Ο Τόλης Νικηφόρου είναι ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε στην Πλατεία Δικαστηρίων της Θεσσαλονίκης, αποφοίτησε από το Κολλέγιο Ανατόλια και σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων. Εργάστηκε κυρίως ως σύμβουλος εσωτερικής οργάνωσης επιχειρήσεων στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και το Λονδίνο και ταξίδεψε σε πολλές χώρες. Ως τώρα έχουν εκδοθεί 40 βιβλία του, 24 ποιητικά (μαζί με τη συγκεντρωτική έκδοση, Ο πλοηγός του απείρου, 2004 και τα Επιλεγμένα ποιήματα 1966-2017, 2018) και 16 πεζογραφίας (4 μυθιστορήματα, 9 συλλογές διηγημάτων και 3 παραμύθια για μεγάλους). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε 10 ευρωπαϊκές γλώσσες (στα Ισπανικά και τα Γερμανικά σε αυτοτελείς εκδόσεις) και έχουν περιληφθεί σε πολλές ελληνικές και ξένες ανθολογίες, καθώς και στα κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας της μέσης εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την Κύπρο. Για το παραμύθι του, Σοτοσαπόλ ο χρυσοθήρας του απονεμήθηκε το βραβείο μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς το 1989 και για τη συλλογή διηγημάτων του, Ο δρόμος για την Ουρανούπολη, το κρατικό βραβείο διηγήματος το 2009. Για το έργο του έχουν γίνει πέντε αφιερώματα σε λογοτεχνικά περιοδικά, στα οποία έγραψαν περί τους 70 ποιητές,πεζογράφοι, κριτικοί κ.α. (το πιο πρόσφατο στο περιοδικό Μανδαγόρας το 2021). Ο φιλόλογος και σκηνοθέτης Φώτης Συμεωνίδης γύρισε ένα Ντοκιμαντέρ 58' λεπτών με τίτλο «Σ'αγαπώ-Ελογοκρίθη, η αλήθεια του ποιητή Τόλη Νικηφόρου», το οποίο προβλήθηκε με επιτυχία στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης το 2015, σε διάφορα άλλα φεστιβάλ, σε πνευματικά κέντρα, βιβλιοθήκες, σχολεία, καθώς και από την ΕΡΤ3 το 2017.
Σαράντα ποιήματα του Τόλη Νικηφόρου:
1εγώ
μη με κοιτάτε έτσι χλωμό
καλοντυμένο
με τρόπους άνετους και με κινήσεις
από το σπίτι στο γραφείο
απ' το γραφείο στο σπίτι
σε μάταιο κύκλο ερμητικά κλεισμένο
μη με κοιτάτε έτσι δειλό
με το σημάδι του γραφιά στο δάχτυλο
με τον μισθό στην πρώτη και στις δεκαπέντε
ανίδεο
ή με τη γνώση υποταγμένη
εγώ
κρύβω στα μάτια μου οράματα που οδηγούν
σε τόπους και καιρούς που θα ‘ρθουν
εγώ
μπορώ με μια φωνή
να πλημμυρίσω τις πλατείες
τους δρόμους με σημαίες και λάβαρα
με μια βουή ασυγκράτητη που καταλύει τα πάντα
η φαντασία μου εξουσιάζει τη ζωή σας
2
ποιητής
εγώ δεν γράφω στίχους
δεν τραγουδάω
σαν προαιώνιος κατακλυσμός
κλονίζω τα ίδια φράγματα
σαν την πανούργα θάλασσα
κατατρώω τον ίδιο βράχο
σαν πεισματάρης γύφτος
δουλεύω το ίδιο φυσερό
ανάβω την ίδια φλόγα
κολλάω αφίσες με το σάλιο μου
σκίζω στολές
τσακίζω αλύπητα παράσημα
χορεύω στις ανύποπτες πλατείες σας
μπερδεύω τους λογαριασμούς σας
ανοίγω το κλουβί να φτερουγίσετε
αδειάζω ένα τσουβάλι ζωγραφιές στα πόδια σας
3
το μαγικό μπαλόνι
αγόρασα ένα μαγικό μπαλόνι
μη με ρωτήσετε πότε και πού
είναι σαν να το είχα πάντα
κι όμως θυμάμαι ότι το πλήρωσα πανάκριβα
έδωσα το δεξί μου χέρι
κομμάτια ματωμένα από τη γούνα μου
γι' αυτό και το κρατάω τρυφερά
