H Αναστασούλα Αθανασιά από την Σμύρνη έκανε αναφορά προς το Υπουργείο Εξωτερικών όπου κατήγγειλε την απαράδεκτη και προσβλητικότατη συμπεριφορά προς το πρόσωπό της ενός επάρχου. Εντύπωση προξενεί η απόφασή της να φανερώσει αυτό το τόσο «βαρύ και ντροπιαστικό» για αυτήν μυστικό.Όμως η απόγνωση, ως φαίνεται, την οδήγησε στην πράξη αυτή.
Ας σημειωθεί πως η πέννα δηλώνει άτομο μορφωμένο. Την εποχή εκείνη η πληθώρα των ανδρών ήταν αναλφάβητη, και αναμφίβολα η γυναίκα ήταν αυτή που δεν γνώριζε ούτε την μυρωδιά της μελάνης –φυσικά υπάρχουν λαμπρότατες εξαιρέσεις-. Ως εκ τούτου, η Αναστασούλα υπαγόρευσε σε κάποιον –πιθανόν υπάλληλο της Διοίκησης- τα παθήματά της κι αυτός τα μετέφερε στο χαρτί, στην αιωνιότητα, στην Ιστορία.
Οι γυναίκες, την εποχή εκείνη, με ελάχιστες παρεκκλίσεις του γενικού κανόνα, βρίσκονταν στο παρασκήνιο της Ιστορίας και της τότε κοινωνίας, παρόλο που ήταν αυτές που κυριολεκτικά κρατούσαν το σπίτι, την οικογένεια, τις αρχές, τις αξίες που μεταλαμπάδευαν στα παιδιά τους με το γάλα τους, με την ανατροφή τους, με τα ήθη και τις παραδόσεις που συντηρούσαν.
Η μητέρα των Υψηλάντη, η Μπουμπουλίνα, η Μαυρογένους, η Τζαβέλλα, η Μπότσαρη είναι κάποιες από τις πρωταγωνίστριες του Αγώνα στις οποίες η Ελλάδα ως κράτος οφείλει την ύπαρξή της.
Η δυναμική, ο ενθουσιασμός τους, ο πατριωτισμός τους, η μαχητικότητά τους θαυμάζονται και από τους ξένους στους οποίους απετέλεσαν πρότυπα.
Όμως υπάρχουν και οι δεκάδες ανώνυμες γυναίκες που κρύβονται πίσω από τα συλλεκτικά ονόματα «Σουλιώτισσες», «Μεσολογγίτισσες» που πολέμησαν σαν άνδρες και διεκδίκησαν τη ισότητα στην ελευθερία, στην ανεξαρτησία μέσω του αγώνα. Αυτές οι γυναίκες, οι ανώνυμες, δοκίμασαν τα πάνδεινα στην πορεία των χρόνων όπου το ανδρικό πρότυπο ήταν κυρίαρχο.
Οι γυναίκες αυτές υπέστησαν βιασμούς κάθε είδους, γεγονός που τεκμηριώνεται το πρώτο έγγραφο όχι μόνον από την αποτρόπαια πράξη του σωματικού βιασμού αυτού καθ’ εαυτού –και του ψυχικού κατά συνοχή-, αλλά και από το ρήμα που χρησιμοποιείται ευρέως σε ώρες μη βίας: «κυβερνώ». «Εκεί σε κυβερνούν, έως να λάβης την κυβέρνησιν παρά του αρραβωνιαστικού σου». Εσύ, η γυναίκα, δεν έχεις δικαίωμα, δεν είχες το δικαίωμα, δεν μπορούσες να αυτοκυβερνάσαι! (Σάμπως και σήμερα τα ίδια δεν μαθαίνουμε σε αυτήν την κρίση βίας που έχει εξαπλωθεί παγκοσμίως);
Όπως αναφέρει ο Κώδικας των Νόμων της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1822 (http://repository.academyofathens.gr/document/127204.pdf) οι επαρχίες υποδιαιρούταν τότε σε κωμοπόλεις και χωριά και ο έπαρχος ήταν το κεντρικό πρόσωπό τους.
