Κώστας Καπελούζος - Ποιήματα

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

 



Γεννήθηκε στα Φιλιατρά Μεσσηνίας στις 2Γενάρη του 1942. Περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Γυμνάσιο της πόλεώς του και το 1962 εισάγεται στη Σχολή Διοικητικών της Πολεμικής Αεροπορίας αποστρατευθείς το 1989.

Με τη Λογοτεχνία ασχολήθηκε από τα μαθητικά χρόνια και το 1970 συμπεριλαμβάνεται στην Ποιητική Ανθολογία της Νέας Ελληνικής Γενιάς που εξέδωσε ο εκδοτικός οίκος ΄΄ΑΓΚΥΡΑΣ΄΄ . Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Έχει βραβευθεί πολλές φορές σε ποιητικούς διαγωνισμούς με πρώτα βραβεία. Έχει συνεργασθεί με ραδιοφωνικούς σταθμούς σε εκπομπές λογοτεχνικού περιεχομένου και εργάστηκε ως Αρχισυντάκτης του Λογοτεχνικού, Λαογραφικού-Ιστορικού περιοδικού ΄΄ΦΙΛΙΑΤΡΑ΄΄ για μια τριετία όπου και παρουσίασε αξιόλογους Λογοτέχνες αναδεικνύοντας το έργο και την αξία τους.

Χρημάτισε μέλος του Διοικητικού συμβουλίου της Ολυμπιακής Αεροπορίας , του Διοικητικού συμβουλίου της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και από τις 6-12-2005 αντιπρόεδρος αυτής καθώς επίσης και μέλος του Οργανισμού για τη διεθνοποίηση της Ελληνικής γλώσσας. Συμμετείχε στην ίδρυση, και είναι από τα πρώτα ιδρυτικά μέλη του Συνδέσμου Δημοκρατικών Αξιωματικών, για την προάσπιση των Εθνικών μας Θεμάτων.

Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: ΄΄ΜΕ ΤΗ ΛΥΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ΄΄, ΄΄ΔΩΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ΄΄, ΄΄ΤΙΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ ΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ΄΄, ΄΄ALTER EGO΄΄, ΄΄ΣΚΟΡΠΙΑ ΦΥΛΛΑ΄΄, ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΜΟΥ΄΄, ΄΄ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ΄΄, ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΟΥ΄΄ και το βιβλίο ΄΄ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΕΖΟΥ ΛΟΓΟΥ΄΄ στο οποίο συμπεριλαμβάνονται είκοσι επτά Νεοέλληνες ποιητές και πεζογράφοι, ενώ αξιόλογο λογοτεχνικό έργο του, βρίσκεται ακόμη ανέκδοτο.

Πολυσχιδής και ανήσυχος καταγράφει ό,τι απασχολεί την κοινωνία μας, μετουσιώνοντας σε στίχους, τις εμπειρίες του.

ΕΡΓΑ ΜΟΥ

ΠΟΙΗΣΗ

1. ΜΕ ΤΗ ΛΥΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ..........………..............1995

2. ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ ΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ…………..........................2001

3. ALTER EGO …………………………………………………...2004

4. ANTI KEΡΙΟΥ (Αποχαιρστη Μάνα μου)….……………….2004

5. ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ …………………………………………..2005

6. ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΟΥ……………………………………….2007

7. ΔΩΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ……………………………………….2007

8. ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΜΝΗΜΗΣ …………………………………...2009

9. ΤΑΞΙΔΙ ΣΤ’ ΟΝΕΙΡΟ……………………………………….…2013

10. ΥΜΝΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ…………………………………………..2016

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΑ ΕΡΓΑ

ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ:

ΑΝΤΩΝΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ

ΑΝΔΡΕΑ ΣΑΜΠΑΛΗ

ΒΑΣΙΛΗ ΓΚΙΖΕΛΗ

ΔΙΟΝΥΣΗ ΠΙΤΤΑΡΑ

ΝΙΚΟΥ ΚΟΖΑΔΙΝΟΥ

ΓΙΑΝΝΗ ΓΙΑΚΟΥΜΑΚΗ

ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ

ΘΕΜΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΒΑΓΕΝΑ (ΦΑΙΔΩΝΑ ΑΙΘΙΚΟΥ)

ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΡΥΔΗ

ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΟΥΣΟΥ

ΕΙΡΗΝΗΣ ΠΑΠΙΔΑ

ΙΣΜΗΝΗΣ ΔΑΛΑ-ΝΤΑΤΣΗ

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ-ΘΑΛΑΣΣΗ

ΒΕΝΕΤΙΑΣ ΓΑΒΡΙΕΛΑΤΟΥ

ΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΗ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΡΟΥ-ΚΑΤΡΙΤΣΗ

ΑΓΕΛΛΙΚΗΣ ΠΑΝΑΦΟΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΛΕΝΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΔΟΥ-ΒΕΛΙΣΑΡΗ

ΚΛΕΙΩΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ


ΝΤΟΡΑΣ ΚΟΥΛΟΥΜΠΗ-ΜΑΝΑΤΑΚΗ

ΣΟΦΙΑΣ Μ. ΜΠΑΛΔΖΗ

ΕΦΗΣ ΓΙΑΚΑΝΙΚΗ-ΚΟΚΟΛΙΑ

ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΡΑΪΣΗ-ΜΑΝΑΛΗ

ΠΟΠΗΣ ΜΠΑΛΑΜΩΤΗ ΣΠΙΤΑ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΒΑΚΡΟΥ

ΝΙΚΟΥ ΤΑΒΟΥΛΑΡΗ

ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΒΑΙΟΥ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΠΕΖΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΩΝ:

ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΣΤΑΘΟΥΛΗ (ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ-ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ) ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΣΤΑΘΟΥΛΗ (ΚΡΑΥΓΗ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ)

ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΝΤΟΥΚΑ (ΤΑΞΙΔΙ ΧΩΡΙΣ ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ)

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΛΟΥΚΙΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ-ΜΟΡΦΙΑΔΟΥ (ΜΟΙΡΑ ΓΕΝΟΥΣ ΘΗΛΥΚΟΥ) .ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΚΑΠΕΛΟΥΖΟΥ-ΒΑΣΙΛΑΚΗ ( ΤΟ ΚΑΛΥΒΙ ΤΟΥ ΑΡΙΑ ) ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ



ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΣΤΡΑΤΗΓΕ ΜΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ



Αγράμματος δεν ήσουνα, είχες σοφό κεφάλι,

Με τη σοφία του Λαού ήξερες και μιλούσες,

Οι διδαχές σου κλείνανε, σοφέ, μιαν γνώση άλλη

Που μόνο Εσύ να την ειπείς σωστά, μπορούσες.


Πάντα στην πρώτη τη γραμμή τη δύσκολη την ώρα,

Κι ήσουνα βράχος στην κορφή που έδερνε τ’ αγιάζι

Κι ενώ ξεσπούσε πάνω σου, βράχε μου, κάθε μπόρα

αγόγγυστος στεκόσουνα στης μπούκας το μπουγάζι.


Στους δύσκολους καιρούς, με το σπαθί στο χέρι,

Τη Λευτεριά να φέρεις πολεμούσες Μακρυγιάννη,

Ο οχτρός όταν σ’ αντάμωνε στης μάχης το λημέρι

Κιότευε, κι η Δόξα, σου ’πλεκε, αμάραντο στεφάνι.


Κι όταν ελεύθερη παρέδωσες και ώρια την Πατρίδα

Κι είδες τα κόπια σας να τα ξοδεύουν άλλοι,

Πήρες την πέννα κι έγραψες-κι όμοια καμιά δεν είδα

Σαν τη δική σου πέννα- πιο θαρραλέα και πιο μεγάλη.


Αγράμματος δεν ήσουνα, είχες σοφό κεφάλι,

Κι ανιστορώντας πράγματα μας άνοιξες τα μάτια

Μα τι τα θέλεις στρατηγέ, πάντα το ίδιο χάλι…

Και την Πατρίδα ξεπουλούν, σα μια φτωχή πραμάτεια.


