Ἀργύρης Χιόνης
Ἡ χαρὰ τῆς γνώσης
ΟΤΑΝ ΠΕΡΑΣΕ τὸ πρῶτο ξάφνιασμα, προσπάθησε νὰ καταλάβει τί συνέβαινε.
Παρ’ ὅλο τὸ σουβλερό, ἀβάσταχτο πόνο ποὺ ἔνιωθε στὴ μέση του, πάσχισε νὰ γυρίσει τὸ κεφάλι του γιὰ νὰ δεῖ τί ἦταν αὐτὴ ἡ φοβερὴ μέγκενη ποὺ ἔκοβε στὰ δυὸ τὸ κορμί του.
Ἔχανε τὶς αἰσθήσεις του καὶ τὶς ξανάβρισκε κι ὅλο καὶ προσπαθοῦσε, ὥσπου, στὸ τέλος, παραιτήθηκε κι ἀπόμεινε ἀκίνητος νὰ κοιτάει μπροστά του ἐκεῖνο τὸ παράξενα στριμμένο σύρμα καὶ τὸ μικρὸ κομμάτι τυρὶ ποὺ τόσο εἶχε πρὶν λίγο ἐπιθυμήσει καὶ ποὺ τώρα τοῦ ἦταν ἀδιάφορο καὶ μακρινό.
Ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ ἡ μέγκενη χωνότανε ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ μὲς στὸ κορμί του, καθὼς οἱ σάρκες καὶ τὰ κόκκαλά του ὑποχωρούσανε σιγά-σιγὰ στὸ σφίξιμό της. Ἔνιωθε τώρα τὰ σπλάχνα του νὰ κολλᾶνε τό ‘να στ’ ἄλλο καὶ στὸ στόμα του εἶχε μιὰ γεύση ἐμετοῦ καὶ αἵματος.
Ἔχανε τὶς αἰσθήσεις του καὶ τὶς ξανάβρισκε, ἀλλὰ τὰ νεῦρα του ἤτανε τόσο τεντωμένα πού, ἀκόμα καὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις του χαμένες, τὰ μάτια του ἦταν ἀδύνατον νὰ κλείσουν. Ἔμενε λοιπὸν μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτά, κοιτώντας μπροστά του (ἄλλοτε βλέποντας κι ἄλλοτε μὴ βλέποντας) τὸ μικρό, κίτρινο (ἴσως καὶ πράσινο, ἴσως καὶ κόκκινο ἢ μπλὲ ἤ…) κομμάτι τυρὶ ποὺ τόσο εἶχε πρὶν λίγο (πρὶν λίγο;) ἐπιθυμήσει καὶ ποὺ τώρα τοῦ ἤτανε ἀδιάφορο καὶ μακρινό, πολὺ μακρινὸ ἤ… κοντινό, πολὺ κοντινό, τόσο κοντινὸ ποὺ νὰ θαρρεῖ, στιγμὲς-στιγμές, πὼς εἶχε μπεῖ μὲς στὸ κεφάλι του καὶ μεγάλωνε, μεγάλωνε… πιέζοντας τὰ τοιχώματα τοῦ κρανίου του, κάνοντάς τα νὰ τρίζουν.
Ἔμεν’ ἐκεῖ, παγιδευμένος, φάτσα μὲ φάτσα μ’ ἐκεῖνο τὸ κομμάτι τυρὶ ποὺ μεγάλωνε καὶ μίκραινε, ποὺ ἀπομακρυνόταν καὶ πλησίαζε καὶ μὲς στὸ κουρασμένο του μυαλὸ ἄρχισε νὰ χαράζεται ἀμυδρὰ ἡ σκέψη ὅτι ἐκεῖνο τὸ παράξενο κομμάτι τυρὶ ποὺ μεγάλωνε καὶ μίκραινε, ποὺ ἀπομακρυνόταν καὶ πλησίαζε, ἦταν ἕνας ἐχθρὸς ποὺ τοῦ ‘στησε παγίδα.
Ἔχανε τὶς αἰσθήσεις του καὶ τὶς ξανάβρισκε, μένοντας πάντα μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτά, πασχίζοντας, στὰ φωτεινὰ διαστήματα, νὰ θυμηθεῖ τὴν προηγούμενη ζωή του, νὰ βάλει σὲ τάξη τὶς σκέψεις του καὶ νὰ βρεῖ τὴν αἰτία τοῦ κακοῦ, σὰ νά ‘ταν ἔτσι δυνατὸν ν’ ἀνοίξει ἡ μέγκενη ποὺ ὁλοένα καὶ πιὸ πολὺ σφιγγότανε πάνω στὸ τσακισμένο του κορμί.