Κάθε επαρχία είχε έναν γενικό γραμματέα, έναν αστυνόμο, ένα επιστάτη προσόδων, και έναν επιστάτη εξόδων.
Τον έπαρχο διόριζε αμέσως η Διοίκηση και είχε την πρόνοια της επαρχίας. Αναφερόταν στην Διοίκηση μέσω του Υπουργού των Εσωτερικών Υποθέσεων.
Είχε εκτελεστική δύναμη, παρατηρούσε τις πράξεις των επιστατών σε όλη την έκταση της επαρχίας, φρόντιζε δε ακόμη και για την στρατολογία και για την αντιμετώπιση της κατασκοπείας καθώς ήταν στις αρμοδιότητες των αστυνομικών καθηκόντων.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1825, ο έπαρχος Τήνου Εμμανουήλ Σπυρίδωνος ανέφερε στο Υπουργείο Αστυνομίας πως, μετά από εκμυστήρευση του γιατρού τού Καπετάν Πασά, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’, επεδίωκε να καθυποτάξει τη Σάμο μέσω τεχνάσματος: την επιστράτευση δύο ονομαστών επιχειρηματιών, Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, για να δημιουργήσουν ένα μεγάλο οινοποιείο στο νησί του περίφημου σαμιώτικου κρασιού.
Στόχος τους θα ήταν «να ενεργήσουν, αν δυνηθούν, να καταπείσουν διά του χρυσίου μέρους των κατοίκων της να προσκυνήσουν ή να ανάψουν διχόνοιες με αυτούς, διά να εύρη καιρόν ο εχθρός να κάμνει τον σκοπόν του».
Όμως από ότι φαίνεται, ο έπαρχος Τήνου δεν ήταν κανένα ευυπόληπτο πρόσωπο και έκανε κατάχρηση εξουσίας συχνά. Το Νοέμβριο του 1823, ο Λαμπίκης Καρατζάς επιφανής Φαναριώτης, τον είχε καταγγείλει προς το Υπουργείο Αστυνομίας για παράνομη δίωξη εναντίον του με την ανυπόστατη κατηγορία της κατασκοπείας. Μάλιστα ανέφερε πως του άρπαξε χρήματα και τιμαλφή και βασάνισε τον ίδιο και τον γιό του. Ως μέσο βασανισμού χρησιμοποίησε την «οδοντάγρα» κάποιου κουρέα αυτόκλητου οδοντογιατρού και την «ποδάγρα» ως γράφει, -προφανώς εννοεί κάποιο μέσο ακινητοποίησης των ποδών για προετοιμασία για το βασανιστήριο της φάλαγγας-.
Την εποχή που έγινε η αναφορά της Αναστασούλας εναντίον του επάρχου Εμ. Σπυρίδωνος, Υπουργός Εσωτερικών ήταν ο Παπαφλέσσας. Η αναφορά έχει ως εξής:
«Προς το Έξοχον Υπουργείον Εσωτερικών
Έφυγα από την τυραννικήν επικράτειαν πέρισυν εις την του έθνους μου γην, αφήσασα τας αναπαύσεις του, δια να αποφύγω μόνον και μόνον την διαφθοράν της τιμής μου, η οποία ημπορούσε να μου συμβή δι’ ασέλγειαν και το προς το γένος μου μίσος των εχθρών.
Αλλ’ όθεν επρόσμενα υπεράσπισιν και βοήθειαν, εκείθεν έλαβον την καιρίαν πληγήν. Εγώ ήμην εις Σμύρνην αρραβωνιασμένη με έναν τιμημένον, φρόνιμον και ευκατάστατον νέον Θεσσαλονικέα, με τον οποίον και με την μητέρα μου, εφθάσαμεν εις Τήνον, όπου ο καλός καγαθός πρώην έπαρχος Τήνου Μανουήλ Σπυρίδωνος, βλέπων με εις ακμήν και ώραν, ερά με και μεταχειρίζεται παντοίους τρόπους δια να με απολαύση πορνικώς. Αλλ’ εγώ πάντοτε εστεκόμουν άγρυπνος εις τας ασελγείς προσβολάς και προαγωγείας του.
