Ο Γιώργος Ν. Μανέτας, είναι απόμαχος Έλληνας ναυτικός και ποιητής. Γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1961 στην Αθήνα από Κερκυραίους γονείς και από το 1990 είναι νυμφευμένος με την ποιήτρια Δήμητρα Δελακούρα (Λιζέτε Ντε Σόουζα Σερκέιρα). Τα έτη 1977 - 1996 εργάστηκε ως ναυτεργάτης σε ελληνικής και ξένης πλοιοκτησίας φορτηγά και γκαζάδικα ποντοπόρα πλοία. Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών από τα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας και νυν αντιπρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου της (2020 – 2022) 'Eχει εκδώσει τα βιβλία: Θάλασσα, ποιήματα (1997) Αστρολάβος, ποιήματα (1998) Οξυτέρα Εγγυτάτη, ποιήματα (1999) Ναυσίν Άριστοι, ποιήματα (2001) CD Ανθολογία Ποιημάτων (2004) Ναυσίν Άριστοι, ποιήματα τόμος Α' (2018) Της Θάλασσας, ποιήματα τόμος Β' (2018) από τις εκδόσεις Αρισταρέτη - Τιμής Ένεκεν http://georgemanetaspoema.blogspot.com/
Ποιήματα
Μνήμες
Στον άταφο ναύτη Στην γοερή σού ορκίζομαι κείνη κραυγή του φάρου και στου βυθού που ξάπλωσες την άμμο τη νωπή, θύρα να βρω στα βάθη της ν' ανταμωθώ του Χάρου τ' ανήλια εκείνα δώματα που κατοικεί η σιωπή. Κι όταν θα βρω το σκοτεινό του Χάροντα λημέρι, τα πιο ακριβά μαλάματα θα δώσω και σκουτιά, για να σου σφίξω ακόμη μια στερνή φορά το χέρι πριν σε πλαγιάσει ατίμητο του ερέβους η ερημιά. Πριν να σε λούσει πένθιμα το φως απ' το φεγγάρι και πριν της λήθης τ' όνομα στην πέτρα σου γραφτεί, βάζω την πένα στο χαρτί και κάνω την δοξάρι για να τους πω πως χάθηκες δίχως κλαυθμό, ταφή: Λέξεις συλλέγω ιάσμινες να πλέξω το στεφάνι μα η ρίμα βγάζει συμφορά και στεναγμού λυγμό. Στο θλιβερό ταξίδι σου, η πένα μου αποκάνει, πενθεί και υγραίνει ως να 'τανε κι εκείνη από πνιγμό. ©Γιώργος Ν. Μανέτας Θύμηση Πάλι χθες στο εικονοστάσι σαν να σβήστηκε το φως μου· γιε μου - εσύ, πικρό κομμάτι της ζωής μου, μακρινό... σε ποιας Θάλασσας τη μέση, σε ποιαν άκρη αυτού του κόσμου ταξιδεύεις και δεν βλέπω πίσω να ΄χεις γυρισμό; Σαν να μου χτυπάει την πόρτα κάθε θόρυβος που φτάνει μα στην κάμαρά σου, γιε μου, το κρεβάτι σου αδειανό. Το κρεβάτι αυτό που στρώνω και χαϊδεύω, που 'χα γιάνει το κορμάκι σου εκεί πάνω, τώρα μοιάζει νεκρικό. Θέλω λίγο ν' αγκαλιάσω την ανέγγιχτη ψυχή σου πριν τα μάτια μου σφαλίσω και δεν έχουν μνήμη πια. Έλα, εγώ μονάκριβέ μου που καρτέραα τη ζωή σου και τη στόλιζα με τ' άνθη της ψυχής μου, γιασεμιά. Πριν η νύχτα χαμηλώσει και μ' αγγίξει το σκοτάδι