Σκέφτηκε, πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, τί ἔκανε διαφορετικὸ (ὁ κίνδυνος ὑπάρχει πάντα στὸ διαφορετικό, ἔτσι δὲν εἶναι;) ἐκείνη τὴ φορὰ ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες, τὶς προηγούμενες.
Προσπάθησε νὰ θυμηθεῖ ὅλες τὶς λεπτομέρειες:
Πῶς περίμενε νὰ σκοτεινάσει…
Πῶς περίμενε νὰ σταματήσουνε ἐκεῖνοι οἱ παράξενοι θόρυβοι ποὺ τὸν τρόμαζαν….
Πῶς βγῆκε ἀπ’ τὴν τρύπα του…
Πῶς ἀκολούθησε τὴν ὄσφρησή του…
Πῶς… ΚΡΑΚ!
Ὅλα εἶχαν γίνει κανονικὰ ὅπως πάντα, καὶ μόνον αὐτὸς ὁ τρομερὸς κρότος κι αὐτὴ ἡ μέγκενη, ποὺ τοῦ μοίραζε τώρα τὸ κορμὶ στὰ δυό, ἦταν τὰ ἄγνωστα στοιχεῖα. Αὐτὰ ὅμως ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα.
Πονώντας ὁλοένα καὶ πιὸ πολύ, μὲ τὰ μάτια ὅλο καὶ πιὸ στεγνὰ καὶ τὸ τυρὶ νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ μικραίνει ἀδιάκοπα μπροστά τους, χάνοντας τὶς αἰσθήσεις του καὶ ξαναβρίσκοντάς τες, ἔκανε σκέψεις πάνω στὴ ζωή του ποὺ ποτὲ πρὶν δὲν εἶχε κάνει, γιατί, πρίν, ΖΟΥΣΕ κι αὐτὸ ἦταν ἢ τουλάχιστον φαινόταν ἁπλὸ κι αὐτονόητο.
Γιὰ πρώτη φορὰ τώρα, ἀναρωτιόταν γιατί τὸν τρόμαζε τὸ φῶς τῆς μέρας, γιατί προσπαθοῦσε νὰ τ’ ἀποφύγει;
Δὲν καταλάβαινε ὅμως τίποτα καὶ λιποθυμοῦσε. Συνερχόταν κι ἀναρωτιόταν γιατί τὸν τρόμαζαν οἱ θόρυβοι τῆς μέρας;
Δὲν καταλάβαινε ὅμως τίποτα καὶ λιποθυμοῦσε.
Συνερχόταν κι ἀναρωτιόταν γιατί τὸν τραβοῦσε ἡ μυρουδιὰ τοῦ τυριοῦ;
Δὲν καταλάβαινε ὅμως τίποτα καὶ λιποθυμοῦσε.
Ἡ ἀγωνία του κράτησε πολύ.
Τὸ κουρασμένο του μυαλὸ γυρνοῦσε καὶ ξαναγυρνοῦσε γύρω ἀπ’ τὶς ἴδιες σκέψεις πάντα, δίχως ἀποτέλεσμα.
Καρφωμένον ἐκεῖ, μὲ τὰ μάτια πάντα ἀνοιχτὰ πρὸς τὸ κομμάτι τὸ τυρὶ ποὺ ἀδιάκοπα μεγάλωνε καὶ μίκραινε, μὲ τὴ μέγκενη σφηνωμένη μὲς στὶς σάρκες του, τὸν βρῆκε τὸ ἄσπρο σκοτάδι ποὺ διαδέχτηκε τὸ μαῦρο.
Οἱ θόρυβοι ποὺ τὸν τρόμαζαν ἄλλοτε (μόνον ἄλλοτε) ἄρχισαν πάλι κι ὅλο πλησίαζαν ὥσπου σταμάτησαν πλάι του. Ὕστερα, μιὰ τεράστια δύναμη τὸν σήκωσε ψηλὰ καὶ τοῦ ξεκόλλησε τὴ μέγκενη ἀπ’ τὸ κορμί.
Λίγο πρὶν πέσει μέσα στὸ καυτὸ νερό, κατάλαβε. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ στὴ ζωή του ποὺ καταλάβαινε κάτι.
Ἔνιωσε σχεδὸν εὐτυχισμένος κι ἂν δὲν ἦταν μόνον ἕνας ποντικὸς ἴσως νὰ χαμογελοῦσε.
Ἄμστερνταμ 1971