Αν η Πατρίδα είχε τώρα έναν νέο Μακρυγιάννη

Δε θα ’ταν τόσο μόνη και οικτρά ταπεινωμένη

Θα σήκωνε το φλάμπουρο ξανά, θα ’λεγε φτάνει…

Στο νέο το δυνάστη που τη θέλει εξαθλιωμένη.


ΣΤΟΝ ΙΚΑΡΟ


΄΄το δόρυ και το μέτρο και τη δάδα΄΄

με σύνεση- του Ικάρου φύτρα, να κρατάς.

Στο διάβα σου αθάνατη να μένει η Ελλάδα,

και κάθε έργο σου, έργο να είναι της καρδιάς.


ΑΡΡΗΤΟΣ ΠΑΛΜΟΣ

ΘΕΙΟΣ ΑΓΩΝΑΣ


Κι απ’ το Λόγο σου τον ωραίο,

-Που με το φως της Πίστης

Είναι πλασμένος

Και με τον ίδιο αθάνατο ρυθμό

Ενός Δαιδάλου

Που έλυσε στ’ άλυτα σκοτάδια,

Τα γήινα δεσμά, με τον Έλληνα νου-,

Άνοιξε δρόμο και ανέβα,

Ανέβα

Στα ουρανοθέμελα του στίβου του ιερού.

Ανέβα,…

Ανέβα αρματηλάτη γιε

πλαταίνοντας την κόρη του ματιού.

Κι αφήνοντας παλικαριάς σημάδια

Την ώρα που των άστρων η μαρμαρυγή

Αχνά θα τρεμολάμπει,

Σα λύχνου φλόγα, τη θεία μετάληψη

Μέσα στις φλέβες σου να βάλεις,

Να γίνεται ολοένα, κρασί του Διόνυσου,

Που θα σε μεθάει την ώρα του μεγάλου

-αν έρθει, κι όποτ’ έρθει, χαλασμού.

Εσένα, η μοίρα σ’ έταξε η προαιώνια

Φρουρό της γης των αθανάτων , των Θεών.

Μέσα σε φλόγινο σε τύλιξε χιτώνα,

Σε φλόγινο άρμα με φλογάτο νου

Κι όμοιο με Δωρική κολώνα

Οπού κρατάει τα ιερά ενός Ναού.(Ελλάδας)


1821


Στεριές βουνά και θάλασσες, κι οι σάλπιγγες, ηχούνε...

και του ραγιά χτυπάει η καρδιά σαν πιάνει το ντουφέκι.

Αστέρευτοι τρέχουν κρουνοί που γλυκοτραγουδούνε,

πάρτε δαυλί στο χέρι σας, ζουρνά και τουμπερλέκι


Κι αρχίστε όλοι το χορό στης λευτεριάς τη στράτα,

ήρθεν η ώρα που γοργά το θάμπος ξεστρατίζει

η άνοιξη κοντόφθασε, καινούργια ήρθαν μαντάτα,

ως και η γέρικη ροδιά, τώρα, ξανά ανθίζει.


Έλληνες , ζώστε το σπαθί, και στον αγώνα αντάμα...

Φωνάζει ο Ρήγας δυνατά και μελωδούν οι ανέμοι...

ανάβει ο σκλάβος το δαυλό και ψέλνει τον παιάνα

που έψαλαν οι πρόγονοι και τρόμαζαν οι ξένοι.


Του Ρήγα ακούγεται η φωνή , ο ύμνος τους ξυπνάει...

κι όλοι κινούν για τη γιορτή στο γλέντι το περίσσιο,

τα φλάμπουρα υψώνουνε και η φυλή ξυπνάει,

το πνεύμα αναστυλώνεται, κανείς δεν κάνει πίσω


Σαν τη τρετράφωτη αστραπή, σαν την πνοή τ’ αγέρα

με μια πασίφωτη ψυχή , λάμπει του Έλληνα η μορφή,

φωνάζει σ’ όλη την τουρκιά πως δεν γροικά φοβέρα.


Στεριές βουνά και θάλασσες φτερώνουν την ελπίδα,

Κι η Δόξα με τ’ αμάραντο κλαδί τους στεφανώνει

Το Διάκο και τον Κωσταντή και τον Κολοκοτρώνη,

τη Μπουμπουλίνα που εζώστει το σπαθί και θάλασσες οργώνει.



ΣΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΤΟ ΟΛΟΔΡΟΣΟ ΠΗΓΑΔΙ


Κοντοζυγώνανε οι κοπελιές στ’ ολόδροσο πηγάδι

Για να γεμίσουνε τ’ αγγειά για του σπιτιού τη λάτρα.

Ήταν εκεί η Μαρουδιά, η Φρόσω κι η Λενιώ,

Λαφίνες όπου λάμπανε σαν τ’ ουρανού τα άστρα.


Κι εκεί στην άκρη του χωριού- όσα δε λεν τα χείλια,

στην ερημιά του ακρόδασου σαν απερνούσε ο Δήμος

Το κελαηδούσαν τα πουλιά στης λεύκας μες τα φύλλα

Το μυστικό τους κι ένιωθαν όσα δε νιώθει εκείνος.


Κι όσο απερνούσε ο καιρός και φλέγονταν τα στήθια

Κι η φλόγα που τις έζωνε έκαιγε το κορμί τους

Στου πηγαδιού το μάγκανο ξανέμιζαν στ’ αλήθεια

Ό,τι βαθιά τις έπνιγε κι έκαιγε την ψυχή τους.


Θελαν ν’ ακούσουν να τους πει γλυκόλογα ο Δήμος

Και να γευτούνε το φιλί μιαν όμορφη βραδιά,

Νεράιδες όλες έμοιαζαν και νέραϊδος εκείνος

Που στολισμένες έτρεχαν σιμά στη ρεματιά.


Του κάκου όμως προσμένανε σε ποια θε να μιλήσει

Κι είχαν καημό αβάσταχτο, σφίξιμο στην καρδιά,

Μα είχε ο Δήμος όλες τους βαθιά πολυαγαπήσει,

Και δεν μπορούσε ο δόλιος ν’ απαρνηθεί καμιά.


Και ένα βράδυ αφέγγαρο στη στρούγκα του σιμώσαν

Η Μαρουδιά και η Λενιώ κι η Φρόσω η ξανθομάλλα,

Ανοίξανε την πόρτα του κι όλες μαζί τον περιζώσαν

Ποτίζοντας τα χείλη του με τ’ άγουρό τους γάλα.



Κι ως που να φθάσει το πρωί κι ο αλέκτωρ πριν λαλήσει

Είχανε όλες με φιλιά το Δήμο τους μεθύσει,

Και σα νεράιδες που ήτανε, και πριν αυτός ξυπνήσει,

Γυρίσανε στα σπίτια τους ο ήλιος πριν σκαρίσει.



ΒΟΥΚΟΛΙΚΟ


Βελανιδιές θεόρατες μες του βουνού τη ράχη

στολίζανε τις όμορφες του δάσους τις πλαγιές,

Αρκουδομάνες κι αρκουδόπουλα κοντά σ το καταράχι

Βελάνια βόσκουν που ξανέμισε ο άγριος βοριάς.


Τα γρέκια όλα σήμερα ξύπνησαν και καπνίζουν

Γιατί έχει κούρο των σφαχτών το χρόνο μια φορά.

Οι ψησταριές είν’ έτοιμες και στη γραμμή σουβλίζουν

Ψιμάρια και μουνούχια, αρνιά κι ερίφια τρυφερά.


Στις όμορφες τις στρούγκες τους φθάνουν πραματευτάδες,

Έρχονται να σηκώσουνε τους λόφους τα μαλλιά,

Στήνουνε γλέντια οι άρχοντες που μοιάζουν με αγάδες,

Κερνούν κρασί και εύχονται, του χρόνου πιο πολλά.


Κι από το κούρο τα μαλλιά θα μπούνε στο ποτάμι

Για πλύση και λανάρισμα ως να στηθούν προικιά,

Κι οι μάνες στα νυχτέρια τους, η κάθε μια, θα κάμει

Τα υφαντά της εγγονής που πιότερο αγαπά.


