Η Νικόλ Κουρομιχελάκη σπούδασε Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη, όπου κέρδισε υποτροφία, αλλά από μικρή ηλικία λάτρευε να ζωγραφίζει έξω από τις γραμμές και τα πλαίσια, να κυνηγά τις λέξεις, για να της φανερώσουν τα νοήματα. Ήταν απόφοιτος Λυκείου ,όταν κέρδισε το Β βραβείο σε διαγωνισμό ποίησης, στο πνευματικό κέντρο του Δήμου Αθηναίων. Αρθρογραφούσε παραλληλία σε τοπική εφημερίδα. Αυτή η αγάπη της συνεχίζει μέχρι σήμερα που είναι συντάκτης του ηλεκτρονικού περιοδικού Books and Style.Έχει εργαστεί στη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση και σε σχολείο για παιδιά με ειδικές ικανότητες. Σπούδασε μουσική στο Εθνικό Ωδείο. Σήμερα, είναι ραδιοφωνική παραγωγός, καθηγήτρια και δημοσιογράφος σε εκπομπή με καλλιτεχνικό περιεχόμενο(Ραδιοφωνικό Ανθολόγιο),που φιλοξενεί συγγραφείς και καλλιτέχνες. Μετά την έκδοση της πρώτης της ποιητικής συλλογής «Πρωτόγονο δέρμα» επιστρέφει με τη νέα της ποιητική συλλογή «Καταρχήν, δε σε ξέχασα» και σύντομα ολοκληρώνει το πρώτο της μυθιστόρημα.
1)Ποιήματα
Μια πρόποση ποτέ δεν είναι αρκετή.
Πρέπει να γίνεται με προσεγμένο ποτήρι, καθαρό
Να αντανακλά ένα φως ιδωμένο στο σκοτάδι
Το θέμα της θα είναι τόσο κοινότυπο ,οσο είναι
Η ιεροτελεστία, να χυθεί σας κρασί στη βιτρίνα
Του κόσμου.
Λίγο πριν εγείρουμε το ποτήρι εις υγείαν
Ακροθιγώς τα τετριμμένα σα γιρλάντες αφημένα
Σε μια παρ ολίγον γιορτή.
Η κράση των υγρών μυστηρίων, πιο νωρίς από το κρύο
Να αφεθεί προς τέρψη των βλέφαρων
Πιες και εσύ από το νιπτήρα της ζωής, αποφεγγάρισμα.
Μια πρόποση τους έφερνε πάντα κοντά και ήταν στο λίγο,
Το πολύ πιο νωρίς, απέχει από το φθηνό κρασί.
2) Ο κλόουν
Η παράσταση έλαβε τέλος.
Οι κλόουν ξενιτεύτηκαν, οι θεατές
Σήκωσαν τα μανίκια τους.
Βαρέθηκαν γονατιστοί να περιμένουν
Ένα θαύμα, πρήστηκαν τα γόνατα τους,
Τα ματιά τους δεν αντικρύζουν το φως.
Στο σκοτάδι δόθηκε και αυτή η παράσταση,
Στη σκιά.
Σαν τα νευρόσπαστα του διπλανού
Κουκλοθεάτρου.
Ο θαυματοποιός πήρε στους δρόμους
Τις φιγούρες και άφησε μια ρωγμή στο δωμάτιο του
Τόσο δυνατή όσο ο σεισμός στον ωκεανό.
Η παράσταση έλαβε τέλος.
Τα ζώα πλύθηκαν και πήραν το δρόμο
Της επιστροφής.
Οι τέντες μαζεύτηκαν σε κυκλικό άξονα,
Τα παλκοσένικα ντροπιάστηκαν να περιμένουν
Το φως, ένα θαύμα, μια ματωμένη παρουσία.
Τα ρούχα του θηριοδαμαστή δεν του κάνουν πια,
Κόντυναν, δεν κάνουν σε κανέναν τούτης της εποχής.
Η παράσταση κουράστηκε, έλαβε τέλος.
Κανείς δεν θα την θρηνήσει, αλλωστε ήταν πολύ νέα
Για παραμύθια,
Πέντε ουσιαστικά με δυο ρήματα, τι να σου κάνει
Αυτό το γεύμα χωρίς συνοδευτική χαρμολύπη.
Η παράσταση έλαβε τέλος, χρόνια τώρα.
Λιποψυχά ,αγκομαχά, τρίζει και στιλβώνει
Τα σκεύη του θηριοδαμαστή, τα πολύχρωμα τόξα
Σκουριάζουν στη γωνιά τους.
Η παράσταση έλαβε ένα τέλος./
3)Το τελευταίο ποίημα
Η ζωή αξίζει οσο ένα πετράδι χρυσού.
Την έντυσες πολύχρωμη σαν την Άνοιξη
Κι σαν αυγή δροσερή δημιούργησες κερένια
Γλυπτά ευτυχίας.
Είμαστε χωρίς χέρια και πόδια
Κρεμασμένοι στο φως, διασπαρμένοι
Από τη ζωή, με ένα πικρό γέλιο στα χείλη.
Είμαστε κάτι άχαρες προεκτάσεις της ζωής στο μέλλον.
Πλέουμε στα νερα του βαθιού πελάγους
Ξαπλωμένοι στο φως πλέουμε….
Πλέουμε…
Κόντρα στον ήλιο που μας μέρεψε…
Πλέουμε τώρα ηδονικά.
Ο κόσμος γύρω μας τυφλός.
Τι φταίει η ζωή, αν η Μούσα μας δεν σου έδωσε
Την έμπνευση.
Η ζωή μεταλλάσσει, τα σύννεφα φεύγουν κι ο ουρανός
Είναι ένα μεγάλο ψαροκόκαλο φάλαινας
Φωτίζει, με τις πολύχρωμες ανταύγειες του, τον κόσμο.
Κανείς δεν ξέρει όμως τι θα ξεσπάσει μέσα από τη βροχή.
Κανείς δε γνωρίζει τι θα στοιχίσει αυτή η βαριά,
Ανυπακοή.
Ο ουρανός και η ζωή ένας κόσμος σε μια σάρκα.
Η γη ζεστή και φιλική, σαν ένα κομμάτι ψωμί
Τι φταίει η Μούσα ,αυτή δε σου έδωσε την έμπνευση.
Εκείνη άλλωστε αξίζει όσο ένα πετράδι χρυσού.
Κλείσε το στην παλάμη σου, στη σάρκα σου.
Θα νιώσεις τον ίλιγγο και μια φωτιά αθάνατη
Να καίει τα μάτια σου.
Σκιές και χρώματα, ανθρώπινες προφητείες
Σε έναν κόσμο σκληρό.
Φως και σκοτάδι σε μια στιγμή αιωνιότητας
παντρεμένα.
Τι φταίει η ζωή, αν η ύπαρξη σου μοιάζει
με σκια περιστεριού,
Σαν ένα άγριο θηρίο που περιπλανιέται στους έρημους
Σκοτεινούς δρόμους της Αθήνας.