Σήμερα, έχουμε τη χαρά και την τιμή να μας συστηθεί η Δάφνη Μπερμπέρη-Κρυστάλλη στη στήλη "Νέοι λογοτέχνες".
Ονομάζομαι Δάφνη Μπερμπέρη-Κρυστάλλη. Γεννήθηκα το φθινόπωρο του 1979 στην πόλη των Σερρών, αλλά μεγάλωσα στην Καβάλα, την οποία αγαπώ και δεν την αλλάζω!
Η μεγάλη μου αγάπη για την ιστορία οδήγησε τα βήματά μου στην Κομοτηνή, όπου αποφοίτησα αριστούχος από το τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Για ένα διάστημα εργάστηκα ως εκπαιδευτικός στη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση. Επιπλέον, έχοντας την πίστη ότι η γλώσσα μας είναι ζωντανή και πάντα κάτι μαθαίνουμε παραπάνω, παρακολούθησα μαθήματα επιμέλειας κειμένων στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και απέκτησα πιστοποιητικό επιμόρφωσης στην ομώνυμη ειδικότητα.
Αγαπώ το φθινόπωρο, τη βροχή, τη θάλασσα και τη συγγραφή. Η τελευταία είναι για μένα ένα ταξίδι του νου, ένας τρόπος απόδρασης από τα προβλήματα της καθημερινότητας και ελεύθερης έκφρασης συναισθημάτων. Αλλά είναι και τρόπος ψυχαγωγίας! Σε αυτήν την πεποίθηση οφείλεται και η συγγραφή των δυο παιδικών παραμυθιών μου, τα οποία παραμένουν ανέκδοτα. Αποτελούσαν έναν τρόπο να ταξιδεύω με τα παιδιά μου στον δικό τους κόσμο.
Το μυθιστόρημα «Αυτό που μου ‘μαθες εσύ!», εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα, αποτελεί την πρώτη μου συγγραφική προσπάθεια και κυκλοφορεί από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή από τον Ιανουάριο του 2020. Ένα δεύτερο μυθιστόρημά μου έχει πάρει τον δρόμο του και θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις Εκδόσεις Υδροπλάνο.
Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα "Αυτό που μου 'μαθες εσύ!":
1. Περπάτησα λίγη ώρα και κάποια στιγμή ένιωσα το πρόσωπό μου να δροσίζεται από σιγανές ψιχάλες , οι οποίες όμως πολύ γρήγορα άρχισαν να δυναμώνουν. Ευτυχώς, βρισκόμουν πολύ κοντά στο σχολείο. Άρχισα να επιταχύνω το βήμα μου, γιατί η βροχή γινόταν ολοένα και πιο επιθετική. Δεν ήθελα να γίνω μούσκεμα και την ομπρέλα μου την είχα ξεχάσει στο σπίτι. Αποφάσισα να τρέξω. Με σκυμμένο το κεφάλι, όμως, δεν είδα τον άνθρωπο που προχωρούσε μπροστά μου και έπεσα πάνω του. Σήκωσα αμέσως το κεφάλι για να ζητήσω συγγνώμη, αλλά χάθηκα. Χάθηκα στο καφετί των ματιών της. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Καθόμουν σαν άγαλμα και είχα βυθίσει το βλέμμα μου μέσα στο δικό της. Ο χρόνος είχε σταματήσει για μένα. Το μόνο που άκουγα ήταν οι χτύποι της καρδιάς μου. Δυνατοί και καθάριοι. Δυνατοί και γρήγοροι. Κάποια δευτερόλεπτα αργότερα, που μου φάνηκαν αιώνες, κατάφερα να ψελλίσω με αδύναμη φωνή «συγγνώμη». Η κοπέλα που στεκόταν απέναντί μου, πιο ψύχραιμη από μένα, μου είπε:
«Δεν πειράζει».
Μου έδωσε το χέρι και συστήθηκε:
«Είμαι η Αλεξάνδρα».
Δεν ήξερα τι να κάνω ούτε τι να πω. Της έδωσα κι εγώ το χέρι μου. Το καφέ χρώμα των ματιών της, τόσο οικείο και συνάμα τόσο απόμακρο, με είχε αιχμαλωτίσει. Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν τώρα με μανία στο πρόσωπό μου. Κι όμως, αδυνατούσα να κάνω έστω κι ένα βήμα. Ο χρόνος είχε σταματήσει εκεί, μέσα στο καφετί χρώμα των ματιών της.
2. Έκανα να σηκωθώ για να ανοίξω επιτέλους την πόρτα, καθώς ο ήχος από την επανάληψη του ονόματός μου ήταν τώρα άκρως εκνευριστικός. Δυσκολευόμουν. Όλο το δωμάτιο γύριζε. Ένας φριχτός και διαπεραστικός πόνος με ώθησε να πιάσω το κεφάλι μου στη θέση που βρίσκονταν τα μηνίγγια μου. Χρειάζομαι επειγόντως παυσίπονα, σκέφτηκα.
Πιάνοντας το μπράτσο του καναπέ και με πολύ κόπο σηκώθηκα επιτέλους. Κάτω στα πόδια μου ήταν πεταμένα μπουκάλια με αλκοόλ κάθε είδους και πάνω στο τραπέζι τα ίδια χάλια. Τουλάχιστον, βρήκα την αιτία του πονοκεφάλου μου.
Πήρα βαθιά ανάσα. Όλη η ατμόσφαιρα μύριζε αλκοόλ. Ήταν αποπνικτικά! Ήθελα καθαρό αέρα! Επειγόντως!
3. Η λέξη ελπίζω κρύβει μέσα της τη λέξη επιζώ κι εκείνη με τη σειρά της τη λέξη ζω. Χωρίς την ελπίδα, λοιπόν, πώς μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος; Για μένα αυτή την ελπίδα μου την προσφέρει η Δανάη. Μέσα από αυτήν ζω. Και όσο ζω ελπίζω. Ελπίζω ότι παρά τις δυσκολίες, παρά τα εμπόδια, θα τα καταφέρω. Μαζί θα τα καταφέρουμε!
4. Δυστυχώς, όμως, το πρωί με περίμενε μια είδηση που τάραξε τα αισιόδοξα συναισθήματα της προηγούμενης νύχτας. Δεν ξέρω! Το έβλεπα σαν κατάρα. Κάθε φορά που ατένιζα το μέλλον με αισιοδοξία, κάτι συνέβαινε και αρνητικές καταστάσεις διαδέχονταν η μία την άλλη σαν τσουνάμι. Και κάθε φορά που έλεγα ότι δεν αντέχω άλλο, κάθε φορά αποκτούσα περισσότερη δύναμη. Πράγματι, ό,τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση όλα αυτά δεν αφορούσαν εμένα αλλά τη Δανάη μου. Κι εκείνη έδειχνε πιο αδύναμη από ποτέ!
5. Σηκώθηκα αργά. Είχε πια νυχτώσει και ένα χλωμό φεγγάρι έδινε όση λάμψη διέθετε στον κατάμαυρο ουρανό. Έτσι, για να σπάσει τη μονοτονία. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που μου έφερε στον νου χιλιάδες αναμνήσεις του χθες.[...] Αυτή η νοσταλγία με γύρισε χρόνια πίσω, στα εφηβικά μου χρόνια, στον έρωτα της ζωής μου, στα όνειρά μου.