Γιατ’ έχει εκείνης το όνομα κι είν’ αρραβωνιασμένη

Με τσελιγκόπουλο τρανό που ’ναι σταυραετός

Κι ο πεθερός της βιάζεται, τους τρώνε-λέγει- οι ξένοι

Και θέλει νύφη από σειριά, να ’χει ομορφιά και βιος.


Στρίβει αγκίστρι ο τσέλιγκας το μαύρο του μουστάκι,

Η νύχτα είναι όμορφη, τη λούζει αστροφεγγιά,

Γλέντι θα στήσει όμορφο στου Ολύμπου το κονάκι

Και θα στηθούνε εμπρός τους, της νύφης τα προικιά.



Γλεντούνε και χορεύουνε στους ήχους του κλαρίνου

Κι αχολογάει η Ρούμελη σε τούτη τη γιορτή,

Φέρνουν τις πίτες και τ’ αρνιά, η κόρη του Μαρίνου,

Απόψε αρραβωνιάζεται κι είναι διπλή η γιορτή



ΝΙΟΠΑΝΤΡΟ ΤΣΕΛΙΓΚΟΠΟΥΛΟ


Ο νιόπαντρος μοναχογιός του τσέλιγκα στη στάνη
αγνάντεψε από την κορφή τη νιόνυφη να ιδεί
στο διάσελο, που πρόβαλε με τ' άλικο φουστάνι,
που του ’φερνε πίττα ζεστή και κράνα στο κλαδί.

Ο νιος ω δεν κρατήθηκε κι επήρε κατηφόρα
για να βρεθεί στην αγκαλιά, που του 'κλεινε χαρά
κι εδέχθη μες στους κόρφους του σα μυρωμένη οπώρα
την πλουμισμένη πέρδικα με τ' ανοιχτά φτερά.

Ο γέρο-τσόπανος κρυφά κοιτούσε και γλειφόταν
σαν έβλεπε το σύμπλεγμα Πούλια κι Αυγερινό,
κι αναθυμόταν με καημό, -τί ο δόλιος χηρευόταν,
την περασμένη την άνοιξη σε χρόνο αλαργινό.

Μονάχα ο τράγος πλάγι τους παράβγαινε στα γλέντια
τ' αφεντικού και της Κυράς με πιότερη ηδονή,
γιατί είχε στα χαρέμια του σουλτανικά "μερέντια"
απ' ανθισμένη Ρήγισσα ως παρθενιά σεμνή.

Μερέντια=γεύματα, προσφάγια.




ΣΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ!...


Στον ίσκιο το βαθύ του πλάτανου από κάτω

χορεύει όλο το χωριό κι είναι πυρή η χαρά,

κρασάκι ρέει άφθονο μες τα ποτήρια μυρωδάτο

κι ανάβρα φέρνει στην καρδιά, σαν τη φωτιά.


Παίζει η ματιά των κοριτσιών σαν προσπερνάνε

μπρος απ’ τ’ αγόρια όπου σέρνουν το χορό,

κι όλες μαζί, ατέλειωτα ω πως κρυφογελάνε

μέσα στο Αυγουστιάτικο φλογάτο δειλινό.


Πρωτόλουβο το γέλιο σκάζει, κι η καρδιά τους,

ωσάν πουλί φτεροκοπάει σεν’ ατέλειωτο ρυθμό,

μοσχοβολούνε τα φιλιά, κι η αναπνιά τους,

το μυστικό τους δείχνει τον παλμό.


Μέσα, η φλόγα τους η μυστική, καθώς θεριεύει

στων αυγινών ζεφύρων το σφυγμό”,

πλημμύρα από δροσιά τα σπλάχνα δροσοκαίει

μεθάει τα κορμιά ο έρωτας με φίλτρο μαγικό.


Το πανηγύρι του χωριού πώς καρτερούν οι νέοι,

στήνουνε ξόβεργα στον Έρωτα μπροστά

και καρτερούνε να φανεί η αηδόνα που τους λέει:

ελάτε για να χτίσουμε τη νέα μας φωλιά.




ΡΙΓΟΣ ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΔΙΑΠΕΡΝΑ…


Αθήνα 15-11-2005


Ρίγος το στήθος διαπερνά, πάθος ερωτικό, που μ’ ανυψώνει

Ρήγα μες τη δική σου ρήγισσα καρδιά που σιγοτρέμει…

Αργοσταλάζει της ψυχής μου ο χυμός κι όλο φουντώνει

Ο πόθος μου για Σε και στροβιλίζομαι στου πάθους την ανέμη.


Τριαντάφυλλο απόψε το κορμί σου που ανθεί και σαγηνεύει

Κι όλο ζητούν τα χείλη σου νερού σταγόνα ξεδιψάστρα,

Αχ, η ‘’δίψα’’… αυτή, πόσο μας τυραννά και μας παιδεύει,

αλλά και πόσο όμορφα μας ταξιδεύει αψηλά ως τ’ άστρα.


Των μυστικών κραυγών σου ακολουθώ τα μονοπάτια

Κι έρχομαι καβαλάρης εγώ και γητευτής σιμά σου,

Της λύτρωσης μαζί μου θ’ ανεβείς τα σκαλοπάτια,

Σκούνα Εσύ, καραβοκύρης σου Εγώ στην αγκαλιά σου.



Άνοιξε όρτσα τα πανιά και με τη Διονυσιακή τη μέθη

Σβήσε την πυρπολημένη των αισθήσεών μας ζάλη,

Όποιος αγάπησε τρελά, η μοίρα του χαμογελά και γνέθει

Χαρές πρωτόγνωρες, κι ανάβει, όμορφα πάθη πάλι.


Ρίγος το στήθος διαπερνά, πάθος ερωτικό με ζώνει,

Φλέγονται και των δυο μας τα κορμιά κι αναστενάζουν,

Κι οι μυστικές μου προσευχές, το βράδυ σα ζυγώνει

Σε πειρασμό πρωτόγνωρο, θεότρελο με βάζουν.


Ω! να μη σε αγαπούσα γυναίκα της ζωής μου,

Βασίλισσά μου, και των πόθων μου Αφροδίτη,

Να μένει ατάραχη, όπως οι λίμνη, η ψυχή μου

Κι αγάλια-αγάλια να γλιστρώ μες το γυναικωνίτη.



ΑΝΘΟΒΟΛΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ!..


Ανθοβολούν τα μάτια σου καθώς με ταξιδεύουν

μες στις γαλάζιες θάλασσες, στου ονείρου τη φωτιά.

Βαρκούλες άνοιξαν πανιά και πρόσχαρες χορεύουν

πάνω σε άσπρα κύματα και πάνε αλαργινά...


Σειρήνες μοιάζουν του γιαλού κι όνειρα γλυκοφέγγουν

Μες στου κορμιού σου τα άγια τα μέρη τα κρυφά.

Ω, να μπορούσα να σταθώ δίπλα σου και να φέγγουν

Όλα τ' αστέρια τ' ουρανού που βρίσκονται ψηλά.


Οι γλάροι, δες τους, κρώζουνε, της θάλασσας τ’ αρμόνι

πως τους μεθάει παίζοντας παιχνίδια ερωτικά.

Να σου κρατούσα τ’ αλαβάστρινο χεράκι ωσάν τιμόνι

Και να συνταξιδεύαμε στα πόθου τα νησιά.


Πετούν οι γλάροι!..Του γιαλού μιλούν τα Μαϊστράλια

και δρόσο φέρνουν στο κορμί και ρίγος στην καρδιά,

έλα ν' ασκώσουμε πανιά, να πάμε αγάλια αγάλια,

σε ρόδιν' ακρογιάλια,να βρούμε, τη χαμένη μας χαρά!



Ω, ΡΗΓΟΠΟΥΛΑ ΜΟΥ ΕΣΥ...


