Όλοι οι γονείς θέλουν το καλό του παιδιού τους και μέχρι τώρα δεν έχω συναντήσει κανέναν που να μην το θέλει. Στην προσπάθειά τους να το προστατεύσουν από τους κινδύνους καθώς μεγαλώνει, του λένε τι να κάνει, πως να φερθεί και τι να προσέχει.
Όταν οι γονείς μιλήσουν στη γλώσσα που καταλαβαίνει και ανάλογα με την ηλικία του για τον κόσμο και τους ανθρώπους, τότε η γονεϊκή ανατροφή και οι οικογενειακές σχέσεις γίνονται πολύ πιο εύκολες. Το παιδί κατανοεί τους λόγους για τους οποίους πρέπει να αποφύγει ή να επιλέξει κάτι και αυτή η επιχειρηματολογία μένει στο μυαλό του βοηθώντας το να το ενσωματώσει στη λογική του και να μπολιάσει πάνω σε αυτήν.
Σε πολλές όμως περιπτώσεις, όπως έχουμε δει και στις οικογενειακές θεραπείες, οι γονείς είτε επειδή είναι κουρασμένοι, είτε επειδή ματαιώνονται από τον γονεϊκό ρόλο, είτε γιατί έτσι έχουν μάθει από τη δική τους οικογένεια είτε κυρίως γιατί η σχέση μεταξύ τους δεν είναι πια ζευγαρική αλλά τυπικά γονεϊκή, νομίζουν ότι γονέας σημαίνει να είσαι ένα πρόσωπο εξουσίας που δίνει προστατευτικές μεν, εντολές δε και αρκετές φορές προσταγές, χωρίς εξήγηση και χωρίς αντίρρηση. Άλλωστε ένα πρόσωπο εξουσίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ειδικότερα όταν διαπραγματεύεται την αγάπη του μέσα από την υπακοή των εντολών του.
Το παιδί δε γνωρίζει τι συμβαίνει (άλλωστε και ο ίδιος ο γονέας δεν γνωρίζει τι συμβαίνει μέσα του και συνεχίζει αυτοματοποιημένα το οικογενειακό μοτίβο που έχει κληρονομήσει). Ξέρει μόνο ότι πρέπει να ακολουθεί πιστά τις εντολές, δεν έχει σημασία που οδηγούν, αν είναι σωστές ή αν υπάρχει άλλη επιλογή. Η αγάπη του γονέα θα χαθεί, η μοναξιά παραμονεύει και η ζωή απελείται αν δεν τηρηθούν απαρέκκλιτα οι εντολές. Και έτσι το παιδί, μαθαίνει να ζει πλαισιωμένο με εξουσιαστικές εντολές που έχουν ντυθεί με το μανδύα της προστασίας.
Αυτές οι εντολές, θα σκεφτείτε ότι είναι μόνο απλές λέξεις που θα ξεχαστούν μέσα στα χρόνια. Λάθος. Στην ουσία τους είναι πέρα για πέρα ψυχολογικά καταπιεστικές. Τις συναντώ στους ενήλικους θεραπευόμενους μου που τις θυμούνται σαν να ήταν χθες: «Να προσέχεις εκεί έξω (από το σπίτι) γιατί συμβαίνουν μόνο άσχημα πράγματα!», «Θα το κάνω εγώ για σένα, εσένα δε σώνει ο νους σου!», «Γίνε επιτέλους άνθρωπος!», «Μαζέψου στο σπίτι, αυτά δεν είναι για σένα!», «Εσύ είσαι το όμορφο παιδί, η αδερφή σου είναι το έξυπνο!», «Μόνο εσένα έχω, εσύ θα με γηροκομήσεις»...