και σ' αυτό το εικονοστάσι πια το φως μου σκορπιστεί, έλα να σ' αγγίξει λίγο της υστέρησης το χάδι, και της θύμησής σου ο πόνος κάπως μέσα μου σβηστεί. ©Γιώργος Ν. Μανέτας Το ψέμα Λες: Η ζωή σου έρημος δίχως χαρά και γέλιο. Κι ακόμη, έναν άναστρο πως βλέπεις ουρανό. Θαρρείς πως όλη σου η ζωή κατήφεια και φραγγέλιο. Πως γιατρικό στον πόνο σου δεν βρίσκεις ικανό. Δες: Η ζωή μια ρεματιά, που ρέει στην κατηφόρα, που δίνει όμως τα θαύματα τα δροσερά, σ΄ αυτόν που δεν νογά λιγόψυχα και δεν λυγά στη μπόρα. Θέλει, καρδιά! θέλει, ψυχή! Γι' αυτό σου λέω, λοιπόν: Τρεις δρόμους έχει, κι απ' αυτούς τον έναν θα διαλέξεις. Εσύ, ποιον θες να πορευτείς, τον ίσια ή τον λοξά; Ο πρώτος, λούζεται στο φως. Τον άλλον να προσέξεις. Αν θες τον τρίτο, διάλεξες τον Xάρο γι’ αμαξά. Δράκους δεν θα 'βρεις ζωντανούς, θεριό να σε φοβίσει. Αυτό το σύμπαν φτιάχτηκε στη Χάρη ενός Θεού. Θροεί σαν φύλλο, μα για δες: Μπορεί να σταματήσει; Δεν είναι βάσανο η ζωή. Το ψέμα, είναι αλλού... ©Γιώργος Ν. Μανέτας Είναι φορές Της πριγκίπισσας Σίσυ Είναι φορές, που αισθάνεται μια ζεστασιά η ψυχή μου. Κι άλλοτε, πάλι, νιώθει αυτή δίχως χαρά καμιά. Μην αρκετά δεν έγιανε κάποια παλιά πληγή μου κι έτσι αθεράπευτη, έφυγε, προς κάποιαν ερημιά; Είναι φορές, που αισθάνομαι μετέωρη σ' ένα χάσμα, που από κει μέσα με καλούν για να το κατεβώ δικοί και φίλοι μου στενοί, που πέρασαν το φάσμα όταν ο Xάρος θέριζε με δρέπανο ακριβό. Είναι φορές, που οι σκιές της νύχτας με κυκλώνουν και με θρασεία κι αναίτια τη συμπεριφορά, λένε πως είναι αφίλητες και πως κοντά ζυγώνουν, διψώντας απ' τ’ αχείλι μου την τοξωτή φορά. Κι είναι φορές, όπου η χαρά στον κήπο περιμένει, κι είναι μι' απόλαυση ψυχής κείν' η στιγμή του πώς γιατί, στο φως τους νιώθω εγώ η ελπίδα να προσμένει: Πυγολαμπίδες σπέρνουνε τ' αμάραντό τους φως. ©Γιώργος Ν. Μανέτας Της ψυχής Συγγνώμη: Που δε στάθηκα σωστή, να σ' αγαπήσω. Που δεν ποτέ μου νοιάστηκα τον πόνο το δικό. Άνθρωπε συ, που δίπλα μου, μπορούσα να φιλήσω ποτέ μου, δε σ' αντίκρισα με βλέμμα φιλικό. Συγγνώμη: Που δε φύτεψα στη γλάστρα ένα λουλούδι. Που των ανθών δε μ' άρεσαν οι μύριες ευωδιές. Που των πουλιών δεν ήθελα ν' ακούσω το τραγούδι. Οπού γι' αυτά, δεν έγραψα, να ευφράνω τις καρδιές. Συγγνώμη: Έρωτα, γιατί δεν ήμουν όσα “πρέπει”. Γιατί, δεν ήμουν αρκετή να σου δοθώ πιστά. Κι ενώ, το βλέμμα το δικό μου θα 'πρεπε να βλέπει εσένα· τ' άλλα κοίταγε, τα ξένα, τα ρευστά. Συγγνώμη: Θέ μου, που μισώ και δεν μπορώ να γιάνω. Που 'ν' η ψυχή μου ακάθαρτη κι η σκέψη μου φαιδρή. Που κι αν γι' αγάπη μίλησες, τ' αντίθετα εγώ κάνω. Συγχώρεσέ με, πλάστη μου, που δεν είμ' αρκετή. Συγγνώμες μύριες σάς ζητώ γιατί δεν ήμουν άξια να σεβαστώ τον έρωτα, τα δέντρα, τα πουλιά. Να σεβαστώ τον άνθρωπο, η αμαρτωλή κι ανάξια ψυχή, που δεν λαχτάρησε σταυρό, μιαν εκκλησιά. Συγγνώμη... ©Γιώργος Ν. Μανέτας Κόκκινο Ντυνόσουν με το κόκκινο, να σου ποθούν τα χείλη. Βιαζόσουν, για ν' αγαπηθείς πριν η καρδιά σβηστεί. Της παρθενιάς το τίμημα στο καθαρό μαντήλι το ξόδεψες, χωρίς να δεις τον Έρωτα - ληστή. Αυτός ο κόσμος δεν χωρά για που 'θελες να παίξεις. Παράσκυψες να τον διαβείς μα η κλειδωνιά κλειστή. Συνωστισμοί που προσδοκούν τ' άλικο φως να φέξεις προσμένουν, για τ' αγγελικό δίχως πτυχές κορμί. Πληθυντικός το στόμα σου και το χαμόγελό σου. Ήρθ' ο καιρός και πέταξες με τα φτερά κλειστά. Παρακαλούσες να μη δεις μπροστά το διάβολό σου. Που σ' ενοχλούσαν φέγγουνε τα κόκκινα σβηστά. Πλήθη τ' αφίλητα πενθούν τεφρά τώρα σου χείλη. Ο νυκταλήτης διάττοντας περνάει και σε θρηνεί. Τ' αγγέλου ακούστηκε λυγμός λιγόθυμος στην πύλη. Αστράφτει. Γύρω σου βροχή. Σιγή παντοτινή. ©Γιώργος Ν. Μανέτας Η αμαρτωλή Δε σου 'μεινε φωνή να πεις για τα βουνά, τα δάση, oύτε χαρά πια σου 'μεινε να τραγουδάς για κείνα. Σαν να τελειώνει σου η ψυχή, σαν να τελειώνει ο κόσμος. Μόνο μετάνοια σ' εκκλησιά τώρα για σένα πρέπει. Μπολιάστηκες έρμη ψυχή στα μάταια των ερώτων δίχως ποτέ σου να σκεφτείς νερό στους διψασμένους. Δίχως ποτέ ν' αφουγκραστείς ένα των άλλων δάκρυ. Δε σ' άφηνε, για να τα δεις, το θάμπος των ματιών σου. Στα λαμπερά μα πρόσκαιρα της νιότης κείνα χρόνια τεταραγμένη σύρθηκε στ' ανάσκελα η ψυχή σου. Ήρθε κι ο χρόνος σ' έντυσε τη νύχτια του ρυτίδα. Το μαρτυράει το λιγοστό του καντηλιού πια λάδι. Μαυράγγελοι και Χερουβείμ σε διεκδικούν παρόντα κι ένας στυγνός σα Χάροντας με τη ρομφαία της δίκης σου ψιθυρίζει τ' ακριβό του τέλους σου ταξίδι: Κεκοιμημένη μου αδερφή, ζυγίζω την και φεύγω. Ψάλλοντας κλαίνε οι άγγελοι δίχως ψυχή στα χέρια, δίχως πομπή ν' ακολουθεί το λάλον του αρχαγγέλου. Ένας ανθός μόνο σταυρός, σφοδρός κριτής που ψέλνει: Των κολασμένων τις ψυχές τις παίρνουν τα τελώνια. …………………….. Μοίρες κακές με μοίραιναν τη νύχτα που γεννιόμουν κι ευχή μου δόθηκε στρεβλή να ζω δίχως τον ύπνο. Όνειρο εγώ δεν γνώρισα, γι' αυτό και δεν θυμάμαι αν ζωντανή που το 'γραψα, ή τώρα πεθαμένη… ©Γιώργος Ν. Μανέτας