Ω Ρηγοπούλα μου εσύ και όνειροκορμί μου,

ξωθιά όπου με μάγεψες στου Μάη τα μεσημέρια,

φεγγοβολούσα ρήγισσα και μάγισσα καλή μου,

δροσιά τ’ Απρίλη τ’ άνθια σου μέσα στα δυο σου χέρια.


Ξωθιά μου γλυκοθώρητη σαν το γλυκό σταφύλι

που αναγαλλιάζει ο Αύγουστος μέσα στο καλοκαίρι,

που ναι’ δροσιά και θησαυρός τα δυο σου όμορφα χείλη

με τα κοκκινοτριαντάφυλλα όπου κρατάς στο χέρι,


Έλα σιμά μου να σου πω το μυστικό που κρύβω

γιατί άλλο η καρδούλα μου δεν το βαστάει ακόμα,

μ’ ένα τσιγάρο σέρτικο στα χέρια μου σαν στρίβω

θέλω να κάψω τους καημούς στο πικραμένο στόμα.



Ω, άνθος μου μαγιάτικο κι ονειροφαντασιά μου

μη μ’ αρνηθείς τον έρωτα που έχω εγώ για σένα

πες μου δυο λόγια που ζητά η δόλια η καρδιά μου

ν’ ακούσω απ’ τα χείλη σου ότι δεν είναι ψέμα.




ΟΛΟΠΟΡΦΥΡΟ ΤΟ ΔΕΙΛΙ!



Ολοπόρφυρο το δείλι,

και το κόκκινό σου αχείλι

κρίνος και φωτιά.


Ω, του πόθου μου Νεφέλη,

να γευόμουν λίγο μέλι,

του κορμιού την ευωδιά.


Άνοιξη θαρρώ φουντώνει,

και το κόκκινο σεντόνι

μας γλυκοχαμογελά.


Καθρεφτίζεται στο μάτι,

και της θάλασσας τα πλάτη

μια γαλάζια αγκαλιά.


Ονειρόπλεχτο το βράδυ,

από τα φιλιά θα λάμπει,

ξελογιάστρα κοπελιά.


Θα ’ναι ο έρωτας λιοπύρι,

στο μεγάλο πανηγύρι,

θα μας καίει τα κορμιά.


Έλα απόψε, μέθυσέ μας,

και γλυκά τραγούδησέ μας

Έρωτα διαφεντευτή.


Βροντολάλητα τραγούδια

πες μας, να γενεί το θάμα

και οι δυο να πάμε αντάμα

στην δροσούλα την πηγή.





ΩΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ


Οι σκιές απ’ τα μυρτόφυλλα ως τρέμιζαν στον μπάτη
μαυλίστρες περιδιάβαιναν τη σάρκα σου απαλά
Και σάμπως απ το αφάλι σου η λάμψη ενός αχάτη
παράδινε το στίγμα σου στο αχανές δειλά.

Το ένα από τα στήθη σου το σκίαζε το μπράτσο
όσο που το άλλο αγέρωχο βίαζε το κενό.
Μες στην ροή τού αιμάτου σου,-δυο πόθοι σε σουλάτσο,
βάφανε τώρα πορφυρό με βια τον ουρανό.

Χυμοί από τούς πόρους σου ολόκαυτοι αναβλύζαν
και ένας ήλιος σάτυρος πύρωνε το κορμί,

κουρσάρικα καράβια στον Πόντο σου αρμενίζαν,
βλέμματα λάγνα θέλανε να σ’ είχαν καταπιεί.


Ήσουν λιαστή κι απόγερνες στη γη αποκαμωμένη
και με τα βλέφαρα κλειστά βαθειά είχες κοιμηθεί,
σε έκσταση φιλήδονη θαρρώ πως ήσουν βυθισμένη,

στα βίαια χάδια νοητού κι ονειρικού εραστή.

Στην ώρα της αλήθειας σου κρυφό μαράζι το ’χα
μπάσταρδο να ’μουν του αγεριού, του ηλιάτορα το φως,
κι όπως το χώμα τ άγιασε μια ασήμαντη μολόχα,
μέσα στα μύρια ρίγη σου να υπάρχω και να ανθώ.





ΚΙ ΟΛΟ Θ’ ΑΝΘΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΑ!…



Ανθείς μέσα στα όνειρά μου, στου στίχου τη σιωπή,
Στου κοραλλιού το μαργαριταρένιο δάκρυ,
Στου σούρουπου την άγια ώρα που προσμένουν οι ξωμάχοι.

Ανθείς μες στη σκιά της νύχτας που προσμένει
Της χαραυγής τ’ ολόδροσο το πέπλο σα γαλέρα
Να ταξιδέψει, στο ΄΄ σπαρμένο φως ΄΄ το βελουδένιο.

Ανθείς στον κήπο της Γεσθημανής, στ’ ανέμου
Τη ΄΄ φωτόσαρκη ρωγμή ΄΄ που γιγαντώνει
Τον υπερούσιο λόγο στων γλάρων τα ερημονήσια.

Ανθείς σαν τ’ ακρογιάλια της ελπίδας, σαν το χάδι
Μιας βροντολύρας μουσικής που ανθοφορεί
Στ’ ακρόπρωρο το ΄΄ βρόχινο μελτέμι ΄΄ της ελπίδας.

Ανθείς σα φραγκοστάφυλο τ’ Αυγούστου που προσμένει
Τ’ άγουρα χείλη νέου να ξεδιψάσει,
Σαν τις αμέτρητες ματιές του κόσμου π’ αγαπάει.

Ανθείς μες στις σπηλιές των θαλασσών που φέγγουν
Πολύχρωμα λουλούδια κι ανεμώνες που ζαλίζουν
Φέρνοντας τόση ταραχή μες στη σιωπή του χρόνου.

Ανθείς σαν τριαντάφυλλο, σαν την ΄΄αλκυονίδα σκέψη
Που ΄΄ ηχοβολεί χλωμόθωρη ΄΄ του κρίνου τη λευκάδα
Στ’ ακρόδειπνο που ετοίμασε η μεταδότρα αγάπη.

Ανθείς μες στις πληγές των ναυαγών ημέρα-βράδυ,
Στων ηφαιστείων τη χρυσή τη λάβα όπου καίει
Τον ωροδείκτη της ζωής και της οδύνης.

Ανθείς χειμώνες καλοκαίρια, άνοιξες και χινόπωρα
Όπου δεν έχουν δύση, κι όλο θ’ ανθείς ΓΥΝΑΙΚΑ

Γιατ’ είσαι η μήτρα της ζωής και της ζωής το θάμα.

Η ΜΥΡΣΙΝΗ



Τα πελώρια τα μάτια της -κοχύλια των θαλασσών-

αντιφεγγίζουν τα τραγούδια του έρωτα .

Λιποθυμούν οι στιγμές και χάνονται

στ’ απύθμενα βάθη τους, κι όλα τριγύρω σιωπηλά ,

γαλήνια και ήρεμα μεθούν με τ’ αρώματα της

Μυρσίνης .Κάπου στο βάθος ροδίζει η άνοιξη

φορτωμένη χελιδόνια στο γαλάζιο της φόντο

κι η Σελήνη γεμάτο δισκοπότηρο

σε μεθά με το κρασί της μετάληψης .

Λαμπάδες τ’ αστέρια φωτίζουν το ουράνιο στερέωμα

και το σκάφος χαράς έμπλεο ταξιδεύει

σε τυφώνες αγάπης του στέρνου της θάλασσας .

Πυρά που χορεύει στις ώριμες ώρες ,

κεράσι που σκάει στο πρώτο απόβροχο σε καλεί

με τα ουράνια τύμπανα κι ο αγέρας σου φέρνει στους

μηρούς σου ηδονές πειρασμών όπου τ’ όνειρο φλέγεται.

Απόψε υφαίνει δροσερούς καρπούς η Μυρσίνη

στο μετάξινο δέρμα της και στο στήθος της ανεβαίνει

τα σκαλιά της λύτρωσης ο πόθος ο άγουρος .