Με το πρώτο άκουσμα, αυτές οι λέξεις ίσως ακούγονται τρυφερές, προστατευτικές ή και αποποιητικές ευθυνών, άλλωστε ποιο παιδί δεν θα ήθελε να έχει τον γονιό του να τον βοηθά και να του δίνει έτοιμη τη λύση; Το πρόβλημα ξεκινά όταν το ενήλικο «παιδί» δεν μπορεί πια να έχει το γονέα δίπλα του για να του λύσει τα προβλήματα και πρέπει να τα διαχειριστεί μόνο του. Θέλει να τα λύσει, μπορεί όμως; Δύσκολο καθώς έχει μάθει να ζει μέσα από αυτές τις εντολές που του τονίζουν συνεχώς στα αυτιά σου το ψυχολογικό νόημα που κρύβουν όλες αυτές οι φράσεις: «Μόνο στο σπίτι μπορείς να βρεις προστασία, έξω παραμονεύει ο θάνατος», «Είσαι ανίκανος να το κάνεις μόνος/η σου», «Είσαι άχρηστος», «Δεν θα τα καταφέρεις ποτέ μόνος σου», «Θα πρέπει να υπακούς την αδερφή σου γιατί εσύ είσαι χαζή/ος», «Αν φύγεις ποτέ από δίπλα μου, θα πεθάνω και θα το έχεις για πάντα βάρος στην ψυχή σου για πάντα».
Η ιδέα που σχηματίζει το ενήλικο παιδί για τον εαυτό του, μέσα από αυτές τις εντολές, βλέπουμε πολύ καλά ποια είναι: είναι άχρηστο, ανίκανο, δεν πρόκειται να καταφέρει τίποτα μόνο του, πρέπει να έχει ανάγκη τους γονείς του πάντα (γιατί μόνοι τους δεν μπορούν να αντέξουν ο ένας τον άλλον) και ενοχοποιημένο αν κάνει κάτι που του άρεσει και δεν εγκρίνεται από τους γονείς του. Συνήθως, η πρώτη επανάσταση γίνεται στην εφηβεία και αν υπάρξει εκεί η κατάλληλη παρέμβαση, μπορεί να προληφθούν διάφορες καταστάσεις και να μην εκδηλωθούν χειρότερες συμπεριφορές ή ψυχολογικές δυσκολίες αργότερα.
Η ζωή όμως προχωρά και δεν σταματά σε εντολές. Το παιδί γίνεται ενήλικος που πρέπει να αναλάβει υποχρεώσεις πλέον μόνο του.
Οι απαιτήσεις είναι καθημερινές και σε όλους τους τομείς: στις σπουδές, στην επαγγελματική σταδιοδρομία, στις διαπροσωπικές σχέσεις και στη σχέση με τον εαυτό – αυτοεκτίμηση και αισιόδοξη ματιά στον κόσμο. Οι δεξιότητες δεν έχουν δημιουργηθεί ώστε να αντιμετωπιστούν ακόμη και τα πιο απλά θέματα της καθημερινότητας. Οι σχέσεις φοβίζουν, η εργασία είναι δυσφορική και ο εαυτός είναι ένα μπέρδεμα: δεν ξέρει τι θέλει, γιατί το θέλει και πώς το θέλει. Αδιέξοδο. Η ζωή περνά μπροστά του και χάνεται, θέλει να την αρπάξει, να τη γευθεί, να την απολαύσει και να τη χαρεί αλλά δεν μπορεί. Κάθε επιθυμία, ισοδυναμεί με απαγόρευση.
