Η Άντζελα Γεωργοτά στην Κέρκυρα το 1977. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, στο τμήμα της Ελληνικής Φιλολογίας. Εργάζεται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ως φιλόλογος από το 2003. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Αυγή, στα λογοτεχνικά περιοδικά Θευθ, Μανδραγόρας, Δίοδος, Παρέμβαση, Οδός Πανός και σε ηλεκτρονικές ιστοσελίδες, ενώ έχει βραβευτεί σε ποιητικούς διαγωνισμούς. Το 2017 ολοκλήρωσε τη φοίτησή μου στο μεταπτυχιακό «Δημιουργικής Γραφής» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Φοίτησε επίσης κατά το ακαδημαϊκό έτος 2019-20 στο μεταπτυχιακό του τμήματος Αρχειονομίας, Βιβλιοθηκονομίας & Μουσειολογίας με τίτλο «Διαχείριση και Ανάδειξη Πολιτιστικής Πληροφορίας» και βρίσκεται στην εκπόνηση της διπλωματικής της εργασίας. Παράλληλα από το 2008 σκηνοθετεί και επιμελείται μαθητικές παραστάσεις. Η πρώτη της ποιητική συλλογή «Στην πιθανότητα στηρίζεται η αγάπη» εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2016 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Η δεύτερη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Το ανεπίδοτο της συντριβής» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κουκκίδα (Οκτώβριος 2017). Παράλληλα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πανός το πόνημά της «Γώγου και Σέξτον, Η απόσταση που τις ενώνει». Tον Απρίλιο του 2021 κυκλοφόρησε η νέα της ποιητική συλλογή "της μοναξιάς θαλλόφυτα" από τη σειρά Καρυοθραύστις/ Ρώμη, αρ.2.
Ποιήματα
Μαρμάρινες σιωπές
Περπάτησα στο υγρό χώμα με πόδια γυμνά.
Το μάρμαρο άστραφτε κάτω από τον ήλιο.
Με βήματα αργά πλησίασα. Στάθηκα κοντά. Εσύ δεν μιλούσες.
Μόνη μονολογούσα. Τα κομμάτια
της ζωής μου άρχισα να συνθέτω ξανά.
Πώς σε τάξη να τα βάλω; Τι στην άκρη να αφήσω; Δεν είχες τι να πεις; Κι όμως
ένα αεράκι ένιωθα το πρόσωπο να χαϊδεύει.
Τα δάκρυά μου στέγνωνε.
Κάθισα ώρα.
Και ας μας χώριζε μια παγωμένη πλάκα από μάρμαρο. Ήσουν κοντά.
Ανάμεσά μας το αίμα έρρεε καυτό.
Το κερί τρεμόφεγγε ακόμη.
(ανέκδοτο)
Το κάστρο μου
Το σπίτι μου δεν είχε δυο ορόφους, ούτε πίνακες χρωματιστούς στους τοίχους.
Δεν είχε ηλεκτρικά καλοριφέρ, ούτε δωμάτια γεμάτα με παιχνίδια.
Το σπίτι μου δεν είχε πορφυρές κουρτίνες, ούτε σερβίτσια από πορσελάνη ακριβή.
Το σπίτι μου είχε ρωγμές, παράθυρα που τρίζαν και ένα τζάκι που άχνιζε τα βράδια μόνο.
Το σπίτι μου, παλιό και κουρασμένο υπήρξε. Γέμιζε όμως η αγάπη την κουζίνα και πλημμύριζε η τραπεζαρία φως .
Ήσουν εσύ εκεί στην ευρύχωρη αυλή μας κάτω από την λυγερή την καρυδιά μάς φίλευες γλυκό του κουταλιού και έσπαγες στο χέρι τα καρύδια. Τα χέρια σου μοσκοβολούσαν, χάιδευαν οι ρόζοι σου τα τρυφερά μαλλιά μας.
Το σπίτι μας έμοιαζε μ' ένα τεράστιο κάστρο που σκόρπιζε τον φθόνο των ανθρώπων.
(ανέκδοτο)
Η καρποφορία του χιονιού
Φαίνεται πως τραγουδούν μέσα μου πουλιά.
Η άνοιξη ευδοκιμεί στα σπλάχνα μου,
ανθίζουν οι αμυγδαλιές,
κόκκινα βατόμουρα βάφουν την καρδιά μου.
Συντελείται ένα μικρό θαύμα,
ξαναγεννιέμαι εντός των συνόρων σου,
το σώμα μου αποκτά θερμοκρασίες τροπικές.
Λιώνουν οι πάγοι μέσα από τα χέρια μου,
βγαίνω στο δρόμο και ξέρω
κρύβω στα δάχτυλά μου μαργαρίτες.
Σε αντέχω.
