Λίλια Τσούβα - Ποιήματα και πεζά

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

 




Η Λίλια Τσούβα σπούδασε Μεσαιωνική και Νεότερη Ελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Δημιουργικής Γραφής από το Ελεύθερο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (MASTER). Διήγημά της απέσπασε βραβείο (Α’ Πανελλήνιος Διαγωνισμός «Το Κοράλλι»), όπως και ποιήματά της (Η’ Παγκόσμιος Διαγωνισμός της UNESCO και 1ος Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποιήματος «Το Κοράλλι»). Δοκίμια, ποιήματα και διηγήματά της φιλοξενούνται σε έντυπα περιοδικά και ηλεκτρονικές σελίδες.

Έχει εκδώσει τα βιβλία: Το Τραγούδι των Ινουίτ (διηγήματα), εκδόσεις Βακχικόν 2021. Ο εξπρεσιονισμός στην ποίηση του Κ.Θ. Ριζάκη, Οκτώ προσδόκιμες θεάσεις (μελέτη), εκδόσεις Κουκκίδα 2020. Συμμετέχει επίσης στα συλλογικά έργα: Κι αν τα κτίρια μιλούσαν, εκδόσεις Κέδρος 2019. 26 Βραβευμένα διηγήματα, Κοράλλι 2019. Ανθολογία Η’ Παγκόσμιου Διαγωνισμού της UNESCO 2019. Φλέβες γραφής, εκδόσεις Ρώμη 2019. 150 Βραβευμένα ποιήματα, Κοράλλι 2020.

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

Η Μιχαέλα και η Φλοράνς

 

Η Μιχαέλα και η Φλοράνς

φυσούν μια πικραλίδα.

Καθώς διαλύεται,

τα τριανταφυλλένια τους φορέματα

γεμίζουν σπόρους.

Από τα κίτρινα κεφάλια τους

πετάγονται ρόδες ποδηλάτου.

–Το ταξίδι αρχίζει.

Με χνούδια αγριολούλουδων τρέφονται

στο έγχυμα των φύλλων ξεδιψούν.

Κόκκινοι σφένδαμοι τα μαλλιά τους.

Τα μάγουλά τους ανθισμένη κερασιά.

 

Δεν είχαν παρατηρήσει

πως ο μαύρος καπνός του τρένου

περνώντας κάθε βράδυ από την κρεμαστή γέφυρα

μπλεκόταν στα μαλλιά τους.

 

Τώρα η Μιχαέλα τ’ απογεύματα

μάταια φωνάζει το όνομα της Φλοράνς.

 

 

Ubasute

 

Στο δάσος του Αοκιγκαχάρα

τα πουλιά δεν τραγουδούν.

Οι πυξίδες δεν λειτουργούν.

Πυκνά δέντρα και βραχώδεις σπηλιές.

Σκοτάδι.

Οι περιπατητές χάνουν εύκολα τον δρόμο.

Φωτογραφίες απαγχονισμένων

ανάμεσα στα δέντρα.

Μια αλλόκοτη φωνή

προσκαλεί

στη Θάλασσα των δένδρων.

Το τέλειο μέρος για να πεθάνεις.

Τον χειμώνα το χιόνι θα σκεπάσει τα σώματα.

Μόνον τα παπούτσια θα απομείνουν

και τα στολίδια που φορούσαν.

Ένας γιος παίρνει τον δρόμο για το βουνό.

Κουβαλάει στην πλάτη τη μητέρα του.

Στη διαδρομή,

εκείνη

σπάζει κλαδιά.

Τα σκορπά.

Οδοδείκτες,

ο γιος της να επιστρέψει σπίτι.

Δεν μιλάνε.

Εκείνος λούζεται στον ιδρώτα.

Κοράκια πετούν ολόγυρα,

ψυχές

που αιωρούνται

άκλαυτες.

Ο γιος την ακουμπά στο χώμα.

Και οι δύο γνωρίζουν.

Στον τόπο αυτό

η Άνοιξη δεν θα ’ρθει ποτέ.

 

 

Το μοντέλο στο ατελιέ του ζωγράφου

 

Άνθη λευκής ορχιδέας

τύφλωσαν το ατελιέ.

Το κορίτσι είχε καθίσει

στο τραπέζι

κάτω από τον πνιγηρό ήλιο

της άνοιξης.

Πόζαρε μ’ ένα μακρύ άλικο φόρεμα.

Τα μαλλιά του στο χρώμα της κασσίας.

