Η Λίνα Φυτιλή γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Πατρών. Ζει στον Βόλο κι εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Έργα της: Οι νύχτες της άχρωμης κιμωλίας, νουβέλα, Καστανιώτης, 1997. Τώρα είναι αργά, Απόπειρα, 2011. Μυθική μέρα, ποιήματα, Ενδυμίων, 2014, Παράξενο Καλοκαίρι, διηγήματα, βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2016. Το 2018 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή της, Ισόβιο Πρόσωπο, εκδόσεις Μελάνι.
Στη γωνία
Περιμένουν απόλυτα σιωπηλοί
μη τυχόν και πεταχτεί από το ράφι
μια μεγαλόσωμη προιστορική γυναίκα
Ή γλιστρήσει από το κάδρο ένας γέρος,
κάποιος πεινασμένος σκύλος
Κι ενωθούν άθελά τους στο σκοτάδι
με τον διογκωμένο αρμό του τοίχου.
Η εκδρομή
Το στόμα μου να πέσει
αν λέω ψέματα
Να πάω
σε όλα τα ραντεβού
με τον απανταχού
απών άντρα
Κάτω από
τη γηραιά κολώνα της ∆ΕΗ
στις δέκα παρά τέταρτο
μιας κάποιας ηλικίας.
Μετά θα έρθουν κι άλλοι
να πάμε όλοι μαζί,
ένα σώμα, συναρθρωμένο
από χιλιάδες κομματάκια
σε κάποια εταιρεία εμφιαλώσεως
στην Αλεξάνδρεια
με ένα στομάχι
σαν από γκαζόζα.
Welcome to Greece
Κρίμα που έσβησε το ωραίο νησί
πίσω από Ελενίτ παράγκες
την ώρα που περιμέναμε
κάτι να συμβεί.
∆εν ήταν για τα δόντια μας
τόσος θάνατος,
στην ντάπια υπήρχανε παιδιά,
ούτε τα μαχαίρια η λύση,
(όπως) και κάθε βέλος
που μπήγεται
βαθιά
δεν είναι Ιλιάδα.
(Μυθική μέρα, Ενδυμίων, 2014)
Αλόνησσος
Αν μια θάλασσα χωρίς
πλοία μπει
αρόδο
τη νύχτα
αν ο βυθός είναι
ένας επιβάτης μόνος
κι η χωρίς αναπνοή,
βουτιά
συνορεύει με το θάνατο –
στο υπόλοιπο
μιας άμμου
που φτιάχνει βιαστικά
τα παλάτια της-
όσοι μας οδηγούν
σε αποβάθρες παλιές
με το εισιτήριο
στο χέρι
θα βρουν κενή
τη θέση
της γέρικης βάρκας
Ελπίδας
Σοφά λόγια
Όποιος κρατάει
το βουνό
έλεγε η μάνα μου
κρατάει τη χώρα
τα ίχνη της νύχτας
τον ήχο της παλιάς
καμπάνας
στην κοιλιά του
κι όλες εκείνες
τις τρελές σκιές
των προγόνων
που - έναν αιώνα
τώρα-
στοιχειώνουν
την κορυφογραμμή
(Ισόβιο Πρόσωπο, Μελάνι, 2018)
Μπολσεβίκοι
Τη στιγμή που σε ερωτεύτηκα
είδα στα μάτια σου
το χαμένο βλέμμα
ενός μικρού αγοριού
κάπου στην Οδησσό.
Το ίδιο βράδυ
τα σώματά μας κήρυξαν
στο ξενοδοχείο Royal-
την Οκτωβριανή επανάσταση-
Ανάμνηση
Κάποιες καλοκαιρινές μέρες
κρέμονταν έξω
απ΄ το παράθυρό μου.
Τις κοιτούσα να φεύγουν
ν΄ αποκόβονται
πάνω σε νοητές γραμμές
ενός περαστικού πλοίου
σαν να έβλεπα παράξενα ζώα
που κατέβαιναν
από τον ουρανό
κι έπειτα χάνονταν
σε πρoϊστορικά χωριά
από αιώνες, εγκαταλειμμένα.
(πρώτη δημοσίευση, περιοδικό Δίοδος)
Περισσότερα αφιερώματα σε λογοτέχνες εδώ.