Στην ηχώ της βροχής λικνίζεται

η αρμονία του σώματος με τραγούδια σιντεφένια

και χρώμα ηλιόχρυσο . Απόψε η Μυρσίνη ξοδεύεται

στην ανταύγεια του έρωτα , ωριμάζει στις στιγμές

των ανέμων ξαπλωμένη στο πέλαγος .

Βραδινή λυχνία το σώμα της φεγγίζει ηχώντας

μες στη σκοτεινιά των καιρών το θούριο του έρωτα :

Όσοι πιστοί προσέλθετε στη θεία μετάληψη .

Τα πελώρια τα μάτια της η φύση ολάκερη κι αμβροσία

τα στήθη της ξεδιψούν τα πουλιά τα γοργόφτερα.

Η Μυρσίνη ξοδεύεται στων θεών το ξεστράτισμα.




ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ


Στριφογυρίζει το σώμα σου μέσα στο τραγούδι

του έρωτα κι ένας πύρινος γλάρος κατακαίει

τ’ ακρογιάλια του σώματός σου.

Αναδυόμενη Αφροδίτη των παιδικών μου ονείρων

οδηγείς την ερωτική αυθάδεια

για να σε γδύσω ως το στερνό μεδούλι

της ύπαρξής μου

και να σ’ οδηγήσω γυμνή

στην ερωτική πανδαισία του Παραδείσου

εκεί που τρέχουν γάργαρα τα νερά

κι ακούγονται των πουλιών τα τιτιβίσματα

μες στις φυλλωσιές των κρυφών σου πόθων.

Μες στην πλημμυρίδα των αισθημάτων σου

υποκλίνομαι ταπεινά καθώς

κάτω από το μίσχο του κορμιού σου

ξεπετάγονται η Ελένη κι η Φρύνη,

η Χρυσηίδα και η Υψιπύλη, η Σαπφώ και η Ομφάλη,

μορφές γιγαντωμένες, μακρινές σου προγόνισσες.

Απόψε δεν υπάρχει χώρος και χρόνος

παρά Εσύ κι Εγώ που θα καρφώσουμε

τη φωτιά που μας καίει στο ηδονικό ξόδεμα

των ρίγων του κορμιού μας.

Απόψε δεν υπάρχει χρόνος και χώρος

παρά οι στιγμές της αιωνιότητας.



ΑΠΟΨΕ ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΩ


Απόψε σε αναζητώ στην αθέατη πλευρά της σελήνης την απόμακρη βουή της θάλασσας στην ερωτική μελωδία τ’ ανέμου ,στο μέρος των μεγάλων στιγμών όπου τ’ όνειρο φλέγεται σ’ αποσταμένους εσπερινούς

τραγουδώντας τη γυμνή σου γοητεία καθώς η δύση

πυρπολήθηκε απ’ το χορό των πολεμιστών στη μεγάλη

έφοδο. Την κάθε στιγμή αγωνίας την παίρνει ο άνεμος

να τη σμίξει, να την ταξιδέψει στο Σύμπαν,

στ’ ανυποψίαστα σκαλοπάτια της ευτυχίας

για ν’ ακουσθεί στο παραλήρημα της σιωπής,

εκεί που εξακοντίζεις του κορμιού σου την ώριμη γύρη

και το άνθος της γονιμοποίησης.

Στα μάτια σου βυθίζονται οι μυστικές ώρες

κι αχνοφέγγουν οι πόθοι σου μιαν οπτασία φλογερή

στην άναστρη νύχτα, στην αθέατη πλευρά της Σελήνης,

κι εγώ, ταξιδεύω παράτολμος Οδυσσέας να σου φέρω

τα λύτρα μου, τις ρόδινες αυγές που σε μέθυσαν.

Καρτερώ ν’ ακουσθεί η φωνή σου σα γλυκό εωθινό,

σα μια μελωδία ολόφωτη που θα μ’ οδηγήσει στα

μονοπάτια του έρωτα, στ’ αναφιλητά του κορμιού σου.

Απόψε θέλω να τρυγήσω τις χαρές

κι οι πόθοι μας σαν αστραπές να κάψουν τα κορμιά μας

κι απ’ τις θηλές που υψώνονται στο κάτασπρο τοπίο

σα Δωρικές κολώνες περηφάνιας,

να ξεδιψάσω τη φρυγή μου αγαπημένη.




ΕΓΩ ’ ΜΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ


Εγώ ’μαι η γυναίκα η γητεύτρα

σα θάλασσα βρυχώ και ανταριάζω,

μες τη δική μου αγκαλιά παθιάζω

και γίνομαι του κόσμου η πλανεύτρα

Είμαι η Είμαι η μήτρα της ζωής

της φύσης είμαι το θάμα,

διψώ για χρώμα κι ευωδιά

εγώ κάνω το θάμα .

Μέσα μου καίει μυστικά

λάβα πυρακτωμένη,

καίει στο διάβα της ό,τι βρει

και πάλι τ’ ανασταίνει.

Και στου φιλιού μου κρέμονται

και στου κορμιού μου αντάμα

όλοι της γης οι δυνατοί,

ο πόνος και το κλάμα.

Το θάνατο εγώ τον καταργώ

καινούργια σπέρνω φύτρα,

ξανοίγω δρόμους κι απ’ το παρελθόν,

του χρόνου κλέβω την κλεψύδρα.

Και στο κρεβάτι μόνο εγώ

το σκίρτημα ξυπνάω,

στρώνω με ρόδα την αυγή

και τη χαρά σκορπάω.

Εγώ ’μαι η γυναίκα η γητεύτρα,

του κόσμου η ζωή μα κι η πλανεύτρα .





ΚΙ ΟΛΟ Θ’ ΑΝΘΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΑ!…



Ανθείς μέσα στα όνειρά μου, στου στίχου τη σιωπή

Στου κοραλλιού το μαργαριταρένιο δάκρυ

Στου σούρουπου την άγια ώρα που προσμένουν οι ξωμάχοι.


Ανθείς μες στη σκιά της νύχτας που προσμένει

Της χαραυγής τ’ ολόδροσο το πέπλο σα γαλέρα

Να ταξιδέψει στο ΄΄ σπαρμένο φως ΄΄ το βελουδένιο.

Ανθείς στον κήπο της Γεσθημανής, στ’ ανέμου

Τη ΄΄ φωτόσαρκη ρωγμή ΄΄ που γιγαντώνει

Τον υπερούσιο λόγο στων γλάρων τα ερημονήσια.


Ανθείς σαν τ’ ακρογιάλια της ελπίδας, σαν το χάδι

Μιας βροντολύρας μουσικής που ανθοφορεί

Στ’ ακρόπρωρο το ΄΄ βρόχινο μελτέμι ΄΄ της ελπίδας.


Ανθείς σα φραγκοστάφυλο τ’ Αυγούστου που προσμένει

Τ’ άγουρα χείλη νέου να ξεδιψάσει,

Σαν τις αμέτρητες ματιές του κόσμου π’ αγαπάει.


Ανθείς μες στις σπηλιές των θαλασσών που φέγγουν

Πολύχρωμα λουλούδια κι ανεμώνες που ζαλίζουν

Φέρνοντας τόση ταραχή μες στη σιωπή του χρόνου.


Ανθείς σαν τριαντάφυλλο, σαν την ΄΄αλκυονίδα σκέψη

Που ΄΄ ηχοβολεί χλωμόθωρη ΄΄ του κρίνου τη λευκάδα

Στ’ ακρόδειπνο που ετοίμασε η μεταδότρα αγάπη





ΣΑΠΦΩ



Απόψε το φεγγάρι ταξιδεύει μεσ’ στη σιγαλιά

Κι ένα τραγούδι ερωτικό ακούγεται για σε Σαπφώ

Καλότυχοι όσοι ξαγρυπνούν και πνίγουν μέσα στα φιλιά

Τον πόθο που τους μέθυσε κι είπαν το σ’ αγαπώ.

Γλυκιά η βραδιά και το θερμό φιλί σου ένα χάδι,

Μελτέμι σ’ αυγουστιάτικο καιρό που ξεκινά

Με της αυγής το χάραμα και σβήνει αργά το βράδυ

Με όρκους, με γλυκόλογα και λόγια τρυφερά.