Παρελθουσών δε τινων ημερών εκπλέει ο αρραβωνιαστικός μου δια Πελοπόννησον, δια να εύρη τόπον αναπαύσεως και οικονομίας. Κατ’ εκείνας ασθενεί και η μήτηρ μου. Μίαν δε των ημερών, ενώ εκαθήμην εις την οικίαν μου διά την ασθένειαν της μητρός μου και τον αποχωρισμόν του αρραβωνιαστικού μου και έλλειψιν των αναγκαίων μου εξόδων, έρχεται μια γυνή και βλέπουσά με περίλυπον, ερωτά την αιτίαν.
Εδώ δε την είπα την ενούσαν μοι δυστυχίαν. Αυτή αμέσως με παρηγορεί λέγουσα «εγώ σε ελευθερώνω από αυτήν την δυστυχίαν. Σε υπάγω εις του Παξιμάδη το σπίτι, εκεί σε κυβερνούν, έως να λάβης την κυβέρνησιν παρά του αρραβωνιαστικού σου». Τ
Τότε παρευθύς με παίρνει δια να με υπάγη εις του Παξιμάδη το σπίτι. Αλλ΄αντί να με υπάγη εις του Παξιμάδη το σπίτι, με πηγαίνει εις την καγκελλαρίαν, ως ανίδεον του τόπου, όπου βλέπουσα εγώ μόνον άνδρας και ουδεμίαν γυναίκα, την λέγω «πού είναι αι γυναίκες;» με αποκρίνεται «τώρα έρχονται» και όπως έκαμεν η αχρεία, απατά τα όμματά μου και διαφεύγει.
Βλέπω εναυτώ και την πόρταν κλειομένην παρά του αγαθού επάρχου. Αφού δε την έκλεισεν, άρχισε να λέγη λόγους ασελγείς και να κάμνη αισχίστας χειρονομίας. Εγώ, έκθαμβος δια την περίστασιν και απάτην αγωνιζόμουν με όσους ημπορούσα τρόπους, να αποφύγω το αίσχιστον εκείνο έργον. Αλλά δεν εστάθη τρόπος. Διότι ο τόπος, η μάχαιρα και αι πιστόλαι με κατετρόπωσαν, των αποτελεσμάτων των οποίων φέρω τα ελεεινά σημεία.
Επλήρωσε λοιπόν ο αχρείος την αχρειεστάτην του επιθυμίαν, αφού έκαμε να χάσω το τιμιώτατον πάντων, την παρθενίαν μου, κρατήσας με νύχτα ολόκληρον. Το δε πρωί, με πρόβλημα ασθενείας της μητρός μου, μόλις διεφεύγω τας χείρας του. Ύστερον δε ημέρας πέντε από λύπην και αισχύνην μου, ασθενώ μήνα. Αφού δε ανέλαβα με εφοβέριζε δια να προσέρχωμαι. Επειδή δε απέφευγον, ο ίδιος οπλίζεται μίαν ημέραν και κινεί δια το σπίτι μου, και εάν δεν με ειδοποιούσε η χριστιανή Χίος, ήθελα δοκιμάσει και αύθις το κακόν. Τελευταίον δε αποφασίζω να έλθω εις Πελοπόννησον δια να εκδικηθώ την ατιμίαν και βλάβην, την οποίαν μ’ έκαμεν. Ελθούσα δε εδώ, ευρίσκω και την Διοίκησιν και αυτόν απόντας.