ανάλαφρα στα δυο μου δάχτυλα
μα δεν το κρύβω σε δωμάτια μυστικά
το περιφέρω στους μεγάλους δρόμους
και το εκθέτω στους πιο άγριους καιρούς
κι εκείνο αντέχει μ' ένα τρόπο θαυμαστό
του ψιθυρίζω λέξεις
μουσικές
και το κοιτάζω εκστατικά
μπορώ να διακρίνω μέσα σου ολοκάθαρα
μυριάδες χώρες άγνωστες και μακρινές
και πολιτείες μυθικές ονειρεμένες
άστρα, πλανήτες, νεφελοειδείς και γαλαξίες
και πάνω απ' όλα
εσένα, τα παιδιά, τον ήλιο τον μοναδικό
το κόκκινο ολοκόκκινό σου ρούχο
4
το τραγούδι του έρωτα
είμαι πλασμένος από μαύρο χώμα
ανθίζω όπως η μυγδαλιά το καταχείμωνο
φέρνω πολύτιμο μέσα στις φλέβες μου
αυτής της ίδιας γης το σπέρμα
φιλάω μία-μία της άκρες των δαχτύλων σου
διατρέχω με τα χείλη μου
το κάθε εκατοστό του δέρματός σου
αγγίζω ψηλαφώ ορθώνω τις σκληρές θηλές σου
ψάχνω τις εσοχές σου με τη γλώσσα μου
τις εξοχές σου με τις μύτες των δοντιών
βρίσκομαι πάνω, πλάι, κάτω σου
εισβάλλω μένω ακίνητος
σαν κορυφή βουνού
που την τυλίγει ο μπαμπακένιος ουρανός
νιώθω να πάλλεσαι σαν τρυφερή χορδή
να χαλαρώνεις και να σφίγγεσαι
ν’ αποτραβιέσαι και να δίνεσαι
εισπνέω αχόρταγα το άρωμα
μετράω τους σπονδύλους σου
αδειάζω βίαια τη ραχοκοκαλιά μου
τον νωτιαίο μου μυελό
λούζομαι μέσα στα δάκρυα των μαλλιών σου
είμαι ένα πυρωμένο σίδερο
που ανεξίτηλο χαράζει στη μήτρα σου το μέλλον
κάθε σου ηδονικός σπασμός
μια οιμωγή του κόσμου που γεννιέται
είμαι η ίδια η ζωή
και είμαι αθάνατος
5
γυναίκα
κάθε μικρή σου υποταγή
μειώνει τη δική μου ελευθερία
εμένα ταπεινώνει
κάθε χαμένο σου δικαίωμα
πληγώνει τη δική μου αξιοπρέπεια
κάθε παραπανίσιο σου φορτίο
έχει σε μένα ρίζες προγονικές
κάθε σε βάρος σου αδικία
είναι μια στυγερή κλοπή
απ' το παγκάρι της δικής μου εκκλησίας
κι όταν εσύ λιποψυχείς
εγώ είμαι ο αληθινός προδότης
στέκεσαι δίπλα μου
στο σπίτι, στη δουλειά ή στο οδόφραγμα
και με τα ίδια μάτια
ελεύθερα ατενίζουμε τον ήλιο
περήφανοι
ασυμβίβαστοι
ωραίοι μέσα στα τόσα ελαττώματά μας
εμείς που η φύση έταξε σε σάρκα μία
6
ο πλοηγός του απείρου, 1
είναι ανεξακρίβωτες οι προθέσεις του
καθώς σιωπηλός μας οδηγεί
πέρα από τις γνωστές θάλασσες
πλοηγός του απείρου
με πρόσωπο σκοτεινό
έχουν πολλά να εξερευνήσουν
τα τυφλά μας μάτια
τα μυστικά της άλλης όχθης
τι κρύβεται πέρα από την αγάπη
πώς από μαύρο πυρήνα
εκσφενδονίζεται ακέραιο το φως
ο δικός του ουρανός
είναι μια έρημος με υπόγεια νερά
ένας ανεξερεύνητος γαλαξίας
όπου καίγονται οι ψυχές σαν άστρα
7
Κασταλία πηγή
γαλάζιο σύννεφο
μικρό πουλί
δώρο της τύχης και της άνοιξης
σαν Ινδιάνος ονομάζω το παιδί μου
ζεστή φωτιά
αρκούδας γούνα απαλή
ανθισμένο καλύβι σ' ένα κόσμο ερημιάς
σαν Εσκιμώος ονομάζω το παιδί μου
πρωινή δροσιά του χόρτου
φτερουγίζει στο μέτωπό του
η ανάσα του σαν κόκκινο μπαλόνι
υψώνει επίκληση στον ουρανό
με δέος η απεραντοσύνη
αγγίζει τα δυο του χρόνια
κι εγώ ισοβίτης από τοίχο σε τοίχο
τα βήματά μου που μετρούσα
λούζομαι τώρα στις μυστικές του λέξεις
με τα νύχια στην πέτρα ζωγραφίζω το φως
8
τα δέντρα
εξόριστα παιδιά τ' ουρανού
για την απόλυτη αθωότητά τους
χωρίς πίκρα κατάντικρυ στο γαλάζιο