Το άρωμα τριαντάφυλλου

που ανέδιδε

ξύπνησε την αλκυόνα στο κλουβί

του ζωγράφου.

Το κεράσι από τα χείλη της

λάβωσε επικίνδυνα το σώμα του.

Μόνο με τη γούνα

μιας τίγρης της Βεγγάλης

μπορούσε τώρα να σβήσει

το ουράνιο τόξο

που θάμπωσε τα μάτια του.

 

 

ΠΕΖΑ

 

Τα τραπουλόχαρτα

 

Το Δουβλίνο κοιμόταν ανέμελα καθώς ο ποταμός Λίφεϊ το χώριζε στη μέση.

Ο Κούλαν στον ύπνο του έβλεπε μαγικά πουλιά. Είχε χρυσά νήματα για μαλλιά. Ήταν κύκνος ή χέλι. Είδε εκείνον τον άνδρα με το καπέλο σ’ ένα ξέφωτο στο δάσος. Τού φάνηκε πως χόρευε. Αλλά ο χώρος ήταν γεμάτος τραπουλόχαρτα, βαλέδες, ντάμες, σπαθιά, κούπες κι εκείνος αιωρούνταν στην προσπάθειά του να τα πιάσει. Ύστερα ο Πάπας τού έγνεφε, Ερινύες ούρλιαζαν, σαν ταινία οι εφιαλτικοί πίνακες του Φράνσις Μπέικον. Η βία της πραγματικότητας, διάβασε σε μια φωτεινή οθόνη. Αναστέναξε. Τίποτε στον κόσμο δεν έβγαζε νόημα πια.

Ψηλός και αδύνατος ο Κούλαν, με βαθύχρυσα μαλλιά και λακκάκια στα μάγουλα. Πολύτιμοι λίθοι τα σμαραγδένια μάτια του. Όλοι τον φώναζαν Άγγελο.

Τα καταστήματα ήταν στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά. Κοίταξε το ρολόγι του. Από το υπαίθριο καφέ του ποταμού πήρε ζεστή σοκολάτα. Βιαστικοί Δουβλινέζοι τον προσπέρασαν. Ένας σταχτόχρωμος γλάρος τού έκλεισε το μάτι. Πέρασε γρήγορα τη μεσαιωνική συνοικία του Τρέμπλ Μπαρ, το Μουσείο Γέιτς, το άγαλμα του Όσκαρ Ουάιλντ. Στη Γκράφτον Στριτ άκουσε μια εκκλησιαστική χορωδία κι έναν μουσικό που έπαιζε με κελτική άρπα μία ιρλανδέζικη μελωδία. Προσπέρασε τη Μπανκ οφ Άιρλαντ και έφτασε στο Τρίνιτι Κόλλετζ. Όρμησε στον πάνω όροφο. Τα βήματα τον κατεύθυναν σε μια προθήκη. Βook of Kells, αριστούργημα της καλλιγραφίας του ένατου αιώνα, ο εθνικός θησαυρός της Ιρλανδίας. Εικονογραφημένο χειρόγραφο με τα τέσσερα Ευαγγέλια, κελτικούς κόμπους, φιγούρες ανθρώπων και ζώων, μυθικών θηρίων. Η προθήκη άστραφτε. Τα χρώματα ακτινοβολούσαν. Ένα χρυσό φως τον θάμπωσε. Ζαλίστηκε. Νόμισε πως θα έπεφτε. Το μόνο που μπόρεσε να διακρίνει στο εξώφυλλο ήταν η λέξη ΑΓΑΠΗ.

«Χρειάζεστε βοήθεια;» ρώτησε ο υπάλληλος.

«Καλά Χριστούγεννα» ψέλλισε.

Στον διάδρομο κοίταξε την αφίσα του Τζέιμς Τζόις: έζησε, αγάπησε, γέλασε, έφυγε.

Από το παράθυρο του Café en Seine, της Dawson Street, είδε τη Φάτνη και δίπλα της μια ανθισμένη τριανταφυλλιά.

 

 

 

Πρόσκαιρη βλάβη

 

Έστριψε στον παράδρομο της Έβδομης Οδού. Ο όγκος των αυτοκινήτων που κινούνταν γρήγορα -σχεδόν σπασμωδικά- στη λεωφόρο, τον είχε τρελάνει. Μπροστά του το Ασιατικό παντοπωλείο και το Καντένιαλ Παρκ. Με την άκρη του ματιού είδε τον ποδηλάτη να κλειδώνει το ποδήλατο και να χάνεται στην παρακείμενη πολυκατοικία.

