Αντί βιογραφικού
Γεννήθηκα σε μια πόλη-νερό, βουνό κι αέρα. Φόρεσα κόκκινα παπούτσια, λουστρίνια Είπα τα πρώτα μου ποιήματα σε θλιβερές σκηνές σχολικών κτηρίων. Περπάτησα σε σοκάκια σκοτεινά και σε μεγάλους αυτοκινητόδρομους. Πέρασα ώρες σε υπόγεια, παίζοντας. Κρυφά αγάπησα το θέατρο, την λογοτεχνία, τη μουσική, τις παρέες. Φανερά έγιναν έκφραση και επικοινωνία οι αγάπες μου. Ρόλοι, χαρακτήρες, δημιουργία. Έφυγα και επέστρεψα. Κουβάλησα γνώση , εμπειρία, συναισθήματα, σε μια παλιά πράσινη βαλίτσα. Μπερδεύτηκα, πειραματίστηκα, ούρλιαξα θαμμένες λέξεις. Περπάτησα χέρι-χέρι με φίλους. Από μαθήτρια έγινα δασκάλα. Συλλέκτρια στιγμών, μοιράστηκα με τους ανθρώπους τα μύχια. Έπαιξα, γέλασα, αγάπησα, χάθηκα, βρέθηκα, έκλαψα, μίσησα, πόνεσα. Έφερα στον κόσμο παιδιά. Είπα ιστορίες. Μου είπαν ιστορίες. Συνεχίζω………
Ποιήματα
Κι έχει μια ησυχία τούτο το βράδυ. Κι η θάλασσα Μια ηρεμία αλλιώτικη. Ανακουφιστική σιωπή Δίχως φόβο. Ίσα που αχνοφαίνονται Το αστέρια. Το φως στα παράθυρα Έσβησε Κοιμήθηκαν νωρίς Οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι κοιμούνται νωρίς. Οι άνθρωποι φεύγουν νωρίς Πίσω από τον λόφο Βγάζει φωτογραφίες Ο Θεός Πριν λίγο σφάλισε το διπλανό Παντζούρι Κι ούτε η ανάσα Δεν αγαπιέται πια. Σιγοτραγούδισμα Σεκόντο σε λα μινόρε οι αναστεναγμοί. Μονάχα κάτι μακρινά Φώτα Να θυμίζουν ζωή Κι ένα μικρό άσπρο καράβι Αγκυροβολημένο Στη μέση του πελάγους Περιμένει Τους επιβάτες Που ξεχάστηκαν Σε κάποια παραλία Ζεσταίνοντας τα χέρια τους σε αυτοσχέδια φωτιά Ζεσταίνοντας τα κορμιά τους σε ξένες ,εφήμερες αγκαλιές. Αχ σήμερα Μη με πλησιάσετε νεράιδες και ξωτικά Διανυκτερεύω Μ ένα ποτήρι κρασί Στο αριστερό μου χέρι Μ ένα βαρύ τσιγάρο Στο δεξί. Διανυκτερεύω Για μένα Και για σένα. Τούτη τη νύχτα την σβησμένη Από τα ημερολόγια. Χωρίς χρόνο. Απόψε.
Οι ονειροπόλοι Τις νύχτες Βγαίνουν κρυφά Στα σκοτεινά Τα δρόμια. Κάποιοι Τους λένε Σκιές Κι άλλοι Αλλοπαρμένους. Κι είναι Που δεν τους πρόσεξαν Καλά. Δεν είδαν Οι γνωστικοί Πως στα σκιερά Σοκάκια Τα χνάρια τους Ζωγραφίζουν Θεούς.
Κι είναι που δεν βρίσκω εκείνη την κλωστή, την σπάνια. Που θα ράψει γερά Τα φθαρμένα μέσα μου Χωρίς χειρουργείο Και αναισθητικά Έτσι Ζωντανά Να νιώσω Τον πόνο που λυτρώνει Στην άκρη του δρόμου Να σταθώ Εκεί Που γράφει τέλος. Κι έπειτα; Κι έπειτα να κοιμηθώ Ήσυχη. Διορθωμένη. Με κάτι σπάνια Ράμματα Στο μέρος της καρδιάς.