Ακόμα και αν χιονίζει εκεί,
εδώ το χώμα είναι έτοιμο να καρποφορήσει.
(ανέκδοτο)
Το παρελθόν φοριέται
Το γιλεκάκι σου το κρέμασες στον τοίχο.
Εκεί το άφησες λίγο προτού για πάντα ταξιδέψεις.
Με ένα γιλεκάκι καμαρωτός
τραγούδια έλεγες
ξεπλένοντας τους πόνους της ψυχής.
Με αυτό
σχολειό με πήρες πρώτη φορά
και νύφη με ανέβασες στις εκκλησιάς τα σκαλοπάτια.
Στα πανηγύρια πρώτος έσερνες το χορό
το χέρι σου στο πέτο ακουμπώντας.
Εικόνες γεμάτες-
μα το γιλεκάκι μένει πια
να κρέμεται
στον τοίχο
ξεφτισμένο.
Η νομοτέλεια της σκιάς
Ερχόταν κάθε βράδυ,
στεκόταν στην άκρη του κρεβατιού
και μου μιλούσε.
Τον σκέπαζε η παγωνιά,
τα χέρια του έτρεμαν
πάνω στα σεντόνια.
Έλεγε για την ώρα
«είναι περασμένη,
σχεδόν μεσάνυχτα,
μα μη με διώξεις».
Τον κοιτούσα αφηρημένη.
Ποτέ μου δεν κατάφερα να του ζητήσω
να φύγει.
Κάποιες νύχτες έφερνε κονιάκ μαζί του,
πίναμε βουβά,
ύστερα ακουμπούσε το κεφάλι του
στα χέρια μου
και έκλεινε τα βλέφαρά του.
Άλλες φορές μιλούσε συνεχώς,
σαν να έπρεπε σε μια νύχτα
να εξιστορήσει τη ζωή του.
Εγώ διπλωνόμουν στο κρεβάτι,
ακίνητη,
φοβόμουν πως μια χειρονομία
θα έσβηνε την παρουσία του.
Άλλοτε εκείνος σφύριζε ένα σκοπό,
για μια τσιγγάνα
που’ χε μαγέψει την καρδιά ενός πολεμιστή.
Στον τελευταίο στίχο
πάντα τον συνέπαιρνε ένας λυγμός,
ένα βουβό παράπονο,
λες και η μουσική ξερίζωνε από μέσα του
ένα δέντρο.
Δεν συλλογίζομαι πια
τι τον έφερνε σε μένα,
μόνο τα βράδια περιμένω τη σκιά του.
Ξέρω ολόκληρος ποτέ δεν θα’ ρθει.
(ανέκδοτο)
Ποιητική απουσία
Κάπου έγραψα ένα ποίημα,
ανάμεσα σε υπογεγραμμένες
και φωνήεντα (όπως κι η σχέση μας) βραχύχρονα.
Μετά ήρθε ένας συλλογισμός,
επαγωγικός, παραγωγικός, (τι σημασία έχει;)
και σύνταξη παθητική
(όπως παθητικά στα χέρια σου αφέθηκα).
Κάπου ενδιάμεσα ένα κλάμα παιδιού
κι η χύτρα να ξεφυσάει σαν μανιασμένη.
Πού έγραψα το ποίημα δεν ξέρω.
Το έχασα ανάμεσα στο βουητό της μέρας.
Ίσως έτσι καλύτερα να είναι. Όταν το βρω
(κάποια στιγμή ανυποψίαστη)
τα δυο γλυκά σου χείλη θυμηθώ.
Όταν η στιγμή θα έχει πια περάσει
(ανέκδοτο)
Σανδάλια
Μέσα στην έρημο τρέχω
ιδρωμένη από την αφόρητη ζέστη
διψασμένη
στο δέρμα μου έχουν κολλήσει τα δυο μου
σανδάλια
δυο ροζ καρδούλες ,τα στρας, οι κορδέλες
ένα έχουν γίνει με τη λευκή μου τη σάρκα
τινάζω τα πόδια
με αγωνία ανεξήγητη
να απαλλαγώ από τα τόσα φτιασίδια
που αιώνες πάνω στο σώμα
αποτυπώματα αφήνουν.
Με μανία τραβάω
τα δυο μου σανδάλια
να περπατήσω γυμνή
πάνω στην καυτή άμμο.
Η έρημος ατελείωτη
τα δάχτυλά μου
κραυγάζουν από πόνο.