Η πόλη σάλευε ωχρή μετά την πρωινή ομίχλη. Τα σύννεφα είχαν σκορπίσει και ο ήλιος άρχισε επιτέλους να τρυπώνει στα βικτωριανά σπίτια και τους ουρανοξύστες. Προχωρημένο φθινόπωρο. Στο φως του μεσημεριού, μια μυρωδιά ζεστής σούπας και μπίρας απλώθηκε σ’ ολόκληρη την πόλη.

Χώθηκε στο κοντινό καφέ. Καφέ-αναγνωστήριο. Ξύλινη επίπλωση, αναπαυτικές πολυθρόνες και επιτοίχια βιβλιοθήκη, με βιβλία για όλα τα γούστα. Είχε έρθει πολλές φορές. Από την τεράστια τζαμαρία μπορούσες να χαζεύεις τους ανθρώπους καθώς έσερναν τα βήματά τους κουρασμένα στους δρόμους, τις γυναίκες να τραβούν από το χέρι τα μωρά και τους ταξιτζήδες να βρίζουν τους περαστικούς που έπεφταν πάνω τους σαν τυφλοί από μια ανεξήγητη βιασύνη.

Πέρα μακριά εκτεινόταν η λίμνη με τις αγριόπαπιες.

Έναν ολόκληρο χρόνο σύχναζε στο καφέ αυτό την ώρα που η Μαρίσσα σχολούσε από τη δουλειά της. Μεθυσμένος από την απουσία της, μπορούσε σχεδόν ν’ αναπνέει το άρωμά της και μόνο που την έβλεπε να προσπερνά το φανάρι και να στρίβει προς το πάρκινγκ. Την παρακολουθούσε με βλέμμα αδηφάγο, ώσπου να χαθεί στο βάθος του δρόμου. Στη συνέχεια, αφού κάπνιζε μερικά τσιγάρα, έφευγε.

Σήμερα παρήγγειλε ουίσκι. Ο Ασιάτης που καθόταν στο διπλανό τραπέζι τον κοίταξε περίεργα. Το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο. Ήταν η ώρα που τον περισσότερο κόσμο τον κατάπινε ένα εστιατόριο ή ένα σπίτι όπου τον περίμενε στρωμένο το τραπέζι με το μεσημεριανό γεύμα. Χωρίς να το θέλει, κοίταξε το βιβλίο που κρατούσε ο Ασιάτης στα χέρια του. Γιόχαν Τικ: Ο ιππότης Κυανοπώγων.

Χαμογέλασε. Έβγαλε από την τσέπη ένα τσαλακωμένο, σχεδόν κατεστραμμένο, χαρτί, προσέχοντας να μην τον δουν: Προσωρινή βλάβη φυσικού αερίου. Παρακαλώ κλείστε την παροχή του διαμερίσματός σας. Κίνδυνος δηλητηρίασης ή ανάφλεξης.

Είχε πιει κάμποσες γουλιές ουίσκι, όταν άκουσε τη σειρήνα ενός ασθενοφόρου, επίμονη και διαπεραστική. Κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται στο τετράγωνο.

«Μια κυρία. Είχε την γκαλερί πιο κάτω» είπε ο μπάρμαν στον Ασιάτη που τον κοίταξε ερωτηματικά.

Το ποτό στο στόμα του Ρίκο πήρε τη γεύση στυφού λεμονιού. Ασυναίσθητα έριξε μια ματιά στο μπουκάλι που είχε αφήσει ο μπάρμαν στον πάγκο. Ήταν η αγαπημένη του μάρκα ουίσκι, δεν χωρούσε αμφιβολία. Την ίδια στιγμή, ένα αγριοπερίστερο που ήρθε απ’ το πουθενά, έπεσε με δύναμη στη τζαμαρία. Στη συνέχεια σφηνώθηκε ανάμεσα στο τραπέζι και στην καρέκλα. Ο Ρίκο το παρατηρούσε πολλή ώρα. Στα μικρά γυάλινα μάτια του αντίκρισε το αναπόδραστο.

