Γράφει ο Δημήτρης Κούκης
ψυχολόγος (BA,MSc) – συστημικός ψυχοθεραπευτής
(Κέντρο Ψυχοθεραπείας «Ψυχής Άκος»)
Η περίοδος των διακοπών τελείωσε, η σχολική χρονιά ξεκινά και οι μαθητές ετοιμάζονται να επιστρέψουν στα θρανία.
Πώς μπορεί να γίνει ομαλότερη η επιστροφή αυτή, καθώς πολλά παιδιά δεν αγαπούν το σχολείο; Τι περιθώριο έχουν οι γονείς να επηρεάσουν τα παιδιά τους, προκειμένου να μην το αποστρέφονται και να μην εξελίσσεται η μαθησιακή διαδικασία σε αγγαρεία και σε καταπίεση.
Θα προσπαθήσουμε να κωδικοποιήσουμε ορισμένα κομβικά σημεία, που οδηγούν τους μαθητές να μην αγαπούν το σχολείο και τη μάθηση.
Αποθάρρυνση
Η αποθάρρυνση εμποδίζει το νέο άνθρωπο να αντλήσει ικανοποίηση και χαρά από το σημαντικότερο σημείο αναφοράς αυτής της ηλικίας, το σχολείο. Συναντάμε παιδιά απογοητευμένα και αδιάφορα, δίχως κίνητρο για προσπάθεια. Ένας μαθητής, για να αγαπήσει τη μαθησιακή διαδικασία, χρειάζεται έναν εκπαιδευτικό να τον εμπνεύσει και να ενδιαφερθεί για τον ίδιο, κι ένα γονιό που ενδιαφέρεται πραγματικά για τη μαθησιακή του εξέλιξη. Αν συναισθανθεί το νοιάξιμο αυτό, τότε θα συνδεθεί με το σχολείο και τη μάθηση. Η ουσιαστική σχέση με το μαθητή οδηγεί σε σεβασμό προς τη μάθηση. Η αποθάρρυνση αντιθέτως οδηγεί σε παραίτηση από τη σχολική προσπάθεια, σε αδιαφορία, σε προκλητική συμπεριφορά στην τάξη, σε περιφρόνηση για το μάθημα και τους συνεπείς συμμαθητές… Τα παιδιά, που τα χαρακτηρίζει, είτε η παθητικότητα, είτε η επιθετικότητα, είναι συνήθως παιδιά αποθαρρημένα. Συνεπώς, η αποδοχή, η επιβεβαίωση, η ενθάρρυνση, ο σεβασμός λειτουργούν καταλυτικά για την ομαλή ένταξη των μαθητών στο σχολείο.
Οι λάθος προσδοκίες των γονέων
Γονείς απογοητευμένοι, που το παιδί τους δεν ακολουθεί την οδό που ονειρεύονταν και δεν είναι «ο άριστος μαθητής» που θα ήθελαν, το ωθούν σε πρόωρη παραίτηση από τη μαθησιακή διαδικασία. Τον συγκρίνουν με την αδελφή του ή με το παιδί του γείτονα και του εκδηλώνουν άμεσα ή έμμεσα τη ματαίωσή τους για την πορεία του στη ζωή. Η απόγνωση των γονέων προσβάλλει τον νέο άνθρωπο και του στερεί πολλές φορές το δικαίωμα να απολαμβάνει το τρυφερό βλέμμα και το σεβασμό.
Υπερκόπωση
Θα πρέπει από την αρχή να κατανοήσουμε ότι ο σημερινός μαθητής είναι ο πιο σκληρά εργαζόμενος. Αν αθροίσουμε τις ώρες της διδασκαλίας στο σχολείο, το χρόνο για τα φροντιστήρια και τις ώρες της μελέτης στο σπίτι… εύκολα διαπιστώνουμε το εξαντλητικό πρόγραμμα των μαθητών. Από βιολογικής, παιδαγωγικής, αλλά και ψυχολογικής πλευράς, η πίεση αυτή προς τους νέους οδηγεί συσσωρευτικά σε υπερκόπωση και ψυχικό κορεσμό. Και δεν είναι σπάνιο, η μαθησιακή διαδικασία να καταντά διεκπεραίωση σχολικών υποχρεώσεων κι όχι διαδικασία στην οποία κυριαρχεί η ευχαρίστηση.
«Τα παιδία δεν παίζει»
Μπορεί το σχολείο να ξεκινά και μαζί τα μαθήματα και οι υποχρεώσεις… όμως αυτό δε σημαίνει ότι από Σεπτέμβριο μέχρι Ιούλιο τα παιδιά θα πάψουν να παίζουν, να περνούν καλά και να έχουν ελεύθερο χρόνο για ευχάριστες δραστηριότητες. Ένα παιδί δημοτικού δεν θα παίζει μόνο τα Σαββατοκύριακα, ούτε εκτός σχολείου θα κάνει μόνο αγγλικά, φροντιστήριο και ωδείο. Μπορεί να ασχολείται παράλληλα και με άλλες εξωσχολικές δραστηριότητες όπως αθλητισμό, θεατρικό παιχνίδι, πολεμικές τέχνες. Τα παιδιά πρέπει να έχουν καθημερινά χρόνο ελεύθερο και χρόνο για παιχνίδι, είτε στο σπίτι είτε έξω.