Άμποτε γίνουμε άυλες μορφές, του ουρανού αστέρια,

Άνεμος που θα φουσκώσει τα πανιά, μη με ξεχνάς.

Έλα στον ύπνο μου άγγελε και πιάσε με απ’ τα χέρια

Στους δρόμους της Παράδεισος Εσύ για να με πας.


Απρόσμενε της ζήσης ταξιδιώτη, της θάλασσας κογχύλι,

Άρμενο καλοτάξιδο, σκαρί θαλασσινό, μη μ’ αρνηθείς…

Άσε να γίνω φλάμπουρο, πανάκι στο δικό σου τ’ ακροχείλι,

Με το κορμί μου να σε ταξιδεύω στα πέρατα της γης.


Ντελάλης βραδινός μέσα στους κήπους το τριζόνι. Άκου!..

Ακούγεται η φωνή του σαν παράξενη κι απόκοσμη ηχώ

Γέμισαν οι γειτονιές με ανταύγειες απ’ άκρου σ’ άκρου

Κι όλα σου λένε της καρδιάς μου το μεγάλο σ’ αγαπώ.




ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΜΝΗΜΗΣ



Θραύσματα αρχαίων κιόνων

ενός Αλάριχου απομεινάρια

στην ιερή τη γη της Ελευσίνας ανιστορούνε

μνήμες ξεχασμένες. Ασημολάμπει

απόψε η Σελήνη, κι εγώ, περιδιαβαίνω

τον Ιερό το χώρο την Περσεφόνη αναζητώντας…

Ακώ τις οιμωγές της, καθώς ο Πλούτωνας

γερά κρατώντας την, την οδηγεί

στα τρίσβαθα της γης, στο χθόνιο το βασίλειο του.

Με τη χαμένη της λαλιά

τρέχει στα ολάνθιστα λιβάδια η Ηριγόνη

κι ανιστορεί τα όσα φριχτά είδαν

τα δυο της μάτια,

την αρπαγή της πιο καλής της φίλης.

Φλογίζεται η εσπέρα απ’ τον ερατεινό

το δίσκο της καλλιπρόσωπης Σελήνης.

Λυπητερός ακούγεται ο ήχος του καλαμένιου

αυλού που σμίγει με τις οιμωγές της.

Όσα κοχλάδια η θάλασσα,

τόσοι κι οι καημοί της Δήμητρας

για το χαμό της κόρης.

Φωνάζει... κι ως τον Όλυμπο φθάνουνε

οι φωνές και η οργή της, κι ο κραταιός ο Δίας,

μοιράζει τον καημό, μοιράζει και το δίκαιο.

Θαλασσινή βουή απλώνεται τριγύρω.

Πεζολογούν του Αλάριχου οι ορδές

με τα σπαθιά στο χέρι. ..

Θανατερή ακρίδα πέφτει κι όλα τ’ αφανίζει.

Τώρα δε μένει τίποτα όρθιο, μόνο οι οιμωγές

σαν ψίθυρος ακούγονται της Περσεφόνης

που αναζητεί στο φως να βγει,

στην καρπερή την Ελευσίνα.

Θραύσματα κιόνων ανιστορούν τις μνήμες

που τις σκέπασε ο χρόνος!…




ΕΛΕΥΣΙΝΑ… SOS!



Σα βγεις για το Θριάσιο πεδίο

μην περιμένεις ν’ ανταμώσεις

τη Δήμητρα ή την Περσεφόνη,

μήτε λουλουδιασμένους κάμπους.

Σκόνη μονάχα πλούσια κι αιθαλομίχλη

θα δουν τα μάτια σου, τέτοια,

που στον ορίζοντα, ούτε του Ξέρξη οι στρατιές

οι πεζοπόρες δε σήκωσαν στον ουρανό της Ελευσίνας.

Χτικιάρικους θα δεις ΄΄πολεμιστές΄΄ μονάχα,

που για το μεροκάματο του τρόμου,

παλεύουν μια ζωή δίχως ανάσα.

Κι αν σου περάσει από το νου

των παιδικών σου χρόνων κάποια εικόνα

για Μύστες και για Σίβυλλες,

έχεις μεγάλο λάθος καμωμένο.

Κι ο Ίακχος, έχει πεθάνει προ πολλού

αν θες να τον φωνάξεις για βοήθεια.

Ο γιος του Θεοκίδη, ο Δίκαιος,

μα κι ο Δημάρατος από τη Σπάρτη,

τώρα πια δεν ακούν τις θεϊκές βουές,

προμήνυμα του γλιτωμού της Ελευσίνας.

Η Ελευσίνα αλώθηκε από τα γένη των Ελλήνων

κι όμοια δεν είδε συμφορά και θάνατου σημάδι

άλλος κανένας τόπος.

Σα βγεις για το Θριάσιο πεδίο,

να καταριέσαι τη στιγμή που τόλμησες να φθάσεις.

Θάλασσα, γη και ουρανός, καίγονται σα λαμπάδα

κι όλα τριγύρω αγκομαχούν και τη στερνή

βογκάει η γης, να βγάλει ανάσα.

Σα βγεις για το Θριάσιο πεδίο,

να κλαις για την κατάντια μας,

τον οχαδερφισμό μας.



ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ



Γεννήθηκα στη γη του πόνου του ακατασίγαστου

Οπού η γεύση της ευτυχίας έχει από καιρό

Με τη χαρά ξενιτευτεί σε άλλα μέρη.

Γεννήθηκα στη γη των δωδεκάθεων

Και των Βυζαντινών καμπαναριών,

Της θεϊκής ομορφιάς και των Μουσών

Εκεί που οι δροσισμένοι κάμποι

Στην αγκαλιά της νύχτας βυθισμένοι

Κάτω απ’ το Μαγιάτικο το φως του φεγγαριού,

Ομολογούν τα πάθη της , την πίκρα και τη θλίψη .

Εκεί π’ ακούς ήχους εξωτικούς ,

Τα ψίθυρα του χορταριού , τη γη που ανασαίνει

Και τα νερά τροπάρια άπιαστα γλυκομυρίζουν.

Εκεί π’ ακούς τραγούδια ορφικά

Με τη γλυκιά φλογέρα του τσοπάνου.

Γεννήθηκα στη γη που τα νερά των ποταμών

Μαζί με τη θολούρα και το μονότονο τραγουδιστό,

Σκορπάει ο αγέρας το μοιρολόγι της ευθανασίας.

Γεννήθηκα στη γη των αναμνήσεων,

Εκεί που ανάπηρα πουλιά με τα φτερά σπασμένα

Στους χόνους , στα φαράγγια ξεψυχούν

Από της προδοσιάς τα βέλη πληγωμένα.

Εκεί οπού τολμάς στης φαντασίας τα φτερά καβάλα

Να ξεπηδήσεις στο κενό, ψάχνοντας με το νου σου

Να βρεις των αστεριών της μοίρας σου τ’ αστέρι.

Γεννήθηκα στη γη που όλους τους χωράει

Μα και κανένας με τον άλλον δε μονιάζει.

Γεννήθηκα στο φως, στου Φοίβου Απόλλωνα

Τη χώρα ,όπου μεθάει το νου, τη σκέψη, την καρδιά

Και αψηφάει το θάνατο και τον καλεί σε μάχη.

Γεννήθηκα στη γη που πάσχει από δίκιο

Κι αδιάκοπα, ψάχνει για την αλήθεια...

Αυτός είναι ο τόπος μου, που γνέθει με το νου

Τραγούδια λεύτερα με τα φλογάτα χείλη,

Με τις γοργόνες στους γιαλούς,

Και στα βουνά της λευτεριάς να χτίζει κάστρα.




ΧΩΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ



Τούτο το χώμα σου ανήκει αδερφέ μου!

Να το κρατάς στο μέρος της καρδιάς,

κλείνει πληγές και χρέη και υποθήκες

αδερφέ μου.

Τα παγωμένα βράδια

σφυρηλατεί τα όνειρα και τις ελπίδες!