Το ασθενοφόρο συνέχισε να στριγγλίζει, ο κόσμος άρχισε να υποχωρεί και εκείνος ήπιε ακόμη μια γουλιά από το στυφό ουίσκι του ποτηριού. Τον είχε κουράσει το τροπικό κλίμα της Καραϊβικής, είχε βαρεθεί τις λευκές αμμουδιές. Ένιωθε να τον κυνηγά παντού ένα πιράνχας. Μόνο στο Όουκλαντ έβρισκε πάλι τον εαυτό του. Ήταν η πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Εκεί πήγε σχολείο, στο Εθνικό Πάρκο Αναψυχής άκουσε τα συγκροτήματα της χιπ, εκεί κάπνισε το πρώτο του τσιγάρο. Του άρεσε να κοιτάζει από το λιμάνι τα ψηλά κτίρια του Σαν Φρανσίσκο, ενώ πέρα μακριά απλωνόταν η πολιτεία της Καλιφόρνια.

Ψηλός, μελαχρινός και αδύνατος, κόντευε τα σαράντα πέντε. Ζούσε μόνος. Τα χείλη του ήταν στενά και είχε ένα μικρό αλληθώρισμα στα μάτια. Όταν του μιλούσες, έβαζε τα δάχτυλα στα μαλλιά, συνήθεια που απέκτησε, όταν ένα μεσημέρι γυρίζοντας από το σχολείο, βρήκε τη μητέρα του νεκρή στην κουζίνα. Δηλητηρίαση από αέριο, είπαν οι γιατροί.

Τότε ήταν που σφηνώθηκε στο μυαλό του η ιδέα να αποκτά κάθε μικρό πράγμα που του άρεσε, μια κλεπτομανία που αφορούσε μόνον μινιατούρες, αλλά που δεν έπαυε να του δημιουργεί προβλήματα, όπως όταν ασυναίσθητα, σαν να ήταν κάτι απόλυτα φυσιολογικό, είχε αρπάξει μια λιλιπούτεια χελώνα που είχε στο γραφείο του ο διευθυντής για γούρι.

Δεν εργαζόταν, ζωγράφιζε. Και από τότε που έχασε τον πατέρα του, το μόνο που τον απασχολούσε ήταν να μη χάσει και τα χρήματα που είχε κληρονομήσει. Λάτρευε το κνέντελ συκωτιού, ένα φαγητό που του είχε μάθει η Εβραία φίλη του, όταν για ένα μικρό χρονικό διάστημα αναγκάστηκε να μείνει στο Μανχάταν.

Τα πρωινά συνήθιζε να επισκέπτεται την Τσάινα Τάουν. Οι λαβύρινθοι στους δρόμους της κινέζικης συνοικίας τον έκαναν να ξεχνά τη μυρωδιά κλούβιου αβγού που είχε μόνιμα στα ρουθούνια του. Τα αρτοποιεία της, τα καταστήματα με τα αναμνηστικά, τα στέκια dim sum και yum cha τον έκαναν να χάνεται. Αργά το βράδυ κατέληγε συνήθως σ’ ένα μπαρ με καραόκε.

Για γυναίκες δεν ενδιαφερόταν τον τελευταίο καιρό. Τον είχαν κουράσει οι ξανθιές των μπαρ που τις παρομοίαζε με κροκόδειλους. Βυθίζονταν εύκολα στα ποτάμια της καλής ζωής ή στις λίμνες των δολαρίων, έλεγε.

Όταν χάθηκε η μητέρα, ένα μαύρο φεγγάρι θρονιάστηκε στο ταβάνι του δωματίου του. Ο πατέρας συχνά απουσίαζε και τον άφηνε με τη Σουζάνα, τη γκουβερνάντα, μια γυναίκα γύρω στα 60 που του άρπαζε τις μπογιές με τα χρώματα από την τσάντα, μόλις γύριζε από το σχολείο. Είχε μανία με την καθαριότητα. Η θεία Τζέην, η αδελφή της μητέρας του, ερχόταν πού και πού σπίτι. Η γκουβερνάντα τής παραπονιόταν για την κλεπτομανία του. Η θεία τη διαβεβαίωνε πως ήταν ένα παιδικό καπρίτσιο και πως δεν είχε λόγους να ανησυχεί σοβαρά.

Τα ελαφρώς γκρίζα μαλλιά και οι λεπτές ρυτίδες, το τετράγωνο πηγούνι και το αργό βάδισμα ήταν στοιχεία που τον ξεχώριζαν, όπως και η φωνή, σωστό πνευστό μουσικό όργανο. Ανακάτευε λέξεις της αργκό με λόγιες και είχε βαριά καλιφορνέζικη προφορά. Δεν έκανε εύκολα παρέες. Οι μόνοι φίλοι του ήταν ο σκύλος Πικάσο και δυο συμμαθητές του από το Κολλέγιο των Τεχνών, όπου σπούδασε.

