια αγγλικών κι έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία και Ιστορία στο Αμερικάνικο Κολλέγιο Ελλάδας (Deree College). Η σχέση της με την συγγραφή ξεκινά από τα σχολικά της χρόνια. Έχουν εκδοθεί δύο προσωπικές ποιητικές συλλογές και ένα ανθολόγιο ποίησης με δική της επιμέλεια και σε συνεργασία με άλλους δεκατέσσερις δημιουργούς. Το καλοκαίρι του 2019 εκδόθηκε η πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Τα προσωπεία των Θεών». Το 2021 κέρδισε έπαινο στον διαγωνισμό «Νίκος Καζαντζάκης» από τις εκδόσεις «Ραδάμανθυς» και τα έργα της συμπεριλήφθηκαν στις εκδόσεις του οίκου. Γράφει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με το ψευδώνυμο «Ρένα Γέρου». Έργα της, έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορα ανθολόγια ποίησης και πεζογραφίας. Έχει βραβευθεί σε πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
Ποιήματα:
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΓΡΑΜΜΟ
Όπως κι αν το δεις,
σε μερικούς έρωτες
δεν τους αρμόζει να πεθαίνουν
μένουν χαραγμένοι, ανεκπλήρωτοι
γεμάτοι ελπίδα και δέος
ένταση, πάθος
ανάμνηση
και μια πίκρα στην άκρη
της θύμησης
γι αυτόν που προχώρησε και
ποτέ του δεν είδε.
ΣΑΝ ΣΥΝΝΕΦΟ, ΣΑΝ ΧΕΛΙΔΟΝΙ
Ήθελα να ήμουν σύννεφο,
να κλαίω μέσα στο καλοκαίρι
Να ήμουν χελιδόνι,
να σιγοτραγουδώ
παρ όλο που τα σύννεφα κλαίνε τριγύρω μου
Να ήμουν η βροχή
να ξέπλενα τους ανθρώπους
Και να έμενε μόνο το σύννεφο και το χελιδόνι
μέσα σε κάθε ψυχή.
ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΜΥΘΟ
Εκείνος το ήξερε πως την είχε ερωτευτεί
όπως καμιά άλλη πιο πριν
ίσως να έφταιγε εκείνο το δροσερό στεφάνι
από παπαρούνες
που είχε φορέσει στα μαλλιά η Περσεφόνη κείνη
τη μέρα
κι αυτός ήθελε τόσο να της
χαρίσει τον κόσμο του
να την πάρει έτσι δροσερή κι ανέμελη
ακριβώς όπως ήταν
και να την βάλει μεμιάς στο σκοτεινό
σπίτι του.
Ίσως και να φώτιζε λίγο
τ' αρχοντικό του με τη λάμψη της
Ίσως και να δρόσιζε το στρώμα του που
έκαιγε τόσο
Ίσως να μοσχομύριζε
για πρώτη φορά η κάμαρη
μια μυρωδιά που δεν είχε νιώσει ποτέ
του.
Τι ήταν η μυρωδιά;
Η αγκαλιά;
Η αγάπη; Μα πιότερο το μοίρασμα.
Να! Αυτά αγνοούσε. Κι ας ήταν Θεός.
Και ζωγράφισε. Ζωγράφισε ένα κόσμο
σαν τον δικό της.
Και κρέμασε τη ζωγραφιά στο κρεβάτι από πάνω.
Να την κοιτά να μην βλέπει το απόλυτο
σκοτάδι γύρω της.
Χάρηκε με την ιδέα του. Κρέμασε από την οροφή
κάτι αστέρια.
Έπειτα σκέφτηκε πως
ίσως όλα αυτά της θύμιζαν το σπίτι της.
Ίσως την έκαναν να το νοσταλγήσει.Μα
έτσι θα την έχανε
Τα μάζεψε φοβισμένος.
Καλύτερα να μην της τα έδινε όλα αυτά
που είχε συνηθίσει.
Ίσως ο θάνατος και το τίποτα να ήταν το τέλειο
δώρο.
Στο σκοτάδι δεν θα φαινόταν
καμιά πληγή
καμιά αδικία και τίποτα
άσχημο-μα ούτε κι όμορφο.
Καμία σύγκριση.
Τότε, τίποτα δεν θα την πλήγωνε πια.
Και χαμογέλασε ικανοποιημένος στη
σκέψη
πως στο παλάτι του θα έβρισκε,
οριστικά και αμετάκλητα,
την ευτυχία.
ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ
Μ' αρέσουν οι έρωτες
Που δυνατά φωνάζουν :" Σ' αγαπώ"
Έτσι βροντερά, χωρίς να σου αφήνουν
Καμιά αμφιβολία.
Οι έρωτες που λιποθυμάνε από ευτυχία
στο άγγιγμα,
ρομαντικά και πρόστυχα.
Οι κεραυνοβόλοι και αναπόφευκτοι.
Αυτοί που συθέμελα καταλύουν το σύμπαν
σου
και το ίδιο αγέρωχα στο ξαναχτίζουν.
Να χάνεσαι στις διαδρομές
ενός τέτοιου φιλάρεσκου και θαυμάσιου
Έρωτα.
Να μην θες να ξαποστάσεις διόλου.
Μην φύγει ο χρόνος χωρίς να τον έχεις
γευτεί μέχρι τρέλας.
Ένας τέτοιος έρωτας
Ας ήσουν.
ΠΡΩΤΙΕΣ
Το πρώτο φιλί
μια γρατζουνιά στου κόσμου την αρμονία.
Κραυγή ζωής κι ανάσα είναι.
ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ
Πάει καιρός, παιδί μου,
που ερωτοτροπούσα με την ματαιοδοξία,
τον ναρκισσισμό,
το υπερφίαλο της εγωπάθειας.
Πάει καιρός, που έμαθα να στρώνω τα
κρεβάτια
να μαγειρεύω, να συγυρίζω,
να τακτοποιώ.
Είναι φθινόπωρα που
μοιάζαν καλοκαίρια
μα πέρασαν. Γίναν χειμώνες κι άνοιξες,
ευτυχώς.
Πάει καιρός, παιδί μου,
μα δεν κατάλαβα το πόσο γρήγορα πέρασε.
Κι είμαι εδώ να σου γράφω. Και να ξέρω
πόσο
λίγο μένει πια.
Μην χάνεις τον χρόνο, παιδί μου.
Η ομορφιά είναι εκεί έξω. Εκεί έξω στο
μαζί με τους άλλους.
Στο απλό και απροσποίητο.
Πάει καιρός..
Μην χαθείς. Μην χάνεσαι.