Ράνια Ορφανάκου - Ποιήματα

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

Η Ράνια Ορφανάκου (γενν. 1985) είναι απόφοιτος του Μουσικού Σχολείου Καρδίτσας. Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Το 2015 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οσελότος το βιβλίο της «Ο πρίγκιπας του φεγγαριού και άλλα παραμύθια» με δική της εικονογράφηση. Το 2020 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πνοή η συλλογή «Η αθωότητα της ανυπαρξίας» που αποτελεί το πρώτο της ποιητικό εγχείρημα.


[κρυφτό]


είμαστε αυτοί που χάθηκαν

κάπου στην τελευταία φράση

των παραμυθιών

δεν είμαστε σ’ αυτούς

που ζήσαν καλά

ούτε στους «καλύτερα»


κι αν λυγίσαμε τα γόνατά μας ήταν

μήπως μπορέσουν να δουν οι άλλοι

μακρύτερα

κι αν κλείνουμε τα μάτια μας είναι γιατί

μας τα βγάλανε όταν ήμασταν μικροί

και στη θέση τους βάλανε

θαμπούς καθρέφτες


στο «ζήσαμε» κρύψαμε κάποτε ένα παιδί

και περιμένουμε

τη στιγμή που θα βγει

να φωνάξει

«Φτου φτου ξελευτερία για όλους»






[ορθοστάτης]


θα ήθελα να μου φορέσω ξανά

τα παιδικά μου γόνατα

από γδαρσίματα και χώματα γεμάτα

ο πόνος να διαρκεί όσο ένα παγωτό χωνάκι

να λιώνουν οι απορίες στα μάτια


είναι παρήγορο να μετράς εκείνα τα δάκρυα






[η μητέρα της κορνίζας]


η μητέρα κρεμόταν ψηλά

σε νυφική κορνίζα

να μην τη φτάνω

και γεμίζω με δαχτυλιές το τζάμι

να μην τη σπάσω

χαϊδεύοντας την

η γιαγιά την τάιζε κάθε βράδυ

με τούφες από τα μαλλιά της

και νοτισμένο χώμα

με φώναζε με τ’ όνομά της

μα εγώ δεν ήμουν εκείνη

είχα ένα σύννεφο για πρόσωπο

που του άλλαζε το χρώμα

κι όταν έβρεχε

ζωγράφιζε αχινούς στο τζάμι


στη μητέρα της κορνίζας

ήθελα να της πω

πως τώρα παίρνω τις βιταμίνες μου

να μην είμαι αδύναμη

στύβω κάθε πρωί

τις απώλειες στον αποχυμωτή

και τις πίνω γρήγορα

μόνο κάτι μικρά συναισθήματα 

σφηνώνουνε στα δόντια

τα βράδια παρατηρώ

τις στιγμές που στριμώχθηκαν 

σ’ έναν ουρανοξύστη που γέρνει

περιμένω να καταρρεύσει

να τις μαζέψω 

να φτιάξω ένα στεφάνι για κείνη


τώρα που φτάνω πια την κορνίζα

και τη βλέπω καλύτερα

θα ήθελα να της πω

ότι το γκρι δεν ήταν

καθόλου καλή επιλογή νυφικού 





 [γυμνοί απόγονοι]


τα βράδια παρατηρώ τη θλίψη που ζυγώνει

−  ζει;

γόνοι ανολοκλήρωτων στιγμών

και προχωράμε

με δανεικά παπούτσια

δυο νούμερα μικρότερα

και πολυφορεμένα

ιδέες που ποτίσανε

με κώνειο από χρόνια

να νοσταλγούμε τη στιγμή

που θα ξαναβρεθούμε

γυμνοί απ’ το περίβλημα

που μας έχουν φορέσει





[χαϊκού της αναζήτησης]


ψάχνω το παιδί

αγέννητο όνειρο

χωρίς αγκάθι 



[χαϊκού της γης]


αυτά τα μάτια 

ρίζωσαν στα χώματα

δεν καρποφορούν



[χαϊκού  εσωτερικό]


ένα λιβάδι 

σκεπασμένο με χιόνι

να ζει μέσα μου





Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)