ανοίγουν μεγάλα πράσινα μάτια
κι άλλες φορές κίτρινα ή κόκκινα
χορδές της μουσικής και της μοναξιάς τους
τα δέντρα υμνούν το φως
ανάβοντας σιωπηλά το κάθε τους φύλλο
ψιθυρίζοντας ένα παιδικό τραγούδι
αγγίζοντας τη φουντωτή ουρά του ανέμου
φιλοξενώντας πουλιά κι αστέρια
έτσι μιλώντας για το απρόσιτο
τα δέντρα
ένα ουράνιο τόξο που φύτρωσε στη γη
φωτίζουν γαλήνια την αιωνιότητα
για τον άνθρωπο
9
ούτε ένα ξέφτι απ’ το χαμόγελό σου
μου λείπει η άνοιξη
η άνοιξη μετά βαρύ χειμώνα
που πλημμυρίζει τον αέρα φτερουγίσματα
το φως μου λείπει
απ' τα γαλάζια μάτια σου
τις επτασφράγιστες τώρα μητέρα
πύλες του κόσμου
μου λείπει τ' όνομά μου στα δικά σου χείλη
αυτά που μόνο εσύ για μένα ήξερες
τώρα δεν μένει τίποτα
ούτε το θρόισμα από το φόρεμά σου
μια νότα απ' τη φωνή σου
μικρό ένα ξέφτι απ' το χαμόγελό σου
τώρα δεν μένει
παρά να σκεπαστώ μ' αυτό το τίποτα
και στο κενό βουβός να βλέπω
κάποιον που θα ‘λεγες πώς είμαι εγώ
σαν τον χλωμό αντικατοπτρισμό
μιας παιδικής φωτογραφίας σου
10
γενέθλια πόλη, 1
αγιόκλημα και ψάθινες καρέκλες
για να τσιμπολογάνε τα παιδιά
απ’ τα χουνάκια με τα τυπωμένα φύλλα
κι από το καλοτάξιδο πανί της Αίγλης
σπόρια ονείρου
εκεί στο τέρμα της ανηφοριάς
ο ήλιος ν’ αμολάει απλόχερα τους ήχους
από τα κατρακύλια και τα ξύλινα πατίνια
στο καλντερίμι της Αγνώστου Στρατιώτου
αριστερά και δεξιά πιο κάτω
ν’ απλώνεται η πλατεία ουρανός
με τα αρχαία λουτρά του Παραδείσου
και τ’ άσπρα σύννεφά της ν’ ανεμίζουν
σημαία στο καμπαναριό του Άι Δημήτρη
μέσα απ’ τη γη να ξεπροβάλλει
η ανθισμένη Παναγία Χαλκέων
όλα στη θέση τους αμετακίνητα
όπως το χέρι του πατέρα
τους εφιάλτες στο σκοτάδι όταν έδιωχνε
η φλόγα απ’ το δαδί να λαμπαδιάζει
στο πρωινό δωμάτιο του χειμώνα
κάθε κατώφλι μια ζεστή ποδιά
και ο βαρδάρης άγριος παγερός και οικείος
ένας μεγάλος αδερφός, μια βεβαιότητα
διαρκώς να αλλάζουν και να μένουν
όλα στη θέση τους αμετακίνητα
αμετακίνητη η Πλατεία Δικαστηρίων
απ’ όπου ξεκινούσε κι όπου τέλειωνε
η Εγνατία Οδός αυτού του κόσμου
11
λέξεις αμετανόητες
τα χρόνια μου έζησα εξόριστος
ένας μισοσβησμένος στίχος
σ' αρχαία μετόπη της γενέθλιας πόλης
μέσα στο κάθε κύτταρό μου
ήταν γραμμένη η προαιώνια ουτοπία
έτσι ακριβώς όπως την είχε ονομάσει
ο καθημερινός τριγύρω θάνατος
πάντα ταξίδευα
αφού ο βαρδάρης σου με γέννησε
και το άλφα της αγάπης σου
με σφράγισε πατρίδα
αφήνοντας ορθάνοιχτες τις πύλες μου
ποτέ το ψέμα δεν προσκύνησα
την ποίηση δεν εγκατέλειψα
τα κάστρα στο γαλάζιο όταν προσεύχονται
πέρα ως πέρα φωταγωγημένα
από τα μάτια των παιδιών
12
την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας
την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας
εισπλέει αθόρυβα
στις γκρίζες γειτονιές του κόσμου
ο μέλλων χρόνος ως πέλμα αιλουροειδούς
ελεύθερο
το πάνσοφα αθώο βλέμμα των νηπίων
στον παρελθόντα χρόνο εναποθέτει
τα πορφυρά ενδύματα της εξουσίας
από το άλφα ως το ωμέγα
ευθύς τα γράμματα ενώνονται και ενοποιούνται
στο σχήμα του ήλιου ανατέλλουν τα παράθυρα
αρχαίοι λινοτύπες
συνθέτουν τίτλους με λευκά πουκάμισα