Μα απλώνεις το χέρι
τρυφερά
τα πόδια μου αγγίζεις
μακριά τα δυο σανδάλια πετάς
ελεύθερη πια
περπατώ
(ανέκδοτο)
Ενηλικίωση
Κάποτε ήσουν ωραίος· μύριζαν θάλασσα τα μαλλιά σου και οι ώμοι σου ηλιοκαμένοι ακουμπούσαν στο γυμνό λαιμό μου. Τα χέρια σου πλατύφυλλοι βασιλικοί και η φωνή σου μάγεμα κι όνειρο. Κάποτε· στον κήπο της Εδέμ μ' αγκάλιαζες. Χάθηκε εκείνη η εποχή· τώρα κινούμαστε σε άμμο καυτή· μάς προσπερνούν τα χρόνια και οι ψευδαισθήσεις χάνονται πριν γεννηθούν.
(ανέκδοτο)
Αυτό που δεν ζήσαμε
«Του έρωτα το άρωμα,
αποστάξτε μυστικά
σε αιώνιους στίχους αναμάρτητους,
αντιστάθμισμα ακριβό
στου χρόνου την αμετροέπεια.»
(Λέξεις, Κ. Εξάρχου)
H ήρεμη αγάπη, δεν γνωρίζει φόβο ή εγωισμό παραδέχεται την ψυχρότητα των καιρών προσαρμόζεται στην πολικότητα και τους μουσώνες αποδέχεται την έλλειψη δεν ζητά δεν υπόσχεται δεν κραυγάζει δεν παραμονεύει τις νύχτες σου ούτε δεσμεύει τις μέρες σου δεν σιωπά ούτε κρύβεται δεν ανακοινώνει ούτε ανακοινώνεται η ήρεμη αγάπη, αγάπη μου, γνωρίζει την προσμονή και την εγκαρτέρηση αγκαλιάζει τις μικρές αμυχές που σημαδεύουν το κορμί σου αναγνωρίζει τη στιγμή που η φωνή σου σπάει ησυχάζει ψιθυρίζει ακούει ελευθερώνει τα όνειρα ανανεώνει το αίμα σου αφήνει τα παράθυρα ανοιχτά
και προσφέρεται με την απλότητα του ουρανού.
(της μοναξιάς θαλλόφυτα, Καρυοθραύστις/Ρώμη, 2021)
Μην ανησυχείς.
Καλά είναι τα παιδιά
μεγάλωσαν
φοράνε πια πουκάμισο και επίσημη γραβάτα.
Όταν
ξυπνάνε το πρωί δεν τα φιλώ,
το γάλα τους δεν
το ζεσταίνω,
μονάχα βάζω πάνω στο τραπέζι ένα
κλειδί
το δρόμο για το γυρισμό να μην ξεχάσουν.
Ξέρω,
φοβάσαι αν ντύθηκαν καλά,
αν τίναξαν τους φόβους
από τα παλτά τους,
αν έχουν δύναμη το μέλλον
στα χέρια να σηκώσουν.
Φοβάσαι το ίδιο, όπως
όταν για πρώτη φορά στα πόδια τους σταθήκαν.
Τι
αγωνία, Θεέ μου,
στο ένα χέρι τη φωτογραφική
μηχανή κρατούσες
και το άλλο σε ετοιμότητα,
αν χρειαστεί, να τα ισορροπήσεις.
Πάψε όμως
να ανησυχείς∙
μεγάλωσαν
τις νύχτες δεν τους
διαβάζω άλλα παραμύθια
ούτε τρυπώνουν στο
κρεβάτι μου σε κάθε καταιγίδα.
Φοράνε αδιάβροχα
και βγαίνουν στη βροχή ατρόμητα,
τσαλαβουτάνε
στα νερά και μήνυμα μού στέλνουν
να ησυχάσω.
Καταλαβαίνω-
ίσως φοβάσαι πιο πολύ
πως
η ώρα ήρθε και εμείς
το πρόσωπό μας να δούμε στον καθρέφτη.
(το ανεπίδοτο της συντριβής, Κουκκίδα 2017)
Ορθολογικός χωρισμός
Πρέπει να σηκωθώ,
να ισιώσω έναν έναν
κάθε σπόνδυλο,
και να ταιριάξω στα ρούχα
χρώματα γιορτινά.
Να σε κοιτάξω αυστηρά,
χωρίς το βλέμμα μου να υπόσχεται αγάπη
και να τινάξω -πρέπει -από τους ώμους
τη σκιά σου.
Στα νύχια των ποδιών
να σηκωθώ,
και μη μπορώντας –επιτέλους-να θρηνήσω.
Πρέπει.
Na σηκωθώ χωρίς να φαίνεται ο τραυματισμός
στο στήθος ∙
μόνο να περπατώ καμαρωτά
μην τύχει να δειλιάσεις και γυρίσεις.
Πρέπει
τον γόρδιο δεσμό να λύσω.
Nα σηκωθώ.
Kαι ας ξέρω πως δυο βήματα μακριά
θα σωριαστώ στο χώμα.
(στην πιθανότητα στηρίζεται η αγάπη, Γαβριηλίδης, 2016)