Ο χρόνος; Ένα ανοιξιάτικο δειλινό με καταιγίδα. Χωρίς ομπρέλα. Ο χρόνος; Μπάλωμα σε φθαρμένο ρούχο. Ο χρόνος; Σιρόπι σοκολάτας στην άκρη της μύτης Αντίλαλος, ο χρόνος Φωνή βοώντος εν τω μέσω του πουθενά. Ο χρόνος; Τριαντάφυλλο στο χώμα. Πόλεμος στα χαρακώματα. Παράσημο, ο χρόνος. Στο πέτο της ψυχής μας. Προσευχή και ικεσία σε άγνωστο Θεό. Ένα και δύο και στο παρά πέντε λήθη. Χιλιάδες στιγμές σε μία. Ο χρόνος. Όμορφος όταν φοράει κουστούμι. Γελαστός Ξέγνοιαστος με τα μαλλιά του ξέπλεκα. Ελεύθερος με κόκκινα παπούτσια στα πόδια κι ένα χαμόγελο έξω καρδιά. Ο χρόνος; Απατεώνας Πλανευτής Ψεύτης. Και που και που ονειροπόλος. Και που και που ερωτευμένος. Και που και που Λυτρωτής. Είρωνας Αδιάφορος για τους ανθρώπους που φωνάζουν απελπισμένα: -Λίγο ακόμη ,ρε λίγο ακόμη.
Δεν τελειώνουν οι λέξεις. Οι λέξεις είναι πάντα μέσα μας . Άλλες φορές διαμαρτύρονται θέλουν να βγουν αλλιώς θα μας πνίξουν. Άλλες φορές μεταμορφώνονται, γίνονται εικόνες, κι άναρχοι ήχοι. Άλλες φορές σουγιάδες γίνονται και χαράζουν τους καρπούς μας. Άλλες φορές πεισμώνουν. Γαντζώνονται από τον εγωισμό μας Δεν ελευθερώνονται ποτέ. Οι λέξεις οι ανείπωτες , εφιάλτες γίνονται , ουρλιαχτά μέσα στη νύχτα, σ άδεια κρεβάτια. Αλκοολικές λέξεις. Πρωινοί πονοκέφαλοι Κι εκείνες οι στολισμένες που ζουν το παραμύθι τους, σε στόματα φλύαρα ανασαίνουν, Μεταμφιεσμένες. Μεταμφιεσμένες σε ψέμα. Με μαύρο φράκο και ημίψηλο. Μεταμφιεσμένες σε γέλιο Σαν φθηνή κωμωδία Να περνάει η ώρα Να παίζουν τις ευτυχισμένες. Οι λέξεις! Εκείνες που δεν θέλουν ν ακουστούν. Οι ασυμβίβαστες, οι παράνομες Οι λάθος λέξεις. Οι λέξεις! Αυτές που δεν άκουσα Αυτές που δεν είπες. Αυτές που με ζόρισαν Αυτές που σε φόβισαν Οι λέξεις που γράφτηκαν με κόκκινο Και δεν τους φέρθηκες καλά. Οι λέξεις ,οι μουτζουρωμένες Οι ..για πέταμα. Αγαπημένες λέξεις μωρά αγέννητα ετοιμοθάνατοι καρποί. Φώναξέ τες Τι περιμένεις;
Αγάπησα το γράμμα Π Το τάιζα πρωινό το λυπημένο μου. Ούτε οξεία δεν μπορούσε να φορέσει Μόνο δύο διαφορετικά παπούτσια στα λεπτά του άκρα κι ένα μονό κρεβάτι στο κεφάλι να κοιμούνται οι σκέψεις και τα Παράπονά του.