και κάτω από τα υψωμένα χέρια
το αύριο έκθαμβοι αναγγέλλουν στους εξώστες
κορίτσια αστραφτερά σαν χελιδόνια
με το άπειρο ολοζώντανο στα μάτια τους
στις στέγες αιωρούνται
και τα ερωτικά προαύλια
φωτιά από σύννεφα απλωμένη στα μαλλιά τους
συστάδες δέντρων διαρρηγνύουν την άσφαλτο
και σιωπηλά αναδύονται στο φως
έφηβοι κωπηλάτες λάμνουν
το πυροτέχνημα κορμί
και στο γαλάζιο εξακτινώνονται
ενώ τριγύρω τα περίπτερα
λικνίζονται στη μουσική
που ηδονικά τις χαραμάδες διαστέλλει
παρέκει ούτε μια μοίρα αστέρι μου
λιγότερο ούτε ένα στίχο από τον ουρανό
13
όταν πεθαίνει ένα παιδί, 1
αβιταμίνωση
είναι όρος των στατιστικών δελτίων
η πείνα εξωραϊσμένη
αποπροσωποποιημένη
όπως θα τόνιζε και κάποιος διανοητής
λέξη χωρίς εικόνα
ένα παιδί είναι μονάκριβο
ένα παιδί πεθαίνει κάθε δευτερόλεπτο
με την κοιλιά πρησμένη
μάτια που δεν χωράνε πια στις κόγχες τους
σε χώρες που ονομάζονται εξωτικές
πεθαίνει στο κατώφλι του σπιτιού μου
όταν πεθαίνει ένα παιδί
πέφτει βαθύτατο σκοτάδι το ξημέρωμα
βρέχει μεγάλα δάκρυα λαμπερά
πέτρινα γίνονται τα φύλλα και τα δέντρα
όταν πεθαίνει ένα παιδί
ταράζεται ο ύπνος των αρχαίων νεκρών
κι από τη γη αναδύονται τα πρόσωπά τους
ενώ σαν χάλκινο πουλί
ο άνεμος τοξεύεται στο χώμα
όταν πεθαίνει ένα παιδί
οι λέξεις κι οι φωνές συντρίβονται
τριγύρω ο κόσμος καταρρέει
14
αυτοβιογραφία, 1
κρατάω την ανθρωπότητα στην αγκαλιά μου
απλώνω τα σπασμένα δάχτυλα
και της χαϊδεύω τα μαλλιά
της γράφω παραμύθια
της ψιθυρίζω ποιήματα
και τη φιλάω τρυφερά στα μάτια
λες κι είναι ένα μικρό παιδί
ζεστό καυτό
και με τον εφιάλτη από τον ύπνο τρομαγμένο
λες κι είναι το δικό μου το παιδί
λες κι είναι όλα τα παιδιά του κόσμου
που αξίζουν ένα θαύμα καθημερινό
όπως το βότσαλο όταν αστράφτει
με χίλια χρώματα στα διάφανα νερά
και ζουν μέσα στο ψέμα και τον θάνατο
κρατάω την ανθρωπότητα στην αγκαλιά μου
να τη ζεστάνω για να ζεσταθώ κι εγώ
και της μιλάω για ν' ακούσω ζωντανή φωνή
και κλαίω
15
βυθισμένοι σε αχνά χαμόγελα και φως
μέσα σε πολύχρωμα αδιάβροχα και ζεστούς σκούφους
φορώντας τις μαγικές τους μπότες
βυθισμένοι σε αχνά χαμόγελα και φως
κάθε πρωί εισπλέουν στο νηπιαγωγείο της γειτονιάς
οι άγγελοι που δεν γνωρίσαμε
σαν μπίλιες απ’ τις τσέπες τους
στο χώμα απλώνουν όλα τ’ αστέρια τ' ουρανού
μας δείχνουν τον θεό που δεν πιστέψαμε
σκορπίζουν στον αέρα θαύματα που δεν αξίζουμε
με μιαν ανάσα τους στηρίζουν την ετοιμόρροπη ζωή μας
16
και πάλι εγώ στο τίποτα θα υπάρχω
όταν το κάτι αυτό
το οτιδήποτε
για μένα θα τελειώσει
και πάλι εγώ στο τίποτα θα υπάρχω
θα είμαι εκείνο που τα μάτια σας θαμπώνει
το ύψιλον στα μυστικά, στη νύχτα, στην ψυχή
η απαλή καμπύλη στο αύριο
το χι στο χάδι ή στο χώμα της πατρίδας σας
όταν το κάτι αυτό
το μάταιο οτιδήποτε τελειώσει
στο τίποτα η αγάπη ξεχασμένη θα υπάρχει
θα σας αγγίζει απαλά
θα σας ζητάει χαμογελώντας το αδύνατο
17
μαθητεία, 2
και πάλι υπέβαλα στο άγνωστο
τις πέντε αισθήσεις μου και την ψυχή μου
και έγινα δεκτός στην πρώτη τάξη
του σύμπαντος σχολείου της αγάπης
τα τραύματά μου γράφοντας σαν όνομα
στο εξώφυλλο της καθημερινής ζωής.