Αρχαία φωνή σου κράζει,

φλόγες οδυνηρές υψώνει.

Αυτό το χώμα, είναι δικό μας

με τον ιδρώτα και το αίμα ποτισμένο

αδερφέ μου!

Με τους καημούς μιας ιστορίας

όπου δεν έχει αρχή και τέλος.

Σα φυλαχτό να το κρατάς

ποτέ μην το προδώσεις

γιατί στο δώσανε προικιό,

πρόγονοι και παππούδες.

Αυτοί που στέριωσαν τη ζωή με το θάνατο

και χτίσανε της Λευτεριάς τα Κάστρα,

για να ’σαι εσύ ελεύθερος

κι ελεύθερος να συλλογάσαι αδερφέ μου!





ΠΑΙΑΝΑΣ ΣΤΟ ΔΙΟΝΥΣΟ



Βάκχε Διθύραμβε,

και κισσοχαίτη Ταύρε,

που στων Θηβών τη Χώρα

σε χάρισε η Θυώνη,

γιε του Ολύμπιου Δία,

με των Δελφών τις κόρες

στου Παρνασσού

τις πυκνοϊσκιωτες χαράδρες

έλα και δώσε μας

με την ορμή σου τη ζωή

στα στήθια μας τα γερασμένα.

Κι ανύψωσε ως τον Όλυμπο

ψηλά την πεθυμιά μας

τρισμακάριστε να την ευλογήσει

ο Ουράνιος Πατέρας.

Με το κρασί σου,

μέθυσε τας φρένας λεύτερο

να νιώσει το κορμί

και τα δεσμά να σπάσει…

Τριγύρω ας στήσουνε χορό

οι Δρυάδες κόρες,

οι Ελικωνιάδες Μούσες,

στης Κασταλίας τα νερά

για να λουστούμε, τρισμέγιστε Θεέ,

στο φως της γνώσης.

Πάνω στη γη τη γεροθέμελη

να στήσουμε Ναό,

που οι θνητοί, θυσίες στ’ όνομά σου

θα προσφέρουν.

Ας στήσουνε χορό

στα τρυφερά λιβάδια

Παρθένες κοπελιές κι ας ψάλλουν

το τραγούδι σου




ΣΤΗΝ ΙΕΡΗ ΤΗΝ ΕΛΕΥΣΙΝΑ



Τον ιερό το δρόμο που οδηγεί στην Ελευσίνα

ας πάρουμε αδερφέ μου.

Κι όταν θα φθάσουμε σιμά στ’ ακροθαλάσσι

πάνω στην άμμο θε ν’ αφήσουμε τα χνάρια.

Κι ως θα γεμίζουνε τα στήθη μας από θαλάσσια αύρα,

μια μυστική θα πλημμυρίσει αναγάλλια

την καρδιά μας και το νου.

Θα ’ναι η ώρα που βυθίζεται ο ήλιος

και ζωγραφίζονται απ’ το φως οι πιο παράξενες σκιές

κι απ’ τις διαθλάσεις των χρωμάτων

τ
 ’ όνειρο θα μας λυτρώνει από τη σκέψη

του θανάτου αδερφέ μου.

Με καλπασμό αλόγατων

όμοιο με του Αρίωνα του μαυροχαίτη

και του ξανθού Δημογοργόνα,

θα τριποδίσουμε την άσωστη

αμμουδερή ακροθαλασσιά της Ελευσίνας.

Μαζί με τους θεούς θα κουβεντιάσουμε αδερφέ μου

τώρα που η Δήμητρα, χαρούμενη

κρατά στη μητρική της αγκαλιά την Περσεφόνη.

Το αναστάσιμο θα ψάλουμε τροπάρι

και τ’ όνειρο θα κάνουμε φτερούγα

ν’ ανυψωθούμε ως των θεών τη ρούγα αδερφέ μου,

γιατί όπως λεν, την ώρα που αρχίζει να βραδιάζει,

βγαίνουνε οι ψυχές από τον Άδη

και πως συνάζονται στο ιερό της Ελευσίνας

τους Μύστες για ν’ ακούσουν, πριν προλάβουν

τ’ Αλάριχου οι ορδές να βγάλουν το θανατερό μαχαίρι.

Κι αργά το βράδυ, πάλι λένε,...

πως στάζει αίμα το φεγγάρι αδερφέ μου

και πόνος κι οδυρμός ακούγεται παντού

στην καρπερή τη γη της Ελευσίνας.


Στέκει εκεί βουβή η αγέλαστος η πέτρα

να την λευκάζουν άνεμοι φερμένοι απ’ το πέλαγος

των μακρινών των χρόνων…

Με τη φωνή των στεναγμών,

η νύχτα χαμηλώνει τα σημάδια και γοερά

τραντάζονται της γης τα σπλάχνα.

Πάνω στους χτύπους της καρδιάς μας

ας πλέξουμε στεφάνι αγάπης αδερφέ μου,

γιατ’ είναι δύσκολοι οι καιροί.

Στο όνομα του Δία ικετεύω και του μουσιγέτη

Απόλλωνα, να στέρξουν στην αποψινή μας

σύναξη όλοι οι θεοί, όπως παλιά,

κι η φτερωτή η Νέμεση να συγκρατήσει

με τα σφιχτά τα χαλινάρια

των ανθρώπων τη φριχτή την ύβρη,

κι εμείς γονατιστοί θ’ αποζητάμε

νάρθει ευμενής η Mακαρία θεά

το νόμο να εφαρμόσει, κρατώντας το ζυγό

της δικαιοσύνης και τη μεγαλοφροσύνη

των θνητών στα τάρταρα να στείλει.

Στην ιερή την Ελευσίνα υπάρχει ακόμα φως,

Υπάρχει ακόμα η Δήμητρα…

Που καρτερεί την Περσεφόνη.

Άνοιξη είναι αδερφέ μου, καινούργια ζωή

Αναθάλλει, κι από της γης τα σπλάχνα

ξεπετιέται χαρούμενη η Περσεφόνη.




ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ



Του Νείλου τα νερά σαν ταξιδεύουν

Απαλά, χωρίς βουή, θα ζωγραφίζουν

Εικόνες που στη μνήμη σου

Κρατιούνται ακόμα ζωντανές

Και μπρος στα μάτια σου

Χαρούμενα θα παιχνιδίζουν.


Θα φέρνουν όμως, μέσα στη χαρά και λύπη,

Γιατί ο νους σου πίσω σαν λοξοδρομά

Αγάπες π’ άφησαν σημάδια δυνατά

Θα σου θυμίζουνε τα περασμένα,

Κι εσύ, όσο κι αν συγκρατιέσαι,

Θα σε προδίδουνε τα μάτια τα κλαμένα.


Το κάθε τι, απ’ το πιο μικρό κι ασήμαντο

Κι ως το πιο μεγάλο ακόμα,

Θα μοιάζει με τους χτύπους της καρδιάς

Σαν το γλυκό το σήμαντρο

Την ώρα που η φύση λειτουργεί

Κι ωσάν το πρώτο το φιλί, στο στόμα.

Η Αλεξάνδρεια, θα σε καρτερεί

Πάντα όμορφη για να την περπατήσεις…

Και τα σημάδια σου που έχεις

Πάνω στο κορμί της κάποτε αφήσει.


Ο Μουεζίνης πάντα εκεί πιστός θα περιμένει

Για την πρωινή την προσευχή,

Θα ’χει ξυπνήσει η πόλη η μεγάλη.

Τ’ αλόγου τα κουδούνια ρυθμικά

Θ’ ακούγονται χωρίς σπουδή

Ίδια η ώρα, όπως πάντα, θα ’ναι πάλι.


Θα καρτερείς να σουρουπώσει,

Οι παράνομοι έρωτες και τα φιλιά

Έχουν μιαν άλλη νοστιμιά και χάρη.

Μες στις ομίχλες και στα καπηλειά

Ξεδίνουνε και σβήνουν τη ΄΄φωτιά΄΄

Με το πιοτό, τ’ αψέντι, την κραιπάλη.