Πώς μπορεί να προχωρήσει στη ζωή, αφού δεν έχει κάποιον να του δείξει που να πάει;
Πώς μπορεί να κάνει σχέσεις, αφού δεν ξέρει τι θέλει από το σύντροφό του;
Πώς μπορεί να διεκδικήσει καλύτερη θέση εργασίας, όταν δεν πιστεύει αυτό που έχει καταφέρει μέχρι τώρα;
Πώς να συνυπάρξει ισότιμα με ανθρώπους της ίδιας ηλικίας, όταν το μόνο που έχει μάθει είναι να βρίσκεται με μεγαλύτερους που έχουν πάντα δίκιο γιατί αυτός δεν γνωρίζει τι είναι το σωστό;
Πώς να αντέξει να κοιτάξει βαθιά μέσα του, όταν αυτό που βλέπει είναι την ψυχολογική εντολή του γονιού να τον κατηγορεί;
Που να βρει νόημα να διοχετεύσει την αυθεντική επιθυμία του...;
Και ξαφνικά μία ημέρα, η χύτρα σκάει, το καπάκι τινάζεται στον αέρα, τα νερά χύνονται και τσουρουφλίζουν όποιον πάει να την αγγίξει: αγχωτικά συμπτώματα, κρίσεις πανικού, ταχυκαρδίες, ψυχοσωματικά συμπτώματα, εντάσεις, απόσυρση, ενοχοποίηση, θυμός χωρίς προφανή λόγο και χιλιάδες σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις συνέχεια... Ο εαυτός δεν ελέγχεται, το οξυγόνο λιγοστεύει, πνίγεται στα ρηχά νερά της ζωής, που να σκεφτεί να βουτήξει στα βαθιά; Συνεχώς τριβελίζουν οι γονεϊκές εντολές μέσα του, κάθε φορά που επιχειρεί να κάνει ένα βήμα, ενεργοποιείται ο μηχανισμός ασφαλείας του γονέα και τον σταματά. Αν συνεχίσει, θα το κάνει με τη λογική, ενώ το συναίσθημα λέει όχι. Γιατί το συναίσθημα έχει κάτι το παιδικό και αποζητά την ασφάλεια του γονέα. Χωρίς αυτόν, δεν μπορεί να υπάρξει ζωή, επομένως η μόνη λύση είναι η οικειότητα της ασφάλειας της παιδικής πατρίδας. Όλα εκεί γυρίζουν.
Στις ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες, αποκρυπτογραφούμε συχνά το παραπάνω οικογενειακό μοτίβο. Αν μείνουμε μόνο στα συμπτώματα και τα καταστείλουμε, έχουμε γίνει συνένοχοι με τους γονείς, του έχουμε κάνει μία ένεση με ιό και τον έχουμε καταδικάσει να ζει σαν ζόμπι, να ζει αλλά να μην το ξέρει. Όχι, η ευθύνη μας ως θεραπευτές δεν μας επιτρέπει να μείνουμε στα συμπτώματα όταν η επιθυμία είναι αυτή που βράζει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και θέλει να επαναστατήσει για να βγει μπροστά.
Τα συμπτώματα μιλούν για τον ίδιο τον άνθρωπο που στέκεται μπροστά μας και παλεύει με κάτι διπλό: παιδί σε σώμα του ενηλίκου, την οικειότητα του παρελθόντος με την αγωνία του μέλλοντος, την ανάγκη να κοιτά με ασφάλεια τη ζωή με τον κίνδυνο να τη ζήσει...
Είναι η επιθυμία για τη ζωή που θέλει να ζήσει, που του αναδεικνύουμε μέσα από αυτό το δίπολο. Η ευθύνη να ζήσει τη ζωή που θέλει το ίδιο το πρόσωπο αντί για τη ζωή που οι γονείς του έχουν θέλουν να ζήσει για εκείνους. Είναι τότε που οι τυραννικές γονεϊκές εντολές δεν φοβίζουν και δεν απειλούν πια γιατί αυτό που θα χάσει, είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που θα κερδίσει αν παραμείνει να τις υπακούσει. Η ζωή που βλέπει να ζουν οι άλλοι άνθρωποι, δεν είναι πια φαντασιωσική αλλά έχει γίνει πραγματικότητα γιατί η αυτοπεποίθηση έχει πάρει το χώρο της και πλέον ορίζει τις σκέψεις και τις συμπεριφορές.
Ο κόσμος δεν είναι τρομακτικός αλλά γίνεται επιλέξιμος, καθώς πλέον το νόημα της ζωής έχει βρεθεί και μπορεί πια να διακρίνει τι είναι αυτό που τον εκφράζει και θέλει να ακολουθήσει, αντί για πριν που η κατανάλωση της ζωής γέμιζε ένα βαρέλι χωρίς πάτο. Τα δεσμά από τις εντολές έχουν σπάσει και χωρίς ενοχή, μπορεί να κοιτάζει πίσω συγχωρητικά στους γονείς, δίνοντας πλέον προτεραιότητα στις επιθυμίες που περιμένουν να ανακαλυφθούν.
Χάρης Πίσχος Ψυχολόγος ΜSc - Υπαρξιακός Συστημικός Ψυχοθεραπευτής