ΥΨΙΠΕΤΗΣ ΕΡΩΣ
Έσμιξαν τα σώματα κούρνιασαν οι ανάσες η μια μέσα στην άλλη ο πόθος βρήκε τη στέγη του η ηδονή τρέχει ανέμελη στους κήπους του Παραδείσου οι καρδιές υποκλίνονται στο κάλεσμα του αιώνιου έφηβου η νύχτα καταθέτει στεφάνι στα γυμνά σώματα η βροχή ανήμπορη να σβήσει τη λάβα της σάρκας το σύμπαν πίνει σαμπάνια να γιορτάσει τούτη τη μυσταγωγία τα χείλη γεύονται την αιωνιότητα και τα χέρια κρατούν τον κόσμο.
Υψιπέτης έρως οικιστής των αιθέρων του κόσμου αέναος λαθρεπιβάτης.
ΚΡΑΥΓΕΣ
Ακούω τις άπληστες κραυγές της νύχτας
ενώ οι στίχοι μου αιωρούνται απονευρωμένοι
στην άκρη του παλτού μου.
Όταν δεν γράφω ουρλιάζω.
Ματωμένο το φεγγάρι
τυλίγεται σαν φίδι στον γυμνό μου λαιμό.
Σ 'αγαπώ.
Καθώς ο χειμώνας
ποτέ του δεν μου χαμογέλασε.
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΤΡΟΦΕΣ ΓΙΑ ΒΙΟΛΙ
Είναι τέτοιος ο πόθος μου να σε δω
που τα βράδια προσποιούμαι τον πνιγμένο.
Δεν μπορεί σκέφτομαι
θα έρθει να μου δώσει το φιλί της ζωής.
Καρφίτσωσα στον πίνακα ανακοινώσεων του ουρανού
το τελευταίο μου ποίημα για δημοπρασία.
Το αντάλλαξα τελικά χάριν μεγάλης ανάγκης
με την αυριανή πανσέληνο του Απρίλη.
Ονειρεύτηκα το σώμα σου γυμνό
επάνω στο δικό μου.
Πιθανόν να είμαι και ο πρώτος οικιστής του παραδείσου
μετά τους πρωτοπλάστους.
Άφησε την εξώπορτα ξεκλείδωτη την νύχτα.
Σου στέλνω συστημένο με εταιρία κούριερ
το καυτό αποψινό μου φιλί.
Μην ανοίξεις τον φάκελο με τα χέρια.
Αυστηρά και μόνο με τα χείλη σου.
ΕΞΑΗΧΟ
Είναι τόσο θλιμμένη κι απαρηγόρητη
η μουσική μου τα βράδια
που μου αρκεί ένα σου μήνυμα
για να χορεύω εφεξής περιχαρής
επάνω στο γυμνό σβέρκο του φεγγαριού.
Τόσος πόνος αναρωτιέμαι
για να γεννηθούν δυό στίχοι.
Μάλλον η ευτυχία
ποτέ της δεν θα τεκνοποιήσει.
Τυχερός ο φίλος μου ο Μάνος.
Για ένα γράμμα γλύτωσε την μοναξιά.
Η ποίηση είναι η εταίρα της λογοτεχνίας.
Τόσα ξενύχτια, πόνο, δάκρυ, αίμα κι αγωνίες
χωρίς ποτέ της να καρπωθεί ανταμοιβή.
Έβαλε φωτιά λέει στα χειρόγραφα
να κάψει τους στίχους του.
Με τόσο δάκρυ που ήταν ποτισμένοι
του σώθηκαν τελικά τα σπίρτα.
Να τραγουδάς τα βράδια.
Υπάρχουν και στον ουρανό αστέρια
που ίσως να αισθάνονται μοναξιά.
ΔΩΔΕΚΑΜΙΣΗ
Την είδε πάλι στον ύπνο του.
Ξύπνησε, αγάπησε, ξανακοιμήθηκε.
Ποτέ του δεν κατάφερε
να βρεί κάποιον σπόνσορα
να του αποζημιώνει με το αζημίωτο κάθε τόσο
τα τσακισμένα και ναυαγισμένα του συναισθήματα.
Κι η ποίηση.
Γριά γυναίκα πιά.
Ώς πότε θα ξενοκοιμάται
για να τον συντηρεί.
ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ
Τα μεσημέρια έβγαινε στον κήπο
να μαζέψει τα πεσμένα χθεσινοβραδινά άστρα.
Πότε ήταν λιγοστά
πότε ήταν αμέτρητα
ανάλογα φυσικά με την διάθεση του ουρανού.
Αποφάσισε να τελειώνει με τους έρωτες
καθώς διαπίστωσε
πως δεν υπήρχε καμιά προοπτική αθανασίας.
Τα μοναδικά χέρια
που πάντοτε τ ' αντίκρυζε γιομάτα
ήταν της ποίησης και της μητέρας του.
Μια φορά κορδώθηκε πως ήταν ποιητής.
Από τότε δεν ξαναέγραψε.