Το είδωλο σου θα καθρεφτίζεται στο Νείλο

Ίδιο κι απαράλλακτο όπως τότε,

Κι αν άλλαξαν οι εποχές,

Έχουν ακόμα μείνει οι ίδιοι καφενέδες,

Τα ίδια αρώματα, οι ίδιες γειτονιές

Να σου θυμίζουν της ζωής μικροχαρές.

Όπως και τότε, ίδια η ζωή,

Ίδια η ώρα, όπως πάντα, θα ’ναι πάλι.




ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΙ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ


Η νύχτα απόψε είναι υγρή,

στις απλωσιές του Νείλου

ξάγρυπνοι οι κροκόδειλοι φρουρούν

των Φαραώ τις χρυσοκέντητες πιρόγες

που ανεβαίνουν τα νερά προς τη Νουβία..

Η Κλεοπάτρα κι ο Αντώνιος

στ’ ανάκτορα κλεισμένοι απολαμβάνουνε

τον έρωτά τους με πάθος δυνατό.

Η Ρώμη καρτερεί τον νικητή

το σκήπτρο της να στήσει,

μα ο Αντώνιος έχει μεθύσει

απ’ το γλυκό της Κλεοπάτρας το φιλί,

κι απ’ τ’ άρωμα που αναδίδει το κορμί της.

Τη Ρώμη δεν την ξέχασε, μα ας καρτερεί…

Ας έχουν οι θεοί υπομονή,

και τούτη μάχη ο Αντώνιος θα κερδίσει.

Μα όσο οι μέρες και οι μήνες προχωρούν…

τόσο ο Αντώνιος της λήθης το νερό αργοπίνει,

φωτιά στα στήθη του άναψε τρανή…

θε να καεί κι αυτός στης Κλεοπάτρας

μέσα τ’ άσβεστο ερωτικό καμίνι.

Η νύχτα απόψε είναι υγρή,

στις απλωσιές του Νείλου

ξάγρυπνοι οι κροκόδειλοι φρουρούν

των Φαραώ τις χρυσοκέντητες πιρόγες

κι είναι ευτυχείς οι δούλοι και οι υποταχτικοί.




ΑΝΤΕ ΖΩΗ, ΜΑΣ ΞΟΔΕΨΕΣ!...


Μπερδέψαμε τις φωταυγές μας με τις νύχτες,

αγέλαστα τα νιάτα μας, χωρίς τραγούδι,

μας μπόλιασαν με γεροντίσιο μπόλι

κι ευθύς, γεράσαμε και πάμε…

Ονειρευτήκαμε κι ήταν αργά,

μας στέρησαν το κάθε μας παιχνίδι,

τώρα μετράμε της ζωής μας τα στερνά

κι όνειρα κάνουμε θλιβά

μες στης βροντής την άχνα.

Οι κήποι γιόμισαν ασφοδελιές

και στους βλαστούς των αμπελιών

έπεσε το χαλάζι. Πούθε θα βρούμε

Ζέφυρους να λούσουμε τους πόνους.

Τώρα στο τέρμα της ζωής

γίναμε Σίσυφοι π’ αγκομαχούνε

ν’ αλλάξουν τη φορά της παιδεψιάς μας,

γίναμε Ορφέοι χωρίς τραγούδινη λαλιά

π’ αναζητούν την Ευρυδίκη.

Πόσο μας γέλασες ζωή,… Ζωή φτιασιδωμάτα!

Στα πικρολίβαδα μας σεργιανάς,

στ’ αφέγγιτα της νύχτας

περνούν, θρηνούν τα λάφια μας,

σιγούν τα νυχτοπούλια

και το νερό κατρακυλά στο βράχο αφρισμένο.

Πάει η ζωή μας, διάβηκε!..

κι’ εμείς… ούτε χαμπάρι!

Μείναμε γλάστρα απότιστη

μ’ αφύτρωτα τα όνειρά μας!

Άντε ζωή, μας ξόδεψες

στους χτύπους της καρδιάς μας!



ΕΙΝΑΙ ΟΧΤΡΙΚΟ ΤΟ ΦΩΣ ΜΕΛΕΤΗ!...


Είν’ οχτρικό το φως στον κόσμο μας Μελέτη,

λαβωματιά αγιάτρευτη όπου δε λέει να κλείσει

και κει στα πικρολίβαδα η αρματωσιά του κλέφτη

ζητά τον κόσμο, με τη σπάθη να γυρίσει.


Είναι μεγάλος ο καημός και πώς να τον αντέξεις,

πέρασ’ ασκέρι, ασκέρισε, σα φλόγα τα ’χει κάψει,

τριανταφυλλιές μαράθηκαν και συ ούτε μια λέξη,

τις ραγισμένες μας καρδιές ποια φλόγα θε ν’ ανάψει.


Ματοβαμμένο σάβανο το ρούχο στο κορμί μας,

όποιος τραβήξει το, τις σάρκες μας τραβάει,

της Δηιάνειρας υφαντό και συ ο Ηρακλής μας

που προς τη μάχη πάντοτε ο νους σου όλο πάει.


Είν’ οχτρικό το φως στον κόσμο μας Μελέτη,

διψάν τα χείλη τα πυρά νερό να ξεδιψάσουν,

μες της σιωπής το κραύγασμα, του πόνου το σεκλέτι,

έρχονται άλλοι άρχοντες να μας αλυσοδέσουν.


Είναι τα όνειρα στυφά και πώς να τα αντέξεις,

τ’ απόκρυφο τραγούδι μας μοιάζει με καταιγίδα

δεν ζήσαμε σαν άνθρωποι και πούθε να προστρέξεις,

μας κλέψανε τα όνειρα και οι καημοί μια στοίβα.


Ούθε γυρίσεις ερημιά, νεροποντή και μπόρα

τα έχει πνίξει τα όνειρα κι απανεμιά καμία,

πούθε να γύρεις να σταθείς, πες μου Μελέτη, τώρα.

Στα σφαλισμένα μάτια σου είναι θολά και κρύα.




ΑΔΕΛΦΙ ΤΟΥ ΔΕΞΙΛΕΩ


(Ωδή στον Έλληνα Αεροπόρο )


Αδέλφι του Δεξίλεω, με τ’ ατσαλόφτερο πουλί,

Νυχτόημερα τα ουρανοθέμελα τραντάζεις,

Αδούλωτο και άπαρτο να μένει της Πατρίδας το στρατί

Στον χάρτη των ονείρων σου χαράζεις.


Στο πάλλευκο της Δόξας το κορμί φορείς

Την εφτατόμαρη του θάρρους την ασπίδα,

Του Ικάρου την τόλμη στους εχθρούς σα διαλαλείς

Πιο σεβαστή και άξια κάνεις την Πατρίδα.


Τράβα λοιπόν πάντα εμπρός, ξοπίσω σου εμείς,

Παιδιά με δασωμένα στήθια, ξεφυλλάμε

Της Ιστορίας το βιβλίο και στο πεδίο της τιμής,

Καινούργιες Θερμοπύλες στήνουμε και τις φυλάμε.


Στέκεις στο χρόνο άγρυπνος κι άξιος μαχητής

Αδέλφι του Δεξίλεω, καμάρι της φυλής μας,

Εμείς ευχές σου στέλνουμε να είσαι ο νικητής…

Σε υμνούνε χείλη ροδαλά μέσα απ’ την ψυχή μας.


Μολών Λαβέ φωνάζουμε στον κάθε μας εχθρό,

Κι όποιο κι αν είν΄ το τίμημα για τούτη την Πατρίδα

Όλοι μαζί θα τρέξουμε στον όρκο τον ιερό,

με τα κορμιά μας άτρωτη θα στήσουμε ασπίδα.


Μες στους καιρούς τους δύσκολους σπέρνεις Εσύ παντού

Χίλιους πυρρίχιους χορούς στων ουρανών τα πλάτη,

Γλαυκό το φως απλώνεται, στ’ απέραντου ουρανού,

Χαράζεις δρόμους της φυλής, άγιε μου Στρατηλάτη.



Περισσότερα αφιερώματα σε λογοτέχνες εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)