Το αυστηρό Ακαδημαϊκό πρόγραμμα της σχολής στο Κολλέγιο που είχαν ιδρύσει Ιησουίτες, τον είχε τότε ενοχλήσει, αυτόν έναν ζωγράφο που ανακάτευε με χαοτικό τρόπο τη μπογιά πάνω στον καμβά και λάτρευε τον Ρόθκο, τον Κούνιγκ και τον Καντίνσκι. Ζωγράφιζε έργα με φράκταλ δομή και άπλωνε τους καμβάδες στο πάτωμα.

Όσοι τον γνώριζαν μιλούσαν για άνθρωπο εσωστρεφή και ευαίσθητο. Έλεγαν πως το μόνο που τον ενδιέφερε στο βάθος ήταν να αποκτήσει μια ήσυχη οικογενειακή ζωή. Ο μπάρμαν όμως, στο στέκι της γειτονιάς όπου σύχναζε, είχε εκμυστηρευτεί σε κάποιον θαμώνα ένα βράδυ πως η Τζούντι Κ., φίλη του Ρίκο για ένα διάστημα, μια μέρα μεθυσμένη, τού είχε δείξει ένα σημάδι από μικρή μαχαιριά που της είχε προκαλέσει στο αριστερό της μπράτσο.

Από την πρώτη του έκθεση έργων τέχνης είχε αποσπάσει καλές κριτικές. Όμως είχε δρόμο ακόμη μέχρι να αναγνωριστεί και να νιώσει ο ίδιος καταξιωμένος μέσα του. Πριν έναν χρόνο είχε πλευρίσει τη Μαρίσσα Άμιτ, την ιδιοκτήτρια μιας γκαλερί στη Γιούνιον Σκουέαρ, που στεγαζόταν σε ένα παλιό βικτωριανό σπίτι. Δεν απείχε πολύ από το κέντρο και άνοιγε το πρωί στις 10.

Τη μέρα που χτύπησε το κουδούνι της, ένιωσε στο σώμα του ένα ρίγος που μόνον το τσίμπημα μιας αγριόπαπιας θα μπορούσε να προκαλέσει. Η μεσόκοπη κυρία που πρόβαλε στην πόρτα, κάποια χρόνια μεγαλύτερή του, ήταν κοντή και με σώμα ακανόνιστο, είχε πανάδες που ασχήμιζαν το πρόσωπό της και ένα έντονα κόκκινο κραγιόν που ξέφευγε από τα χείλη και την έκανε να μοιάζει με κλόουν. Καθώς άπλωσε το χέρι να τον χαιρετήσει, ο Ρίκο είδε ότι ήταν γεμάτο καφέ κηλίδες. Όμως φορούσε το αγαπημένο του άρωμα Κοκό Σανέλ νούμερο 5, αυτό που πάντα λάτρευε στις γυναίκες.

Η Μαρίσσα ανέλαβε την έκθεση των έργων του και έτσι τη συναντούσε σχεδόν κάθε μέρα. Η γκαλερί πλημμύριζε από το άρωμά της, όμως η ίδια έμοιαζε με λασπώδη λίμνη που μέσα της βούλιαζαν ιπποπόταμοι. Δεν του έδειχνε κανένα ενδιαφέρον. Τον κοίταζε με το βλέμμα αποδημητικού πουλιού που έχει μόλις αναχωρήσει για καινούρια μέρη και το μόνο που συζητούσε μαζί του ήταν η έκθεση των έργων του.

Άρχισε να τον βαραίνει σαν πέτρα το κοίταγμα αυτό. Την τελευταία του ερωμένη, τη Ζυλ, μια νεαρή Γαλλίδα με καταπράσινα μάτια, την είχε προλάβει το τελευταίο τρίλεπτο πριν καταναλώσει δηλητήριο, όταν της είχε πει πως δεν την ήθελε πια.

