Η Δήμητρα Ποντίκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Σπούδασε δημοσιογραφία στο “ Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας και εργάστηκε σε εφημερίδες και ραδιόφωνο. Παράλληλα σπούδασε χορό και Θέατρο στην ανωτέρα δραματική σχολή “Θεατρική Τέχνη”. Με την ποίηση ασχολείται τα τελευταία χρόνια και αποτέλεσε γι’ αυτή το καλύτερο εκφραστικό μέσο του εσωτερικού της κόσμου, ψυχοθεραπεία, ελπίδα και καταφυγή. Εκκρεμεί η έκδοση της πρώτης της ποιητικής συλλογής με τίτλο “Ψυχικές ανατάσεις” από τις εκδόσεις “Ποιείν”.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΑΝΟΙΞΗ
Μη μου μιλάς για Άνοιξη,
τα λόγια σου πονάνε,
σαν του εχθρού λαβωματιά,
τρυπάνε την καρδιά μου,
όταν μια στάλα μύρωμα
για με δεν περισσεύει
μες στο περβόλι του μυαλού
π’ άφησα διψασμένο
Μη μου μιλάς για Άνοιξη!
Πάρ' το κλωνί βασιλικού
μου καίει τα ρουθούνια!
Πάρε τα άνθη μυγδαλιάς,
μου κόβουν την ανάσα
και σύρε, φύγε Άνοιξη
εδώ 'χει αγριοκαίρι,
βρεγμένο ματοτσίνορο
σαν έφυγε το ταίρι!
Τι λέω ο αθεόφοβος
τι λέω ο συφοριασμένος;
Συγχώρησε νυφούλα μου,
μοσχαναθρεμμένη,
το λόγο τούτο το μιαρό...
Πού είναι τα λιβάδια σου,
να 'ρθω να προσκυνήσω,
στόμα της παπαρούνας σου,
να το γλυκοφιλήσω!
Πού πάνε τα ρυάκια σου
να πάρουνε κι εμένα
και τα περβόλια του μυαλού
να τα’ χω δροσισμένα!
Στο πέρασμά σου, έαρ γλυκύ,
φωτίζεται όλη η πλάση,
έλα και πάρε με αγκαλιά
ο πόνος να περάσει!
ΜΟΝΗ
Στο μυαλό της ζει μια μοναξιά φόνισσα,
το κορμί της χωρίς ανδρικά δαχτυλικά αποτυπώματα,
τα χείλη της αιώνια αφίλητα,
ο κρουστός λαιμός της χωρίς τα σημάδια του πάθους,
τα αυτιά της δεν ακούσανε ποτέ το σ’ αγαπώ,
ένα ξεχειλωμένο νυχτικό...
ένα άδειο νυφικό…κι αυτή; ένα φεγγάρι μισό που δεν θα γνωρίσει ποτέ του πανσέληνο!
ΕΚΕΙΝΟΣ
Χανόταν…. ο χρόνος σταμάτησε πάλι στης ακηδίας το λεπτοδείκτη και εκείνη έτρεμε σύγκορμη αφήνοντας τον πόνο ανεξέλεγκτο να σκάβει “λακκούβες” στην ψυχή της και τη λύπη να κεντά ανηλεώς το κορμί της... Και εκεί που όλα “μύριζαν” θάνατο, αμεριμνησία, εγκατάλειψη, ΕΘΕΆΘΗ!
Εκτυφλωτικός, πάλλευκος, πάναγνος, φως σκορπούσε, το δωμάτιο πλημμύρισε από τις αστραφτερές ανταύγειες του ήταν σαν να κοιτά τον ήλιο μες τα μάτια χωρίς όμως να καίγεται, τέτοιο φως πρώτη της φορά αντίκριζε.
Μήπως είχε παραισθήσεις αναρωτήθηκε μα η μορφή του ολοένα και πιο καθάρια γινόταν Θεέ μου τι πλάσμα, τι ανάστημα, τι θωριά πανέμορφη και αγνή σαν το νιογέννητο μωρό, ανεκλάλητη η ομορφιά του με νάματα ρέουσας Σοφίας! Πώς να τον περιγράψεις;
Έτεινε το χέρι του για να την σηκώσει από το κρεβάτι της χαυνότητας...άρχισε να της μιλά, τέτοιος γλυκασμός ψυχής, τέτοια ευλογία πως να την περιμένει αυτή που για ένα χρόνο είχε παραδώσει ψυχή και σώμα στην άφατη μελαγχολία!
“Ήρθε η ώρα να σηκωθείς” της είπε με φωνή τόσο γλυκιά τόσο ζεστή, σαν μελωδία ακουγόταν θαρρείς…. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα άρχισε να κλαίει γοερά. Και όσο έκλαιγε τόσο περνούσε και ο πόνος της, όσο έκλαιγε τόσο έκλαιγε και εκείνος…ο φύλακας Άγγελός της!!!
ΕΠΕΙΓΟΝ
Στέρεψαν οι λέξεις μου έτσι ξαφνικά, νομίζω με αποφεύγουν...Τις πένες άλλων ποιητών μονάχα καταδέχονται...τι κι αν τους είπα ότι είναι το οξυγόνο μου-η ανάσα μου είναι- μια μορφή ζωής κι αυτές, κυματοθραύστης της άδειας αγκαλιάς μου, νανούρισμα της μοναξιάς μου, η ίδια η ζωή μου! Με νιώθεις ποιητή μου;
Φίλεψέ με μια δυο λέξεις και θα σου δώσω ολόκληρο το ποίημα. Τον καημό μου ήθελα να πω και σκιάχτηκαν οι λέξεις! Να μάθεις να ζεις και χωρίς εμάς σαν να μου είπαν!!! Επείγον ποιητή μου φίλεψέ με μια δυο σου λέξεις δανεικές!!!