Τώρα δε και αυτός είναι παρών και η Διοίκησις. Προστρέχω εις αυτήν και θέλω την εκδίκησιν και αποζημίωσίν μου. Τας θέλω. Ο αρραβωνιαστικός μου με άφησεν. Και ποίος βέβαια με παίρνει διαφθαρείσαν και πτωχήν; Πώς έχω να κυβερνηθώ εγώ η ταλαίπωρος; Κατατήκομαι κατά στιγμήν δια την διαφθοράν της παρθενίας μου και την δι’ αυτήν δυστυχίαν μου.
Αν λοιπόν υπάρχη έθνος και χριστιανική πίστις, αν δια την πίστιν, δια την ασφάλειαν της ζωής, της τιμής και ιδιοκτησίας εκάστου Έλληνος εκίνησεν το έθνος τα όπλα κατά του τυράννου, πρέπει να παιδευθή αυτός κακούργος και αίσχιστος άνθρωπος, όστις κατεμόλυνε και το όνομα της Διοικήσεως, με όποιον τρόπον κριθή εύλογον και να με αποζημιώση καθώς πρέπει. Εγώ γνωρίζω την Διοίκησιν υπερασπίζουσαν τα δίκαια των αδικουμένων και προστατεύουσαν χήρας και ορφανά.
Δια τούτο προστρέχω με ελεεινά και θερμά δάκρυα, παρακαλούσα και καθικετεύουσα να παιδεύση τον κακούργον, να θεραπεύση την πληγήν μου και να με δικαιώση με την αποζημίαν μου και ούτως να ζω και εγώ, ευχομένην την καλήν αποκατάστασιν του έθνους μου, την πρόοδον των επιχειρημάτων του και την υγείαν και ευδαιμονίαν των προυχόντων και πάν αγαθόν και σωτήριον. Ειδέ εκ τουναντίου απομείνω αδικημένη και παραπονεμένη θέλω κατηγορήσει, εν ημέρα, ενώπιον του αδεκάστου και εκείνον όστις με διέφθειρε και με κατέχωσεν εις δυστυχίαν και εκείνους προς τους οποίους, ως εις κριτάς, ανέφερα το κακόν το οποίον έπαθα και μου παραβλέψουν το δίκαιον και την δέησιν.
Μένω δε τοσούτω με το ανήκον σέβας
Τη 7η Ιανουαρίου 1824 εν Ναυπλίω
Η πατριώτις
Αναστασούλα Αθανασιάς Σμυρναία»
Ακολούθησε την επόμενη ημέρα η αναφορά του Υπουργού των Εσωτερικών Γρηγορίου Δικαίου (ΓΑΚ, Συλλ. Βλαχ. Φ. 55) όπου καταδικάζει τη συμπεριφορά του Επάρχου Τήνου Εμμανουήλ Σπυρίδωνος μετά την καταγγελία της κοπέλας και ζητεί την περαιτέρω έρευνα. Ήδη όμως το ποιόν του επάρχου ήταν γνωστό «όστις προ ολίγου απέφυγε βαρέων εγκλημάτων ευθύνας»:
«Αρ. 2704
Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Το Υπουργείον των Εσωτερικών
Προς το Εκτελεστικόν Σώμα
Ο Εμμανουήλ Σπυρίδωνος εις του οποίου την κυβέρνησιν ενεπιστεύθη κατά την πρώτην περίοδον της Διοικήσεως η επαρχία της Τήνου και όστις προ ολίγου απέφυγε βαρέων εγκλημάτων ευθύνας, υποπίπτει σήμερον εις ενοχήν βαρυτέρου εγκλήματος βιαίας πορνείας. Η κατ’ αυτού αγωγή της φθαρείσης παρθένου της οποίας εγκελείεται ενταύθα το ίσον, περιγράφει τους τρόπους της πράξεως του παρανόμου τούτου τολμήματος εις βαθμόν, ώστε να κινήσωσι το έλεος εν ταυτώ και την αγανάκτησιν της Διοικήσεως.