είναι καλός για άνθρωπος
λένε οι δάσκαλοι μου με τον τρόπο τους
μια φλαμουριά που αγγίζει το μπαλκόνι μου
ένα γατί που περπατάει νωχελικά στον ήλιο
θα μάθει γρήγορα
όσα μπορεί να μάθει.
κι εγώ επιμένω
αφού δεν έχω πού αλλού να πάω
μερόνυχτα εγκύπτω
και λέω πως συνεχίζω τις σπουδές μου
σ' αυτό το πρώτο και πιο δύσκολο σχολείο
απ' το οποίο δεν προβλέπεται αποφοίτηση
18
ευτυχία
σε γνώρισα σε χρόνο παρελθόντα ή μέλλοντα
με κάτι από τους γαλαξίες στο βλέμμα σου
στην κίνηση σου κάτι από γατάκι ή τίγρη
στο φόρεμά σου κάτι από το φως
σε κάποιαν άλλη εποχή πρέπει να ζήσαμε μαζί
σε κάποια χώρα μακρινή σε ξέρω
ξέρω όταν χαμογελάς κάθε ρυτίδα σου
κι όταν σωπαίνεις ξέρω
το σκοτεινό βελούδο των ματιών σου
σε νιώθω τώρα μέσα μου να αναδύεσαι
γεύομαι και μυρίζω κάθε σου τόπο μυστικό
είσαι ο αρχικός μου κωδικός
ψυχή αιώνια παρούσα και απρόσιτη
19
λάμπουν σαν δάκρυα τα Χριστούγεννα
ένας μικρός χριστός γεννιέται πάλι αύριο
μόνος στον κόσμο
ένας μικρός χριστός που ζωγραφίζει θαμπά στο τζάμι
δέντρα για τα παιδιά
καράβια για τα όνειρα
ένα παραμύθι της αγάπης για τους απελπισμένους
παραμονή
και τα χιλιάδες φώτα της πλατείας
στα μάτια του λάμπουν σαν δάκρυα
20
ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται
να ‘μασταν, λέει
τραγούδι σε παλιό γραμμόφωνο
δέντρο σε καλοκαιρινό ψιλόβροχο
ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται.
ή μήπως να ‘μασταν
εκεί ψηλά τα κεραμίδια πλάι στην καπνοδόχο
την ώρα πού όρθιος ξαποσταίνει ο πελαργός.
κι ύστερα, λέει
να φύτρωναν κόκκινα
κατακόκκινα φτερά στους ώμους μας
στα μάτια μας ένας κιτρινισμένος χάρτης για τον ουρανό.
να ταξιδέψουμε πέρα απ' τον πόνο και τον θάνατο.
να ‘μασταν, λέει
με κόκκινα φτερά
ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται
21
βόλτα στις ράμπλας τ’ ουρανού, 3
αργά χθες βράδυ ξαφνικά μες στην ομίχλη
είδα στις ράμπλας τ' ουρανού
λουλούδια και μικρά πουλιά
μάτια να λάμπουν.
κι ένα αρχαίο φιλόλογο και πάλι όρθιο
να διδάσκει άγνωστα κείμενα
σαν υποσχέσεις ή αινίγματα.
χαμογελούσε κι έγραφε
στα δάχτυλά του έλιωνε η κιμωλία του χρόνου
κι απ' τ' ανοιχτά παράθυρα οι έφηβοι
είχαν ήδη δραπετεύσει και ταξίδευαν.
