Η Έλενα Μπολονάση γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι Δικηγόρος (ΔΣΑ Αθηνών) - Εγκληματολόγος και Φιλόλογος. Διδάσκει «Εγκληματολογία», «Ανακριτική», «Πνευματική Ιδιοκτησία και Συγγενικά Δικαιώματα» στην Tabula Rasa. Ασχολήθηκε με το τηλεοπτικό ρεπορτάζ και αρθρογραφία πολιτιστικού περιεχομένου σε συνεργασία με γνωστές ιστοσελίδες. Έχει τιμηθεί από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδας με 1ο και 3ο Βραβείο για τα σενάριά της και από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών για το μυθιστόρημα «Ο λόφος του Ερνιόν».
Αποσπάσματα από το αστυνομικό μυθιστόρημα «Ο λόφος του Ερνιόν».
«Μαμά, έλα να με σπρώξεις. Θέλω ψηλά. Πιο ψηλά» και μέσα μου πάντα η ίδια ευχή. Να φτάσει ψηλά, πολύ ψηλά κι εγώ να καμαρώνω.
Οι όμορφες σκηνές σταματούν σ’ αυτό το σημείο και οι σφυγμοί μου ανεβαίνουν. Ιδρώνω και πνίγομαι. Γουρλώνω τα μάτια και τον βλέπω. Είναι πάλι εκεί. Επάνω στην τεράστια τσουλήθρα. Με χαιρετάει. Από πίσω του, αρκετά ακόμα παιδιά. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος και τέλος. Τίποτα άλλο δε θυμάμαι ξεκάθαρα. Χώματα, σίδερα κι αίματα. Και φωνές. Πολλές φωνές και κλάματα. Η σειρήνα από τα ασθενοφόρα που καταφθάνουν. Προσπαθούσα να ξεχωρίσω τη φωνή του Άγγελου, αλλά τίποτα…
…
Ό,τι πολυτιμότερο είχα, η ζωή μου το είχε ήδη στερήσει και πλέον δεν είχα τίποτα να χάσω.
****
Βγήκαμε μαζί στο προαύλιο, περπατήσαμε από άκρη σ’ άκρη τον περιφραγμένο χώρο, απολαμβάνοντας τον πρωινό ήλιο. Αρκετές κρατούμενες χαιρετούσαν την Τζένη κι εκείνη τους έπιανε ψιλοκουβέντα. Προσπαθούσα, ανήσυχη, να εντοπίσω τη Ρουάν που, έπειτα από όσα έγιναν την προηγούμενη, δεν είχε εμφανιστεί για κανένα γεύμα. Σε μια γωνιά, ακουμπισμένη στον λερωμένο από τις πατημασιές τοίχο και κατάχαμα, καθόταν αποκομμένη από τις υπόλοιπες. Άφησα πίσω μου την Τζένη και την πλησίασα. Κάθισα δίπλα της. Στο παντελόνι της φόρμας της ακόμα εξείχε το μήλο που της είχα δώσει το προηγούμενο πρωί. Έβαλα το χέρι μου στην τσέπη της, το πήρα στα χέρια μου κι αφού το σκούπισα λίγο στην μπλούζα μου, της είπα να το φάει. Η Ρουάν το δάγκωσε απρόθυμα και μασούσε την κάθε μπουκιά της για τόση ώρα που έπρεπε να της υπενθυμίζω να καταπιεί.
«Ρουάν, είμαι εδώ για σένα», της είπα, αλλά νομίζω πως δεν με άκουσε, «μίλησέ μου, πες μου ό,τι θέλεις».
Η Τζένη ήρθε κοντά μας και μου έδωσε το χέρι της να σηκωθώ για να περπατήσουμε.
«Χάνεις τον χρόνο σου. Είναι έξι μήνες μέσα, δεν της έχει πάρει κανείς λέξη»
«Τι έκανε;»
«Φόνο».
Σαν να είχα παρακούσει, της ζήτησα να επαναλάβει.
Η Ρουάν; Εκείνο το κορίτσι με τα σγουρά μαλλιά και το αγγελικό πρόσωπο; Αρνήθηκα να το πιστέψω, σίγουρη πως επρόκειτο για συκοφαντίες, για μια από εκείνες τις ιστορίες που πλάθουν οι κρατούμενες για να εξοστρακίσουν όποια δεν τους γέμιζε το μάτι.
«Δεν είσαι σε σχολείο, Σοφία. Σταμάτα να μένεις έκπληκτη. Σκότωσε, όπως πολλές εδώ μέσα, όπως κι εσύ».
Είχε δίκιο. Κι εγώ το ίδιο είχα κάνει. Ήθελα να μάθω την ιστορία της Ρουάν, όμως η Τζένη δε γνώριζε περισσότερα. Λυπόταν κι εκείνη για το κορίτσι με τα σγουρά μαλλιά που βούλιαζε όλο και περισσότερο στην κατάθλιψη, αλλά δεν μπορούσε να κάνει πολλά για να τη βοηθήσει.
«Σοφάκι, εδώ μέσα αν δεν κρατήσεις το κεφάλι έξω από το νερό, θα πας κι εσύ στον πάτο».