Ο πάστορας Γιορκ, μεσήλικας, με άσπρα μαλλιά και πρόσωπο γεμάτο ουλές, περνούσε συχνά από την γκαλερί. Το πρόσωπο της Μαρίσσα άνθιζε σαν τουλίπα, όταν τον έβλεπε. Η γυναίκα πρέπει να είναι υποταγμένη στον άντρα, υποστήριζε ο πάστορας Γιορκ και διατυμπάνιζε και άλλες εξίσου αναχρονιστικές απόψεις για το γυναικείο φύλο που εκείνη τις αποδεχόταν χαμογελώντας, κάνοντάς τον να μαίνεται, αυτόν που σύχναζε στο σταυροδρόμι των οδών Χέιτ και Άσμπουρι, το παλιό ορμητήριο των χίπις, με τις ροκ συναυλίες και την πίστη στον ελεύθερο έρωτα.

Της ζήτησε επανειλημμένα να βγουν για φαγητό. Όμως έλαβε απανωτές αρνήσεις. Μόνον μετά από εβδομάδες, καθώς χώριζαν ένα βράδυ, δέχθηκε επιτέλους την πρότασή του να τη συνοδεύσει στο μπαρ.

Πέρασε το χέρι του στην πλάτη της. Αυτή κοκκίνισε. Ξαφνικά, η νύχτα κατάπιε κάθε οργή, πόνο και αδικία· έσβησε τη μυρωδιά του κλούβιου αυγού, το γκρίζο χρώμα των κτιρίων, τους άχαρους ουρανοξύστες. Έμεινε μόνο το φως των ματιών της που έλαμπαν.

«Είμαστε πολύ κοντά στο σπίτι μου» της είπε. «Πού να κατεβαίνεις τέτοια ώρα στο άλλο άκρο της πόλης;»

«Έχω πονοκέφαλο» απάντησε εκείνη και πριν προλάβει να την αποχαιρετίσει κανονικά, σταμάτησε ένα ταξί και μπήκε γρήγορα μέσα.

Γύρισε όλο το Όκλαντ με τα πόδια εκείνο το βράδυ. Κατέληξε σ’ ένα μπαρ με καραόκε, στην Τσάινα Τάουν. Την άλλη μέρα δεν πήγε στη γκαλερί.

Στην πρεμιέρα της έκθεσης, το βλέμμα του μάγεψε το γαλάζιο της φόρεμα. Εκείνη όμως μιλούσε διαρκώς με τους καλεσμένους και έκανε δημόσιες σχέσεις σαν χρηματιστής που ξεκίνησε μόλις την καριέρα του. Ένιωσε περιστέρι που έχασε το ταίρι του. Ασυναίσθητα ακούμπησε το στιλέτο που είχε πάντα στην τσέπη του παντελονιού του για ώρα ανάγκης. Όταν όμως στο τέλος της έκθεσης την είδε να φεύγει με συνοδό τον πάστορα Γιορκ, μια έντονη μυρωδιά από χλώριο τον αρρώστησε και τον έκανε να μείνει στο κρεβάτι για δέκα πέντε μέρες.

Πήγε να την ευχαριστήσει για τη διοργάνωση της έκθεσης, όταν γιατρεύτηκε.

«Μεγάλη επιτυχία» του είπε και το χέρι της, που έσφιξε ψυχρά και απρόσωπα το δικό του, ήταν η δαγκάνα μιας μηχανής που τον πολτοποίησε και τον ισοπέδωσε.

Από το καφέ-αναγνωστήριο δεν έφυγε παρά όταν διαπίστωσε ότι το ασθενοφόρο είχε απομακρυνθεί και η σειρήνα έπαψε να ακούγεται.

Το ραδιόφωνο μιλούσε για τον άδικο χαμό της Μαρίσσα Άμιτ, ιδιοκτήτριας της γκαλερί Αρτ Εξτσέιτζ. Στην πόρτα της δεν υπήρχε το χαρτί της ειδοποίησης που η εταιρεία φυσικού αερίου είχε κολλήσει έξω από όλα τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας. Η άτυχη γυναίκα δεν είχε ενημερωθεί για τη βλάβη. Δεν έκλεισε την παροχή όπως υπαγόρευαν οι οδηγίες και πέθανε από τη διαρροή του αερίου.

Είχε νυχτώσει. Ο Ρίκο άπλωσε τους καμβάδες του στο πάτωμα. Το κόκκινο στον πίνακά του πήρε το χρώμα του αίματος απόψε. Σκούπισε το πινέλο του πάνω στο τσαλακωμένο χαρτί της ειδοποίησης που είχε ξεκολλήσει από την πόρτα της Μαρίσσα.

 

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ


Περισσότερα αφιερώματα σε λογοτέχνες εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)