αργά χθες βράδυ ξαφνικά
είδα στον μαυροπίνακα του τίποτα
για πάντα αμετάφραστη τη λέξη ελευθερία
22
ένας ξένος από παλιά στο σπίτι μας
το ποίημα επιλέγει τον δικό του χρόνο για να γεννηθεί
είναι ένας ξένος που κατοικεί από παλιά στο σπίτι μας
κυκλοφορεί στο υπόγειο
και λούζεται με φως στο υπερώο
διαβάζει ένα-ένα τα χειρόγραφά μας
αποκρυπτογραφεί τις μυστικές φωνές
που ταξιδεύουν μέσα μας
και πίνει για να μεγαλώσει
γι αυτό και είναι πάντα μεθυσμένο
το ποίημα επιλέγει τον δικό του χρόνο για να γεννηθεί
όπως πριν από μας επέλεξε αυτό το σπίτι για να κατοικήσει
23
ο προορισμός του ονείρου
α ξαναγεννηθούμε σε μιαν άλλη χώρα
θ' ανακαλύψουμε και πάλι τις πρώτες λέξεις
και θα προφέρουμε περήφανα
κάθε ελάχιστο αυτονόητο
στη γνώση μάταια θ' αναζητήσουμε τον κόσμο
θα περιπλανηθούμε στους μεγάλους δρόμους
με τις σειρήνες μέσα στην ομίχλη
και κάποτε έκθαμβοι θα συναντήσουμε
την πρώτη μας αγάπη
στα μάτια μας θ' αστράφτει
η ίδια προαιώνια λάμψη
τίποτα δεν θα θυμηθούμε
και τίποτε δεν θα ‘χουμε ξεχάσει
24
ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
και να χαμογελάει μια γλάστρα στο μπαλκόνι
αχνά μες στο ψιλόβροχο να ξημερώνει Κυριακή
το χώμα να μυρίζει γειτονιά
και ο ταμπλάς ξεροψημένο σάμαλι
ένας χαρταετός να υψώνεται πάνω απ’ τα κάστρα
νωχελικά να κατεβαίνεις την Αριστοτέλους
να κάθεσαι σε καφενείο της παραλίας
πίσω απ’ τα τζάμια να ρουφάς
αργά, πολύ αργά τον τούρκικο
και να καπνίζεις ένα, δύο, τρία τσιγάρα
με τον καπνό να σε τυλίγει σαν ομίχλη
κοιτάζοντας τα ψαροκάικα και πιο βαθιά τη θάλασσα
ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
χρώματα σκοτεινά να αναδύονται στο φως
να ονειρεύεσαι ταξίδια
25
είσαι
ένα επιφώνημα
τα μυστικά εξαίσια όργανα
που αιφνίδια θρυμματίζουν τη σιγή
μια λάμψη
που δραπετεύει από τα σύννεφα
οι ιαχές στο γήπεδο
που στιγμιαία διαρρηγνύουν
τις γκρίζες πύλες τ’ ουρανού
είσαι
βαθύ πηγάδι αφύλαχτο
σε ανθισμένη αυλή
26
εκείνο το ατίθασο κόκκινο τ’ ουρανού
βουβαίνονται στην παραλία οι φανοστάτες
που άλλοτε ψιθύριζαν εκστατικά το όνομά της
μια βάρκα μόνη αργά λικνίζεται
σε σκοτεινά νερά
εκείνο το ατίθασο κόκκινο τ’ ουρανού
τώρα δειλά αποσύρεται στο βάθος
το πρόσωπο της πολιτείας χλομιάζει
γέρνουν τα φύλλα
τα χρώματα διαλύονται που θάμπωναν τα μάτια
μάτια που τώρα βλέπουν καθαρά
κάθε επιφάνεια και κάθε σχήμα
το αύριο ή το τίποτα
άτυχη αγάπη
που κάποια μέρα χάνεται
όπως ο δρόμος, η πλατεία, οι μουσικές
όπως το άγγιγμα ή το φως
και πια απομένει μια λάμψη αχνή
ή κάτι από ψυχή
πάνω στα κάστρα
μια λάμψη αχνή
μια θύμηση
μια γεύση από χαρτί και δάκρυ
27
να μου διαβάζεις το βαθύ γαλάζιο
σ’ ένα δωμάτιο παλιό, μοναχικό
σ’ ένα δωμάτιο γκρίζο
να μου διαβάζεις το βαθύ γαλάζιο
και το κόκκινο,
να μου διαβάζεις ήχους, μουσικές,
να μου διαβάζεις ποιήματα
στο μισοσκόταδο τα μάτια σου να λάμπουν
να κελαρύζει, να μοσκοβολάει η φωνή σου
να πλημμυρίζει το δωμάτιο λέξεις μυστικές
που αχνίζουν και θαμπώνουν τα παγωμένα τζάμια
στα χείλη σου να ανθίζει
ένα χαμόγελο κρυφό
όπως πετούμενο που ξαφνικά φτερούγισε
