Η Αργυρώ Ψώρα Θεοδωράτου κατάγεται από τη Χίο, όπου ζει έως σήμερα. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Μυτιλήνης και εργάστηκε ως δασκάλα στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή ‘Εκπομπές’ (1988) και τη συλλογή χαϊκού ‘Στα ‘ιδια βήματα’ (80+1 χαϊκού, 2021). Ποιήματά της έχουν φιλοξενηθεί κατά καιρούς σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικά έργα και έχουν βραβευτεί σε πανελλήνιους διαγωνισμούς. Αποτελεί τακτικό συνεργάτη του περιοδικού ποίησης «Σείστρο», που εκδίδεται στη Χίο. Επίσης στίχοι της έχουν μελοποιηθεί και έχουν κυκλοφορήσει σε δίσκο.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
H ΨΥΧΗ ΜΟΥ
Κι όταν το βράδυ γυρίζει κατάκοπη σπίτι
αδειάζει γρήγορα τα μάτια της
απ’ όλα τα κίτρινα φώτα και τα σκοτάδια
που συνάντησε στο δρόμο της.
Απλώνει προσεκτικά
στο σκοινί της πίσω αυλής να στεγνώσουν
τα αμίλητα λόγια που όλη μέρα κολλούσε
με το σάλιο πάνω στη γλώσσα της
μην ξεφύγουν απότομα
κι έτσι καλοακονισμένα και κοφτερά
βρουν κατάστηθα
τις δυνάμει αυτόχειρες λέξεις
ως ανήθικοι αυτουργοί
ενός προαναγγελθέντος πιθανού θανάτου.
Μα όσο κι αν η συνήθεια
γίνεται δεύτερη φύση,
δεύτερη και φτηνή στην ουσία της,
πόσο μπορεί και η επανάληψη
να αντέξει το ακλόνητο άλλοθι
των ελαφρυντικών ονείρων;
Και κάπου εκεί γεννιέται η επανάσταση.
*
ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Ήθελα πάντα
να ‘χω τούτο το παράθυρο δικό μου
να βλέπω από δω τα έξω και τα μέσα μου.
Και δε με νοιάζει
αν το τζάμι του θα ‘ναι διάφανο ή θαμπό
ή αν θα ‘χει θέα ήλιους ή φεγγάρια,
αυτά άλλωστε μπορώ και να τα ζωγραφίσω.
Θέλω μονάχα
οι λέξεις θλαστικές που το διαπερνούν,
όπως ραγίζουν τις σιωπές μου
να αφήνουν λίγο αίμα
κόκκινο μελάνι στα δάχτυλά μου
να ‘χω να χαράζω αυγές
και να σουρουπώνω ουρανούς.
Κι έτσι να νιώθω έστω για λίγο
μικρός Άγιος ή Θεός
που ακούμπησε και ξέχασε την άλω του
σ’ ένα παρτέρι με κέντρανθους
καθώς δυο στίχοι
του αποκάλυπταν με χρώματα
το θαύμα γύρω του.
*
ΔΕΝΤΡΟ
στο χώμα
με κατάγματα συντριπτικά
συντετριμμένος και ο χρόνος
στεγνώνει αργά το δάκρυ του,
ασήμι και ώχρα της γης
στις πληγές.
Άνεμος
στριφογυρίζει με λέξεις θροΐζουσες
την επιτύμβια θλίψη του
στα σπηλαιώματα της απώλειας,
στις ρίζες
στον κορμό
στα κλαδιά
στους ίσκιους
στα άστεγα φτερουγίσματα.
Ίσως αν ήμουνα Θεός
να σ’ είχα συγχωρέσει.
*
ΤΟΠΙΟ ΜΕΣΑ ΜΟΥ
Ανεβαίνω τα έρημα μονοπάτια του χειμώνα
αγκαλιά το τοπίο μου
να παραδέρνει μέσα μου
μ’ ένα βουνό και μια ομίχλη
και μια ανεπαίσθητη βροχή
πάνω στα σκασμένα χείλη της πέτρας.
Μόνα σημάδια για το δρόμο
οι καμινάδες των ανθρώπων
που αχνίζουν απ’ τις ανάσες τους
κι απ’ τις θολές αναθυμιάσεις
φθαρμένων στιγμών
που τις ρίχνουν μια μια στα τζάκια τα χρόνια
για να τριζοβολούν και να καίγονται ευλαβικά
οι αναμνήσεις.
Κουνάει γκρίζο μαντίλι γύρω η παγωνιά
αναρριγά κι αναρριχάται σύγκορμη
απ’ τα πόδια ως το στέρνο
κι ως τα λυμένα μου μαλλιά
και μπλέκω σε ιστορίες με τον άνεμο
και με τα σύννεφα
που άλλο από ταξίδια δεν γνωρίζουν.
Κι ως αγκαλιάζω πιο σφιχτά
το τοπίο μέσα μου
να ζεσταθούν οι αναμονές,
αυτά τα διάφανα χρωματιστά σπιτάκια
όπου κρυφά μικρές λιακάδες κατοικούν,
νιώθω στα βλέφαρά μου
τα τελευταία κρύσταλλα απ’ το χιόνι
να αναλύουν ανυπόμονα το φως
για να ‘βρει χρώματα η άνοιξη
να ξαναγεννηθεί
απ’ τα υπόγεια μάτια των δέντρων
σαν θα πετάξω πια από πάνω μου
το τελευταίο ρούχο του Φλεβάρη.
*
ΕΚΜΑΓΕΙΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Πρωί
κι ανοίγω πόρτες και παράθυρα
να ξεμυρίσει πια το σπίτι απ’ τις σιωπές
να μπούνε μέσα φρέσκος άνεμος οι φήμες
πως ο ήλιος θα μεταφράσει εκ νέου με λιακάδα
το μελιχρό του εντύπωμα,
να εξαερωθούν και οι διαδόσεις
πως εθεάθη να κυκλοφορεί στα πέριξ
απώλεια θέρους οριστική.
Μα εσύ,
σε ποιο εκμαγείο φθινοπώρου
δακρυρροώντας χύθηκες
και ήρθε λες από άλλες πεπρωμένες εποχές
τούτη η γριά, η ετοιμόρροπη και μίζερη βροχή
να σύρει εδώ την κούρασή της
στους γιαλούς
στους δρόμους
στις σκάλες
και σ’ όλα τα λησμόνησα που αγάπησες;
Και ως πέφτει τόσο θλιβερό το στάγμα της
λερώνει ανόρεχτα τη σκόνη
που άφησε ραβασάκι ο Αύγουστος
πάνω στους τελευταίους
αποδημητικούς τουεναγκαλισμούς
για να ‘βρει όπως πάντα λόγο σοβαρό
να καθαρίσει το φευγαλέο και το ανεκπλήρωτο
ο βαρύς που έρχεται χειμώνας μας.
Περισσότερα αφιερώματα σε λογοτέχνες εδώ.