Ανήρ, του οποίου τα ιερώτερα χρέη ήτον να υπερασπίζεται τα αμοιβαία δίκαια των πολιτών της επαρχίας του, να προνοή θυσιαζόμενος υπέρ της ασφαλείας, της ζωής και της τιμής των διοικουμένων, να πράττη εν ενί λόγω πάντα όσα αποβλέπωσι εις την στερέωσιν και ευτυχή εφαρμογήν της Δημοσίου Κυβερνήσεως, αυτός λέγω, μέσα εις το Επαρχείον, επεχείρησε να πράξη ανομίαν φρικτήν και βδελυράν. Να αφαιρέση βιαίως και δυναστικώς την τιμήν παρθένου ενδεούς, μην εχούσης άλλην περιουσίαν, παρά την παρθενίαν.
Αν η κατηγορία αύτη είναι αληθής, λυπούμεθα μεν διατί να μην ειδοποιηθεί εγκαίρως η Διοίκησις περί αυτής και να τιμωρήση το έγκλημα τούτο, ότε και από άλλα δυνατά κακά τολμήματα ήτον καιρός να εμποδίση του Επάρχου και του λαού τα δικαιώματα να ασφαλίση. Τώρα δε είναι ανάγκη να ληφθώσι παρά της Διοικήσεως τα ανήκοντα μέτρα προς έρευναν της κατηγορίας ταύτης και διαδικασίαν του εγκλήματος. Δι’ ό περιμένομεν την περί τούτων διαταγήν του σεβαστού τούτου Σώματος.
Ναύπλιον 8 Ιανουαρίου 1824
Ο Υπουργός των Εσωτερικών
Γρηγόριος Δικαίος
Ο Γενικός Γραμματεύς
Γ. Γλαράκης»
Δεν μπόρεσα να βρώ άλλα έγγραφα σχετικά με την έκβαση αυτής της υπόθεσης, γεγονός που σίγουρα θα είχε ενδιαφέρον. Ίσως στο μέλλον, βρεθεί κάτι σχετικό.
Πάντως για την ιστορία πρέπει να αναφέρω πως ο Παπαφλέσσας που κρίνει τον Έπαρχο Τήνου για «βιαία πορνεία» ήταν αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Για να μην αναφερθώ στο πολιτικό σκέλος: στις αντιρρήσεις που είχαν οι συναγωνιστές του για αυτόν, θα σταθώ στα χαρακτηριστικά του που η ιστορία διασώζει και που έχουν σχέση με τον έκλυτο βίο –μια και που είναι ο κεντρικός άξονας του μελετήματος αυτού-.
Αν και αρχιμανδρίτης, στην Κωνσταντινούπολη είχε τη φήμη πορνόβιου (γύρευε τις επιδέξες -τις πόρνες-, λέει ο Μακρυγιάννης), «ασώτου, αδίστακτου, και απατεώνα… συνέχιζε τον έκλυτο βίο του (εγκαταλιπών δε την ιερωσύνην …ο φιλογύναιος Πάρις, λέει ο Αλ. Σούτσος), και έδινε αφορμές στην τουρκική αστυνομία για σύλληψή του ‘δια την άτοπον και ανοίκειον διαγωγήν του, δίδοντος παράδειγμα διαφθοράς εις την συνοικίαν αυτού’ γράφει χαρακτηριστικά ο Δημ. Αινιάν στα «Άπαντα», ο Φ. Φωτάκος στον «Βίο Παπαφλέσσα», ο Μ. Οικονόμου, ο Γ. Γαζής, ο G. Finley.
Όμως η Ιστορία δεν στέκεται και δεν πρέπει να στέκεται σε αυτά. Τα διασώζει ως «αλατοπίπερο». Πολύ σωστά τον τοποθέτησε στους μεγάλους ήρωες της Επανάστασης. Και σε αυτήν τη διάστασή του πρέπει όλοι να σταθούμε. Οφείλουμε και σε αυτόν την ελευθερία μας.
***
Ευρυδίκη Λειβαδά