σε ερειπωμένο σπίτι
ή ο ξενιτεμένος που επιτέλους γύρισε
στη μία και μοναδική πατρίδα του
να μου διαβάζεις ποιήματα
και να μ’ αγγίζεις με το φως
με κείνο το αχνό λησμονημένο όνειρο
28
πιστεύετε στα θαύματα;
ρώτησε το φεγγάρι στο μπαλκόνι μου
σκορπίζοντας ανταύγειες τα μεσάνυχτα
ψιθύρισε η γαρδένια στο περβάζι μου
με το λευκό της άρωμα
απόρησε μες στις πευκοβελόνες το σπουργίτι
ραμφίζοντας τα ψίχουλα του ανέμου
εγώ κι εσείς
κι όλα όσα βλέπετε είναι θαύματα
τους χαμογέλασε δειλά η άνοιξη τριγύρω
και θαύματα όσα ποτέ σας δεν θα δείτε
με θαύματα γεννιέται πάντα και πεθαίνει ο κόσμος
με θαύματα που κρύβονται μέσα στο φως
πριν απ’ το φως
πέρα απ’ το φως
29
εκστατικά
σιγή
απέραντη σιγή
σαν από θάλασσα βαθιά
πολύ βαθιά
σιγή με λάμψεις
που συνθέτουν φως
ένα άλλο φως
πιο μαγικό
εκστατικό
μια νύχτα κι έναν ουρανό
μια δίψα
σιγή
που εκπέμπει μουσικές
που πλημμυρίζει χρώματα
κι όλα είναι απλά
μεθυστικά
όλα είναι τώρα
και ύστερα
και πριν
και πάντα
τα μάτια σου
30
δεν είμαι μόνος
κάποιες στιγμές
Κάποιες πολύχρωμες κλωστές
που αιωρούνται στο κενό
μες στην ομίχλη
μάτια γαλάζια
φωτεινά
μάτια γλυκά
κι όμως θλιμμένα, μακρινά
πηγές τη ς μνήμης
ο ήχος μιας φωνής
φωνής από πολλές φωνές
και μουσική
καθώς προφέρει απαλά
τα λάμδα στ’ όνομά μου
πέρα απ’ τον κόσμο
με καλούν
πέρα απ’ τον κόσμο
τις καλώ
κι είμαστε ένα
μέσα μου όπως πάντα ένα
εγώ και οι σκιές
οι αγαπημένες μου σκιές
δεν είμαι μόνος
31
στα μαύρα σύνορα
βαδίσαμε μέρες και μήνες
χρόνια βαδίσαμε σαν μόνο μια στιγμή
μες σε λιβάδια και φαράγγια
και στην πολύβουη ερημιά των πόλεων
κοιτάζοντας τ’ αστέρια ή το χώμα
μα πάντα μέσα στην ομίχλη
ακολουθώντας πάντα τους σταυρούς
που πίσω αφήναμε
πάντα ρωτώντας και μην παίρνοντας απάντηση
φτάσαμε τέλος στα μαύρα σύνορα
χωρίς ποτέ να ξέρουμε
εκείνον που μας οδηγούσε
χωρίς ποτέ να ξέρουμε
αν θέλαμε να φύγουμε ή να μείνουμε
και αν θα αφήναμε ή θα βρίσκαμε
μια ξένη χώρα ή την πατρίδα
από τα σύνορα λοιπόν σας γράφω τώρα
αυτές τις μάταιες λέξεις στο σκοτάδι
μόνος μου με τους λίγους που απόμειναν
και τυχερός την τελευταία στιγμή
ένα σπασμένο χέρι που μπορώ
να τους απλώσω ή να κρατήσω
32
μια κιμωλία στον μαυροπίνακα
ξαναδιαβάζω τα ποιήματά μου
χρόνια μετά βυθίζομαι στα χρώματα
στη μουσική των λέξεων
έκπληκτος διακρίνω
να αναδύονται γρίφοι και αινίγματα
εκστατικά φωνήεντα
που θέλγεται το άγνωστο να μου υπαγορεύει
κάπως καλύτερα αναγνωρίζω τώρα
αυτά που γράφει ο δάσκαλος στον μαυροπίνακα
μια κιμωλία εγώ που λιώνει αργά
ανάμεσα στα δάχτυλα του
33
ύμνος ερωτικός
κανένα γυναικείο χέρι
δεν κράτησα
δεν χάιδεψα ως τώρα
με την παλάμη μου
με τ’ ακροδάχτυλα
τόσο ανάλαφρα
τόσο θερμά κι ερωτικά
όσο ένα κοινό μολύβι
ένα μολύβι που κουρνιάζει
ανάμεσα στον μέσο και τον δείκτη
και κάτω απ’ τον αντίχειρά μου
έτοιμο
να γονιμοποιήσει το λευκό χαρτί
ένα μολύβι που ποτέ δεν ζήλεψε
την άψυχη παρέμβαση των πλήκτρων
γνωρίζει πως εμείς οι τρεις
τις ίδιες ρίζες έχουμε
κοινή καταγωγή το δάσος
και φτερουγίζει στο άγγιγμά μου