Απειλές
Συχνά οι γονείς «πείθουν» τα παιδιά τους να είναι επιμελείς μαθητές με επιχειρήματα που βασίζονται στην απειλή («θα πεινάσεις στη ζωή σου»), στην ενοχή («θυσιαζόμαστε για σένα») ή στη σύγκριση («η αδελφή σου πώς τα κατάφερε κι εσύ δε μπορείς;»). Η μέθοδος αυτή ενδεχομένως να οδηγεί βραχυπρόσθεσμα σε καλύτερη σχολική επίδοση, ωστόσο το σχολείο καθίσταται χώρος μιζέριας και διεκπεραίωσης. Η χαρά και το κέφι για γνώση εξαφανίζονται.
Βαθμοί και επαγγελματική αποκατάσταση
Οι βαθμοί και ο έλεγχος της σχολικής επίδοσης δε μπορεί να αποτελούν το κεντρικό ζήτημα ενδιαφέροντος και συζήτησης της οικογένειας. Μάλιστα, συνήθως η προσδοκία του καλού βαθμού οδηγεί τους γονείς να ολοκληρώνουν οι ίδιοι τις ασκήσεις και τις εργασίες των παιδιών τους. Και είναι η στιγμή που ρωτούν το παιδί «πώς πήγαμε σήμερα στο σχολείο;», «έχουμε πολλές ασκήσεις για αύριο» ή «πώς θα προλάβουμε το Σ/Κ τόσες φωτοτυπίες;»… Δηλαδή, σαν γονείς και παιδιά να μοιράζονται την εμπειρία του σχολείου.
Οι γονείς συνδέουν από πολύ νωρίς το σχολείο με την επαγγελματική εξέλιξη του παιδιού. Η καλή σχολική επίδοση, οι δύο ξένες γλώσσες, το κυνήγι όσων περισσότερων πτυχίων το νωρίτερο δυνατόν… αποστερούν τη χαρά και το κέφι για τη μάθηση, και οδηγούν όχι σε μόρφωση, αλλά σε εκπαίδευση αυριανών επαγγελματιών.
Το σχολείο δε μπορεί να είναι ο λόγος της απαγόρευσης και της τιμωρίας
Ο χρόνος μελέτης και η σχολική επίδοση «κλειδώνουν» ή «ξεκλειδώνουν» το δικαίωμα των παιδιών για παιχνίδι, τηλεόραση, έξοδο, εξωσχολική δραστηριότητα… Πώς όμως να αγαπήσουν οι μαθητές κάτι, που τους στερεί τη χαρά ή τη βόλτα; Χρωματίζεται το σχολείο και η μάθηση με αρνητικό πρόσημο. Ομοίως, η υπόσχεση δώρων με προϋπόθεση την άριστη επίδοση… οδηγεί όχι σε αγάπη για γνώση και για προσπάθεια, αλλά σε εξαργύρωση προνομίων.
Να είμαστε παρόντες στη σχολική ζωή των παιδιών
Ιδιαίτερα για τα παιδιά της πρώτης/δευτέρας δημοτικού είναι σημαντικό να είμαστε παρόντες στη ζωή τους το πρώτο διάστημα. Να τα πάμε στον αγιασμό εμείς, να τα συνοδεύουμε εμείς στο σχολείο το πρωί και να τα επιστρέφουμε, τουλάχιστον στην αρχή. Όταν πάρουν τα βιβλία τους να κάτσουμε μαζί τους, να φτιάξουμε παρέα το υλικό που ζήτησε η δασκάλα. Να είμαστε κοντά τους συναισθηματικά και πρακτικά. Αλλά και αργότερα, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δε μπορεί να περιοριζόμαστε στη μονότονη ερώτηση: «διάβασες;». Οφείλουμε να γνωρίζουμε τις βασικές σταθερές της σχολικής του ζωής, να συζητάμε για το σχολείο και για ζητήματα, που εκπορεύονται από τη σχολική καθημερινότητά του.
Χωρίς να ενοχοποιούμε κανέναν, είναι κρίμα να θεωρούμε ότι το παιδί μας γεννήθηκε τεμπέλης ή αδιάφορος για το σχολείο. Μάλλον κάτι έχουμε κάνει λάθος εμείς, ως κοινωνία, ως σχολική κοινότητα, ως οικογένεια… Συνεπώς, η αναστροφή της κατάστασης πρέπει να περάσει πρώτα από την εμπιστοσύνη και την αποδοχή μας προς το νέο άνθρωπο, από την ενθάρρυνση και την τόνωση της αυτοεκτίμησής του. Και είναι κρίσιμο να ακούσουμε τα παιδιά μας. Το ερώτημα «πώς να μιλήσουμε στο παιδί μας, ώστε να μας ακούσει…» θα ήταν χρήσιμο να αντιστραφεί και να επαναδιατυπωθεί στο «πώς πρέπει να ακούμε το παιδί μας, ώστε αυτό να μας μιλήσει;».