μέσα στα μάτια μου θυμάται
το δέντρο που ήταν κάποτε
και δακρυσμένο σηκώνει απ’ το χαρτί
τα φύλλα του στον ουρανό
34
μαθήματα δημιουργικής γραφής
το πρώτο μάθημα
ονομάζεται απώλεια
που σε σφραγίζει
με πυρωμένο σίδερο
μικρό κι ανυπεράσπιστο
αν είσαι δυνατός και επιβιώσεις
θα συνεχίσεις τις σπουδές σου
διαβάζοντας βιβλία
μα πάντα ρίχνοντας κλεφτές ματιές
στο νηπιαγωγείο της γειτονιάς
και στ’ ασημένια φύλλα της ελιάς
κάτω από το μπαλκόνι σου
αυτά και ο έρωτας
θα σε οδηγήσουν
και ίσως κάνουν κάποτε
τα ανοιχτά σου τραύματα ν’ ανθίσουν
δεν μένει παρά να κοιτάζεις
το θηρίο στα μάτια
καθώς σου πίνει κάθε μέρα το αίμα
στο μονοπάτι προς μια κορυφή
που δεν υπάρχει
35
το ωραίο ψέμα
κοιτάζω εκστατικά
τα θαύματα του κόσμου
σκόρπια στα καθημερινά μου βήματα
κρυμμένα στ’ ολοφάνερο
σε αυτονόητο μεταμφιεσμένα
κοιτάζω εκστατικά
τα μυστικά και θαύματα
ηδονικά διαβάζω λέξη-λέξη
το αιώνιο παραμύθι της ζωής
κι εγώ ταγμένος να προσθέτω
μια φράση εδώ
ένα στίχο παρακάτω
σαν έτσι να εξορκίζω
τον πόνο και τον θάνατο
σαν έτσι να πιστεύω το ωραίο ψέμα
ένα χάδι ή ένα χαμόγελο
πριν σβήσουν όλα στο σκοτάδι
36
ασκήσεις ματαιότητας
μοναχικός και αδύναμος
γράφω μάταιες λέξεις
λέξεις βουβές και χάρτινες
για κείνους που μιλάνε άλλη γλώσσα
εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάζουν
γράφω για τους απόκληρους
και για τους καταδικασμένους
γράφω αν και γνωρίζω
πως η οδύνη ακυρώνει
κάθε συνδυασμό των λέξεων
κάθε αθώο ποίημα
κι όταν ακόμη εκείνο σφίγγει τη γροθιά του
κι όταν ακόμη ανώφελα δακρύζει
37
γιατί το φως
υμνώ το φως
για να εξορκίσω το σκοτάδι
γιατί πίσω απ’ το κόκκινο
και το βαθύ γαλάζιο
κυλάει ένα ποτάμι θλίψης
υμνώ το φως
σαν χάδι στο παιδί
που ακόμα ελπίζει μέσα μου
σαν κάποια λύτρωση
απ’ τα πολλά μου τραύματα
υμνώ το φως
γιατί είμαι πλάσμα του βυθού
που απώλεσε τον ουρανό
και τον αναζητά
και τον επικαλείται απελπισμένα
υμνώ το φως
για το φως πηγάζει μέσα μου
γιατί δεν έχω άλλη πατρίδα
38
άγρια φυτά στην έρημο του κόσμου
παράξενα πλάσματα
αμετανόητα
να γράφουν με σπασμένα δάχτυλα
να τραγουδούν με κομμένο λαιμό
παράξενα πλάσματα
ασυμβίβαστα
ταχυδρομικά περιστέρια
σε χώρα κυνηγών
μικρά θερμαντικά σώματα
στην επικράτεια των πάγων
μαντατοφόροι μιας αθωότητας
που αιώνες τώρα
αναπέμπει νότες μουσικής
σ’ ένα χαμένο ουρανό
μικρά δακρυσμένα αδέρφια
άγρια φυτά στην έρημο του κόσμου
39
στάση ζωής
να αποδεχτείς τη ματαιότητα
το σκοτεινό μηδενικό
που καθημερινά στα βήματά μας ενεδρεύει
να ζήσεις πάντα διψασμένος
ερωτευμένος με τα θαύματα
λες κι είσαι δεκαοχτώ χρονών
λες και δεν πρόκειται αύριο
να γίνουν όλα στάχτη
ή ακριβώς γι’ αυτό
όχι λοιπόν στη ματαιοδοξία
και ναι στα εκστατικά
στα θαμπωμένα μάτια
ναι στο μολύβι που επιμένει
ένα μολύβι που πεθαίνει
ανυπότακτο
40
να είσαι καλός
κάτι σαν άγγιγμα ή χαμόγελο
κάτι σαν φύλλο
να είσαι καλός
ανυπεράσπιστος
μπροστά στην αθωότητα
εκστατικός
μπροστά στο θαύμα
αιώνια πιστός στην ουτοπία
στη χώρα που δεν έχει δρόμο
στον δρόμο που δεν έχει τέλος
στο τέλος που δεν έχει ελπίδα
να είσαι καλός